Ειρήνη Μανουσάκη
Ανάμεσα στη λογική και το παράδοξο υπάρχoυν τα σύνορα που διαχωρίζουν την αλήθεια από το ψέµα.
Στα σύνορα του παράδοξου
Πόσες φορές έχει τύχει να βρίσκεστε σε µια φιλική παρέα και η κουβέντα να περιστρέφεται γύρω από ό,τι πιο παράξενο, παράλογο και παράδοξο έχει συµβεί παλαιότερα σε σας ή σε κάποιο γνωστό σας;
Γεγονότα που ξεπερνούν το όριο κάθε φαντασίας, ιστορίες που εµπλέκουν τη θρησκεία, τη µυθολογία, την πραγµατικότητα και το εξωπραγµατικό. Όταν τελειώνει η εξιστόρηση τους όλοι αναρωτιόµαστε αν τελικά υπάρχει µόνο ό,τι αντιλαµβάνονται οι πέντε αισθήσεις µας, ή κάτι παραπάνω. Κάτι άγνωστο, που δεν ξέρουµε τι και ποιος το καθορίζει. Ορισµένοι άνθρωποι που έζησαν ανεξήγητα και παραφυσικά φαινόµενα µας περιέγραψαν τις εµπειρίες τους. Ο Διονύσης Λαµπρίδης (ένθετη φωτό), η οικογένειά του και ο Σπύρος Μακριδάκης ήταν κάποιοι από αυτούς. Ο Διονύσης µάλιστα, φωτογραφήθηκε για το Square, χωρίς καµία ανασφάλεια στο πρόσωπό του, αφού η λογική και τα βιώµατά του, τον κάνουν να αισθάνεται σίγουρος γι’ αυτά που έζησε και µας περιέγραψε. Παράλληλα, υπήρξαν και άνθρωποι, οι οποίοι προτίµησαν να διατηρήσουν την ανωνυµία τους, κάτι που φυσικά σεβαστήκαµε απόλυτα.
Οι Μοίρες και το βρέφος
Οι Μοίρες ήταν θεότητες της ελληνικής µυθολογίας. Τρεις γυναίκες που όριζαν τις ζωές των ανθρώπων. Η Κλωθώ όριζε το νήµα της ζωής, η Λάχεση µοίραζε τους κλήρους µε το τι ήταν γραφτό να συµβεί στον καθένα και η Άτροπος έκοβε το νήµα της ζωής.
Ο Διονύσης Λαµπρίδης ξεκίνησε να µας αφηγείται µία ιστορία που συνέβη στη γιαγιά του το 1946, στον Ευαγγελισµό, ένα µικρό χωριό 60 χλµ. έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η Δέσποινα Λαµπρίδη ήταν τότε νέα και παντρεµένη. Εκείνη τη χρονιά ήρθε στον κόσµο το όγδοο παιδί της, ο Ευάγγελος. Λίγες µέρες µετά τη γέννα, το είχε στην κούνια µέσα στο σπίτι και εκείνη βρισκόταν στην αυλή και καθάριζε. Ξαφνικά, άκουσε µέσα από το σπίτι γυναικείες φωνές. Συζητούσαν και έλεγε η µία στην άλλη: «Το παιδί δε θα µιλήσει, θα είναι άλαλο για µία ζωή». «Όχι!Το παιδί πρέπει να µιλήσει, η φωνή του θα ακουστεί, όπως κάθε φυσιολογικού ανθρώπου!». Η γυναίκα ταράχτηκε πολύ και µπήκε τρέχοντας στο σπίτι. Αλλά µέσα όλα έδειχναν απολύτως φυσιολογικά! Οι φωνές σταµάτησαν, καµία συζήτηση δεν ακουγόταν και ασφαλώς καµιά γυναίκα δεν ήταν πουθενά. Όσο για το µωρό, ήταν στην κούνια του. «Θα µου φάνηκε» είπε και πλησίασε να φροντίσει το µωρό της. Μετά το περιστατικό αυτό η µέρα συνεχίστηκε σα να µην είχε συµβεί τίποτα. Τα χρόνια πέρασαν, το µωρό µεγάλωνε, αλλά δε µιλούσε! Το βράδυ πρίν παει για πρώτη φορά σχολείο η Δέσποινα µέσα στον ύπνο της άκουσε µία φωνή µικρού παιδιού να τη φωνάζει και να λέει: «Μαµά, µαµά!». Σηκώθηκε να δει τί συµβαίνει και προς µεγάλη της έκπληξη είδε τον Βενιαµίν της να µιλάει κανονικά και να τη φώναζει να πάει κοντά του! Την επόµενη µέρα, πήρε το παιδί και το πήγε στην εκκλησία. Μπαίνοντας µέσα είδαν την εικόνα του προστάτη του χωριού, του Αγίου Ελευθέριου. Ο µικρός Βαγγέλης βλέποντας την, έδειξε µε το χεράκι του και είπε στη µητέρα του: «Να µαµά, ο κύριος αυτός, ήρθε εχθές το βράδυ την ώρα που κοιµόµουν, µε άγγιξε στο µάγουλο και µου είπε να µιλήσω!». Έτσι ο γιός της Δέσποινας, απέκτησε τη φωνή του, όπως κάθε άλλος φυσιολογικός άνθρωπος.
