Συνοπτική περιγραφή της Βενετικής περιόδου της Χαλκίδας. Τα σπουδαιότερα σημεία του μεγαλύτερου λιμανιού της Γαληνότατης στο κεντρικό Αιγαίο. Οι Εβραίοι του Νεγροπόντε. Οι πολεμικές προετοιμασίες πριν την πολιορκία της πόλης από τους Τούρκους.
To άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία του Βασίλη Παπαδόπουλου «Έγριπος. Η πόλη της Χαλκίδας κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών (15ος – 19ος αιώνας). Μαρτυρίες από περιηγητικά κείμενα» που είχε συγγραφεί για τις ανάγκες του πρώτου κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδίκευση στη νεώτερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Επόπτρια: κα Όλγα Κατσιαρδή – Hering.
Οι τίτλοι, οι υπότιτλοι, τα lead των άρθρων, οι λεζάντες των φωτογραφιών καθώς και οι παραθέσεις διευκρινιστικών σχολίων εντός αγκυλών είναι του επιμελητή της δημοσίευσης στο square.gr Βάγια Κατσού. Ευχαριστούμε το συγγραφέα για την άδεια πρώτης δημοσίευσης αποκλειστικά στο square.gr
Προηγούμενο άρθρο από την ίδια πτυχιακή εργασία: Οι Λατίνοι στην Εύβοια.
Η πόλη της Χαλκίδας υπό τη διοίκηση της Βενετίας εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό σταθμό και ναυτική βάση με ιδιάζουσα σημασία για τον έλεγχο του Αιγαίου.
Οι Βενετοί, αποκτώντας σταδιακά τον έλεγχο της πρωτεύουσας του νησιού, φρόντισαν ιδιαίτερα για την οχύρωση, την εμπορική λειτουργία και την εύρυθμη διοίκησή της. Η πόλη, πριν την οριστική επικράτηση της Βενετίας ως μοναδικής δύναμης εξουσίας του νησιού, ήταν χωρισμένη σε τομείς. Το μεγαλύτερο τμήμα ελεγχόταν από τους Λομβαρδούς, ενώ οι Βενετοί είχαν σχηματίσει ιδιαίτερη συνοικία με ιδιόκτητα κτήρια, εκκλησίες και αποθήκες. Μάλιστα το βενετικό τμήμα χωρίστηκε στα 1304 με τείχη από την υπόλοιπη πόλη. Διοικητής της πόλης διατελούσε ο Βενετός βάιλος, με βοηθούς του δύο συμβούλους (consiliarii).[1] Η κατοικία του βρισκόταν, κατά μία άποψη, στο κτήριο που σώζεται και σήμερα απέναντι από το ναό της Αγίας Παρασκευής, το οποίο φέρει και το βενετικό θυρεό.[2] Μία άλλη άποψη τοποθετεί την κατοικία του βαΐλου κοντά στην κύρια πλατεία – την piazza των βενετικών πηγών, σήμερα Πλατεία Πεσόντων Οπλιτών – της τειχισμένης πόλης, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, στη θέση της οποίας βρίσκεται σήμερα το μοναδικό σωζόμενο τζαμί.[3] Ο ναός του Αγίου Μάρκου, γνωστός μόνο από τις πηγές, αποτελούσε την κύρια βενετική εκκλησία και δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του επισκόπου της πόλης, αλλά απευθείας στο ναό San Giorgio Maggiore της Βενετίας. Σύμφωνα με τον Koder, δίπλα στο ναό βρισκόταν, εκτός από το παλάτι του βαΐλου, και η βενετική Loggia (Στοά).
Η πίσω πλευρά του Μουσουλμανικού τεμένους Εμιρ Ζαδέ στη Χαλκίδα όπως σήμερα διασώζεται. Σύμφωνα με τον Johannes Koder, επί Ενετοκρατίας σε αυτή τη θέση βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Μάρκου.
Σημαντική θέση στην πόλη, αλλά και σε ολόκληρο το νησί, κατείχε ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ταυτιζόταν με τον επίσκοπο Χαλκίδας, ήταν σχεδόν πάντα Βενετός και απολάμβανε εκτεταμένες προσόδους, δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο σημαντική περιουσία. Για το κτήριο που αποτελούσε την έδρα του υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Κάποιοι το ταυτίζουν με το «σπίτι του Βαΐλη», απέναντι από την Αγία Παρασκευή[4], ενώ άλλοι το τοποθετούν στην κεντρική πλατεία[5]. Το ρόλο επισκοπικού ναού επιτελούσε η σημερινή Αγία Παρασκευή (βλ. αναλυτικά, εδώ)[6].
Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα το Νεγροπόντε εξελίχθηκε σε σημαντικό σταθμό ελλιμενισμού και επισκευών του βενετικού στόλου.
Η μετατροπή της Χαλκίδας σε κύριο λιμάνι των Βενετών στο κεντρικό Αιγαίο
Με την πάροδο του χρόνου οι Βενετοί εξασφάλισαν τον έλεγχο του φρουρίου της γέφυρας, ενώ επέκτειναν διαρκώς τη ζώνη που βρισκόταν υπό την εποπτεία τους, με το βάιλο να ανάγεται στον απόλυτο ρυθμιστή των υποθέσεων της πόλης.
Παράλληλα, λόγω της θέσης της στο κέντρο του χώρου του Αιγαίου, η πόλη εξελίχθηκε σε σημαντικό σταθμό ελλιμενισμού και επισκευών του βενετικού στόλου, λειτουργώντας και ως σημαντικός εμπορικός σταθμός για τα τακτικά δρομολόγια των βενετικών νηοπομπών[7]. Τα πλοία στάθμευαν στο Negroponte δύο φορές το χρόνο, κατά τη μετάβαση ή την επιστροφή τους από την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας από τη Βενετία μάλλινα υφάσματα που αποθηκεύονταν στην πόλη, η οποία είχε εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο αποθήκευσης των μάλλινων υφασμάτων που έφταναν από την Ευρώπη στον ελληνικό χώρο. Αντίστοιχα από τη Χαλκίδα τα πλοία αναχωρούσαν για τη Βενετία φορτωμένα με ντόπια προϊόντα, με κυριότερα το κερί, το μετάξι, το βαμβάκι, τα βελανίδια και τα δέρματα[8]. Για το εμπόριο χρησιμοποιούνταν και τα δύο λιμάνια της πόλης, το βόρειο και το νότιο, τα οποία χωρίζονται από το στενό του Ευρίπου, κυρίως όμως το δεύτερο, το οποίο ήταν ευρύτερο, ασφαλέστερο και προστατευμένο από τους βόρειους ανέμους που έπλητταν το βόρειο. Σύμφωνα με τις πηγές, το νότιο λιμάνι, το οποίο αποτελούσε κατά κύριο λόγο ο κόλπος του Βούρκου, διέθετε λιμενικές εγκαταστάσεις, όπως πύλες και πύργους, οι οποίες προστατεύονταν με τείχος. Από τις εγκαταστάσεις αυτές δεν διατηρήθηκε τίποτα, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα τους καταστράφηκε πιθανότατα με την άλωση του 1470[9]. Ως τόπο απομόνωσης των πλοίων σε περιπτώσεις επιδημιών εξυπηρετούσε το νησάκι Millemoza, αργότερα νησί Πασά, που βρισκόταν στην είσοδο του νοτίου λιμανιού.[10].
Οι Βενετοί που ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη συγκροτούσαν μια σημαντική μερίδα πολιτών που επιδίδονταν κατά κύριο λόγο στο εμπόριο. Τα βενετικά αρχεία διασώζουν άφθονες μαρτυρίες για τους Βενετούς, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους τις εμπορικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στο Negroponte και τις βορειότερες περιοχές του Αιγαίου ή άλλες βενετοκρατούμενες ή όχι περιοχές[11]. Αναμφίβολα ωστόσο την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης αποτελούσε ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός, ο οποίος είχε ως πνευματική κεφαλή τον ορθόδοξο κλήρο, υπαγόμενο διοικητικά στο Λατίνο επίσκοπο. Παρά την απουσία ορθόδοξου επισκόπου, τον οποίο αντικαθιστούσε ο ορθόδοξος πρωτοπαπάς, διορισμένος από τη διοίκηση, οι Έλληνες κατόρθωναν συχνά να αποσπούν τη συμπαράσταση των βενετικών αρχών, όταν προέκυπταν ζητήματα με τους καθολικούς, εκμεταλλευόμενοι τη διάσταση πολιτικής ανάμεσα στο βενετικό κράτος και την Αγία Έδρα[12]. Όσον αφορά την επαγγελματική κατεύθυνση των Ελλήνων οι πηγές μαρτυρούν ότι συμμετείχαν κι αυτοί, παράλληλα με τους Βενετούς, στο εμπόριο και τη ναυτιλία, ακόμα και εκτός των ορίων του νησιού[13].
