Μετάφραση – Copyright: Κ. Κόκκας – Κ. Σακελλαρίδου
Πώς μεταφέρθηκε στο αναγνωστικό κοινό της Ευρώπης η είδηση της άλωσης της Χαλκίδας το 1470 από τον Μωάμεθ Β΄. Ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο που μεταφράστηκε για πρώτη φορά από τα μεσαιωνικά Ιταλικά στα ελληνικά, αποκλειστικά για το Square History.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Titolo: Lamento di Negroponte
Descrizione: Lamento di Negroponte. – [Milano]: [Panfilo Castaldi], [circa 1471]. – 12 c. ; [*]¹² ; 4º. – IGI originariamente attribuiva la stampa a Venezia. – GW attribuisce la stampa a Filippo da Lavagna
Indice: Coperta — Guardia — La persa di Nigroponte facta per uno fiorentino. Tu doce signor che nai creati … — Guardia — Coperta
Luogo: Milano
Editore: Castaldi, Panfilo
Data: 1471
Classe: Poesia italiana (851 DDC 22)
Soggetti: POESIA ITALIANA – SEC. 15.
Collezione: Letteratura italiana ; Incunaboli italiani in lingua volgare
ISTC: il00029450
GW: M35256
IGI: 5643
Localizzazione: Biblioteca nazionale centrale di Firenze (Firenze)
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ «ΘΡΗΝΩΝ» ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΓΚΡΟΠΟΝΤΕ:
Παρούσα εργασία:
1. Lamento di Negroponte (ottava rima, forty seven stanzas) [Milan: Pamfilo Castaldi, 1471]
2. Piante di Negroponte (terza rima) [Venice?: Printer of the ‘Fiore di virtu’ (Adam de Ambergau?), about 1471]
3. Lamento di Negroponte (ottava rima, forty eight stanzas) [Milan: Philippus de Lavagna, about 1472]
4. Lamento di Negroponte (ottava rima, 103 stanzas) [Naples: Sixtus Riessinger, between 1471-78]
5. Lamento di Negroponte (ottava rima, ninety five stanzas) [Florence: Apud Sanctum Jacobum de Ripoli, about 1477] or [Florence: Johannes Petri, ca. 1471-73]
6. Paolo Marsi, Lamentatio de crudeli Eurapontinae urbis excidio [Venice: Fredericus de Comitibus, late 1470 or early 1471], with additions by Ermolao Barbaro, Raffaele Zovenzoni, and Basso Romano.
7. Paolo Marsi, Lamentatio de crudeli Eurapontinae urbis excidio [Rome: Printer of (Pomponio Leto’s) Silius Italicus, about 1471]
8. Giorgio Fieschi, Eubois [Naples, Sixtus Riessinger, late 1470 or early 1471]
9. Giovanni Alvise Toscani, Declamationes in Turcum [Rome: Ulrich Han (Udalricus Gallus), 1470-71]
10. Raffaele Zovenzoni, Carmen concitatorium ad Principes Christianos in Turcum [Venice]: Adam de Ambergau, [about 1471]
11. Rodrigo Sanchez de Arevalo, Bishop of Zamora, Epistola de expugnatione Nigropontis [Rome: Ulrich Han (Udalricus Gallus), about 1470]
12. Rodrigo Sanchez de Arevalo, Bishop of Zamora, Epistola de expugnatione Nigropontis [Cologne: Ulrich Zell, about 1470-71]
13. Lamentatio Nigripontis [Rome: Printer of “Mercuriales Quaestiones” (Theobaldus Schencbecher), about 1472]
14. Antonio Cornazzano, Vita di Christo (including Lamento di Negroponte); Carmen heroicum pro laudibus Venetiarum [Venice?: Printer of Cornazzano] 1472
15. Bessarion, Epistolae et orationes contra Turcos (Italian), trans. Ludovico Carbone [Venice: Christophorus Valdarfer, 1471]
16. Bessarion, Epistolae et orationes contra Turcos, ed. Guillaume Fichet [Paris: Ulrich Gering, Martin Crantz, and Michael Friburger, Apr. 1471]
17. Matthias Herben, Historia Nigropontis. Factio Ferrariensium. Oppugnatio oppidi Schutrensis [Cologne: Printer of the “Elegantiarum viginti praecepta” (Johann Guldenschaff?), about 1487]
18. Antonio Cornazzano, Vita di Christo (including Lamento di Negroponte); Carmen heroicum pro laudibus Venetiarum (reprint of the 1472 edition) [Venice: Tommaso di Piasi, 1492]
19. Bessarion, Epistolae et orationes contra Turcos (reprint of the 1471 Paris edition) [Paris: Guy Marchant, 1500].
Εισαγωγή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο Μωάμεθ Β΄ κατέκτησε τον Ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια.