Το διαµέρισµα µε τις σκιές
Το 1976 ο Πανάρετος Λαµπρίδης µαζί µε τη σύζυγό του Νίκη και τα δύο τους παιδιά, Δέσποινα και Διονύση µετακόµισαν σε ένα διαµέρισµα στην οδό Χίου 2 στην περιοχή της Δάφνης στην Αθήνα.
Τα παιδιά τότε ήταν δύο και ενός έτους αντίστοιχα. Ο Πανάρετος διέθετε ένα χάρισµα από µικρός, να βλέπει και να αντιλαµβάνεται πράγµατα, τα οποία δεν είναι ορατά στα µάτια των απλών ανθρώπων, αλλά ούτε και αποδεκτά από το µέσο κοινό νου. Στο σπίτι που µετακόµισαν, έβλεπε ανθρώπινες σκιές που προσπαθούσαν να εισβάλλουν στο σπίτι, να κολλάνε πάνω στα τζάµια ή να περιφέρονται από δωµάτιο σε δωµάτιο. Ανάλογες εµπειρίες είχε όµως και η σύζυγός του. Η Νίκη έβλεπε τακτικά πως οι εξωτερικοί τοίχοι του σπιτιού ήταν γεµάτοι γρατζουνιές και τα παράθυρα του σπιτιού να είναι συνέχεια γεµάτα από άγνωστα δαχτυλικά αποτυπώµατα. Η µικρή Δέσποινα από την άλλη, κάποια στιγµή ανέφερε στη µητέρα της πως την ώρα που καθόταν στο παιδικό κρεβατάκι της, δίπλα της ακριβώς βρισκόταν µία γάτα, η οποία την κοιτούσε επίµονα. Στο σπίτι όµως δεν είχαν κανένα κατοικίδιο, ποτέ τους! Κάποια στιγµή, η γιαγιά της οικογένειας, η Γεωργία, επισκέφτηκε το σπίτι. Ήταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση, όταν παρατήρησε πως ένα βάζο που είχαν τοποθετηµένο επάνω σε αυτή, χωρίς να φυσάει αέρας, πήγαινε από τη µία µεριά στην άλλη και µετά από λίγο ξαναγυρνούσε µόνο του στην αρχική του θέση. Έντροµη η γιαγιά, αµέσως τους είπε να φύγουν από αυτό το σπίτι, αλλά δεν την άκουσαν. Ύστερα από λίγο καιρό, ο Πανάρετος άρχισε τα βράδια να βγάζει εξογκώµατα, βλέννες και πράσινα στίγµατα επάνω στο κορµί του. Επίσης, δεν µπορούσε να κοιτάξει εικόνες και οτιδήποτε αφορούσε στη θρησκεία και ήταν πολύ αρνητικός στο να έχει επαφή µε τους γύρω του. Ύστερα από αυτά, µαζί µε τη γυναίκα του απευθύνθηκαν στον παπά της γειτονικής τους εκκλησίας, προκειµένου να βρεθεί µία λύση. Εκείνος, ακούγοντας τους, αποφάσισε να µην αναλάβει την υπόθεση του Πανάρετου, εφόσον, βάσει θρησκείας η περίπτωση