Η άγνωστη ιστορία του ακρωτηρίου της Φυλάγρας στη νότια Εύβοια. Η επεξήγηση των τοπωνυµίων και οι θρύλοι της περιοχής.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
«Οχυρώσεις στην Εύβοια (Μερικές λύσεις στα τοπογραφικά τους προβλήματα)» – Θεόδωρος Σκούρας – ΑΕΜ – Τόμος Κ’ – 1975.
«Οχυρώσεις, Πύργοι, Δρακόσπιτα και Αγροικίες στην Νότια Εύβοια» – Μαρία Αντ. Χιδίρογλου – ΑΕΜ – Τόμος ΛΗ’ – 2008/2009.
«Περί των Καταλανικών Φρουρίων της Ηπειρωτικής Ελλάδας» – Αντόνιο Ρούβιο Λιούκ (Μετάφραση Γεωργίου Ν. Μαυράκη) – Τυπογραφείο Εστίας – Αθήνα – 1912.
«Η Αποκάλυψη των Φυσικών και Ιστορικών Θησαυρών της Εύβοιας» – Αλέξανδρου Καλέμη – Εκδόσεις «Κίνητρο Ε. Καλέμη» – Έκδοση 2η – Αθήνα – 2002.
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου» (Έκδοση 1949).
Mάρτυρες ενός πλούσιου παρελθόντος
Η Εύβοια αποτελεί μία αληθινή πρόκληση για τους ιστορικούς ερευνητές. Σε όλη την έκταση της νήσου υπάρχει πλήθος ερειπίων αρχαίων οχυρών και πόλεων, μεσαιωνικών κάστρων και πύργων, που στέκουν ως αδιάψευστοι μάρτυρες του πλούσιου προαιώνιου παρελθόντος της.
Κάποια διατηρούνται σε καλή κατάσταση προσελκύοντας το ενδιαφέρον των περιηγητών, λόγω της προφανούς επισκέψιμης θέσης τους. Δυστυχώς τα περισσότερα είναι απαξιωμένα παρά την αναμφισβήτητη σπουδαιότητα τους, κρύβοντας τις πτυχές του παρελθόντος τους μέσα στην βλάστηση και παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Ένα από αυτά είναι και το λησμονημένο κάστρο της Φυλάγρας στη νότια Εύβοια[1].
Τα κατάλοιπα των οχυρώσεων του διασώζονται ακόμα στην ψηλότερη κορυφή της εδαφικής έξαρσης του ομώνυμου ακρωτηρίου, δύο χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Γιαννίτσι Μαρμαρίου. Εκτός του συγκεκριμένου φρουρίου στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν άλλες δύο οχυρωμένες τοποθεσίες. Η μία από αυτές βρίσκονταν νοτιοδυτικά του οικισμού Εκάλη, επί του κωνοειδούς λόφου (υψόμετρο 230 μέτρα) απέναντι από το εξωκκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου. Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο ιστορικό ερευνητή της Εύβοιας, ιατρό Θεόδωρο Σκούρα, εκεί ήταν το οχυρό του Στενού (Κοίλων). Σήμερα, η θέση του προσδιορίζεται από μία σειρά τειχών, που έχουν κατασκευαστεί από τους κατοίκους με ξερολιθιά στους νεότερους χρόνους, επικαλύπτοντας τις αρχικές οχυρώσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει καμία ασφαλής χρονολόγηση. Επίσης, εντός του θεωρητικού περιβόλου ανακαλύφθηκαν ορισμένοι αρχαίοι τάφοι, ένας εκ των οποίων είναι θαλαμοειδής με είσοδο, μήκους 5 μέτρων και πλάτους 3 μέτρων, στεγασμένος με ογκώδεις πέτρινες πλάκες.
Χάρτης της περιοχής της Καρυστίας, όπου επισημαίνεται η θέση των τριών οχυρωμένων τοποθεσιών στην ευρύτερη περιοχή του ακρωτηρίου της Φυλάγρας.
Το στόμιο της σιωπής
Λίγο μετά τον οικισμό της Εκάλης και περίπου στο ύψος του χωριού Πόθι, ανοίγεται μία χαράδρωση που δημιουργείται από την κοίτη του «Μεγάλου ρέματος», όπως σημειώνεται στους τοπογραφικούς χάρτες, το οποίο εκβάλλει στην παραλία του Γιαννιτσίου, στον μικρό κολπίσκο του «Λιμνιώνα» κάτω από το ακρωτήριο της Φυλάγρας.