Οι Εβραίοι του Νεγροπόντε
Οι Εβραίοι αποτελούσαν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού στην πόλη του Negroponte[14].
Ήδη από τη βυζαντινή εποχή αρκετοί Εβραίοι κατοικούσαν στην πόλη, αυξανόμενοι αισθητά κατά το 14ο αιώνα. Η εβραϊκή συνοικία (Giudecca ή Judaicha), το γκέτο της πόλης, βρισκόταν έξω από την τειχισμένη περιοχή, στο νότιο τμήμα που κατέληγε στο λιμάνι του Βούρκου[15]. Από τα μέσα του 14ου αιώνα οι Εβραίοι, επειδή αισθάνονταν ανασφαλείς έξω από τα τείχη λόγω των τουρκικών επιδρομών, εγκαταστάθηκαν σε ένα τμήμα του Κάστρου. Από το 1355 η κίνησή τους αυτή νομιμοποιήθηκε και έκτοτε κατοικούσαν στη νοτιοανατολική γωνία της πόλης (città), κοντά στο ναό της Αγίας Παρασκευής, όπου δημιουργήθηκε το νέο γκέτο[16]. Στις αρχές του επόμενου αιώνα, με τον ερχομό από διάφορα μέρη αρκετών εβραϊκών οικογενειών, επιτράπηκε να αγοράσουν νέα κτήματα από χριστιανούς, επεκτείνοντας ως ένα ορισμένο σημείο την εβραϊκή συνοικία[17]. Για την ύπαρξη κτιρίου Συναγωγής σώζονται κάποιες μαρτυρίες, οι οποίες την τοποθετούν έξω από τα τείχη, στο παλιό εβραϊκό γκέτο. Για Συναγωγή εντός του Κάστρου γίνεται λόγος πολύ αργότερα, από τον Εβλιά Τσελεμπή το 17ο αιώνα[18].
Ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης του Negroponte είχε να αντιμετωπίσει τις διαφόρων μορφών επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν από τη βενετική διοίκηση. Οι Εβραίοι καλούνταν κατά καιρούς να καταβάλλουν υπέρογκους φόρους, όπως στα 1304, όταν κλήθηκαν να πληρώσουν για να τειχιστεί η βενετική συνοικία της πόλης. Άλλοτε ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν τη διαφορά, όταν αυξήθηκαν οι μισθοί των δύο συμβούλων του βαΐλου, ενώ στα 1399 απαγορεύτηκε να εισπράττουν τόκο μεγαλύτερο από 12%, ενώ δεν επιτρεπόταν να αγοράζουν κτήματα έξω από τη συνοικία τους[19]. Παρά τους περιορισμούς αυτούς οι Εβραίοι απολάμβαναν και κάποια προνόμια, ειδικά προς το τέλος της βενετικής περιόδου, ως αντιστάθμισμα για την επαχθή φορολόγησή τους.
Η πόλη του Νεγροπόντε. Nicolo Valeggio, Nuova raccolta di… le piu illustri e famose citta… 1575. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Προετοιμάζοντας την πόλη για άμυνα
Η τουρκική απειλή αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα για την αμυντική κατάσταση, αλλά και τη συνολική πορεία της πόλης κατά τα τελευταία χρόνια της βενετικής της ιστορίας.