έπρεπε να αντιµετωπιστεί µε εξορκισµό και δεν είχε κάνει ποτέ κάτι ανάλογο. Παράλληλα, όσοι συγγενείς της οικογένειας γνώριζαν όλα αυτά τα περιστατικά, µην µπορώντας να πιστέψουν τα όσα απίστευτα τους διηγούνταν, τους χλεύαζαν και τους περιγελούσαν. Μέχρι που ο αδερφός του Πανάρετου πρότεινε, µην πιστεύοντας και ο ίδιος αυτά που συνέβαιναν, να περάσει µία νύχτα στο σπίτι. Έτσι, το επόµενο βράδυ, η Νίκη του έστρωσε στον καναπέ για να ξαπλώσει. Τότε, ενώ όλοι κοιµόντουσαν, ο αδερφός του Πανάρετου αισθάνθηκε ένα πνίξιµο στο λαιµό, σαν κάποιος να τον είχε αρπάξει µε τα χέρια του και να του λέει: «Εσύ είσαι που δεν πιστεύεις;!». Επί τόπου, πετάχτηκε όρθιος, έφυγε τρέχοντας από το σπίτι και δεν ξαναπάτησε ποτέ! Είχε πλέον πειστεί για όλα όσα του είχαν περιγράψει. Ένα άλλο περίεργο περιστατικό που συνέβη στο διαµέρισµα της οδού Χίου, ήταν όταν η γειτόνισα από την απέναντι πολυκατοικία τηλεφώνησε στο σπίτι και είπε στη Νίκη: «Καλέ, κατεβάστε το παιδί από το τραπέζι του σαλονιού σας γιατί θα πέσει!». Όταν η Νίκη όµως πήγε στο σαλόνι για να προλάβει το πιθανό ατύχηµα, δεν είδε κανένα από τα παιδιά της ανεβασµένο στο τραπέζι, αλλά και κανένα από αυτά µέσα στο χώρο! Αργότερα, έγινε και η ίδια πρωταγωνίστρια σε άλλο ένα περιστατικό. Ένα βράδυ, που η Νίκη από εκεί που βρισκόταν µόνη σ’ένα δωµάτιο του σπιτιού, ξαφνικά βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στο σαλόνι, κρατώντας το τραπέζι ψηλά στον αέρα, σα να είχε υπερδυνάµεις! Το διάστηµα που µεσολάβησε από τη µία σκηνή στην άλλη, είχε διαγραφεί πλήρως από το µυαλό της. Όλα αυτά τα παραφυσικά φαινόµενα τους είχαν ανησυχήσει. Κανένας δεν µπορούσε να τους βοηθήσει, κανένας µέχρι που έµαθαν πως στο από πάνω διαµέρισµα ζει µια γυναίκα µέντιουµ…
Τα µάγια
Όσο περνούσε ο καιρός, τα περίεργα περιστατικά συνεχίζονταν και η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Έτσι, ο Πανάρετος και η Νίκη σκέφτηκαν το ενδεχόµενο του να µπορέσει το µέντιουµ να παρέχει τη λύση στο πρόβληµά της οικογένειάς τους.