Φαίνεται πως τουλάχιστον μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια, σε εκείνο το παράκτιο σημείο η θάλασσα εισχωρούσε σε αρκετό βάθος στην ξηρά, διαμορφώνοντας μία υδάτινη εσοχή που αποκαλούνταν «Bocca de la Silosa». Η επωνυμία είναι ταυτόσημη με την Ιταλική φράση «Bocca de la Silenziosa» και μεταφράζεται ως «Στόμιο της Σιωπής». Εδώ το μέρος ήταν απάνεμο και καλά προστατευμένο από τις συχνές τρικυμίες του Αιγαίου Πελάγους. Επικρατούσε γαλήνη και ηρεμία, καθώς ο θόρυβος από τα αγριεμένα κύματα έσβηνε στα βραχώδη αντερείσματα του πεταλόσχημου κολπίσκου. Συνεπώς, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η σιωπή από την οποία έλαβε το όνομα της η τοποθεσία. Κυρίως κατά την διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου, οι ναυτικοί χρησιμοποιούσαν το «Bocca de la Silosa» σαν ασφαλές καταφύγιο κατά την διάρκεια θαλασσοταραχών, αλλά επειδή παρουσιάζονταν μεγάλη δυσκολία στον εντοπισμό του, πολλά πλοία συντρίβονταν πάνω στα απότομα βράχια της ακτογραμμής. Εξαιτίας των πολυάριθμων ναυαγίων, διαδόθηκε μια συκοφαντική φήμη για τους ντόπιους κατοίκους, που τους ήθελε να ανάβουν επίτηδες παραπλανητικές φωτιές, προκειμένου να προσαράξουν τα καράβια και να ληστέψουν το φορτίο τους.
Η εδαφική έξαρση του ακρωτηρίου της Φυλάγρας από τα νότια. Το κάστρο της Φυλάγρας βρίσκονταν επί της αριστερής κορυφής.
Το κάστρο Σκούασι
Στα δυτικά της κοίτης του «Μεγάλου ρέματος» υψώνεται ο ορεινός όγκος του βουνού Παλιόκαστρα (υψόμετρο 598 μέτρα), που στις νότιες καταπτώσεις του βρίσκεται ο οικισμός της Εκάλης και στις βορειοδυτικές το χωριό Ακταίον.
Όπως φανερώνεται από το τοπωνύμιο του υψώματος, στην κορυφή του υπήρχε ακόμα ένα φρούριο, στο οποίο προσδίδονται διάφορες ονομασίες. Είναι γνωστό ως κάστρο Σκούασι από την παλαιότερη ονομασία του χωριού Ακταίον[2], μάλλον επειδή είναι πιο προσβάσιμο από εκείνη την πλευρά. Ο όρος «Σκούασι» έχει Αρβανίτικη ρίζα προερχόμενος από το ρήμα «Shkonj» που σημαίνει «περνώ» και κατ’ επέκταση ερμηνεύεται ως «τόπος περάσματος ή πέρασμα»[3]. Ο λόφος και το φρούριο προσδιορίζονται με το επίσης Αρβανίτικο τοπωνύμιο «Μαλικάστρα». Πρόκειται για μία σύνθετη λέξη με το πρώτο συνθετικό της να απορρέει από το «Malj: βουνό» ή από «Malje – Maje: κορυφή» και αποδίδεται ερμηνευτικά ως «βουνόκαστρο» ή «καστροκορφή». Ο Θεόδωρος Σκούρας αναφέρει ότι στους παλαιούς χάρτες επισημαίνεται με την μεσαιωνική ονομασία του ως κάστρο «Silosa», καθόσον δέσποζε πάνω από το ομώνυμο θαλάσσιο στόμιο, ενώ σύμφωνα με ορισμένες επιφανειακές ενδείξεις φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε και στην αρχαία εποχή. Οι οχυρώσεις του είναι ερειπωμένες πλήρως και μόνο ένα τμήμα των τειχών της βόρειας πλευράς, διασώζεται σε μήκος 12 μέτρων περίπου και πλάτος 2,5 μέτρων. Το φρούριο είχε οπτική επαφή με τα γειτονικά κάστρα της Φυλάγρας και του Στενού, αλλά υπό προϋποθέσεις και με το πιο απομακρυσμένο φρούριο των Άρμενων (L’ Armena) στην αρχαία ακρόπολη των Στυρών.
Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας Γιαννιτσίου.
Η προέλευση των τοπωνυμιών της περιοχής.
Αξιόλογη είναι και η προέλευση της ονοματοδοσίας των χωριών Πόθι και Γιαννίτσι.
Κατά την τοπική παράδοση, το πρώτο οφείλει την ονομασία του στον Βυζαντινό αρχοντικό οίκο των Πόθων, στους οποίους ανήκε ολόκληρη η γύρω περιοχή μέχρι τα παράλια[4]. Το δε Γιαννίτσι παλαιότερα αποκαλούνταν ως Ιωαννίκιο, από το όνομα ενός μοναχού που εγκαταβίωσε σε αυτό το μέρος. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, μία συνοδεία μοναχών από την μονή του Οσίου Λουκά στο Στείρι της Φωκίδας επισκέφτηκε το τιμάριο των Πόθων και έκτισε ναούς, δίνοντας διάφορες επωνυμίες στα περίχωρα, όπως το τοπωνύμιο «Ιωαννίτζη» σε ανάμνηση ενός ερημητηρίου που μόνασε ο Όσιος, το οποίο με την πάροδο του χρόνου παραφράστηκε σε «Γιαννίτσι».
Ο ίδιος ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης (896 – 953) φέρεται να διέμεινε για κάποιο διάστημα στην θέση «Ευαγγελισμός» πριν το χωριό, καταφεύγοντας εδώ για να αποφύγει τις επιδρομές των Βούλγαρων υπό τον τσάρο Συμεών στις αρχές του 10ου αιώνα, οι οποίοι ορμώμενοι από τον βορρά είχαν κατέλθει μέχρι την Στερεά Ελλάδα. Μία από τις απτές ενδείξεις της έντονης μοναστικής δραστηριότητας στην περιοχή του Γιαννιτσίου αποτελεί η θολοσκεπής εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Είναι κτισμένη ενάμιση χιλιόμετρο περίπου βορειοανατολικά του χωριού μέσα σε μία ρεματιά και ανήκε στην μεσαιωνική μονή του Αγίου Νικολάου[5]. Αν και ο μικρός ναός ανοικοδομήθηκε στο β’ μισό του 19ου αιώνα, εντούτοις τα ίχνη της πρώτης οικοδομικής φάσης της ανάγονται πίσω στον 10ο ή 11ο αιώνα.