Οι Βενετοί, επένδυσαν μεγάλα κεφάλαια, προκειμένου να θωρακίσουν την άμυνα της πόλης απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Συνεχείς υπήρξαν οι επισκευές και τα έργα ενίσχυσης των οχυρώσεων της πόλης, ειδικά στα μέσα του 15ου αιώνα, όταν οι εξελίξεις στον τομέα του πυροβολικού δημιούργησαν την ανάγκη για πρόσθετες οχυρωματικές κατασκευές[20]. Η αύξηση της ισχύος των πυροβόλων όπλων, σε συνδυασμό με την ολοένα μεγαλύτερη επιθετικότητα των Τούρκων, οδήγησαν τους Βενετούς στη διάθεση του μεγαλύτερου τμήματος των εισοδημάτων του νησιού για την άμυνα της πόλης του Negroponte. Ιδιαίτερα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, όταν το ενδεχόμενο μιας βενετοτουρκικής σύγκρουσης φαινόταν πια αναπόφευκτο, η Βενετία εντατικοποίησε σε υπέρτατο βαθμό τις αμυντικές της προετοιμασίες. Στα 1461 έφτασαν στην πόλη Βενετοί μηχανικοί ειδικοί στα οχυρωματικά έργα, οι οποίοι εκπόνησαν σχέδια, προκειμένου να εκμεταλλευτούν καλύτερα τα ήδη υπάρχοντα οχυρώματα και να προβούν στην κατασκευή νέων. Εντωμεταξύ, οι βενετικές αρχές προχώρησαν στην αδιάκοπη έγκριση πιστώσεων, τόσο για τα αμυντικά έργα, όσο και για την κατασκευή των απαραίτητων εγκαταστάσεων και τον ανεφοδιασμό ενόψει μιας ενδεχόμενης πολιορκίας. Με τις πιστώσεις αυτές κατασκευάστηκαν στέρνες και βρύσες για προμήθεια νερού, επεκτάθηκε και εφοδιάστηκε με πυρομαχικά το οπλοστάσιο που είχε κατασκευαστεί στην πόλη το 1388, έγιναν επισκευές στο ναύσταθμο, τοποθετήθηκαν ισχυρότερες φρουρές στα οχυρά, ενώ ελήφθη πρόνοια για την εισαγωγή και αποθήκευση σιτηρών. Μία εξοπλισμένη γαλέρα στάθμευε συνεχώς στο λιμάνι και στρατιωτικές ενισχύσεις στέλνονταν αδιάκοπα από τις άλλες βενετικές κτήσεις, κυρίως από την Κρήτη[21]. Παράλληλα οι Βενετοί, στην προσπάθειά τους να προσεταιριστούν τον ντόπιο πληθυσμό στον αγώνα ενάντια στους Τούρκους, επιχείρησαν να περιορίσουν τα κρούσματα κακοδιοίκησης και παραχώρησαν μαζικά τη βενετική υπηκοότητα. Τα μέτρα αυτά, ωστόσο αποδείχθηκαν καθυστερημένα και ανεπαρκή, καθώς οι προσθήκες και οι ενισχύσεις στα ήδη σε μεγάλο βαθμό φθαρμένα οχυρώματα δεν ήταν σε θέση να παράσχουν αποτελεσματική προστασία μπροστά στην επιθετική ορμή του οθωμανικού στρατού και στόλου.
Επόμενο άρθρο: Το Εγριμπόζ των περιηγητών
Παραπομπές
[1] Κατάλογο των βαΐλων της πόλης παραθέτει ο Bury, ό. π., τ. 7, σ. 351-352.
[2] Και στην προφορική παράδοση το κτήριο αυτό αποδίδεται στο Βενετό βάιλο, καθώς λέγεται «Σπίτι του Βαΐλη». Η άποψη αυτή εκφράζεται στα παρακάτω άρθρα: Τριανταφυλλόπουλος, Δ., «Η Μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της» ΑΕΜ 16 (1970) 200-201. Τριανταφυλλόπουλος, Δ., «Τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Εύβοιας» ΑΕΜ 19 (1974) 254.
[3] Την άποψη αυτή παραθέτει ο Koder (Negroponte, σ. 90-91). Τη θέση του παλατιού του βαΐλου κοντά στη γέφυρα επισημαίνουν και περιηγητές του 17ου αιώνα, όπως οι Spon (ό.π., σ. 60), Wheler (ό.π., σ. 457-458) και Dapper (ό.π., σ. 290-291), οι οποίοι μάλιστα ανακάλυψαν μια επιγραφή ανέγερσης του 1273 εντοιχισμένη στο κτήριο.
[4] Υπέρ της άποψης αυτής είναι ο Γκίκας στο άρθρο «Δύο βενετσιάνικα χρονικά για την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470» ΑΕΜ 6 (1959), σ. 212, σημ.45, και επίσης ο Koder, Negroponte, σ. 92.
[5] Τριανταφυλλόπουλος, ό. π., ΑΕΜ 16(1970) 201.