Ο Πανάρετος µε τη γυναίκα του όταν την επισκέφθηκαν, εκείνη αυτό που τους είπε ήταν πως η µεγάλη τους κόρη, η Δέσποινα, διέθετε µαντικές ικανότητες και µπορούσε να προβλέψει το µέλλον. Εύλογα, ο Πανάρετος δεν την πίστεψε και θεώρησε αφελές αυτό που του είπε η γυναίκα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα να τσακωθούν οι δυό τους και να µην ξαναέρθουν ποτέ ξανά σε επαφή, αν και ήταν γείτονες. Η κατάσταση όµως παρέµενε ίδια. Έτσι, από τη στιγµή που δεν είχαν από πουθενά βοήθεια, το ζευγάρι αποφάσισε να έρθει σε επαφή µε έναν άνθρωπο, ο οποίος σχετιζόταν µε τη λεγόµενη «µαύρη µαγεία». Κάτι που είχε προξενήσει κακό στην ζωή του, µιας που είχε φτάσει µέχρι στο σηµείο να αφήσει την ίδια του τη µητέρα ανάπηρη. Αργότερα όµως έκανε µεταστροφή και έγινε πολέµιος του κακού, χρησιµοποιώντας τις γνώσεις και την εµπειρία του για καλό σκοπό. Έτσι, τον κάλεσαν στο σπίτι τους. Εκεί, κατά τη διάρκεια µιάς συνεδρίας, τους έφτιαξε έναν κύκλο και έβαλε όλη την οικογένεια µέσα σε αυτόν. Καθώς «έλυνε» τα µάγια, λέγοντας κάποιου είδους ξόρκια, εκτός κύκλου µέσα στο σπίτι επικρατούσε πανδαιµόνιο από ρεύµατα και αντικείµενα που έπεφταν και έσπαγαν στο πάτωµα. Όταν τελείωνε η διαδικασία, η Νίκη άκουσε µια απόκοσµη φωνή να απευθύνεται στον Πανάρετο και να του λέει: «Τελειώσαµε κύριε!», επαναλαµβανόµενα. Ο άνθρωπος που κατάφερε να τους λύσει τα µάγια, είπε στην οικογένεια πως στάθηκαν πάρα πολύ τυχεροί, αποφεύγοντας τα χειρότερα. Μάλιστα, τους ανέφερε για ένα πνεύµα, που βρισκόταν ανέκαθεν κοντά τους και έπαιζε το ρόλο του προστάτη της οικογένειας. Επρόκειτο για ένα παλικάρι 17 – 18 χρονών το οποίο περιφερόταν ξυπόλητο στο σπίτι τους, διώχνοντας οποιαδήποτε αρνητικά στοιχεία υπήρχαν. Αργότερα, ο Πανάρετος και η Νίκη, επισκέφτηκαν το χωριό του Πανάρετου, τον Ευαγγελισµό Θεσσαλονίκης. Εκεί ρώτησαν, να µάθουν αν υπήρξε ποτέ στην οικογένεια κάποιο παλικάρι σ’ αυτή την ηλικία, το οποίο δεν ζούσε πλέον και να είχε σχέση µε την οικογένεια. Κάποιος από τους συγγενείς ανέφερε πως πράγµατι, ο αδερφός της µητέρας του Πανάρετου, τα χρόνια του πολέµου ζούσε εκεί. Η ζωή του τερµατίστηκε βίαια όταν κάποιοι αντάρτες ή ταγµατασφαλίτες (δεν το διευκρίνισαν) τον συνέλαβαν, τον αποκεφάλισαν και µε το κεφάλι του έπαιζαν ποδόσφαιρο. Το όνοµα του παλικαριού ήταν Πανάρετος! Αυτός ήταν ο λόγος που ο Πανάρετος βαπτίστηκε µε το συγκεκριµένο όνοµα, όταν γεννήθηκε. Από τότε, η οικογένεια έφυγε από το σπίτι της οδού Χίου και µετακόµισαν σε µια άλλη γειτονιά στο Παγκράτι…
Οι µαντικές ικανότητες της Δέσποινας
Μεταξύ 1993 και 1995, η Δέσποινα Λαµπρίδη, η αδερφή του Διονύση, ασχολούνταν µε τα χαρτιά, τους καφέδες και τα όνειρα, ασκώντας τις µαντικές της ικανότητες, όπως είχε ενηµερώσει το µέντιουµ τον πατέρα της, παλιότερα. Τότε, άρχισαν τα χειρότερα για εκείνη.