Η ειδυλλιακή παραλία του Λιμνιώνα Γιαννιτσίου, όπως φαίνεται από τις παρυφές του ακρωτηρίου της Φυλάγρας.
Η ιστορία του Οθωμανικού πλοίου που εξόκειλλε στο Γιαννίτσι
Από το Γιαννίτσι ο δρόμος κατηφορίζει προς την ειδυλλιακή παραλία του Λιμνιώνα, που έχει αυτή την δική της ιστορική παρουσία.
Το 1798, στον κολπίσκο εξόκειλλε ένα Τουρκικό πλοίο γεμάτο πολεμοφόδια και τρόφιμα, που είχε αποστείλει ο σουλτάνος Σελήμ Γ’ (1789 – 1807) προς τον Αλή Πασά, όταν αυτός πολιορκούσε την υπό Γαλλική κυριαρχία Πρέβεζα. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, το σκάφος παρέμεινε εγκαταλειμμένο εκεί και έμελλε να συνεισφέρει άτυπα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Κατά την διάρκεια των επαναστατικών επιχειρήσεων, ο καπετάνιος Σπυρίδων Βρέξης από την Αίγινα έπλευσε προς την Κάρυστο για να κυριεύσει τα δύο πολεμικά πλοία του περιβόητου Ομέρ μπέη, όμως ο τελευταίος πρόλαβε και τα έπεμψε στην Χαλκίδα. Κατόπιν, ο Βρέξης κατευθύνθηκε στον κολπίσκο του Λιμνιώνα και απέσπασε τα δύο τηλεβόλα του προσαραγμένου σουλτανικού πλοίου, τα οποία αργότερα στάλθηκαν στο κάστρο του Ακροκορίνθου από τον Αιγινίτη αγωνιστή Σπυρίδωνα Μάρκελλο.
Πέτρινο κτίσμα στο πλάτωμα «Παζάρι».
Η τοποθεσία Παζάρι και η προέλευση της ονομασίας
Από την παραλία του Λιμνιώνα ξεκινάει ένας χωματόδρομος, που κατευθύνεται προς τις υπώρειες του δεσπόζοντος ακρωτηρίου της Φυλάγρας.
Πριν όμως εξεταστούν τα ιστορικά και αρχιτεκτονικά δεδομένα του κάστρου, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία αναφορά σε ένα άκρως ενδιαφέρον γειτονικό μέρος. Περί τα 500 μέτρα νοτιοδυτικά του αυχένα του υψώματος της Φυλάγρας, σχηματίζεται ένα πλάτωμα, όπου υπάρχουν δύο πέτρινα κτίσματα, αναλημματικά τοιχία από ξερολιθιά και αρκετά λείψανα άλλων οικοδομημάτων. Πρόκειται για την τοποθεσία «Παζάρι» ή «Παζαράκι». Λέγεται ότι το πλάτωμα έλαβε την Τουρκικής προέλευσης ονομασία του, από κάποια εμποροπανήγυρη που γίνονταν εκεί στα χρόνια της ακμής του τόπου, χωρίς να διευκρινίζεται ποια ήταν αυτή η εποχή. Όμως, ίσως το τοπωνύμιο να έχει πολύ πιο βαθιές ρίζες. Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, η αρχαία Ευβοϊκή πόλη Κοίλα τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή του Λιμνιώνα και δεν θα ήταν απίθανο να υποθέσουμε ότι βρίσκονταν περί την θέση «Παζάρι», με την ακρόπολη της να στεφανώνει το ύψωμα της Φυλάγρας. Μάλιστα, αρκετοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πως εδώ υπήρχε ναός του Βορέα, του ισχυρότερου εκ των τεσσάρων αδερφών ανέμων κατά την Ελληνική μυθολογία[6], που λατρεύονταν ιδιαίτερα από τους Αθηναίους. Στο ιερό πραγματοποιούνταν ετήσιες εξιλαστήριες τελετές και θυσίες για να εξευμενίσουν την ατμοσφαιρική θεότητα, προς κατάπαυση των δυνατών ανέμων που μαστίγωναν τις νοτιοανατολικές ακτές της Εύβοιας και ολόκληρο τον Καφηρέα, προξενώντας μεγάλες καταστροφές σε ξηρά και θάλασσα, δυσχεραίνοντας την καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Πέτρινο κτίσμα στο πλάτωμα «Παζάρι».
Ταυτίζεται το κάστρο της Φυλάγρας με την αρχαία ακρόπολη των Κοίλων;
Ενδεχομένως, την θρησκευτική εορτή προς τιμή του Βορέα να την εισήγαγαν οι Αθηναίοι, την περίοδο που η νήσος περιλαμβάνονταν στην σφαίρα επιρροής τους.
Ακόμα εκφράζεται η άποψη ότι οι αρχαίοι κάτοικοι των Κοίλων τελούσαν ξεχωριστές λατρευτικές εκδηλώσεις και προς τιμήν του Αιγαίου Ποσειδώνα, οι οποίες τιτλοφορούνταν ως «Αιγαία». Η αρχαιοπρεπής αύρα της περιοχής διατηρήθηκε μεταλλαγμένη στην Χριστιανική παράδοση, φτάνοντας μέχρι την σύγχρονη εποχή μέσα από ένα τοπικό έθιμο. Όπως μνημονεύει ο Θεόδωρος Σκούρας, κάθε χρόνο στο «Παζάρι» συγκεντρώνονταν αγρότες από τα γύρω χωριά και πραγματοποιούσαν μία πανήγυρη, με εδέσματα και ποτό, από την οποία δεν έλλειπε το εμπορικό στοιχεία με την παρουσία διάφορων μικροπωλητών, ύστερα από την εκκλησιαστική δέηση και λιτανεία στους δυο ναΐσκους στην ψηλότερη κορυφή του ακρωτηρίου της Φυλάγρας. Άλλωστε και ο Ευβοέας ιστορικός Ευάγγελος Παπαχατζής[7] αναφέρει για την συγκεκριμένη εορτή: «Τούτο φαίνεται λείψανα της αρχαίας εορτής του Βορρά, που τελούσαν οι Αθηναίοι και την εκάλουν Βορεασμόν». Είναι βέβαιο πως μία οργανωμένη αρχαιολογική έρευνα στο «Παζάρι» θα μπορούσε να μας διαφωτίσει περισσότερο, αποκαλύπτοντας αν πραγματικά βρίσκονταν τα αρχαία Κοίλα της Εύβοιας σε αυτή την περιοχή και αν το σημερινό τοπωνύμιο έχει αρχέγονες καταβολές, έλκοντας την προέλευση του από την αγορά της αρχαίας πόλης. Τότε, το κάστρο της Φυλάγρας θα έπαιρνε ακόμα μεγαλύτερη αξία, ταυτιζόμενο αναμφισβήτητα με την αρχαία ακρόπολη.
Ο ναΐσκος του Αγίου Σεραφείμ, στην κορυφή του ακρωτηρίου της Φυλάγρας.
Δύο μικρά εκκλησάκια με μεγάλη ιστορία
Η πρόσβαση στην οχυρωμένη κορυφή του ακρωτηρίου γίνεται από ένα αχνό μονοπάτι στις νοτιοανατολικές καταπτώσεις του.
Εκεί, σε υψόμετρο 298 μέτρων έχουν ανεγερθεί οι δύο προαναφερθέντες ναΐσκοι αφιερωμένοι στον Άγιο Σεραφείμ[8] και στον Άγιο Χαράλαμπο. Πρόκειται για μονόχωρα κτίσματα, με λιτό εκκλησιαστικό εξοπλισμό στο εσωτερικό τους, που κατασκευάστηκαν αρχικά κάποια στιγμή την περίοδο της Τουρκοκρατίας και υπέστησαν ριζική ανακαίνιση στους νεότερους χρόνους. Η μικρή κοινή καμπάνα τους είναι κρεμασμένη σε ένα σιδερένιο σωλήνα, δίπλα από το τριγωνομετρικό υψομετρικό κολωνάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Από το επίπεδο της κορυφής η θέα είναι απλά μαγευτική. Το πανέμορφο γαλάζιο χαλί του Αιγαίου Πελάγους ξεδιπλώνεται σε όλη του την εμφαντική μεγαλοπρέπεια. Η παρατήρηση προς τον βορρά φθάνει μέχρι το ακρωτήριο της Οκτωνιάς (Πούντα) και προς τον νότο διαγράφεται ο εντυπωσιακός βραχώδης όγκος του ακρωτηρίου του Καφηρέα (Κάβο ντ’ Όρο). Μάλιστα, σ συνθήκες καλής ορατότητας μπορεί κανείς να διακρίνει στο βάθος το περίγραμμα της Σκύρου.
Ο ναΐσκος του Αγίου Χαραλάμπους, στην κορυφή του ακρωτηρίου της Φυλάγρας.
Η ιστορία του φρουρίου της Φυλάγρας
Σχετικά με την καθαυτό ιστορία του φρουρίου της Φυλάγρας, ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά και αυτά αποσπασματικά, που δεν μας επιτρέπουν να προσλάβουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα.
Από την πενιχρή αρχαιολογική έρευνα προκύπτει ότι το ύψωμα κατοικήθηκε από την αρχαία εποχή. Εντός του διακριτού περιβόλου ανακαλύφθηκαν σποραδικά μελαμβαφή και αβαφή κεραμικά θραύσματα του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., καθώς και πολλά κομμάτια μελανόμορφων ταινιωτών αγγείων και ανάγλυφων πίθων του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.. Ωστόσο, ορισμένα από τα περισυλλεγέντα όστρακα εκτιμάται ότι ανήκουν στην Υστεροελλαδική εποχή (ΥΕ, 1600/1550 – 1050 π.Χ.), γεγονός που φανερώνει πολύ παλαιότερη κατοίκηση και εφόσον πιστοποιηθεί πλήρως ίσως θα πρέπει να αποτελέσει ένα μέτρο σύγκρισης για την αρχική χρονολόγηση και άλλων οχυρών θέσεων στην ευρύτερη περιοχή της Καρυστίας. Οι δε σωζόμενες οχυρώσεις ανάγονται επιβεβαιωμένα στην αρχαιότητα, σχεδόν στο σύνολο τους. Από την εξέταση της λιθοδομής και τα κινητά ευρήματα διαπιστώθηκε ότι ανήκουν σε τρεις διαφορετικές περιόδους, η πρωιμότερη εκ των οποίων χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και οι άλλες δύο τοποθετούνται κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ..
