D. M. Andre
Γιατί δεν πρέπει να ψηφίζουμε αυτόν που πιστεύουμε ότι θα κερδίσει, αλλά αυτόν που πιστεύουμε ότι πρέπει να κερδίσει.
“Θα προτιμούσα να ψηφίσω όποιο κόμμα θέλω και να μην κερδίσει, παρά να ψηφίσω κάτι που δεν θέλω και να κερδίσει.”
– Eugene V. Debs
Η πεποίθηση αρκετών ανθρώπων πως αν δεν ψηφίσουν ένα κόμμα με σίγουρη είσοδο στη Βουλή «σπαταλούν» τη ψήφο τους είναι ένα θέμα που συζητείται αρκετά στις προεκλογικές περιόδους.
Αυτή η ιδέα είναι ευρέως διαδεδομένη, σε βαθμό όπου πολλοί από όσους την εκφράζουν να την πιστεύουν ακράδαντα. Δυστυχώς, όσοι κατηγορούνται για «σπατάλη» της ψήφου τους, τις περισσότερες φορές αντιτάσσουν ήπια άμυνα, αναγνωρίζοντας πως ίσως πράγματι να «σπαταλιέται» η ψήφος τους, αλλά τουλάχιστον είναι εντάξει με τον εαυτό τους καθώς ψηφίζουν κατά συνείδηση. Εκτός από την ασυνεπή συγκατάβαση που είναι συνυφασμένη με το να λες σε κάποιον άλλο ότι η ψήφος του πάει χαμένη, αυτή η λογική πάσχει από την απώλεια μίας βασικής κατανόησης: τι σημαίνει ψηφίζω. Η ψηφοφορία είναι κάτι παραπάνω από μια απλή μαθηματική πράξη. Όσοι συμμετέχουν σε μία ψηφοφορία σηκώνουν ενεργά την ευθύνη για την επιλογή των ηγετών και των εκπροσώπων τους. Ως εκ τούτου, δεν ψηφίζουμε αυτόν που πιστεύουμε ότι θα κερδίσει, αλλά αυτόν που πιστεύουμε ότι πρέπει να κερδίσει, όσο και αν κάποιοι επιμένουν πως αυτό είναι «χαμένη» ψήφος. Η πραγματικότητα είναι ότι η “χαμένη” ψήφος έχει αξία και ασκεί εξουσία. Είναι εγγενώς ίδια με την ψήφο υπέρ του νικητή.
Κάθε ψήφος, έχει αξία.
Οι σημαντικοί υποψήφιοι, ξεχωρίζουν από το μεγάλο αριθμό των υποστηρικτών τους, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τους υπόλοιπους –χαμηλότερης δημοφιλίας- υποψήφιους ως «ασήμαντους» πολιτικά. Η πεποίθηση αυτή δεν είναι μόνο επιβλαβής για τη δημοκρατία, αλλά και αναληθής.
Ο ορισμός του λεξικού για το ρήμα «σπαταλώ» είναι: «Ξοδεύω, δαπανώ ή καταναλώνω κτλ. χωρίς φειδώ, χωρίς μέτρο, αλόγιστα και άσκοπα». Υπάρχει μια σιωπηρή παραδοχή στην έννοια του σπαταλώ. Εννοείται πως οτιδήποτε σπαταλιέται έχει αξία: «Σπατάλησε όλη την περιουσία του… Mη σπαταλάς το χρόνο σου… Σπατάλησε τα νιάτα του και το ταλέντο του στον αγώνα για επιβίωση». Μπορεί κάποιος να σπαταλήσει κάτι λοιπόν που δεν έχει καμία αρχική αξία; Όχι. Οπότε, η έκφραση «ο υποψήφιος σας δεν μπορεί να κερδίσει, ως εκ τούτου, η ψήφος σας πάει χαμένη» είναι ανακόλουθη. Υποθέτει ότι οι μοναδικές ψήφοι που αξίζουν, είναι αυτές του νικητή. Και ενώ πολλά άτομα υιοθετούν απερίσκεπτα αυτή τη λογική, οι αληθινοί παραγωγοί αυτής της λογικής είναι δόλιοι. Όταν λες στους ανθρώπους ότι σπαταλούν την ψήφο τους χρησιμοποιείς την τακτική του φόβου. Και δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι να αποφύγουν την αποτυχία από το να έχουν κίνητρα για να προσπαθήσουν να πετύχουν είναι μια πολύ αποτελεσματική τακτική.