Ένα πρωινό είπε ξαφνικά στον αδερφό της πως η θεία τους η Χρυσάνθη είχε πεθάνει. Ο Διονύσης παραξενεύτηκε και δεν την πολυπίστεψε. Ύστερα από λίγο όµως, ήρθε η µητέρα τους, η οποία τους είπε πως η θεία πέθανε το πρωί! Κάτι που επιβεβαίωσε τη διαίσθηση της αδελφής του. Ο καιρός κύλησε και µία άλλη µέρα, η Δέσποινα περπατούσε σε έναν δρόµο στην Αθήνα, λίγο πιο πάνω από το σπίτι τους, στην οδό Αµφικράτους. Γυρνώντας στο σπίτι, είπε στον αδερφό της πως σε µια πολυκατοικία της συγκεκριµένης οδού, στον τελευταίο όροφο, θα σκότωνε βίαια κάποιος µία γυναίκα. Η πρόβλεψη της Δέσποινας, σαφώς και δεν ήταν τυχαία. Την προηγούµενη νύχτα, είχε δει έναν άντρα στο όνειρό της που της πρότεινε να τον ακολουθήσει σε ένα σπίτι που θα πήγαινε. Την επόµενη µέρα, ο Διονύσης µαζί µε τον πατέρα του, περνούσαν κάτω απο µία πολυκατοικία στην οδό Αµφικράτους και έµαθαν πως στο διαµέρισµα του τελευταίου ορόφου µία γυναίκα είχε δολοφονηθεί και απανθρακωθεί µέσα στο ίδιο της το σπίτι. Ένοχος ήταν ο αδερφός της, ο οποίος πρώτα τη σκότωσε και στη συνέχεια, έβαλε φωτιά στο διαµέρισµα! Όποτε η Δέσποινα έβλεπε όνειρα, δυστυχώς συνέβαιναν και στην πραγµατικότητα. Αυτό ανυσυχούσε την οικογένεια, και όλα τα κοντινά τους πρόσωπα, γιατί όταν έβλεπε κάποιον στον ύπνο της θα έπρεπε για να µην του συµβεί τίποτα κακό, να είναι τουλάχιστον κλεισµένος µέσα σ’ ένα δωµάτιο όλη την ηµέρα! Με τον καιρό όµως, η Δέσποινα δεν άντεχε άλλο το «χάρισµα» που διέθετε. Διαρκώς έβλεπε εφιάλτες µε ανθρώπους και καταστάσεις δυσάρεστες, χωρίς η ίδια να το επιδιώκει. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα, όλο αυτό να της έχει δηµιουργήσει άγχος, φόβο και απέχθεια για τον ίδιο της τον εαυτό. Αισθανόταν υπεύθυνη για όλα όσα γίνονταν. Είχε χάσει τους φίλους της, ο κόσµος την κοιτούσε µε καχυποψία και είχε χάσει την ψυχική της ηρεµία, την προσωπική της ζωή. Έτσι, κάποια στιγµή, αποφάσισε να µην ξανασχοληθεί µε το «χάρισµα», που είχε γίνει για εκείνη τρόπος ζωής. Μέχρι την επόµενη φορά…
Το «ρεύµα» του σπιτιού
Όταν η Δέσποινα, η αδερφή του Διονύση Λαµπρίδη (ένθετη φωτό), πέρασε Θεολογία στο πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, πήγε µαζί µε τους γονείς της για να αναζητήσει ένα σπίτι να νοικιάσει.
Ο Διονύσης έµεινε τότε µόνος του στο διαµέρισµα στην Αθήνα. Το απόγευµα είχε έρθει ο ξαδερφός του για να του κάνει παρέα. Κάθονταν στο σαλόνι του σπιτιού και συζητούσαν. Κάποια στιγµή άρχισαν να αισθάνονται ένα περίεργο ρεύµα µέσα στο χώρο το οποίο ερχόταν και ξαναέφευγε.
Δεν υπήρχε περίπτωση κάτω από φυσιολογικές συνθήκες να φυσάει αέρας και να δηµιουργείται ρεύµα µέσα στο σπίτι, γιατί ήταν όλα κλειστά από παντού. Ύστερα από λίγη ώρα, ο ξάδερφος του έφυγε και ο Διονύσης έµεινε µόνος του, ή έτσι τουλάχιστον νόµιζε… Το «ρεύµα» στο σπίτι έκανε ανά τακτά διαστήµατα την εµφάνιση του, µέχρι που ο Διονύσης άρχισε να συνειδητοποιεί πως κάτι ή κάποιος βρισκόταν εκεί µαζί του, περιφερόµενο στους χώρους, κάτι αδιόρατο, χωρίς υλική υπόσταση. Άρχισε τότε να αγχώνεται, να φοβάται. Αισθανόταν για τουλάχιστον τρεις ώρες ένα ρίγος να τον διαπερνά. Δεν έφευγε όµως από το σπίτι γιατί όπως µας είπε χαρακτηριστικά: «ήταν σα να µε κρατούσε κάτι και δε µε άφηνε να φύγω!». Τότε αποφάσισε να πάρει την αδερφή του τηλέφωνο για να της πει τί συµβαίνει. Η Δέσποινα, του είπε απλώς να µην ανησυχεί, να προσπαθήσει να ηρεµήσει και να φορέσει τον βαπτιστικό του σταυρό. Σε κάποιο σηµείο του σπιτιού, η µητέρα του Νίκη, είχε ένα εικονοστάσι, γεµάτο από εικόνες Αγίων. Σε µία γωνιά του βρισκόταν και ο σταυρός. Η αµέσως επόµενη κίνηση του ήταν να πάει σε αυτό. Τη στιγµή που έκανε την κίνηση να ανοίξει τη βιτρίνα όµως, το τζάµι από το έπιπλο έπεσε και έγινε χίλια κοµµάτια! Βλέποντας το, πάγωσε το αίµα του. Στεκόταν στο ίδιο σηµείο για τουλάχιστον είκοσι λεπτά, µην µπορώντας να αντιδράσει. Αποφάσισε όµως να νιώσει δυνατός και να αντιµετωπίσει την κατάσταση φωνάζοντας δυνατά: «Ό,τι κι αν είσαι θα σε αντιµετωπίσω, κάνε ό,τι νοµίζεις, αν θες µείνε, αλλιώς πάρε δρόµο!». Έκατσε στον καναπέ του σαλονιού, άνοιξε την τηλεόραση για να ξεχαστεί, µέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Ο Διονύσης κοιµήθηκε ήσυχος όλο το βράδυ. Την επόµενη µέρα είδε κάτι όµως που έφερε στο µυαλό του το προηγούµενο βράδυ. Το κρεβάτι της αδερφής του είχε µετακινηθεί και βρισκόταν στο σαλόνι, ακριβώς απέναντι του! Όταν γύρισε η οικογένεια του από τη Θεσσαλονίκη, περιέγραψε στην αδερφή του το περιστατικό. Εκείνη, του είπε πως µια µέρα πριν φύγει είχε δει στο όνειρό της έναν άνδρα, ο οποίος της είχε πει: «Αύριο να ξέρεις πως µένοντας στο σπίτι σου, θα έρθει να σε βρει κάποιος και αυτό δε θα είναι καλό για σένα. Σε περίπτωση που λείπεις, κανείς άλλος δε θα πάθει κακό!». Ο Διονύσης έµεινε έκπληκτος, όχι γιατί δεν πίστευε στις ικανότητες της αδερφής του να γνωρίζει πράγµατα που θα συµβούν στο µέλλον, όπως κάποτε είχε πει η γειτόνισα µάντισσα, αλλά γιατί θα έπρεπε τουλάχιστον να τον είχε προειδοποιήσει για όσα θα συνέβαιναν. Της είπε πως δε θέλει να ξανακούσει τίποτα σχετικά µε αυτό το θέµα και πως το κρεβάτι που βρέθηκε µακριά από το δωµατιό της, δεν ήταν κανενός άλλου παρά δικό της, οπότε δεν τον ενδιέφερε. Έκτοτε, η Δέσποινα σπούδασε θεολογία αλλά το «χάρισµα» της εµφανίστηκε, όπως θα δείτε παρακάτω, ξανά στην ζωή της….
Επόμενες ιστορίες από τα σύνορα του μυστηρίου:
Η γυναικεία µορφή
Το περίεργο αuto – stop
Ήχοι στο σκοτάδι
Το φοιτητικό στοιχειωµένο σπίτι