Λείψανα οχυρωματικής τοιχοποιίας στη νότια πλευρά του λόφου.
Ο ρόλος του κάστρου το μεσαίωνα.
Εξίσου αμυδρές είναι οι πληροφορίες για το κάστρο, που αντλούμε από την μεσαιωνική εποχή, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε ένα μέρος των οχυρώσεων, κυρίως στα χρόνια της Λατινοκρατίας, όταν και πραγματοποιήθηκαν κάποιες επισκευαστικές επεμβάσεις προς ενίσχυση του αρχαίου περιβόλου.
Σίγουρα είχε αποκτήσει πλέον ένα καθαρά εποπτικό χαρακτήρα, ενταγμένο στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως μέσω παρατηρητηρίων και φρυκτωριών, λόγω της πανοραμικής θέσης του προς τα νοτιοανατολικά παράλια της Εύβοιας, επιτηρώντας από το ακρωτήριο την πλεύση των πλοίων στα ανοιχτά του Αιγαίου Πελάγους και την προσέγγιση τους στον διέκπλου του Καφηρέα. Άλλωστε, η ονομασία «Φυλάγρα» θεωρείται μεσαιωνική και πιθανόν να είναι παράγωγο της φράσης «φυλάω άκρα» ή να προκύπτει από την σύνθεση των λέξεων «φυλάω» και «άγρα (με την έννοια της αναζήτησης)», υποδηλώνοντας την ύπαρξη κάποιου εποπτικού φυλακίου. Το κάστρο σημειώνεται σε αρκετούς παλιούς πορτολάνους και χάρτες με τις Λατινικές επωνυμίες του ως «Philagra», «Filagra» και «Philasia»[9].
Λείψανα οχυρωματικής τοιχοποιίας στην νότια πλευρά του λόφου.
Που υπαγόταν το κάστρο της Φυλάγρας
Το οχυρό ανήκε στην βαρωνία της Καρύστου και δεν φαίνεται να ενεπλάκηκε σε αξιόλογες πολεμικές επιχειρήσεις.
Μερικοί ερευνητές το ταυτίζουν εσφαλμένα με το αινιγματικό κάστρο των Ανεμοπυλών, το οποίο ήταν το αρχικό ορμητήριο του θρυλικού ιππότη Λικάριου εναντίον των Λομβαρδών ηγεμόνων της Εύβοιας, θέλοντας να του προσδώσουν μία ιστορική αίγλη. Όμως είναι βέβαιο πως πρόκειται για εντελώς διαφορετικά φρούρια, όπως αποδεικνύει ο Θεόδωρος Σκούρας στην μελέτη του «Οχυρώσεις στην Εύβοια», συνδέοντας τις Ανεμοπύλες με την αρχαία οχύρωση της τοποθεσίας «Ελληνικόν», στα νοτιοανατολικά του χωριού Πλατανιστός Καρύστου, αν και είναι πιθανότερο αυτές να σχετίζονται με ένα μικρό μεσαιωνικό καστέλι, που υπήρχε στην βορειοανατολική απόληξη του κολπίσκου της αρχαίας Γεραιστού (Καστρί). Πάντως περί το 1276 / 1277, όταν ο θρυλικός ιππότης Λικάριος κυριαρχούσε στην Καρυστία έναντι των Λομβαρδών δυναστών, ενεργώντας στο όνομα του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1261 – 1228), το κάστρο της Φυλάγρας πρέπει να κυριεύτηκε από εκείνον, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων κάστρων της περιοχής και στην συνέχεια ολόκληρης της νήσου (εκτός της Χαλκίδας), αλλά είναι άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα έμεινε στην κατοχή του.
Τμήμα των νότιων τειχών του κάστρου.
Η κατάκτηση της Φυλάγρας από τους Καταλανούς
Στα 1317 ο αρχηγός της μισθοφορικής «Καταλανικής Εταιρείας» Αλφόνσος Φαδρίγος ο Αραγωνικός (don Alfonso Fadrique de Aragon, 1317 – 1338), που εξουσίαζε το Φράγκικο «Δουκάτο των Αθηνών», έρχεται σε σύγκρουση με τους Λατίνους δυνάστες της Εύβοιας.
