Βάγιας Κατσός
Στενές επαφές ανθρώπων της διπλανής μας πόρτας με υπερφυσικές καταστάσεις, στα σύνορα μεταξύ μυστηρίου και φαντασίας.
Ο Χαλκιδαίος Χρήστος Μ. ποτέ του δεν πίστευε σε οτιδήποτε μεταφυσικό, ή στη μεταθανάτια ζωή. Ένα περιστατικό όμως τον έβαλε σε σκέψεις να αναθεωρήσει όλα όσα πίστευε…
Ήταν Μάιος του 2010. Μαζί με τη σύζυγο του είχαν επισκεφθεί την Κερασιά στη βόρειο Εύβοια απ’ όπου εκείνη καταγόταν. Ο λόγος του ταξιδιού τους όμως δεν ήταν καλός καθώς ο παππούς της συζύγου του, (που την είχε μεγαλώσει με πολύ αγάπη μαζί με την μητέρα της μετά το θάνατο του πατέρα της σε τροχαίο) απεβίωσε, οπότε ήθελαν να παρευρεθούν στην κηδεία.
Ο Χρήστος δεν είχε προλάβει να γνωρίσει καλά τον παππού. Δεν ανέβαινε στο χωριό της γυναίκας του τακτικά και δεν ήταν παρών στο γάμο γιατί ήταν ήδη άρρωστος. Όταν έφτασαν στο χωριό, ο παππούς ήταν στο σπίτι του, «κοιμόταν» στο φέρετρο και οι γυναίκες της οικογένειας ετοιμάζονταν για να τον «ξενυχτήσουν». Αφού λοιπόν έκατσε για λίγο μαζί τους, άφησε τη γυναίκα και την πεθερά του μαζί με τις υπόλοιπες και πήγε να κοιμηθεί στο παιδικό δωμάτιο της συζύγου του, μόνος, χωρίς κανείς να βρίσκεται τριγύρω.
Είχε όμως ανήσυχο ύπνο, κρύωνε, αν και η εποχή δεν το επέτρεπε και είδε ένα περίεργο όνειρο που ακροβατούσε στα όρια του οράματος, κάτι μεταξύ φανταστικού και πραγματικού. Όπως κοίταγε την ανοιχτή πόρτα του δωματίου, είδε κάτι απροσδιόριστο να αιωρείται ψηλά και να στέκεται εκεί, χωρίς να μπαίνει μέσα… Περιέργως, δεν ένιωθε φόβο από το θέαμα, ήταν γαλήνιος.
Ήταν τόσο έντονο το «όνειρο» που είδε που όταν ξύπνησε το θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια, όταν το πρωί το εξιστορούσε στη γυναίκα του μετά την κηδεία. «Ήταν ο παππούς» του είπε εκείνη. «Κατάλαβε πως δεν είμαι εκεί και δεν μπήκε μέσα για να με δει και να με χαιρετήσει. Δεν ήθελε να σου κάνει κακό γιατί κατάλαβε πως με αγαπάς και εσύ»…
Υπόλοιπες ιστορίες από την ίδια σειρά άρθρων: