Το νοτιοανατολικό τμήμα των χερσαίων τειχών και της αμυντικής τάφρου του Νεγροπόντε (Negroponte, η μεσαιωνική Χαλκίδα), όπως διασώζονταν ακόμα στα 1898 – 1900, λίγο πριν από τον οριστικό αφανισμό τους. Φωτογραφία του Βρετανού αρχαιολόγου Sir John Linton Myres (1869 – 1954). Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Pierre MacKay – Μετάφραση: Γιώργος Λόης
Ένα συναρπαστικό δοκίμιο του Αμερικανού καθηγητή Pierre Mackay για τη μεσαιωνική Χαλκίδα και την τοπογραφία της, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης. Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία:
1. «Maometto II, il Conquistatore e l’Italia», Babinger F., Rivista Storica Italiana 63: pp. 469–505, 1951.
2. «Studies in the topography of Chalcis on Euboea: a discussion of the sources», Bakhuizen S. C., Leiden, 1985.
3. «Historia del regno di Negroponte, e sue isole adiacenti», Coronelli V., Venice, 1695.
4. «Χαρακτικά της Εύβοιας: Συλλογή Γιάννη Καρακώστα», Γκόφας Δημήτριος και Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα, 1999.
5. «Dizionario Biografico degli Italiani», Istituto della Enciclopedia Italiana, Rome, 1960.
6. «La Consolidation de la Domination de Venise dans la Ville de Négrepont (1205–1390», Jacoby D. in Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (XIII–XV Secolo), edd. Ch. A. Maltezou and P. Schreiner. Venice, 2002, (pp 151 –187, reproduction of map on p. 564).
7. «Negroponte: Untersuchungen und Siedlungsgeschichte der Insel Euboia wahrend der Zeit der Venezianerherrschaft», Koder J., Vienna, 1974.
8. «Ricerche intorno allo storico G. Maria Angiolello (degli Anzolelli) patrizio Vicentino (1451 – 1525)», di Lenna N., 1924, Archivio Veneto Tridentino 5: pp. 1–65.
9. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο «Η πόλη της Χαλκίδας (The City of Chalkis)», Society of Euboean Studies, Athens, 1990.
10. «Beitrage zur Topographie von Euboea, aus den nachgelassenen Tagebuchern und Collectaneen von H. N. Ulrichs, herausgegeben von W. Henzen», Ulrichs H. N., 1849, Rheinisches Museum 5 N. F. pp. 481–515, (re-edition: «Reisen und Forschungen in Greichenland II», by A. Passow, Berlin, 1863).
11. «Χαλκίς, Ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1470», Welter G. Ph., εκδ. Κουλικούρδη Γ., Αθήνα, 1955.
12. «The Content and Authorship of the Historia Turchesca», 550th Anniversary of the Istanbul University: International Byzantine and Ottoman Symposium (XVth Century), 30–31 May 2003,˙ Istanbul, 2004, pp. 213–23 (http://angiolello.net/Turchesca.pdf).
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή (σ.τ.μ.)
Ο αείμνηστος διακεκριμένος Αμερικανός καθηγητής Πιέρ Μακέι (Pierre Mackay) ασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του επανειλημμένα με το Νεγροπόντε (Negroponte, η ονομασία της Χαλκίδας επί λατινοκρατίας), αποκαλύπτοντας νέες και πολύτιμες κάθε φορά πληροφορίες για τη μεσαιωνική καστροπολιτεία.
Ήταν ο ίδιος που ανέδειξε και έκανε ευρύτερα γνωστό στη σύγχρονη εποχή ένα σημαντικό πρωτογενές σύγγραμμα, όπου περιγράφεται με «ζωηρά χρώματα» η πολιορκία και η άλωση του Νεγροπόντε από τους Τούρκους το καλοκαίρι του 1470. Πρόκειται για το χειρόγραφο του Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο (Giovan Maria Angiolello, π. 1451 – π. 1525) εκ Βιτσέντζας, ο οποίος υπήρξε ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας των δραματικών γεγονότων, καθώς τότε βρισκόταν συγκυριακά στην πρωτεύουσα της Εύβοιας[1]. Σε αυτό το ιδιαίτερο άρθρο του με τίτλο «The Angiolello Manuscript and other Contemporary Sources, Maps and Views of the fortress of Negropont», ο Μακέι συνοψίζει και αξιολογεί τις φερέγγυες, όπως επίσης και τις απατηλές ή απρόσεκτες πηγές για την πτώση του Νεγροπόντε, σε αντιδιαστολή με την αυθεντικότητα της διήγησης του Αντζολέλλο.
Για τη μεταφορά του κειμένου από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα ακολουθήθηκε η μεθοδολογία της μετάφρασης «λέξη προς λέξη», με κάποια σχετική απόκλιση από την πρωτότυπη φρασεολογία, κυρίως σε ιδιωματικούς όρους, για τη μέγιστη κατανόηση τους. Όπου διαφαίνονταν πως κάτι τέτοιο ίσως συνιστούσε παρεκτροπή από το αγγλικό κείμενο ή απαιτούνταν να γίνει ένα κατατοπιστικό σχόλιο, τέθηκε εντός παρενθέσεως μία σύντομη σημείωση του μεταφραστή (σ.τ.μ.). Διατηρήθηκε δε η γενικότερη τυπολογική δομή του άρθρου, που ανήκει περισσότερο στην κατηγορία των εξειδικευμένων ιστορικών δοκιμίων, καθώς αποπνέει έντονα την παρουσία και την άποψη του συντάκτη, απευθυνόμενος σε ένα μάλλον εξοικειωμένο αναγνωστικό κοινό.
Το κείμενο διαμορφώνεται σε τέσσερις διακριτές ενότητες. Στην πρώτη αναλύεται γραφολογικά το χειρόγραφο του Αντζολέλλο. Στη δεύτερη γίνεται μία κριτική στις βασικές επανεκδόσεις του. Στην τρίτη εξετάζονται οι κυριότερες σύγχρονες πηγές σχετικά με την άλωση του Νεγροπόντε από τους Τούρκους. Στην τέταρτη τέλος αποτιμώνται οι παλαιοί απεικονιστικοί χάρτες και σχέδια της καστροπολιτείας του Ευρίπου. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι δύο πρώτες –σύντομες- ενότητες έχουν μία καθαρά τεχνοτροπική χροιά και ενδεχομένως να φαντάζουν αδιάφορες ή και κουραστικές στον ενδιαφερόμενο αποκλειστικά για την ιστορία της Χαλκίδας, χωρίς όμως να χάνουν την ακαδημαϊκή τους αξία. Στην περίπτωση αυτή ο αναγνώστης μπορεί να μεταπηδήσει στις επόμενες δύο ενότητες όπου παρουσιάζουν μέγιστο ενδιαφέρον καθώς γίνονται σημαντικές ιστορικές διαπιστώσεις, κύρια για την τοπογραφία της μεσαιωνικής Χαλκίδας. Επιπλέον, στην παρούσα μεταφραστική εργασία αφαιρέθηκαν ορισμένες από τις πρωτότυπες σημειώσεις ως πλεονάζουσες, αφού παρέπεμπαν στην παρατιθέμενη ενδεικτική βιβλιογραφία, ενώ παράλληλα προστέθηκαν ορισμένες διευκρινιστικές παρατηρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη πως το μεταφρασμένο κείμενο απευθύνεται και σε μη ακαδημαϊκό κοινό. Για οποιεσδήποτε συγκρίσεις σχετικά με την πιστότητα της μεταφοράς στην ελληνική γλώσσα, το Αγγλικό κείμενο είναι προσβάσιμο στον ιστότοπο www.academia.edu, σε αρχείο pdf[2].
Σελίδα από το χειρόγραφό του Giovan Maria Angiolello, το οποίο πραγματεύεται την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470. Φυλάσσεται στην Βιβλιοθήκη «Civica Bertoliana» της Βιτσέντζα στην Ιταλία. Πηγή: Angiolello.net / Pierre A. MacKay.
Το χειρόγραφο του Angiolello και άλλες σύγχρονες πηγές, χάρτες και απόψεις του φρουρίου του Νεγροπόντε («The Angiolello Manuscript and other Contemporary Sources, Maps and Views of the fortress of Negropont», Pierre A. MacKay, 2013)
Ενότητα Α΄: (σ.τ.μ.: Τυπολογικά Χαρακτηριστικά του Χειρόγραφου)
Το συγκεκριμένο χειρόγραφο τεκμήριο φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη «Civica Bertoliana» της Βιτσέντζα στην Ιταλία[3], φέροντας τον αριθμό καταχώρισης MS 413. Απαρτίζεται από 16 διπλά φύλλα (folios), διαστάσεων, 21,5 Χ 29,5 εκατοστών, από λεπτό, εύθραυστο και ελαφρώς γκριζωπό χαρτί σε δύο συναθροίσεις των οκτώ φύλλων (folio).
Άπαντα τα 16 διπλά φύλλα είναι υδατογραφημένα (σ.τ.μ. με αχνές σφραγίδες). Το πιο κοινό σημάδι είναι ένα είδος μίας κεφαλής τρίαινας χωρίς λαβή, που φαίνεται να εμφανίζεται σε διάφορα μέρη της σελίδας αλλά συνήθως κοντά σε μία γωνία, μερικές φορές με τις αιχμές προς τα επάνω και μερικές φορές δείχνοντας προς τα κάτω. Στο διπλό φύλλο 19 – 30, το υδατογράφημα εμφανίζεται εις διπλούν στο πάνω δεξιό τμήμα του φύλλου 30, και στο διπλό φύλλο 17–32 παρουσιάζεται μόνο στο μέσο του φύλλου 17 και όχι στο φύλλο 32. Τα διπλά φύλλα 3–14, 4–13 και 5–12 έχουν ένα πιο περίτεχνο πρόγραμμα υδατογραφημάτων. Εκεί διακρίνεται μία μορφή, πιθανότατα ενός γενειοφόρου άνδρα, που κοιτάζει προς τα αριστερά σε ένα κυκλικό περίγραμμα 2,5 εκατοστά, εγκάρσια στα φύλλα 4, 12 και 14, ενώ αντιστρέφεται στο φύλλο 13. Έτσι το φύλλο 13 έχει δύο υδατογραφήματα του πορτραίτου. Τα δε φύλλα 13 και 14 το συνδυάζουν αυτό με ένα περίεργο, μάλλον αγκυροειδές περίαπτο (σ.τ.μ.: κρεμαστό κόσμημα), το οποίο εμφανίζεται επίσης στο φύλλο 16. Το φύλλο 20 έχει ένα περίαπτο με τρία ρομβοειδή φυτικά φυλλώματα, διατεταγμένα σε τύπο τριφυλλιού, και τα φύλλα 21, 22, 23, 24, και 31 έχουν το ίδιο με τα φυτικά φυλλώματα να είναι προς τα επάνω. Σχεδόν όλα τα φύλλα του χειρόγραφου με παραλλαγές, αντιστοιχίζονται με ένα υδατογράφημα τρίαινας στο άλλο φύλλο του ζεύγους τους.
Σχέδια υδατογραφημάτων όπως αποτυπώνονται στα φύλλα (folio) του χειρόγραφού του Angiolello. Στα αριστερά σχήμα τρίαινας που εμφανίζεται σε όλα τα φύλλα, στο κέντρο τριφυλλοειδές περίαπτο, που εμφανίζεται στο διπλό φύλλο 20 – 24, και στο φύλλο 31, ενώ στα δεξιά αγκυροειδές περίαπτο, που παρουσιάζεται στα φύλλα 13, 14, 16.
Το κείμενο διατάσσεται στα φύλλα του χειρόγραφου, τόσο στην εμπρόσθια (recto) όσο και στην οπίσθια (verso) όψη του καθενός από αυτά, με ένα ευρύ αριστερό περιθώριο και σχεδόν καθόλου δεξιό περιθώριο. Η παραγραφοποίηση υποδεικνύει το τυπικό ύφος του 15ου – 16ου αιώνα, φέρνοντας την πρώτη γραμμή προς τα επάνω και στο αριστερό άκρο της επιφάνειας εγγραφής. Στην κορυφαία γωνία της πτυχής και στις δύο συγκεντρώσεις φύλλων, το χαρτί έχει καταστραφεί, έτσι ώστε να λείπει συχνά το δεξιόστροφο τέλος των ανώτερων δύο ή τριών γραμμών από την οπίσθια όψη. Η φθορά συνήθως συνίσταται σε όχι περισσότερο από πέντε γράμματα. Ακόμα υπάρχει απώλεια λίγων γραμμάτων στο αριστερό τέλος από μερικές γραμμές στην εμπρόσθια όψη, όπου η φυσιολογική χρήση έχει φθείρει την άκρη του χαρτιού. Το κάτω μέρος της σελίδας 32 (εμπρόσθια όψη φύλλου) είναι λευκό, όπως είναι ολόκληρη η σελίδα 32 (οπίσθια όψη φύλλου), και έτσι μπορούμε να είμαστε σίγουροί ότι έχουμε το συνολικό κείμενο αυτού του αντίγραφου. Οι σειρές των γραμμών κυμαίνονται από έναν μέγιστο αριθμό των 32 γραμμών στις σελίδες 1 (εμπρόσθια όψη φύλλου), 1 (οπίσθια όψη φύλλου), και 30 (οπίσθια όψη φύλλου), σε έναν ελάχιστο αριθμό των 25 γραμμών στην σελίδα 14 (οπίσθια όψη φύλλου). Δεν διακρίνεται κανένας εμφανής λόγος για την συντόμευση της σελίδας 14 (οπίσθια όψη φύλλου), αφού η τελευταία γραμμή τελειώνει στο μεσοδιάστημα, και η επόμενη λέξη παραγραφοποίησης είναι φυσιολογική.
Αυτό το εγχειρίδιο είναι αρκετά διαφορετικό από τα αποσπάσματα που εμφανίζονται στο σύγγραμμα «Historia Turchesca»[4] και σαφώς υπήρχε διαθέσιμο περισσότερο (σ.τ.μ.: από το πρωτογενές) κείμενο του Αντζολέλλο μετά την αυθαίρετη διακοπή στην σελίδα 32 (εμπρόσθια όψη φύλλου) του χειρόγραφου μας. Όντως, μπορεί το έγγραφο MS 413 της Βιτσέντζα να αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα τρίτο του αυθεντικού. Ο γραφικός χαρακτήρας του αντιγραφέα αρμόζει με μία χρονολόγηση περί τα μέσα του 16ου αιώνα και φαίνεται απολύτως εύλογο ότι έχουμε ένα οικογενειακό αντίγραφό φτιαγμένο από έναν απόγονο του συγγραφέα, στην πρώτη ή δεύτερη γενιά μετά από εκείνον[5]. Ο αντιγραφέας εμφανίζεται να είναι ένας ευσυνείδητος στην όσο το δυνατόν πιστότερη μετεγγραφή του κειμένου του Αντζολέλλο, όμως η άγνοια των Τουρκικών από μέρους του τον έχει οδηγήσει σε μερικά καταφανή λάθη[6]. Αυτός διαβάζει ως «Τ» αντί του (σ.τ.μ.: σωστού γράμματος) «F» στην γραμμή 13 της σελίδας 12 (οπίσθια όψη φύλλου), αποδίδοντας την ονομασία «Fener» ως «Tener», και μία φορά διαβάζει το γράμμα «f» του Angiolello σαν ένα μακρό «s» στην λέξη «Tefterdar (defterdar = ένα μέλος του Οθωμανικού υπουργείου οικονομικών)», και είναι συνεπής στην μετεγγραφή του ως «Testerdar». (Το γράμμα «Τ» αντί για το «D» δεν έχει κανένα γλωσσικό επακόλουθο. Η λέξη συχνά γράφεται με «Τ» σε πρώιμα Αραβικά πρωτογενή χειρόγραφα, μολονότι η ορθογραφία της θα έπρεπε να είχε σταθεροποιηθεί από την Αραβική προέλευση της. Το αποκαλούμενο ως εμφατικό «Τ» μπορεί να αντιπροσώπευε πιο στενά τον ήχο της λέξης τον καιρό του Αντζολέλλο, και να τον οδήγησε να χρησιμοποιήσει το «Τ» στην μετεγγραφή του αξιώματος στο οποίο εκείνος υπηρετούσε). Σε καμία περίπτωση τα λάθη του αντιγραφέα δεν συσκοτίζουν το γεγονός, πως το πρωτότυπο κείμενο είχε γραφτεί από κάποιον που γενικότερα κατανοούσε την Τουρκική γλώσσα.
Το οχύρωμα του Βούρκου ((Rivellino del Burchio) στην νοτιοανατολική γωνία της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε (Χαλκίδας), στην κατάσταση που διατηρούνταν στα 1898 – 1900. Φωτογραφία του Βρετανού αρχαιολόγου Sir John Linton Myres (1869 – 1954). Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Ενότητα Β’: Εκδόσεις (σ.τ.μ.: σχετικές με το χειρόγραφο του Αντζολέλλο)
- «Di Gio. Maria Angiolello e di un suo inedito manoscritto», Capparozzo A., Vicenza: Tip. Staider, 1881.
Στα 1881 το χειρόγραφο μετεγγράφηκε από τον Αντρέα Αντώνιο Καπαρόζο (Andrea Antonio Capparozzo) της Βιβλιοθήκης «Civica Bertoliana». Η αντιγραφή του παρέχει μία πολύ ακριβή καταγραφή του κειμένου, αλλά είχε τυπωθεί σαν μία έκδοση προσφοράς «για την τόσο καλότυχη γαμήλια τελετή των Lampertico – Balbi (per le faustissime nozze Lampertico – Balbi)» και είναι αμφίβολο αν τυπώθηκαν ακόμα και εκατό αντίγραφα για τη συγκεκριμένη περίσταση. Έτσι αυτό το βιβλίο είναι εξαιρετικά σπάνιο.
- «Angiolello, Historien des Ottomans et des Persans», Reinhard Jean, 1re Edition Annotee, Buenos Aires, 1913(?).
Ακόμα σπανιότερη, και ίσως ευτυχώς για αυτό, είναι αυτή η επανέκδοση, χρονολογούμενη περίπου στα 1913, από τον περίεργο και εκκεντρικό ακαδημαϊκό Ζαν Ρέινχαρντ (Jean Reinhard). Η έκδοση του Ρέινχαρντ που τιτλοφορείται «Αντζολέλλο, ιστοριογράφος των Οθωμανών και των Περσών», εκδόθηκε αχρονολόγητα στο Μπουένος Άϊρες (στον πόδα της σελίδας του τίτλου διαβάζεται: «Buenos Aires – 386 Tacmari»). Αυτή η έκδοση είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα προς τα πίσω από το 1881. Βρίθει από λάθη και παραλείψεις εκεί που το κείμενο του Καπαρόζο είναι σωστό και όσον αφορά τους σχολιασμούς, κάποιος μπορεί μόνο να καταγράψει ότι η άγνοια του Ρέινχαρντ είναι περίπου πλήρης σε θέματα ιστορίας, γεωγραφίας, χαρτογραφίας, των Τουρκικών και Ελληνικών θεμάτων, και εν συντομία σε κάθε μελέτη που ενδεχομένως να συνεισέφερε στην κατανόηση του κειμένου. Το ελάττωμα σχεδόν όλων των εργασιών πάνω στον Αντζολέλλο εκτός από εκείνη του ιστορικού Φρανζ Μπάμπιγκερ (Franz Babinger) είναι ότι έχουν άγνοια περί των Τουρκικών ζητημάτων, αλλά ο Ρέινχαρντ την μεταφέρει στα άκρα. Το μοναδικό προσβάσιμο αντίγραφο της έκδοσης του Ρέινχαρντ εμφανίζεται να είναι εκείνο που βρίσκεται στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Βασιλείας και είμαι πολύ ευγνώμων για την καλοσύνη του βιβλιοθηκάριου να μου παράσχει ένα πανομοιότυπο από αυτό το αντίγραφο, αλλά δε νομίζω πως είναι και αξιοθρήνητο αν δεν υπάρχουν άλλα.
- «Angiolello Giovan Maria, Viaggio di Negroponte», ed. Cristina Bazzolo. Testi Inediti o Rari, 1, Vicenza: Neri Pozza, 1982.
Αυτή είναι μία κάπως εκσυγχρονισμένη απόδοση του κειμένου και τηρείται κοντά στο αυθεντικό χειρόγραφο, όπως η έκδοση του Καπαρόζο. Τα σχόλια είναι μηδαμινά.
- «Il Sultano e il Profeta de Giovan Maria Angiolello», Jeannine Guerin Dalle Mese, Milan: Serra e Riva, 1985.
Αυτό το σύγγραμμα δεν είναι τόσο πολύ μία έκδοση (σ.τ.μ.: του χειρόγραφου), όσο μία προσπάθεια να συνενωθούν όλα μαζί τα κείμενα που αποδίδονται στον Αντζολέλλο σε μία χρονολογική σειρά, έτσι ώστε να παρασχεθεί ένα είδος ερμηνευτικής βιογραφίας.
***
Σε καμία από αυτές τις εκδόσεις, ούτε ακόμα και σε εκείνη του υπερενθουσιώδους Ρέινχαρντ, δεν καθίσταται αντιληπτό πόσο ανεπανάληπτα σημαντικός είναι ο Αντζολέλλο για την περιγραφή της πολιορκίας του Νεγροπόντε, για την εικόνα της ηπειρωτικής χώρας της Ελλάδας την δεκαετία του 1470 και για την πρώιμη ιστορία της Οθωμανικής δυναστείας και κρατικής υπόστασης.
Ωστόσο, ο Οθωμανολόγος Φρανζ Μπάμπιγκερ, παραθέτει για το έργο του Αντζολέλλο τα εξής: «Οι σημειώσεις του, που αναμένουν μία ικανοποιητικά ολοκληρωμένη έκδοση και πάνω από όλα μία εικονογράφηση, επιτρέπουν μία εξαιρετική επισκόπηση της Οθωμανικής κατάστασης αυτών των ετών και ειδικότερα της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του Μωάμεθ Β’ (Maometto II). Αντιπροσωπεύουν δε την μακράν πιο σημαντική και εξονυχιστική δυτική πηγή για τα συμβάντα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του Κατακτητή».
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Historia Turchesca» (επανέκδοση του 1910), στο οποίο περιγράφεται η ιστορία των Οθωμανών Τούρκων από το 1300 μέχρι το 1514, και κατά μία αμφιλεγόμενη εκδοχή ως συντάκτης του πρωτοτύπου συγγράμματος φέρεται να ήταν ο Giovan Maria Angiolello. Πηγή: anemi.lib.uoc.gr
Ενότητα Γ’: Σύγχρονες πηγές (σ.τ.μ.: με το χειρόγραφο του Αντζολέλλο)
- «Historia Turchesca, 1300–1514», publicata, adnotata, ımpreuna cuo introducere de Ian. Ursu, Bucharest, 1909.
Στις πρώτες σελίδες του συγγράμματος «τουρκική ιστορία» (Historia Turchesca) συμπεριλαμβάνονται τόσες πολλές από τις «Αναμνήσεις (Memoir)» του Αντζολέλλο, έτσι που το σχετικό χειρόγραφο (Cod. mixt. 1238) στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Bibliothèque Nationale) του Παρισιού, να αναγνωρίζεται ως το έργο με τον τίτλο «Ιστορία Τουρκική του Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο, σκλάβου και άλλων σκλάβων, από το έτος 1429 έως το 1513»[7]. Είναι εύκολο να βρούμε στο έργο εκτενή εδάφια που λήφθηκαν απευθείας από το αφήγημα του Αντζολέλλο, όμως η συνολική σύνθεση δεν μπορεί να είναι δική του. Σε αυτό εντοπίζονται πάρα πολλές εμβριθείς διαφορές στο ύφος, στο περιεχόμενο και στην προοπτική. Η ταυτότητα του συγγραφέα τέθηκε κάπως υπό αμφισβήτηση από τότε που ο ακαδημαϊκός Ίαν. Ούρσου (Ian. Ursu) δημοσίευσε την έκδοση του, διακηρύσσοντας ότι ήταν έργο του (σ.τ.μ. Βενετσιάνου αξιωματούχου) Ντονάτο ντα Λέζε (Donado da Lezze, 1459 – 1526), πάνω στη βάση τριών προσωπικών του καταθέσεων σε μερικές από τις τελευταίες σελίδες. Οι αποδείξεις ενάντια στη συγγραφική ταυτότητα του Αντζολέλλο είναι ακριβώς τόσο ισχυρές, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Ούρσου υπέρ του ντα Λέζε, αλλά η σημερινή δυσάρεστη παραδοχή είναι να αντιμετωπίζεται το βιβλίο σαν να ήταν έργο του Αντζολέλλο.
Ο συγγραφέας του «Τουρκική ιστορία» φαίνεται να μην γνώριζε Τουρκικά, Οθωμανική ιστορία ή Οθωμανική γεωγραφία τόσο καλά όσο ο Αντζολέλλο. Αυτός αναλίσκεται σε κενές, υποτιμητικές και παιδαριώδεις περιγραφές των καταβολών του Οθωμανικού κράτους, όταν ο Αντζολέλλο παραθέτει μία έκθεση που είναι εκπληκτικά κοντά στις σύγχρονες ανθρωπολογικές και ιστορικές αντιλήψεις. Τελικά ο πρώτος εμφανίζεται να γνωρίζει μόνο κάποιους δημοφιλείς μύθους γύρω από την πτώση του Νεγροπόντε, και δίνει μία αφήγηση, η οποία έχει μικρή σχέση με όσα προσφέρουν οι «Αναμνήσεις» του Αντζολέλλο. Στη δε «Historia Turchesca» παραλείπεται το όνομα του Μαχμούτ Πασά (Mahmud Pasha), του πραγματικού και ουσιαστικού κατακτητή του Νεγροπόντε, ενώ ο Αντζολέλλο όχι μόνο γνωρίζει αυτό το όνομα πολύ καλά από την δική του εμπειρία, αλλά ο ίδιος δείχνει να ήταν θιασώτης του Μαχμούτ σε μία αναφορά του για τον ξεπεσμό του τελευταίου από τα τιμητικά προνόμια και την ενδεχόμενη εκτέλεση του. Άλλα επιχειρήματα για την ταυτότητα του συγγραφέα (σ.τ.μ.: του συγκεκριμένου συγγράμματος) συνοψίζονται από τον μελετητή Ν. ντι Λένα (N. di Lenna, σ.τ.μ.: σε μία σχετική πραγματεία του για την βιογραφία του Αντζολέλλο)[8]. Επί του συνόλου λοιπόν, είναι ατυχές ότι έχει αναπτυχθεί η συνήθεια να αποδίδεται το «τουρκική ιστορία» στον Αντζολέλλο. Θα μπορούσε κάλλιστα να λεχθεί πως ο Ούρσου πράγματι διόρθωσε αυτόν τον προσδιορισμό.
Τοπιογραφία του Αυστριακού ζωγράφου Φέρντιναρντ Μπάουερ (Ferdinand Bauer, 1760-1826), στην οποία απεικονίζεται το καστέλι του πορθμού του Ευρίπου με την αναδιπλούμενη γέφυρα και την θαλάσσια πύλη της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε, όπως αυτά ήταν στα τέλη του 18ου αιώνα. Πηγή εικόνας: bodley.ox.ac.uk
- «La Presa di Negroponte fatta dai Turchi ai Veneziani», Giacomo Rizzardo, Ed. Emmanuele Cicogna, (με πέντε παραρτήματα και σημειώσεις), Venice: Giambatista Merlo, 1844.
Η σύντομη αφήγηση του Ριζάρντο, (σ.τ.μ.: που τιτλοφορείται ως) «Η περίπτωση της καταστροφής της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε, όπως έγινε αντιληπτή από εμένα τον Τζιάκομο Ριζάρντο (Giacomo Rizzardo), γραφέα ενός αξιότιμου ανθρώπου, του κυρίου Λορέντζο Κονταρίνι (Lorenzo Contarini), πρώτου κυβερνήτη μίας μεγάλης γαλέρας της Φλάνδρας»[9], είναι μακράν η καλύτερη από τις υπολειπόμενες αναφορές. Ο Ριζάρντο ήταν παρών σε μία από τις Βενετσιάνικες γαλέρες, οι οποίες αφίχθηκαν στον κόλπο βόρεια του Νεγροπόντε στις 10 Ιουλίου 1470 και υπήρξε μάρτυρας της άλωσης εξ’ εφόδου των τειχών της πόλης, το πρωινό έπειτα από την αποτυχία του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνου γενικού καπετάνιου) Νικολό ντα Κανάλ (Niccolo da Canal) να δράσει (σ.τ.μ.: εναντίον των Οθωμανών πολιορκητών).
Η έκθεση του Ριζάρντο για την αλληλουχία των γεγονότων και την τοπογραφία του Νεγροπόντε, είναι σύμφωνη στο μεγαλύτερο μέρος της με εκείνη του Αντζολέλλο, όμως είναι αρκούντως διαφορετική για να καταστήσει σαφές ότι αυτές οι δύο πηγές είναι αρκετά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Αυτός υπεισέρχεται σε πιο ζωηρές αναφορές ατομικού ηρωισμού από ότι κάνει ο Αντζολέλλο, και τις υποστηρίζει με παραπομπές (σ.τ.μ.: των φυσιογνωμιών) σε συγκεκριμένες Βενετσιάνικες οικογένειες. Τέτοια εδάφια πρέπει να προέρχονται από συγγενείς τους στην Βενετία μετά την πτώση του Νεγροπόντε, επειδή δεν παρατίθεται καμία απόδειξη ότι ο Ριζάρντο είχε κάποια άμεση γνώση του Νεγροπόντε, εκτός από εκείνη που μπορούσε να αποκτήσει από το πόστο του στον Βενετσιάνικο στόλο. Επίσης ίσως να είχε πρόσβαση σε εκθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, από έναν ή δύο επιζώντες, που διέφυγαν από την θανάτωση τις μέρες μετά την άλωση της πόλης, μολονότι δεν έχουμε καμία αυτοτελή απόδειξη για τέτοιες αποδράσεις.
Γενικά, μπορούμε να υποψιαστούμε ότι ο Αντζολέλλο γνώριζε πόσο εντελώς αναποτελεσματικό και ανώφελο ήταν να αντιμετωπιστούν οι πολιορκητές έξω από τα τείχη. Ο ίδιος μνημονεύει μία έξοδο 200 ανδρών στις 8 Ιουνίου 1470, όμως όχι άλλες.
Η χρονολόγηση των συμβάντων από τον Ριζάρντο είναι επισφαλής, και σε πολλές περιπτώσεις αφήνει κενές τις ημερομηνίες. Ο εκδότης (σ.τ.μ.: Emmanuele Cicogna) στις σημειώσεις του προσπαθεί συχνά να καλύψει τα κενά με πληροφορίες που αποκομίζει από μεταγενέστερα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων φαίνεται να ακολουθούν την διήγηση του Καστελάνα, (σ.τ.μ.: η οποία θα μας απασχολήσει στην συνέχεια).
Τοπιογραφία του Αυστριακού ζωγράφου Φέρντιναρντ Μπάουερ (Ferdinand Bauer) δημιουργημένη στις 1-1-1787, στην οποία απεικονίζονται βορειοδυτικά τείχη του Νεγροπόντε, το μεσαιωνικό καστέλι του πορθμού του Ευρίπου και το μεταγενέστερο υπερκείμενο κάστρο του Καραμπαμπά (κατασκευάστηκε το 1686). Πηγή εικόνας: bodley.ox.ac.uk
- «Due Ritmi e una Narrazione in Prosa di autori contemporanei intorno alla presa di Negroponte», Castellana, Polidori Filippo-Luigi, Archivio Storico Italiano: Appendices, Vol. IX, 1854, pp. 399–440.
Επειδή η πεποίθηση στις επινοήσεις του μοναχού Γιόκοπο ντέλλα Καστελλάνα (Jocopo dalla Castellana) εδώ και 150 χρόνια, (σ.τ.μ.: όπως μεταφέρονται στην εν λόγω διήγηση του), έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την κατανόηση είτε του σχεδίου της πόλης (σ.τ.μ.: του Νεγροπόντε) ή της οργάνωσης των αμυντικών οχυρώσεων της, είναι αναγκαίο να τονιστεί με ωμή ειλικρίνεια ότι η έκθεση του είναι σε μεγάλο βαθμό μία απάτη, αποτελώντας μέρος της πλημμυρίδας της συναισθηματικής προπαγάνδας που ακολούθησε την είδηση της δηώσεως του Νεγροπόντε. Ο Καστελάνα δεν δείχνει καμία γνώση στον εντοπισμό μείζονων οροσήμων κατά μήκος των τειχών μίας μάλλον μικρής θέσης, όπως η βασική χερσαία πύλη, η «Πόρτα του Ναού (Porta del Tempio)» και την τοποθετεί αυθαίρετα σε μία θέση διαμετρικά αντίθετη από εκεί που βρίσκονταν στην πραγματικότητα. Αυτός απαριθμεί τις πολιορκητικές πυροβολαρχίες που περιβάλλαν την πόλη χρησιμοποιώντας ένα κατάλογο, ο οποίος τελικά μπορεί να αντλήθηκε κατά ένα μέρος από τον Αντζολέλλο, αλλά διογκώνει τον αριθμό των όπλων μερικών από των πυροβολαρχιών σε κωμικά επίπεδα. Μάλιστα, ο ίδιος λέει στην τελευταία του πρόταση, «Εγώ ο μοναχός Γιόκοπο ντέλλα Καστελλάνα είδα όλα αυτά τα γεγονότα και διέφυγα από τη νήσο, επειδή γνώριζα την Τουρκική και Ελληνική γλώσσα»[10], όμως αυτός ο ισχυρισμός του δεν είναι καν εύλογος, και πρέπει να εικάσουμε ότι αυτός δεν είδε ποτέ στην ζωή του την πόλη ή τη νήσο του Νεγροπόντε.
Η συνοπτική έκθεση του Καστελάνα για την απώλεια του Νεγροπόντε προσαρτήθηκε σε άλλα έγγραφα τεκμήρια, που θρηνούσαν την αποτυχία των δυνάμεων της Χριστιανοσύνης, να λάβουν οποιοδήποτε επαρκή μέτρα ενάντια στην συνεχιζόμενη επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ένα αντίγραφο αυτής της αφήγησης που εκδόθηκε από τον συγγραφέα Φίλιππο Λουίτζι Πολιντόρι (Filippo Luigi Polidori), βρίσκεται στον τόμο 9 των παραρτημάτων του «Ιταλικού Ιστορικού Αρχείου (Archivio Storico Italiano)», το οποίο δημοσιεύτηκε στα 1854. Δυστυχώς αυτή η έκδοση παραπέμπει σε μία μη προσβάσιμη προγενέστερη δημοσίευση για τις λεπτομέρειες του χειρόγραφου, έτσι ώστε να καθίσταται δύσκολο να προσδιοριστεί πότε ακριβώς υποτίθεται ότι συντάχθηκε η έκθεση. Το προοίμιο κάνει λόγο για «νέα απώλεια του Νεγροπόντε»[11], και άρα φαίνεται ότι η αναφορά του Καστελάνα είναι χρονικά κοντά στο γεγονός. Μία επιστολή από τον μοναχό Γιάκομο Πουτζέζε (Giacomo Pugiese), που συμπεριλαμβάνεται στα «Βενετσιάνικα Χρονικά (Annali Veneti)» του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνου πατρικίου και χρονικογράφου) Ντομένικο Μαλιπιέρο (Domenico Malipiero) είναι τόσο παρόμοια με την διήγηση του Καστελάνα, αν και με ασυμφωνίες σε τέτοια θέματα, όπως ο αριθμός των φονευθέντων Τούρκων σε διάφορες περιστάσεις, που ενδεχομένως μπορεί να εκληφθεί σαν μία άλλη εκδοχή γραμμένη από το ίδιο χέρι. Φαίνεται πιθανό ότι ο μοναχός Καστελάνα και ο μοναχός Πουτζέζε είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, όπως υποδηλώνεται και στις εκδοτικές σημειώσεις του Πολιντόρι σχετικά με τον Καστελάνα (σελίδες 401 – 402).
Οι αφηγήσεις του Ριζάρντο και του Καστελάνα χρησιμοποιήθηκαν από τον βυζαντινολόγο Γιοχάνες Κοντέρ (Johannes Koder) στην σπουδαία ανάπλαση του, της πόλης του Νεγροπόντε του 15ου αιώνα και των περιχώρων του, (σ.τ.μ.: που περιγράφεται στη σχετική μελέτη του), αλλά ο Ριζάρντο παρέχει μόνο μία συνοπτική και μακρινή άποψη της πόλης, ενώ η εξάρτηση από τον Καστελάνα δυστυχώς βλάπτει αυτό το τμήμα της εργασίας του Κοντέρ, η οποία εκτός αυτού είναι απολύτως απαραίτητη. Σε αντίθεση η έκθεση του Αντζολέλλο συμφωνεί με ότι μπορούμε ακόμα να ανακαλύψουμε για τα πενιχρά φυσικά κατάλοιπα της μεσαιωνικής πόλης, καθώς και με πολλά άλλα κομμάτια από πρώιμες αποδείξεις[12].
Λεπτομέρεια από πανοραμική φωτογραφία της Χαλκίδας (1860 – 1870), όπου διακρίνεται μπροστά ο προμαχώνας της «Πόρτας του Ναού (Porta del Tempio)» και στο βάθος ο έτερος προμαχώνας της «Πόρτας του Χριστού (Porta di Cristo)» με τις αντίστοιχες λίθινες γεφυρώσεις τους επί της αμυντικής τάφρου. Προσωπικό αρχείο Βάγια Κατσού.
- «Annali Veneti dall Anno 1457 al 1500 del Senatore Domenico Malipieri (Malipiero)»., Ed. Tomasso Gar., Archivio Storico Italiano, Vol. 7, Part 1, Florence: 1843.
Αυτή η αναφορά παρέχει και την εκτίμηση του Ντομένικο Μαλιπιέρο (Domenico Malipiero) για το γεγονός (σ.τ.μ.: της άλωσης του Νεγροπόντε από τους Τούρκους στα 1470), υποστηριζόμενη από επιστολές, μία εκ των οποίων είναι μία εκδοχή της διήγησης του Καστελάνα.
- «Diario Ferrarese dall’ anno 1409 sino al 1502», Ed. 2, Guiseppe Pardi, Raccolta degli Storici Italiani: Istituto Storico Italiano, Rerum Italicarum Scriptores, Vol. 24, Part 7, 1933.
Σε μία μόνο παράγραφό στην σελίδα 62 αυτής της έκδοσης [φύλλο χειρόγραφού 223 (οπίσθια όψη)], διαβάζουμε: «Την ίδια χρονιά, στο τέλος του Ιουλίου, έφτασε το νέο στη Φερράρα από τη Βενετία, καθώς οι Τούρκοι είχαν απομακρυνθεί από το Νεγροπόντε του Κράτους της Βενετίας. Σας λέω δε ότι οι Τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή με περίπου τριακόσιες χιλιάδες Τούρκους στην στεριά και διέθεταν στη θάλασσα γύρω στα 300 καράβια. Ετούτο σας λέω για τις πληγές που επέφεραν οι Τούρκοι στο Νεγροπόντε, πως έχουν χαθεί άπαντες καθολικά οι Χριστιανοί που διαβίωναν εκεί, άνδρες και γυναίκες, από τα οκτώ έτη και πάνω, και όλοι αυτοί πήγαν από την κόψη της σπάθας αυτών των δολερών. Και αυτό το νέο θεωρήθηκε πολύ άδικο για όλους τους Χριστιανούς. Προς βοήθεια των Τούρκων ήταν και οι γαλέρες των Γενοβέζων και των Φλωρεντινών, έτσι που διαφορετικά ουδέποτε θα είχε συμβεί το κακό, και το χειρότερο συνιστούσε ότι ήταν οι ίδιοι Χριστιανοί, ενώ ο χρόνος που αυτή θα παρέχονταν ήταν για τέσσερα χρόνια. Και επίσης το Κράτος της Βενετίας για να συνδράμει (σ.τ.μ.: το Νεγροπόντε) διέθετε στην θάλασσα περί τις 200 γαλέρες, δηλαδή μεταξύ των (σ.τ.μ. πολεμικών) γαλερών, και μεγάλα πλοία και μαράνια (σ.τ.μ.: τύπος φορτηγίδας). Και έτσι στις 12 του μήνα Ιουλίου απωλέσθηκε το Νεγροπόντε»[13].
Αυτή η πληροφόρηση είναι ενδιαφέρουσα, καθώς υποστηρίζεται η υποψία ότι τα Φλωρεντίνικα συμφέροντα, μαζί με τα αναμενόμενα Γενοβέζικα συμφέροντα, έδωσαν ένα χέρι βοηθείας για να επέλθει η Τουρκική νίκη. Μάλιστα αυτό υποδηλώνει παράλογα, ότι αυτή η Χριστιανική ενίσχυση της πολιορκίας ήταν το κρίσιμο στοιχείο στον Τουρκικό θρίαμβο. Ωστόσο, η Οθωμανική ναυτική δύναμη είχε πολύ λίγα πράγματα να συνδράμει στην πραγματική πολιορκία και παρέμενε εκεί που αρχικά είχε καταπλεύσει, δηλαδή στο λιμάνι του (σ.τ.μ.: σημερινού) Αγίου Στεφάνου, νότια από τα «Στενά του Αγίου Μάρκου»[14]. Την τελευταία ημέρα, αφαιρέθηκε η νότια γέφυρα από βάρκες και μία μοίρα από πολεμικά πλοία έπλευσε για να βομβαρδίσει τα τείχη μεταξύ του ναυστάθμου (Arsenale) και της γέφυρας του Ευρίπου, όμως ο Αντζολέλλο υπονοεί ότι αυτό ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Σχεδιαστική ανάπλαση του Νεγροπόντε από τον Pierre MacKay, όπου αποτυπώνεται η χωροταξία της μεσαιωνικής πόλης, σύμφωνα με τα τοπογραφικά και τα οικοδομικά ορόσημα, τα οποία εξάγονται από τα πρωτογενή χρονικά.
- «Lettera d’un Secretario del Sig. Sigismondo Malatesta delle cose fatte nella Morea per Mahomet Secondo», Sansovino Francesco, in Dell’ historia vniversale dell’origine et imperio de Tvrchi, Parte prima[-terza] Convna tavola copiosissima di tutte le cose piu notabili dell’opera, Venice, 1560–1561, Ff. 132v–143v
Το σύγγραμμα αυτό είναι πρωτίστως μία έκθεση του Πελοποννησιακού (σ.τ.μ.: πρώτου Βενετοτουρκικού) πολέμου στα 1463 – 1478, αλλά στα φύλλα 135 (οπίσθια όψη) έως 136 (οπίσθια όψη) ο συντάκτης γράφει δεξιοτεχνικά για την πολιορκία του Νεγροπόντε. Μερικές από τις λεπτομέρειες που παρέχονται, υποδεικνύουν πολύ έντονα ότι λήφθηκαν από τις «Αναμνήσεις» του Αντζολέλλο. Παρουσιάζει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ότι ακόμα περιγράφεται η παρανοϊκή προσπάθεια του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνου γενικού καπετάνιου) Νικολό ντα Κανάλ, να ανακαταλάβει το Νεγροπόντε με μία ναυτική προσβολή στην «Εστεμμένη πύλη (Porta La Incoronata)», μόλις νοτιότερα από τον (σ.τ.μ.: πορθμό) του Ευρίπου, έπειτα από την αποχώρηση του Τουρκικού ναυτικού από την περιοχή. Αυτή η απόπειρα ήταν μία από τις κύριες κατηγορίες εναντίον του ντα Κανάλ στην επακόλουθη δίκη του.
- «News from Negroponte: Politics, Popular Opinion, and Information Exchange in the First Decade of the Italian Press», Meserve Margaret, Renaissance Quarterly, Vol. 59.2, 2006, pp. 440–480.
Αυτή η πολύτιμή μελέτη δείχνει πως η νέα τεχνολογία της τυπογραφίας, συνεισέφερε στο εκτεταμένο ξεχείλισμα των αντιδράσεων για την πτώση του Νεγροπόντε: μέσω της προπαγάνδας, της αυτοδικαιολογητικής μυθολογίας και του οπερετικού ρομάντζου[15]. Οι πηγές που συνδιαλέγεται η καθηγήτρια ιστορίας Μάργκαρετ Μεσέρβ (Margaret Meserve) αντανακλούν την σπουδαιότητα ενός γεγονότος, η οποία παρατηρήθηκε σε ολόκληρη την δυτική Ευρώπη. Αυτές προσφέρουν μία σημαντική διορατικότητα εντός της λογοτεχνικής κουλτούρας της Ιταλίας, αλλά ελάχιστα (σ.τ.μ.: στοιχεία) στην πορεία των ιστορικών αποδείξεων. Πράγματι, αυτές τείνουν να θάψουν τα αληθινά δεδομένα της πολιορκίας σε ένα στρώμα μυθολογίας τόσο πυκνό, που κάπως διαστρεβλώνει την σύντομη ιστορική εισαγωγή του άρθρου.
Τα νοτιοδυτικά παράκτια τείχη της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε. Η τοξωτή θαλάσσια πύλη που διακρίνεται στο κέντρο των τειχών, ίσως να ταυτίζεται με την επονομαζόμενη «Porta La Incoronata», η οποία επισημαίνεται περίπου στο ίδιο σημείο σε έγγραφες και απεικονιστικές πηγές. Φωτογραφία των Robert Weir Schultz και Sidney Barnsley, από το 1889 (λεπτομέρεια).
Ενότητα Δ’: Χάρτες και απόψεις σχετικά με το Νεγροπόντε
Οι χαρτογραφία και οι ψευδο-χαρτογραφικές εικονογραφήσεις του Νεγροπόντε, χαρακτηρίζονται από μία έντονη τάση μίας φτωχά συγκαλυμμένης λογοκλοπής ή στην καλύτερη περίπτωση μίας μη αναγνωρίσιμης εξάρτησης σε προγενέστερα εγχειρήματα.
Αυτή η συνήθεια συμβαίνει ακόμα και στο σημερινό αιώνα, όταν τα (σ.τ.μ.: παλαιά) οδικά σχέδια της Χαλκίδας εξακολουθούν να δείχνουν δρόμους, οι οποίοι τώρα δεν υπάρχουν, και από την επισκόπηση του σχηματισμού του εδάφους, (σ.τ.μ.: προκύπτει ότι) δεν διαμορφώνονταν ποτέ. Πολλές από τις πιο συνήθεις υποτιθέμενες απόψεις, οι οποίες παριστάνουν την πόλη από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα είναι τόσο απολύτως φανταστικές, που δεν προσφέρουν καμία εντελώς πληροφορία, αν και σπανίως φτάνουν στα (σ.τ.μ.: πλασματικά) ύψη της θεώρησης του χαράκτη Ζακ Σιρόντ (Jacques Chiraud, Chéreau) στο έργο του «Το λιμάνι της Αυλίδας στην Βοιωτία (Port d’Aulide en la Beocie)» του 1730, το οποίο δείχνει μία όμορφη μπαρόκ τελωνειακή αποβάθρα, πλαισιωμένη από καλά διατηρημένα τριώροφα παλάτια.
Είναι αξιοθρήνητα ανεπαρκή τα όσα μαθαίνουμε από τους περισσότερους χάρτες και απόψεις του Νεγροπόντε, που σχεδιάστηκαν πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα. Μία μεγάλη συλλογή από αυτά έγινε διαθέσιμη μέσω ενός λευκώματος αναπαραγωγών από τη συλλογή του (σ.τ.μ.: πανεπιστημιακού καθηγητή) Γιάννη Καράκωστα, που δημοσιεύτηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών[16] και θα αναφερθώ παρακάτω σε αριθμημένες απεικονίσεις από αυτό το λεύκωμα.
Φανταστική εικονογράφηση στα 1730 με τίτλο «Η άποψη του λιμένα της Αυλίδας στη Βοιωτία, απέναντι από τη νήσο της Εύβοιας, που τώρα αποκαλείται Νεγροπόντε», του χαράκτη και εκδότη Jacques Chiraud (Chéreau). Κατά την περίοδο της Αναγέννησης είχε αναπτυχθεί η καλλιτεχνική τάση της μυθώδους ωραιοποιημένης απεικόνισης ιστορικών πόλεων, που αλλοίωναν πλήρως την πραγματική φυσιογνωμία τους. «Χαρακτικά της Εύβοιας – Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα». Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1999.
- Ο χάρτης του Camocio
(Σ.τ.μ.: Επωνυμία εικονογραφικού χάρτη): «[Negroponte], (Το πλαίσιο για τον τίτλο έχει αφεθεί κενό στην εικονογράφηση) Isole famose, porti, fortezze, e terre maritime sottoposte alla Ser.ma Sig.ria di Venezia, ad altri Principi Christiani, et al Sig.or Turco, novamente poste in luce», Giovanni Francesco Camocio, Venice, n. d., alla libraria del segno di S. Marco, (συλλογή Καρακώστα, χαρακτικό 52).
Η πιο σημαντική από τις πρώιμες απόψεις του Νεγροπόντε είναι μία (πιθανώς) σχεδιασμένη από το χαρτογράφο και τυπογράφο Τζοβάνι Φρατζέσκο Καμότσιο (Giovanni Francesco Camocio), η οποία μπορεί να βρεθεί βολικά, καθώς αναπαράγεται σε μία νεότερη μελέτη του καθηγητή ιστορίας Ντέιβιντ Γιάκομπι (David Jacoby, σ.τ.μ.: σχετικά με την παγίωση της Βενετσιάνικης κυριαρχίας στην Εύβοια την περίοδο 1205 – 1390)[17]. Αυτή η απεικονιστική άποψη εμφανίστηκε αρχικά σε μία σειρά από τόμους, που δημοσιεύτηκε μεταξύ του 1571 και 1574 από τον Καμότσιο (μολονότι η σελίδα του τίτλου από την πιο πλήρη έκδοση, του 1574, δίνει το βιβλιοπωλείο του τυπογράφου Donato Bertelli ως το μέρος όπου πωλήθηκε). Μερικοί από τους χάρτες της σειράς προέρχονται από άλλους χαρτογράφους και πολλοί, συμπεριλαμβανομένου και του χάρτη του Νεγροπόντε, είναι ανυπόγραφοι[18]. Σε αυτόν τον χάρτη, επισημαίνονται σαφώς αρκετά χαρακτηριστικά της πόλης, τα οποία τοποθετούνται λανθασμένα σε χάρτες, δημοσιευμένους κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η «Πύλη του Ναού (Porta del Tempio)» φαίνεται στο βόρειο τέλος της πόλης, κοντά στην προκυμαία, όπως ακριβώς υποδεικνύουν τα κείμενα του Αντζολέλλο και του Ριζάρντο[19]. Η δε «επισκοπή (Vescovado)» είναι αρκετά κοντά σε αυτήν κατά μήκος του βορειοανατολικού τείχους. Η πάνω πύλη αποκαλείται «Πύλη του Χριστού (Porta di Cristo)», όπως αναμένονταν, και μία ακόμα πύλη κοντά στον Βούρκο αναγνωρίζεται ως «Porta Chamata»[20] και συσχετίζεται στενά, υπό την ονομασία «Πυλίδα του Πατριαρχείου (Portello del Patriarcado)», με μία περιφέρεια, που κατονομάζεται ως το «Λατινικό πατριαρχείο (Patriarcado)», η οποία κείτεται νότια από μία περιοχή που δεσπόζει ο Δομινικανός μοναστικός ναός (εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας) και αναγνωρίζεται από την επωνυμία «Άγιος Δομίνικος (San Domenego)»[21].
Ο περίφημος χάρτης του Giovanni Francesco Camocio (1571 – 1574), ο οποίος θεωρείται ως η πιστότερη αναλογικά αποτύπωση του μεσαιωνικού Νεγροπόντε και των περιχώρων του. «Χαρακτικά της Εύβοιας – Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα». Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1999.
Αν και ο καλλιτέχνης έχει κάνει μία μικρή παραχώρηση, σχετικά με την επίγνωση της πραγματικότητας ότι τότε το μέρος βρίσκονταν σε Οθωμανικά χέρια, βάζοντας το Οθωμανικό έμβλημα της ημισελήνου επάνω σε τρεις από τους μεγαλύτερους πύργους στην κυρίως (σ.τ.μ.: οχυρωματική) περίμετρο, και επίσης επάνω σε ένα πύργο επί της νησίδας στον πορθμό του Ευρίπου, όλα τα υπόλοιπα σύμβολα και οι επιγραφικές ετικέτες απεικονίζουν ένα Χριστιανικό περιβάλλον. Επισημαίνονται δε πολυάριθμες εκκλησίες, τρεις (καμία από αυτές δεν είναι επίσημα ταυτοποιημένη) εντός των τειχών και αρκετές έξω από την πόλη, ενώ σε λίγες περιστάσεις όπου μπορούμε να τις ελέγξουμε, εγείρεται ακέραια η αναγνώριση τους. Η ορθή ταυτοποίηση του Αγίου Γεωργίου (S. Giorgio, στην ενδοχώρα της Βοιωτικής πλευράς), της Αγίας Κιάρας (S. Chiara), του Αγίου Φραγκίσκου κοντά στην κρήνη (S. Francesco arente alla Fontana)[22] και των Αγίων Αποστόλων (SS. Apostoli) υποδηλώνουν ότι ο Καμότσιο είχε πρόσβαση σε ένα σχέδιο εκπονημένο πριν από το 1470. Αφού ο χάρτης του Καμότσιο δεν κάνει καμία νύξη για τα τρία ογκώδη εσωτερικά οχυρώματα, κατά μήκος της εσωτερικής όψης του τείχους, η πηγή του θα πρέπει να σχεδιάστηκε πριν την διαμόρφωση τους στα μέσα της δεκαετίας του 1460. Είναι πιθανόν να ήταν ένας από τους πρώτους λεπτομερείς χάρτες που απαιτήθηκε από ένα διάταγμα του «Συμβουλίου των Δέκα», για τον ρητό σκοπό της ενημέρωσης των συσκέψεων του Συμβουλίου για μείζονες πολιτικούς λόγους, όπως η άμυνα[23]. Η διασκευή του Camocio επί του πρωτότυπου του 15ου αιώνα είναι συνεπής με ένα σημείο παρατήρησης (σ.τ.μ.: του καλλιτέχνη) από την κορυφή του λόφου του Καρά Μπαμπά, στην Βοιωτική ηπειρωτική χώρα, εκεί που τώρα ορθώνεται το Οθωμανικό φρούριο του 17ου αιώνα. Αυτό υποδηλώνει πολύ έντονα ότι ο τεχνίτης του 15ου αιώνα είχε την δυνατότητα να εργαστεί από την ίδια τοποθεσία, και έτσι έσωσε τον Καμότσιο από την προσπάθεια της ερμηνείας ενός απλού σχεδίου. Οι «Δέκα» προσδοκούσαν ότι ικανοί τοπικοί σχεδιαστές θα δημιουργούσαν τους αναγκαίους χάρτες και δεν έστειλαν εξειδικευμένους χαρτογράφους στις επαρχίες.
Άποψη του Νεγροπόντε σε χαλκογραφία φιλοτεχνημένη από τον χαρτογράφο Νικολό Βαλέτζιο (Nicolo Valeggio) στα 1575, που πιστεύεται ότι αποτελεί εικονογραφικό παράγωγο του πιο εκλεπτυσμένου χάρτη του Καμότσιο. Πηγή εικόνας: συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 4.
Τη νίκη (σ.τ.μ.: του ενωμένου στόλου του Ιερού Χριστιανικού Συνασπισμού επί των Οθωμανών) στη Ναύπακτο στα 1571 ακολούθησε μία πανηγυρική ατμόσφαιρα. Είναι εύκολο να φανταστούμε ένα ενθουσιασμένο πλήθος που πίστευε, έστω για μία στιγμή, ότι η Βενετία θα ανακτούσε τον έλεγχο των πρώην κτήσεων της στον Μορέα και το Αιγαίο, μερικές από τις οποίες είχαν χαθεί περισσότερα από 50 χρόνια πριν, και έτσι ξέθαβε τα αρχειακά της σχέδια. Είναι πιθανόν ότι το πρωτότυπο σχέδιο του Καμότσιο μπορεί να περιμένει ακόμα να ανακαλυφθεί στα Βενετσιάνικα δημόσια αρχεία.
Για όλα τα παραπάνω (σ.τ.μ.: δεδομένα) αυτό το σχέδιο (σ.τ.μ.: του Καμότσιο) είναι εξαιρετικά υπέρτερο ως προς οτιδήποτε άλλο πριν το 1687, όπως επίσης και από πολλές μεταγενέστερες προσπάθειες, όμως εξακολουθεί να έχει κάποια προφανή ελαττώματα. Η μικρή οχύρωση στη νησίδα «Castello del Ponte» παριστάνεται υπερβολικά ογκώδης, και έτσι προσδίδεται σε αυτή ένας ανάρμοστος χαρακτήρας. Οι πύργοι του τείχους στο νησιωτικό έδαφος είναι σχεδιασμένοι συμβατικά, και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μία ένδειξη είτε για τον αριθμό, είτε για την τεχνοτροπία των πραγματικών πύργων των Βενετσιάνικών ή των Οθωμανικών οχυρώσεων. Δύο από τους πύργους ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους καθώς είναι τετράγωνοι, παρά κυκλικοί, αλλά αυτό δεν φαίνεται να ταιριάζει με τις λίγες αποδείξεις που έχουμε από τον 19ο αιώνα. Η ράχη του «λόφου της πόλης»[24] δεν υποδεικνύεται με κανένα τρόπο στην εικονογραφική άποψη, και η τάφρος παρουσιάζεται αντίστοιχα γεμάτη με νερό. Η επιμήκης εδαφική έξαρση, που εκτείνεται προς τα έξω για να διαμορφώσει το στενό πέρασμα του «Στενού του Αγίου Μάρκου (Stretto di san Marco)» συγχέεται με τον λόφο της Αγίας Μαρίνας (S. Marina), και είναι τοποθετημένη η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στο επίπεδο της θάλασσας σε ένα χαμηλό σημείο της στεριάς, αν και εκεί δεν υπάρχει κανένα χαμηλό έδαφος είτε στον λόφο στο «Στενό του Αγίου Μάρκου» ή στον λόφο της Αγίας Μαρίνας, που τα ακρωτήρια και των δύο βυθίζονται αρκετά απότομα στην θάλασσα[25]. Περαιτέρω νότια κατά μήκος της ακτής, το σχέδιο του Καμότσιο στερείται οποιασδήποτε σαφούς σχέσης με την τοπογραφία, αν και το τοπωνύμιο «Ponte della grecha» στην πάνω δεξιά πλευρά ίσως να παραπέμπει στην Καλογρίτσα. Αυτή η λεζάντα προορίζονταν σαφώς για να επισημάνει την νότια όχθη του όρμου του Αγίου Στεφάνου, διότι η πηγή και το τέλμα της Αρέθουσας («il Trocco») σχεδιάζεται στον μυχό του[26]. Αυτό σημαίνει ότι η ακτή σε αυτή την περιοχή έχει ιχνογραφηθεί διαθέτοντας τόσο πολλούς κόλπους. Στο βόρειο τέλος της πόλης, το γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Κιάρας (σ.τ.μ.: ή Αγίας Κλάρας) είναι τοποθετημένο εκεί που ενδεχομένως το περιμέναμε, και το ίδιο συμβαίνει με τον μοναστικό ναό του Αγίου Φραγκίσκου, και με την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων κοντά στο ανατολικό τείχος, όμως πολλά άλλα από τα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονται στο πλάνο δεν προσφέρουν πολύ βοήθεια. Εκεί βρίσκεται ένα αινιγματικό κτίριο, προφανώς όχι θρησκευτικό, που αποκαλούνταν «Gorgo Pluto» κοντά στην πάνω αριστερή γωνία. Πάνω στην υπόθεση ότι το «Gorgo» μπορεί να έφερε την σημασία της «αβύσσου», έψαξα ανεπιτυχώς για οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με μία τρύπα στο έδαφος στην γενική εγγύτητα του. Ενδεχομένως να πρόκειται για το «Πηγάδι των Φράγκων», το οποίο μνημονεύεται από τον (σ.τ.μ.: Τούρκο αξιωματούχο και περιηγητή) Εβλιά Τσελεμπή (Evliya Celebi).
Ανάμεσα στα αντίγραφα και στα παράγωγα της άποψης του Καμότσιο συγκαταλέγονται (σ.τ.μ.: οι εικονογραφήσεις) των χαρτογράφων Νικολό Βαλέτζιο (Nicolo Valeggio) στα 1575 (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 4), και Ντάνιελ Μάισνερ (Daniel Meissner) (σ.τ.μ.: στην έκδοση) του 1645 (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 2), καθώς και του μοναχού και συγγραφέα Αλφόνσους Λάζορ (Alphonsus Lasor, ψευδώνυμο: Raffaele Savonarola) στα 1713 (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 57). Μία μάλλον υποδεέστερη έκδοση του χάρτη του Καμότσιο (που δεν συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή Καράκωστα), εξωραϊσμένη με χειροποίητο χρωματισμό, αλλά με έλλειψη της πλειονότητας των επεξηγηματικών λεζαντών, εκδόθηκε από το ανταγωνιστικό τυπογραφείο του Σιμόν Πιναργκέτι (Simon Pinargenti) στα 1573 και παρουσιάζεται από τον Ισραηλινό καθηγητή Ντέιβιντ Γιάκομπι (σ.τ.μ.: στην μελέτη του για την σταθεροποίηση της Βενετσιάνικης κυριαρχίας στην Εύβοια κατά την Λατινοκρατία)[27].
Εικονογράφηση του Νεγροπόντε από τον χαρτογράφο Ντάνιελ Μάισνερ (Daniel Meissner), η οποία δημοσιεύτηκε από τον Γερμανό εκδότη Πάουλους Φουστ (Paulus Fürst) στο λεύκωμα «Sciographia cosmica» στα 1638 – 1643 (επανέκδοση 1645). Εκτιμάται ότι βασίζεται στην προγενέστερη χαλκογραφία του Καμότσιο. «Χαρακτικά της Εύβοιας – Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα». Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1999.
- «Archontologia cosmica, das ist Beschreibung aller Kayserthumben Konigreichen vnd Republicken der gantzen Welt … wie dieselbe in ihren Grantzen vnd Anmarckungen begrieffen … wie auch von der alten vnd newen Innwohnern Gebrauchen ….», d’ Avity Pierre, sieur de Montmartin, (1573-1635), Ed. (and Transl.?) Johann Ludwig Gottfried, με χαρακτικά από τον Matthaeus Merian. (Frankfurt am Main, 1638: W. Hoffmans Buchtruckerey). Τα συγγραφικά δικαιώματα συχνά αποδίδονται απλά στον Gottfried.
Η καλύτερα γνωστή μεταγενέστερη εικονογραφική άποψη (σ.τ.μ.: του Νεγροπόντε), που πιθανώς προέρχεται ως έργο του παραγωγικού και εμπνευσμένου χαράκτη Ματθέους Μεριάν (Mattheus Merian) του πρεσβύτερου, ο οποίος εμφανίζεται να έχει πάρει τον χάρτη του Καμότσιο, που είναι σχεδόν μία πανοραμική θέα από τον λόφο του Καρά-Μπαμπά, λίγο δυτικότερα από το φρούριο, και να τον επανασχεδίασε με μία χαμηλή γωνία ανύψωσης, σχεδόν από το επίπεδο του εδάφους, όπως θα φαίνονταν από τα νότια του φρουρίου (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 53). Δεν είμαι σίγουρος αν το πρωτότυπο (σ.τ.μ.: χαρακτικό) από αυτή την άποψη του Νεγροπόντε είναι έργο του Μεριάν, άλλα όλα συνηγορούν σε αυτό. Όλα τα χαρακτηριστικά της πόλης αποδίδονται με ένα ευδιάκριτο Γερμανικό ύφος. Οι κυριότεροι πύργοι αποδίδονται με απότομα κεκλιμένες κεραμοσκεπές για να απομακρύνουν τον όγκο του χιονιού. Στο προσκήνιο διαγράφεται ένα σημείο στεριάς, το οποίο φαίνεται να στρέφεται προς τον βορρά, προσομοιάζοντας στενά με το μακρό άκρο του Καμότσιο που έφερε επάνω του την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, και ο Μεριάν έχει επίσης τοποθετήσει εκεί κάτι (σ.τ.μ.: ένα κτίσμα), που μοιάζει σαν ενοριακή εκκλησία της βόρειας Ευρώπης. Αυτή η εικονογραφική άποψη δεν φαντάζει τόσο ακλόνητη, με αποτέλεσμα να πούμε ότι είναι ενδιαφέρουσα μόνο σαν μέρος της χαρτογραφίας και της χαρακτικής.
Στα αντίγραφα και παράγωγα της άποψης του Μεριάν περιλαμβάνονται εκείνα του συγγραφέα Γιόχαν Κρίστοφ Βάγκνερ (Johann Christoph Wagner), που είναι ένα πιστό αντίγραφο σε ξυλογραφία περίπου στα 1687, (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 54), του έμπορου Μπέρναρντ Ράντολφ (Bernard Randolph), Λονδίνο, περίπου στα 1690, (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 55), (αν και η απεικόνιση του αντλήθηκε σαφώς από την εικονογραφική άποψη του Μεριάν, ο χαράκτης έχει προσπαθήσει να υπαινιχθεί την ανύψωση του εδάφους προς την «Άνω Πόρτα», και έχει υποδείξει αρκετά ξεκάθαρα ότι η τάφρος είναι ξερή στο μεγαλύτερο μήκος της), του ιερωμένου Βινσένσο Κορονέλι (Vicenzo Coronelli) στα 1690, (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 41), για δε τον Κορονέλι γίνεται περαιτέρω λόγος παρακάτω, και του εκδότη Πιέρ βαν ντε Αα (Pierre van der Aa) στα 1729, (συλλογή Καράκωστα, χαρακτικό 59).
Χαρακτικό του Ελβετού Ματθέους Μεριάν (Mattheus Merian) στα 1638, όπου απεικονίζεται το Νεγροπόντε από τα νότια και με γωνία ανύψωσης σχεδόν από το επίπεδο του εδάφους. Συμπεριλαμβάνεται στο έργο του «Archontologia cosmica…». «Χαρακτικά της Εύβοιας – Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα». Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1999.