Ύστερα από μία σειρά εχθροπραξιών, ο Ισπανός ηγέτης σταθεροποιείται στο νότιο τμήμα της νήσου καταλαμβάνοντας τα φέουδα της Καρύστου και των Άρμενων στα Στύρα. Σύμφωνα με τον Καταλανό ιστορικό Αντόνιο Ρούμπιο ι Λιούκ (Antonio Rubio i Liuch, 1856 – 1937), στα χέρια του περιήλθε και το ισχυρό κάστρο της Φυλάγρας. Τελικά, στα 1319, ο Φαδρίγος συνυπέγραψε μία ειρηνευτική συνθήκη με την Βενετσιάνικη διοίκηση του Νεγροπόντε (Χαλκίδα), η οποία ανανεώθηκε στις 11 Μαϊου 1321. Μεταξύ των διαλαμβανομένων όρων καθορίζονταν η διατήρηση από τον ίδιο της κυριότητας των τιμαρίων της Καρύστου και των Άρμενων, με την εφαρμογή ενός ιδιότυπου καθεστώτος αποστρατιωτικοποίησης στην περιφέρεια της Καρυστίας. Από την πλευρά τους οι Βενετσιάνοι δεσμεύτηκαν να μην κατασκευάσουν άλλα οχυρά ανάμεσα στα Άρμενα και την Κάρυστο, ο δε Ισπανός αυθέντης υποχρεώθηκε να μην προβεί σε περαιτέρω αμυντική οργάνωση της Ευβοϊκής επικράτειας του και επιπλέον όφειλε να καταστρέψει τα μεσαιωνικά τείχη του κάστρου της Φυλάγρας. Έτσι λοιπόν, το συγκεκριμένο φρούριο κατέστη ανενεργό και έκτοτε φαίνεται πως έπαψε να χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς, παρόλο που ο γιός του Φαδρίγου, Βονιφάτιος πούλησε τα φέουδα της Καρύστου και τον Άρμενων στα 1365 στους Βενετσιάνους αντί του ποσού των 6.000 δουκάτων, ενώ οι τελευταίοι απέκτησαν την απόλυτη κυριαρχία στη νότια Εύβοια στα 1390.
Οχυρώσεις στα βορειοανατολικά του ναού του Αγίου Χαραλάμπους.
Οχυρώσεις στα βορειοανατολικά του ναού του Αγίου Χαραλάμπους.
Οι δύο εκδοχές μιας ενδιαφέρουσας λαογραφικής αφήγησης
Η τοποθεσία της Φυλάγρας παρέμεινε απαξιωμένη και κατά την διάρκεια της κατοπινής περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Μόνο ο τοπικός πληθυσμός αναζητούσε προστασία πίσω από τα ερειπωμένα τείχη σε περίπτωση πειρατικών επιθέσεων. Σύμφωνα με μία λαογραφική παράδοση, σε μία ανάλογη επιδρομή οι πειρατές προσπάθησαν να κυριέψουν το φρούριο, χωρίς να καταφέρουν να κάμψουν την πεισματική αντίσταση των έγκλειστων κατοίκων. Όμως, συνέλαβαν μία μητέρα με την κόρη της που αφελώς είχαν κατέβει στην παραλία του Λιμνιώνα, για να πλύνουν τον ρουχισμό τους. Κρατώντας όμηρο την κοπέλα και απειλώντας για την ζωή της, εξανάγκασαν την γερόντισσα μητέρα να προδώσει τους συγχωριανούς της και να τους οδηγήσει κρυφά στο κάστρο. Η απελπισμένη γυναίκα τους αποκάλυψε μία μυστική στοά και μέσω αυτής ανέβηκε στην κορυφή της Φυλάγρας ξετυλίγοντας το νήμα από ένα κουβάρι, ακολουθούμενη από τους αδίστακτους επιδρομείς, οι οποίοι προέβηκαν σε ανελέητες θηριωδίες κατασφάζοντας όλους τους ανυποψίαστους κατοίκους, καθώς και την δύσμοιρη μητέρα με την κόρη της.
Σε μία άλλη παραπλήσια εκδοχή καταγράφεται, ότι η πειρατική επίθεση έλαβε χώρα κατά την διάρκεια που γίνονταν Θεία Λειτουργία στον ναό του Αγίου Σεραφείμ. Όμως οι εκκλησιαζόμενοι αντιλήφθηκαν έγκαιρα την έφοδο και κατόρθωσαν να διαφύγουν σώοι άπαντες από την μυστική στοά, εκτός από τους δύο ιερείς που συνέχισαν να λειτουργούν και τελικά σφαγιάστηκαν. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι δυνατόν να επαληθευτούν ιστορικά, παρά την αόριστη φημολογία πως συνέβησαν είτε στην εποχή της Λατινοκρατίας από Τούρκους πειρατές, που λυμαίνονταν τις ακτές της Καρυστίας, είτε περί το θέρος του 1688 κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του Βενετσιάνου πλέον δόγη Φραγκίσκου Μοροζίνι (Francesco Morosini, 1688 – 1694) στην Εύβοια στα πλαίσια του ΣΤ’ Ενετοτουρκικού πόλεμου (1684 – 1699).
Σχεδιάγραμμα της τοποθεσίας του ακρωτηρίου της Φυλάγρας, από την μελέτη «Οχυρώσεις, Πύργοι, Δρακόσπιτα και Αγροικίες στην Νότια Εύβοια» της Μαρίας Αντ. Χιδίρογλου. 1-3, πύργοι. 5, σήραγγα. 4-6 οικοδομικά κατάλοιπα κτιρίων. 7-10, ορατά τμήματα αρχαίων τοίχων.
Το κάστρο στους νεότερους χρόνους
Στους νεότερους χρόνους, το κάστρο πέρασε στην αδηφάγο λήθη, προσελκύοντας μονάχα την ερευνητική ματιά κάποιων φιλόπονων Ευβοέων ιστοριοδιφών, όπως ο Θεόδωρος Σκούρας και ο Γιάννης Γκίκας, οι οποίοι κατέβαλλαν αξιέπαινες προσπάθειες για να προβάλλουν το ιστορικό παρελθόν της Εύβοιας.