Ανεξάρτητα από το κίνητρο, αυτή η λογική είναι επικίνδυνη. Το αίσθημα της αδυναμίας και η υποκίνηση του φόβου είναι χαρακτηριστικά που συχνά συνδέονται με ολοκληρωτικά καθεστώτα και όχι με δημοκρατίες.
Κάθε ψήφος έχει αξία. Ο καθένας από εμάς καλείται να κάνει μια επιλογή στην κάλπη. Αν ψηφίζουμε μόνο τον επικρατέστερο να κερδίσει υποψήφιο, τότε καταψηφίζουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και επιδιώξεις, επιλέγοντας τη «λιγότερο χειρότερη» επιλογή και κλείνοντας το δρόμο σε αυτή που θεωρούμε ιδανική. Ψήφος στο πρόσωπο και το κόμμα που πιστεύεις, δεν είναι ποτέ «σπατάλη». Χαμένη είναι η ψήφος σε πρόσωπα και ιδέες που δεν πιστεύεις!
Η ψήφος μας είναι η φωνή μας.
Ενώ κάθε ψήφος έχει στατιστική σημασία, η ατομική μας επιλογή στην κάλπη είναι κάτι περισσότερο από απλά μαθηματικά.
Οι εκλογές δεν είναι μία κούρσα στον ιππόδρομο, δεν είναι για να ξεχωρίσει τους νικητές από τους ηττημένους – είναι μία συμμετοχή στη δημοκρατία που οφείλει να αναδείξει τους ικανότερους μιας κοινωνίας για να ηγηθούν. Είναι μια διαδικασία που εκχωρεί το δικαίωμα σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων να ορίζει τον τρόπο λειτουργίας της ζωής μας. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πάμε απλά να ψηφίσουμε αυτόν που πιστεύουμε ότι θα κερδίσει, αλλά ψηφίζουμε αυτόν που πιστεύουμε ότι θα είναι πιο αποτελεσματικός στα θέματα που μας απασχολούν. Η ψήφος μας είναι η φωνή μας: αν απλά ψηφίζουμε τον υποψήφιο που είναι πιθανότερο να κερδίσει, τότε αυτο-λογοκρινόμαστε.
Εκτός από τα στατιστικά αποτελέσματα, ο μύθος της χαμένης ψήφου επηρεάζει αρνητικά το συνολικό αποτέλεσμα των εκλογών και την τελική ποιότητα των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Οι άνθρωποι δίνουν στον εκλεγμένο αντιπρόσωπό τους μία εντολή. Ψηφίζοντας έναν υποψήφιο ο οποίος δεν θα ασκήσει πιέσεις για τα θέματα που μας απασχολούν ή θεωρούμε πως πρέπει να αλλάξουν φιμώνουμε όχι μόνο τη φωνή μας, αλλά υπονομεύουμε και τη θητεία των ηγετών από το ξεκίνημά τους, πράγμα που ισοδυναμεί με μια ψεύτικη εντολή. Με αυτό το σενάριο, ο ηγέτης φαίνεται να έχει μια ευρύτερη βάση στήριξης από ό,τι πραγματικά έχει, πράγμα που υπονομεύει την ικανότητά του να ολοκληρώσει το πρόγραμμά του. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από τις «αρνητικές» ψήφους που πολλές φορές υπάρχουν ως μια σπασμωδική κίνηση εκδίκησης ενάντια στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Είναι μια εκδίκηση που τελικά στρέφεται ενάντια στον πολίτη, ακόμη και αυτόν που την επέλεξε.