- Έργα του Coronelli σχετικά με το Νεγροπόντε
Ο Φραγκισκανός μοναχός Βινσένζο – Μαρία Κορονέλι (Vicenzo-Maria -Padre Maestro- Coronelli), υπήρξε (σ.τ.μ.: κοσμογράφος, χαρτογράφος, εκδότης, εγκυκλοπαιδιστής), και κοσμογράφος της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας (cosmographo della Serenissima), που μία από τις δημιουργίες μνημονεύεται παραπάνω ανάμεσα στα παράγωγα του πρωτότυπου του Μεριάν, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια βιομηχανία εκτύπωσης του ενός ανδρός. Νωρίς στη δεκαετία του 1680 συγκροτήθηκε γύρω από αυτόν η «Κοσμογραφική Ακαδημία των Αργοναυτών (Accademia Cosmographica degli Argonauti)», πιθανώς με την υποκίνηση του, και είχε συνδρομητές προερχόμενους από τα περισσότερα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Πολωνίας. Σε ένα είδος ενημερωτικού δελτίου, η «Ακαδημία» υποσχέθηκε να εκδίδει έξι ταξινομημένους χάρτες κάθε μήνα, μαζί με οποιοδήποτε (σ.τ.μ.: απαιτούμενο) αριθμό βιβλίων, φυλλαδίων, και άλλου υλικού για την προώθηση της γεωγραφικής γνώσης. Ο Κορονέλι ενδεχομένως να διατηρούσε αποθέματα από όλες τις πιο επιτυχείς εκτυπώσεις του και, χρόνο με τον χρόνο, πρέπει να συγκέντρωνε μία επιλεγμένη συλλογή και να εκτύπωνε ένα ακόμα βιβλίο. Αυτός κατάφερε, σύμφωνα με τον πρόχειρα καταρτισμένο κατάλογο μου από τίτλους, να παράγει νέα βιβλία με το Νεγροπόντε στα 1686, 1687, 1688, 1690, 1695, 1697, 1700, και 1708. Κάθε δοθείσα αποτύπωση είναι πιθανό να προσφέρει μία διεξοδικά αναμεμειγμένη παρτίδα εικονογραφικών απόψεων, συχνά σοβαρά ασυνεπείς μεταξύ τους. Στη χειρότερη ενασχόληση του, αυτός απλά επεξεργάζεται ξανά παλαιά υλικά, ακόμα και όταν πρέπει να είχε πρόσβαση σε προσφορότερες πληροφορίες, αλλά και στην καλύτερη εργασία του μπορεί να παράσχει λεπτομέρειες αξίας, όπως η επιγραφική περιγραφή της θέσης «Τροχός (el Troco)» στον χάρτη (σ.τ.μ.: από το βιβλίο) του «Historia del Regno di Negroponte»[28], που μας παρέχει ένα σύνδεσμο μεταξύ του (σ.τ.μ.: τοπωνυμίου) «Turcoo» του Αντζολέλλο και του (σ.τ.μ. όρου) «Trochos». Ωστόσο, στο ίδιο έργο αυτός έχει μία εικονογραφική άποψη του καστελιού του Ευρίπου με έναν μοναδικό πύργο, μία δεύτερη με δύο πύργους, και μία τρίτη με τέσσερις. Στο «Morea, Negroponte, & Isole adiacenze (Venice, ca. 1708)» αυτές οι τρεις απόψεις ακολουθούν αμέσως η μία την άλλη, σε ένα λεύκωμα φτιαγμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από χαρακτικά που απέμειναν από πρωτύτερες εκτυπώσεις.
Χαρακτικό της πόλης του Νεγροπόντε και των περιχώρων της από τον Βισένζο Κορονέλι (Vicenzo Coronelli) στα 1695. Συμπεριλαμβάνεται ως αναδιπλούμενη προμετωπίδα στο βιβλίο του «Historia del Regno di Negroponte», το οποίο περιέχει εξεζητημένες πληροφορίες για την Εύβοια και την Χαλκίδα κατά την Λατινοκρατία. «Χαρακτικά της Εύβοιας – Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα». Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1999.
- Το πολεοδομικό διάγραμμα της Χαλκίδας του 1840
Σχετικό σύγγραμμα: «Το πρώτο πολεοδομικό διάγραμμα του «Κάστρου» της Χαλκίδας και κατάλογος των κτισμάτων», Κοκκίνης Σπύρος και Γιάννης Γκίκας, ΑΕΜ, τόμος 19, σελίδες 277 – 291, Αθήναι, 1974.
Αυτός ο χάρτης της πόλης και ο συνοδευτικός κατάλογος των ιδιοκτησιών εντός των τειχών του φρουρίου, ανακαλύφθηκε μέσα σε έναν φάκελο με έγγραφα που κατατέθηκε τον Δεκέμβριο του 1847 στα Αρχεία του Κράτους (σ.τ.μ.: της Ελλάδας). Αντιπροσωπεύει μία απόπειρα για τον εξορθολογισμό των οδών της παλαιάς πόλης, δηλαδή ένα πρώιμο πρόγραμμα αστικής ανανέωσης, το οποίο δεν οραματίζονταν την ολοκληρωτική καταστροφή των μεσαιωνικών τειχών. Εφόσον δεν έγινε καμία προσπάθεια να καταγραφεί το παρουσιαστικό αυτών των τειχών τον καιρό την καταστροφής τους στα 1890, αυτό είναι ένα ασυνήθιστα ανεκτίμητο τεκμήριο.
Το πρώτο πολεοδομικό διάγραμμα της Χαλκίδας στα 1840 αποτελεί ένα πολύτιμο τεκμήριο, σχετικά με την μορφή των κατεστραμμένων μεσαιωνικών τειχών της καστροπολιτείας του Ευρίπου. ΓΑΚ, Κοκκίνης – Γκίκας, Ε.Ε.Σ. 1974.
- (Σ.τ.μ.: Η αφήγηση του) Evliya Celebi
Ο (σ.τ.μ.: Τούρκος αξιωματούχος και περιηγητής) Εβλιά Τσελεμπή (Evliya Celebi) παραθέτει μία αφήγηση του Οθωμανικού Εγριμπόζ (Egriboz, σ.τ.μ.: ονομασία Χαλκίδας επί Οθωμανοκρατίας) στο σύγγραμμα «Seyahatname (MS Istanbul, Bagdat Kosku 308, ff. 247b6 – 249b22)», αλλά είναι αρκετά συγκεχυμένη έτσι ώστε να εγείρεται η πιθανότητα ο Εμβλιά να είχε χάσει κάποιες από τις σημειώσεις του και να εργαζόταν από μνήμης. Αυτός περιγράφει το φρούριο σε αντικατοπτρισμό με την θάλασσα στην ανατολική πλευρά (η βόρεια και η νότια δεν αντιστρέφονται). Εντούτοις, η αφήγηση του περιέχει ένα καλό συνταίριασμα από πολύτιμές πληροφορίες, οι περισσότερες εκ των οποίων αντανακλούν την προσωπική του παρατήρηση. Αυτός εκθέτει ότι η γέφυρα πάνω από τον ευρύ, ρηχό πορθμό, μεταξύ της Βοιωτίας και του νησιού με το καστέλι, χτίστηκε για πρώτη φορά στα 1657 [έτος Εγίρας (Hijri) 1067], όμως αυτό πρέπει να αφορά μία επισκευή ή αναβάθμιση από ξύλο σε πέτρα, επειδή εκεί ήταν σίγουρα ήδη μία γέφυρα όταν ο Jacques d’Avesnes αποδέχτηκε την παράδοση της πόλης στα 1205.
Φώτο 14: Άποψη του Νεγροπόντε από τον Vicenzo Coronelli. Συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση «Repubblica di Venezia p. IV. Citta, Fortezze, ed altri Luoghi principali dell’ Albania, Epiro e Livadia, e particolarmente i posseduti da Veneti descritti e delineati dal p. Coronelli, Venezia, 1688».
Παραπομπές
[1] Σ. τ. μ.: Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία για τον Giovan Maria Angiolello παρατίθενται στο άρθρο «Ο άνθρωπος που κατέγραψε την άλωση της Χαλκίδας», επιμέλεια: Βάγιας Κατσός (15-4-2014), και η σχετική αφήγηση του για την άλωση του Νεγροπόντε στα 1470 παρουσιάζεται στο άρθρο «Η κατάκτηση της Χαλκίδας», επιμέλεια: Βάγιας Κατσός (16-4-2014).
[2] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο άρθρο του Pierre MacKay είναι δημοσιευμένο στην Αγγλική γλώσσα, εδώ.
[3] Σ.τ.μ.: Το σύγγραμμα ανήκε στην πλούσια συλλογή χειρόγραφων, τόμων και φυλλαδίων του ιερωμένου και ιστορικού Lodovico Gonzati (1813 – 1876), την οποία δώρισε ο ίδιος στον Δήμο της Βιτσέντζα. Ο αρχικός αριθμός καταχώρισης του ήταν «Libreria Gonzati 24.10.5», ενώ ο πρώτος αριθμός καταγραφής του από την Βιβλιοθήκη «Civica Bertoliana» ήταν G3.11.15, όπως αυτός αποτυπώνεται επάνω στο κάλυμμα από χαρτόνι του χειρόγραφου.
[4] Σ. τ. μ.: Πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο, το ύφος και την ταυτότητα του συντάκτη του υπόψη συγγράμματος, παρατίθενται στην τρίτη ενότητα του παρόντος δοκιμίου.
[5] Σύμφωνα με μία πρώτη επιφυλακτική εκτίμηση, αν και το χειρόγραφο δεν παρουσιάζει σαφή διαγνωστικά χαρακτηριστικά, φαίνεται να είναι σίγουρο ότι γράφτηκε μεταξύ του 1530 και 1580, και ενδεχομένως μεταξύ του 1540 και 1560.
[6] Σ.τ.μ.: Επισημαίνεται ότι οι Οθωμανοί Τούρκοι χρησιμοποιούσαν το επισεσυρμένο περσοαραβικό αλφάβητο μέχρι το 1928.
[7] Σ.τ.μ.: Ο τίτλος του έργου στα Ιταλικά είναι «Historia Turchesca di Gio. Maria Angiolello schiavo et altri schiavi dall’anno 1429 sino al 1513».
[8] Σ.τ.μ.: Ο τίτλος της πραγματείας παρατίθεται στην βιβλιογραφία του παρόντος δοκιμίου.
[9] Σ.τ.μ.: Ο τίτλος του αφηγήματος στα Ιταλικά είναι «Caso ruinoso della cittade di Negroponte inteso per mi Iacomo Rizzardo scrivan dello spettabil uomo Messer Lorenzo Contarini sopracomito di una galia grossa di fiandra».
[10] Σ.τ.μ.: Η πρόταση στα Ιταλικά έχει ως εξής: «Io frate Iacomo dalla Castellana vidi tutte queste cose, e scampai in sulla insula per sapere la lingua turchesca e grechesca (σελίδα 440)».
[11] Σ.τ.μ.: Το προοίμιο στα Ιταλικά έχει ως εξής: «la perdita nuova di Negroponte».
[12] Σ.τ.μ.: Οι δύο αφηγήσεις του Giacomo Rizzardo και του μοναχού Iacopo dalla Castellana, έχουν δημοσιευτεί μεταφρασμένες και με σχολιασμό στα Ελληνικά στο σύγγραμμα «Δύο Βενετσιάνικα χρονικά για την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470», Γκίκα Γιάννη, ΑΕΜ, τόμος ΣΤ’, 1959.
[13] Σ.τ.μ.: Η παράγραφος στα Ιταλικά έχει όπως παρακάτω: «Eodem millesimo, a dı ultimo di Luio, vene la nuova a Ferrara da Venetia come li Turchi haveano tolto a la Signoria de Venecdia Negroponte, il perche dicti Turchi ge sono stati a campo atorno bene cum trecento milia Turchi per terra et hanno havuto in mare bene 300 velle. Unde se dise che, intrati che furno dicti Turchi in Negroponte, amazorno tutti universalmente li Cristiani che ivi se ritrovorno, et maschi et femine, da otto anni in suso, et tutti per lo filo de la spada li mandorno: et questa nuova e mosto damnosa a tutti li Christiani. In ajuto de li qualli Turchi erano le galee de Zenovisi et de Fiorentini, che altramente non l’haveriano havuto mai, il perche e la piu forte cossa che havesse Cristiani, et era fornito per anni 4. Et anche la Signoria di Venetia per aiutarlo havea in mare abene 200 galee, cioe fra galee, navi grosse et marani. Et cusı a dı XII de Luio del presente mese se perdete Negroponte».