Περί το 1928 / 1930 ο λόφος της Φυλάγρας δημοπρατήθηκε από το Ελληνικό κράτος και αγοράστηκε αντί του ποσού των 32.000 δραχμών από τους αδερφούς Νικόλαο, Κωνσταντίνο και Δημήτριο Γ. Βούλγαρη, προς καλλιέργεια των προσφερόμενων ελεύθερων χώρων, ενώ μετά το 1970 πρέπει να ανακαινίστηκαν και τα δύο εκκλησάκια της κορυφής. Σήμερα η τοποθεσία έχει αφεθεί κυριολεκτικά στην τύχη της, με τα ερείπια των τειχών να μην ξεχωρίζουν από μακριά στο γκρίζο βραχώδες έδαφος.
Σχετικά με την ακριβή αρχιτεκτονική δομή του κάστρου, τα εξαγόμενα συμπεράσματα είναι επισφαλή εξαιτίας της κακής υφιστάμενης κατάστασης του. Το περίγραμμα του κάστρου της Φυλάγρας δείχνει να ήταν μάλλον ακανόνιστο, αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς, από την εξέταση των σωζόμενων οικοδομικών κατάλοιπων, τα οποία καταλαμβάνουν μία έκταση κοντά στα 40 στρέμματα. Εκείνο που διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση είναι τα αρχαία τείχη της ανατολικής πλευράς. Εκτείνονται σε μήκος 350 μέτρων και ισχυροποιούνταν από τρεις προεξέχοντες αμυντικούς πύργους, των οποίων διακρίνονται οι τετράγωνες βάσεις[10]. Το ύψος τους φτάνει σε ορισμένα σημεία και τα 5 μέτρα, διαθέτοντας έως και 15 σειρές δόμων από ευμεγέθεις τραπεζιόσχημους και πλακοειδείς σχιστόλιθους και στα μεταξύ τους διάκενα είναι τοποθετημένες μικρότερες συνδετικές πλάκες. Η δε γενικότερη λιθοδομή τους μοιάζει να ακολουθεί το ψευδοϊσοδομικό σύστημα. Σχεδόν από την μέση των ανατολικών τειχών εκσπάται προς τα βόρεια ένας εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος, πλαισιώνοντας τις υπώρειες της εδαφικής έξαρσης του ναού του Αγίου Χαραλάμπους και ίσως να οριοθετεί το μέρος του φρουρίου που χρησιμοποιήθηκε τον μεσαίωνα. Τμήματα των οχυρώσεων διασώζονται αποσπασματικά και στην νότια πλευρά της κορυφής, καλύπτοντας μία νοητή γραμμή 150 μέτρων περίπου, ενώ η βόρεια του λόφου δεν έχει οργανωθεί αμυντικά στο μεγαλύτερο μέρος της, λόγω των απόκρημνων καταπτώσεων. Επίσης, στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχουν λείψανα κτιρίων δομημένα και αυτά από μεγάλους σχιστόλιθους κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα ή από αργολιθοδομή. Κατά πάσα πιθανότητα, το οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των οχυρώσεων και των λοιπών κτισμάτων της Φυλάγρας, προσπορίστηκε από επιτόπια λατόμευση και δεν μεταφέρθηκε από αλλού.
Άποψη του ίχνους των σωζόμενων ανατολικών αρχαίων τειχών.
Ο μύθος της χαμένης στοάς
Πίσω από το κέντρο των ανατολικών τειχών έχει ανακαλυφθεί μία υπόγεια σήραγγα, που εκτιμάται ότι εξυπηρετούσε τις ανάγκες υδροδότησης του κάστρου, υπέχοντας την θέση αρχαίας κιστέρνας.
Εξαιτίας αυτής ακριβώς της υποστρωματικής διαμόρφωσης, δημιουργήθηκε ο μύθος περί της ύπαρξης κάποιας στοάς διαφυγής από την κορυφή του υψώματος προς την παραλία του Λιμνιώνα. Εκτός από τον φρουριακό χαρακτήρα της εγκατάστασης, έχουν εντοπιστεί σε αρκετά σημεία του εδάφους σχισμές με σκωρίες, που μαρτυρούν κάποιου είδους μεταλλευτική δραστηριότητα στην αρχαία εποχή. Η κατάσταση των σωζόμενων οχυρώσεων δεν μας επιτρέπει να καθορίσουμε την πύλη ή τις πύλες του οχυρού, αν και ένα άνοιγμα δίπλα από τον ένα πύργο των ανατολικών τειχών δίνει την σαφή εντύπωση μίας πυλίδας.
Δίχως αμφιβολία το κάστρο της Φυλάγρας θα εξακολουθήσει να κρατάει σφαλιστά τα μυστικά του για το ευρύ κοινό, όσο αδιαφορούμε για την διάσωση των καταπληκτικών ξεχασμένων μνημείων της πατρίδας μας, που όμως έχουν τόσα πολλά να μας διδάξουν. Ελπίζω στο μέλλον, οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς να δείξουν το ενδιαφέρον που αρμόζει στο μνημείο και να το αναδείξουν, αλλιώς κινδυνεύει να χαθεί για πάντα μία πολύτιμη ψηφίδα από το ιστορικό μωσαϊκό της νήσου Εύβοιας.