[6] Για το ναό της Αγίας Παρασκευής και τα προβλήματα χρονολόγησής του βλ. Koder, Negroponte, σ. 92-94. Τριανταφυλλόπουλος, ΑΕΜ 16(1970) 186-191., όπου υπάρχει λεπτομερέστερη βιβλιογραφία.
[7] H περίπτωση της Χαλκίδας εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική του Βενετικού κράτους να εξασφαλίζει τον έλεγχο επίκαιρων θέσεων για το θαλάσσιο εμπορικό της δίκτυο. Έτσι η Χαλκίδα μπορεί να συμπεριληφθεί στις πόλεις-λιμάνια που λειτουργούσαν ως διαμετακομιστικοί εμπορικοί σταθμοί, από τους πολλούς που υπήρχαν στο χώρο της ελληνικής Ανατολής.
[8] Γκόφας, ό. π., σ. 29-30.
[9] Koder, Negroponte, σ. 85-86. Επίσης, Βέλτερ, ό.π., σ. 82 και αλλού, όπου σημειώνεται η έγκριση πιστώσεων από τη διοίκηση για επισκευαστικές εργασίες στο ναύσταθμο.
[10] Koder, Negroponte, σ. 86. Επίσης, Βέλτερ, ό.π., σ. 86, όπου υπάρχει αναφορά για την πανώλη του 1426. Διαταγή του διοικητή της πόλης όριζε τα πλοία να σταματούν στη Μιλλεμόζα, και να αποβιβάζουν εκεί τα εμπορεύματά τους, χωρίς να αγκυροβολούν καθόλου στην πόλη.
[11] Γκόφας, ό.π., σ. 23-25, όπου υπάρχει πλήθος αναφορών από τα βενετικά αρχεία για διαθήκες εμπόρων, σύναψη ναυτοδάνειων, πράξεις εμπορικών συνεταιρισμών και συμφωνιών εμπόρων που κατοικούσαν η δραστηριοποιούνταν στο Negroponte.
[12] Για την εκκλησιαστική πολιτική των Βενετών βλ. Πανοπούλου, Αγγελική, «Οι Βενετοί και η ελληνική πραγματικότητα. Διοικητική, εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση», στο Όψεις, σ. 281-313.
[13] Γκόφας, ό.π., σ. 26-28, όπου παρατίθενται αναφορές των βενετικών αρχείων σε εμπορικές συμφωνίες Ελλήνων.
[14] Βιβλιογραφία για την ιστορία των Εβραίων στον ελληνικό χώρο και ειδικότερα στην Εύβοια βλ. Μπαλτά, ΑΕΜ 29, σ. 80-81.
[15] Συνήθης ήταν η πρακτική των Βενετών να απομονώνουν τους εβραϊκούς πληθυσμούς σε ιδιαίτερες κλειστές συνοικίες, τα ghetto. Στην ίδια την πόλη της Βενετίας υπήρχε ειδικό νησί ως τόπος κατοικίας τους, ενώ και σε άλλες βενετοκρατούμενες πόλεις του ελληνικού χώρου, όπως η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος, υπήρχαν κλειστές εβραϊκές συνοικίες. Γενικά για τους Εβραίους στον ελληνικό χώρο βλ. Ευθυμίου, Μαρία, Εβραίοι και χριστιανοί στα τουρκοκρατούμενα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου: οι δύσκολες πλευρές μιας γόνιμης συνύπαρξης, Αθήνα 1992.
[16] Koder, Negroponte, σ. 87. Επίσης, Βέλτερ, ό. π., σ. 76.
[17] Koder, Negroponte, σ. 88.
[18] Koder, Negroponte, σ. 94.
[19] Γκόφας, ό. π., σ. 25-26, Bury, ό.π., τ. 9, σ. 105, Βέλτερ, ό. π., σ. 72, 78, Miller, ό.π., σ. 428-429, 528-530.
[20] Για τα βενετικά οχυρωματικά έργα βλ. Στεριώτου, Ιωάννα, «Βενετοί και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο» στο Όψεις, σ. 489-510.
[21] Βλ. Koder, Negroponte, σ. 59-60. Επίσης, Βέλτερ, ό. π., σ. 77-91 σε πολλά σημεία. Miller, ό.π., σ. 428-429.