[14] Σ.τ.μ.: Τα «Στενά του Αγίου Μάρκου» ταυτίζονται με τον θαλάσσιο δίαυλο στην άκρη της χερσονήσου της Αγίας Μαρίνας, όπου κατασκευάστηκε η υψηλή καλωδιακή γέφυρα της Χαλκίδας.
[15] Η πλοκή του έργου του (σ.τ.μ.: Ιταλού συνθέτη) Gioachino Antonio Rossini «L’assedio di Corinto», προσαρμόστηκε από μία οπερετική ιστορία για την (μυθιστορηματική) κόρη του Paollo Erizzo, (σ.τ.μ.: του Βενετσιάνου βάϊλου του Νεγροπόντε), και το μαρτύριο της στα χέρια του Μωάμεθ Β’ (σ.τ.μ.: κατά την άλωση της πόλης στα 1470).
[16] Σ.τ.μ.: Ο τίτλος του εκδοθέντος λευκώματος συμπεριλαμβάνεται στην βιβλιογραφία του παρόντος δοκιμίου.
[17] Σ.τ.μ.: Ο χάρτης του Camocio αναπαράγεται στην σελίδα 564 της μελέτης του Jacoby, που συμπεριλαμβάνεται στην βιβλιογραφία του παρόντος δοκιμίου.
[18] Η χαρτογραφική σειρά δημοσιεύτηκε σε διαδοχικές εκδόσεις μεταξύ του 1571 και 1574. Η πληρέστερη έκδοση δημοσιεύτηκε από τον Bertelli και φέρει την χρονολογία 1574. Περιλαμβάνει ογδόντα οκτώ αριθμημένους χάρτες και σχέδια. Τουλάχιστον δώδεκα εξ’ αυτών είναι γνωστό ότι φιλοτεχνήθηκαν από τον Camocio. Ένα παρόμοιο απάνθισμα από χάρτες, ως επί το πλείστον από τα Ελληνικά νησιά, συντέθηκε από τον χαράκτη Simon Pinargenti στα 1573.
[19] Η παλαιά ανακριβής τοποθεσία της «Πύλης του Ναού (Porta del Tempio)», που βασίζεται στην μυθοπλαστική αφήγηση του Castellana, αναφέρεται και από τον βυζαντινολόγο Johannes Koder, στην σχετική μελέτη του για το Νεγροπόντε. Το όνομα «Tempio» σχετίζεται με μία περιφέρεια, που περιέβαλλε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (S. Nicolo), η οποία εκχωρήθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (Innocenti III, PP. Regestorum Lib. XI, CCL) στους Αυγουστίνους Κανονίτες Τακτικούς του Ναού του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ [Augustinian Canons Regular of the Temple of the Lord in Jerusalem (= the Dome of the Rock)]. (Σ.τ.μ.: Αυτή η συγκεκριμένη ομάδα Ρωμαιοκαθολικών μοναχών είχε αφιχθεί στο Νεγροπόντε από την Παλαιστίνη και αποκαλούνταν παράλληλα και ως «Αδερφοί του Ναού (Fratelli del Tempio)». Κατά την εκτίμηση του Pierre MacKay ο μεσαιωνικός ναός του Αγίου Νικολάου, βρίσκονταν εντός των τειχών της καστροπολιτείας του Ευρίπου και κοντά στην «Πύλη του Ναού»).
[20] Αυτός ο όρος αποτελεί μία παραλλαγή της λέξης «casamatta (σ.τ.μ.: Ιταλικά: πολυβολείο, κυριολεκτικά «φονικό σπίτι»), και υποδεικνύει ότι ο πύργος, καθώς και η πύλη, σε αυτή την θέση είχε πληρωθεί και επεξεργαστεί ξανά σαν ένας κλωβός για αμυντικό κανόνι, που εκτόξευε πυρά κοντά στο επίπεδο του εδάφους.
[21] Σ.τ.μ.: Ο Pierre Mackay ήταν ο πρώτος ακαδημαϊκός που απέδειξε με ακράδαντα επιχειρήματα την ταυτοποίηση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας, με τον μοναστηριακό ναό του Αγίου Δομίνικου στο Νεγροπόντε, του Τάγματος των Δομινικανών μοναχών, στο εμπεριστατωμένο άρθρο του «SS. Mary and Dominic Ayia Paraskevi The unique unaltered 13th-century Dominican priory church in Negropont», Pierre Mackay (βλ, εδώ). Επίσης η ιστορική πορεία της εκκλησίας μέσα από ίδιο πρίσμα εξετάζεται στο άρθρο του υποφαινόμενου «Η ιστορία του ναού της Αγίας Παρασκευής» (βλ, εδώ).
[22] Η φράση «arente alla Fontana» προέρχεται από την αφήγηση του Castellana, αλλά υποθέτω ότι αυτός την πήρε από ίδια πηγή με τις υπόλοιπες από τις τοπογραφικές του πληροφορίες.
[23] Είκοσι μήνες μετά από αυτό το διάταγμα του Φεβρουαρίου του 1460 (ASV Consilio di Dieci, Misti, 15:198r), το Συμβούλιο συνέταξε τα απαιτούμενα για την άμυνα του Νεγροπόντε, που (σ.τ.μ.: η αναγκαιότητα τους) εξαρτιόνταν ακριβώς από το είδος των πληροφοριών, τις οποίες βρίσκουμε καταγεγραμμένες στον χάρτη του Camocio (ASV Consilio di Dieci, Misti, 16:82v–83r).
[24] Σ.τ.μ.: Ο Pierre MacKay υιοθετεί την επωνυμία που χρησιμοποιεί ο ιστορικός Simon Cornelis Bakhuizen στην μελέτη του για την τοπογραφία της Χαλκίδας, προκειμένου να προσδιορίσει τη μακριά εδαφική ράχη, η οποία καταλήγει εντός της περιοχής της παλαιάς πόλης, και ουσιαστικά πρόκειται για την επιμήκη νοτιοδυτική πλαγιά του υψώματος του «Βελή Μπαμπά (Δεξαμενή)».
[25] Τώρα σε κάθε πλευρά του στενού του Αγίου Μάρκου διαμορφώνεται μία επίπεδη έκταση, όπου έχουν προσαρμοστεί τα υποστηρίγματα της υψηλής γέφυρας (σ.τ.μ.: της Χαλκίδας), αλλά αυτό αποτελεί ένα σύγχρονο γέμισμα προσχώσεων. Η ταυτοποίηση μου για τον λόφο της Αγίας Μαρίνας συμφωνεί με εκείνη του Simon Bakhuizen, του αρχαιολόγου Αδαμάντιου Σάμψων στον χάρτη του για την πόλη της Χαλκίδας, του αρχαιολόγου Gabriel Welter στην μελέτη του «Χαλκίς» και άλλους. Η σύγχρονη οργάνωση της πόλης είναι κάπως συγκεχυμένη σε αυτό το θέμα, διότι στον εσωτερικό λόφο στο σημείο του Αγίου Μάρκου έχει χτιστεί ένα προάστιο, που σε ορισμένους πρόσφατους χάρτες επονομάζεται Αγία Μαρίνα (μολονότι η κεντρική εκκλησία στο προάστιο είναι Άγιος Μάρκος), ενώ ο λόφος της Αγίας Μαρίνας σε αυτούς τους χάρτες έχει τώρα ένα προάστιο, που ονομάζεται Άγιος Μάρκος (Σ.τ.μ.: Όσον αφορά τους συγκεκριμένους τοπογραφικούς προσδιορισμούς, τόσο ο Pierre Mackay, όσο και άλλοι αναφερόμενοι επιστήμονες βασίζονται στα παλαιότερα τοπωνύμια της χερσονήσου που κλείνει προς τα νοτιοδυτικά τον κολπίσκο του Βούρκου, και τα οποία αποτυπώνονται στο πρωτότυπο εκτενές πολεοδομικό σχέδιο της Χαλκίδας του 1967. Σε αυτό ο σημερινός λόφος του «Μπαταριά» με την νοτιοανατολική εδαφική προέκταση του, επισημαίνεται ως «Αγία Μαρίνα», ενώ το γειτονικό ύψωμα της σύγχρονης συνοικίας της Αγίας Μαρίνας με την ομώνυμη εκκλησία που θεμελιώθηκε στα 1969 – 1970, επάνω στον κορμό της χερσονήσου, καταγράφεται ως «Άγιος Μάρκος». Οι προκύπτουσες επιγραφικές αναντιστοιχίες μεταξύ των νεότερων τοπογραφικών σχεδίων της Χαλκίδας και των προγενέστερων της δεκαετίας του 1970 στην διαλαμβανόμενη περιοχή, έχουν εντείνει την σύγχυση ανάμεσα στους ιστορικούς, σχετικά με τα ακριβή μεσαιωνικά τοπωνύμια και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Επίσης, ο Pierre Mackay μάλλον έχει παραπληροφορηθεί για την ονομασία της κεντρικής εκκλησίας στο υπόψη προάστιο και την μνημονεύει ως «Άγιο Μάρκο», καθώς όπως προαναφέρθηκε είναι αφιερωμένη στην Αγία Μαρίνα και μόνο ένα παρεκκλήσι σε αυτή τιμάται στο όνομα του Ευαγγελιστή Μάρκου από το έτος 2008.
[26] Σ.τ.μ.: Στους παρατιθέμενους τοπογραφικούς προσδιορισμούς, ο Pierre Mackay μάλλον προβαίνει σε μία εσφαλμένη εκτίμηση εκ παραδρομής. Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις το τοπωνύμιο «Ponte della grecha» δεν παραπέμπει στην «Καλογρίτσα», αλλά πρέπει να ταυτίζεται με το ακρωτήριο στο Μπούρτζι, όπου έναντι του σχηματίζεται το θαλάσσιο στενό της Αυλίδας. Σε αυτή την αληθοφανή εκδοχή συνηγορεί η επωνυμία «Saline (Αλυκή)» στον επόμενο κολπίσκο προς τα ανατολικά, ο οποίος δύναται να προσομοιωθεί με την παράλια εσοχή στην σημερινή Νέα Λάμψακο, όπου μέχρι την σχετικά πρόσφατη εποχή λειτουργούσαν αλυκές. Η δε τοποθεσία της «Καλογρίτσας» εμφανίζεται στους γεωγραφικούς χάρτες στις δυτικές εκφάνσεις της λοφοσειράς του Βαθροβουνίου, ενώ το μέρος του «Τροχού (il Trocco)» δεν σχετίζεται με τις πηγές της Αρέθουσας, αλλά βρίσκεται επιβεβαιωμένα στην εισέχουσα βορειοανατολικά της διασταύρωσης της επαρχιακής οδού Χαλκίδας – Αλιβερίου με τον δημόσιο δρόμο που κατευθύνεται στην Νέα Λάμψακο.
[27] Ο αναφερόμενος χάρτης του Pinargenti αναπαράγεται στην σελίδα 182 της μελέτης του Jacoby, που συμπεριλαμβάνεται στην βιβλιογραφία του παρόντος δοκιμίου.
[28] Έκδοση Coronelli στα 1695, (συλλογή Καρακώστα, χαρακτικό 38).