Άποψη της βάσης του μεσαίου αμυντικού πύργου των ανατολικών τειχών.
Άποψη της βάσης του μεσαίου αμυντικού πύργου των ανατολικών τειχών.
Τα ανατολικά τείχη του κάστρου της Φυλάγρας. Στο βάθος διακρίνεται η βάση ενός τετράγωνου αμυντικού πύργου.
Παραπομπές
[1] Φυλάγρα: Ακρωτήριο της βόρειας ακτής της Καρυστίας, εντός της κολπώσεως Κοίλα της Εύβοιας και σε απόσταση 9 μιλίων δυτικά του Καφηρέα. Η κορυφή του επιστέφεται από μεσαιωνικό φρούριο. (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου»). Αναγράφεται και ως Φιλάγρα.
[2] Μετονομάστηκε το 1954 μαζί με τον οικισμό της Εκάλης, ο οποίος ονομάζονταν Κοίλωση, θυμίζοντας την ύπαρξη της αρχαίας Ευβοϊκής πόλης των Κοίλων στην περιοχή.
[3] Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή προκύπτει από το παρεμφερές ρήμα «σκόι» που μεταφράζεται ως «πηγαίνω» ή από την Αρβανίτικη λέξη «σκούεσι», με την οποία δηλώνεται ο «προξενητής».
[4] Ο συγκεκριμένος αριστοκρατικός οίκος σχετίζονταν με τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη, ο οποίος έζησε το α’ μισό του 10ου αιώνα και πιθανότατα μόνασε για λίγο χρόνο στην γύρω περιοχή, όποτε οι άρχοντες Πόθοι ενδεχομένως να άκμασαν εκείνη την περίοδο. Στην εγκυκλοπαίδεια του «ΗΛΙΟΥ» το χωριό αναγράφεται ως «Πόθοι» και όχι ως «Πόθι», όπως είναι η σημερινή του ονομασία, αποτελώντας μία ένδειξη ότι η παράδοση πρέπει να έχει κάποια αληθινή βάση.
[5] Η ρεματιά αποκαλούνταν και ως «ρέμα του Σινκόλ». Η ξενική ετυμολογία του τοπωνύμιου εκπορεύεται από την παραφθορά του Λατινικού ονόματος «San Nicola», αποτελώντας ένα γλωσσικό τεκμήριο της ύπαρξης του μεσαιωνικού μοναστηριού.
[6] Ο Βορέας ήταν γιός της Ηούς και του Αστραίου ή του Τυφώνος. Μαζί με τους τρεις αδερφούς του Νότο, Ζέφυρο και Εύρο κατοικούσαν εντός σπηλαίων στην Θράκη. Ως θεότητα της ατμόσφαιρας επηρέαζε το κλίμα και την γονιμότητα μιας χώρας. Επίσης ρύθμιζε την επικράτηση της γαλήνης ή της τρικυμίας στην θάλασσα και τιμόταν με ευλάβεια από τους γεωργούς και τους ναυτικούς. Η αρχική κοιτίδα της λατρείας του ήταν η Θράκη και από εκεί μεταδόθηκε στην Αττική στις αρχές του 5ου αιώνα π. Χ., ιδίως μετά την καταστροφή του Περσικού στόλου του Ξέρξη παρά την χερσόνησο του Άθω, που αποδόθηκε στην εύνοια του Βορέα, ο οποίος θεωρούνταν ως γαμπρός των Αθηναίων αφού άρπαξε από τις όχθες του Ιλισού ποταμού την παρθένο Ωρειθυία, θυγατέρα του βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέα.
[7] Ευάγγελος Παπαχατζής (1860 – 1929): Φιλόλογος και ιστορικός εκ Καρύστου, διατελέσας διευθυντής του Βαρβάκειου και γυμνασιάρχης στην Πάτρα και αλλού. Ορισμένα από τα συγγραφικά του έργα είναι «Γενική Ιστορία», «Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» και «Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ».
[8] Σε κάποιες πηγές του διαδικτύου αναφέρεται λανθασμένα ότι είναι αφιερωμένο στον Άγιο Συμεών.
[9] Ο Θεόδωρος Σκούρας θεωρεί την επωνυμία «Philasia» ως τυπογραφικό λάθος ή κακή ανάγνωση του ονόματος «Philagra» των χαρτών, που προηγήθηκαν των αντίστοιχων έργων του Ολλανδού ιατρού και γεωγράφου Όλιβερ Ντάππερ (Dapper), δηλαδή πριν το 1690. Μία άλλη παρεμφερής επίσης λανθασμένη ονομασία της τοποθεσίας είναι και το «Phalasia», ενώ αρκετοί σημαντικοί χαρτογράφοι όπως οι Πορκάτσι (Porcacci), Κορονέλλι (Coronelli) και Μπουοντελμόντι (Buondelmondi) δεν την σημειώνουν καθόλου.
[10] Ο Θεόδωρος Σκούρας εκτιμά λανθασμένα πως το μήκος των σωζόμενων ανατολικών τειχών είναι πάνω από 500 μέτρα, κάτι το οποίο υιοθέτησαν και άλλοι ερευνητές, χωρίς να προβούν σε επιτόπια έρευνα.