Το 1470, ήρθε η σειρά της Βενετοκρατούμενης Χαλκίδας, ή Νεγκροπόντε, όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή. Η πολιορκία και η αιματηρή κατάκτησή του έκαναν μεγάλη εντύπωση στη Δύση και κυρίως στην Ιταλία, καθώς η στρατηγική αυτή πόλη θεωρείτο η σημαντικότερη κτήση της Βενετίας στην Ανατολή.
Σε μια εποχή που οι ειδήσεις μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, οι «Θρήνοι για το Νεγκροπόντε», περίπου 20 στον αριθμό, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην Ιταλία στον απόηχο της πτώσης της πόλης, ήταν το σημερινό αντίστοιχο των εφημερίδων. Γραμμένοι σε ομοιοκαταληξία, δεν μετέφεραν απλώς τα νέα αλλά πρόσφεραν και μια ανάλυση του υποβάθρου καθώς και έναν σχολιασμό των γεγονότων. Με τη βοήθεια της τυπογραφίας, που μόλις είχε αρχίσει να διαδίδεται στην Ευρώπη, οι ανώνυμοι ποιητές μετέφεραν στον λαό, με λίγο ως πολύ ακριβείς λεπτομέρειες, την πολιορκία και την τραγική μοίρα του Νεγκροπόντε. Παρότι η είδηση ως τέτοια ήταν ήδη ευρέως γνωστή, οι «Θρήνοι», που κυκλοφόρησαν σε φυλλάδια, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επώδυνη συζήτηση που ακολούθησε την καταστροφή για την επίρριψη πολιτικών ευθυνών. Έδωσαν επίσης στους ανθρωπιστές της Ιταλικής Αναγέννησης, που τότε είχε αρχίσει να ανατέλλει, την ευκαιρία να δοκιμάσουν την ποιητική τους δεινότητα στη γραπτή απόδοση μιας σύγχρονης τραγωδίας.
Το αρχικό κείμενο Lamento di Negroponte, σε 47 στροφές, τυπώθηκε αρχικά στο Μιλάνο το 1471, από τον πρωτοπόρο τυπογράφο Pamfilo Castaldi. Σύντομα ξανατυπώθηκε στο Μιλάνο και στη Φλωρεντία «επεξεργασμένο», με την προσθήκη ενός συνεχώς αυξανόμενου αριθμού στροφών, για να φτάσει τις 105 συνολικά, στην έκδοσή του στη Νάπολη (μεταξύ 1471 -78).
Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ, σε μετάφραση-απόδοση στην ελληνική γλώσσα, είναι βασισμένο στην πρωτότυπη έκδοση του «Θρήνου» των 47 στροφών, του 1471, γραμμένου από έναν ανώνυμο Φιορεντίνο, σε μικτή γλώσσα ύστερης λατινικής (tardo latino) και καθομιλουμένης (latino volgare) της Φλωρεντίας του 15ου αιώνα (δείτε το εδώ). Το ανακάλυψα ερευνώντας την ιστορία της Χαλκίδας και γοητεύτηκα από την παράξενη γλώσσα του: ένα μείγμα ιταλικής και λατινικής, που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί. Σε αντίθεση με άλλους «Θρήνους», που ήταν δυσανάγνωστοι, τυπωμένοι με γοτθικά στοιχεία, ετούτος μπορούσε τουλάχιστον να διαβαστεί. Παρότι κατανοούσα μέσες άκρες το νόημα των στίχων, η μετάφρασή τους ξεπερνούσε τις δυνατότητές μου.
Σε αυτό το στάδιο, ζήτησα τη βοήθεια της Κίας Σακελλαρίδου*, αποφοίτου Ιταλικής Φιλολογίας. Η αποκρυπτογράφηση του ποιήματος ήταν ο πρώτος της άθλος. Η γραπτή γλώσσα του 15ου αιώνα στην Ιταλία ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Επιπλέον, η διάλεκτος της Φλωρεντίας του 15ου αιώνα διέφερε από τη σύγχρονη γλώσσα. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να ταυτοποιηθούν λέξεις, οι οποίες εμφανίζονταν ενωμένες με τις προσωπικές αντωνυμίες, χωρισμένες περίεργα ή γραμμένες «ανορθόγραφα» (σε σχέση με τους σημερινούς κανόνες), να κατανοηθούν τοπωνύμια, συχνά παρεφθαρμένα και με τα αρχικά τους γράμματα πεζά, καθώς και οι στρατιωτικοί και ναυτικοί όροι του 15ου αιώνα.
Το επόμενο στάδιο ήταν η μεταγραφή του ποιήματος στη σύγχρονη ιταλική, έργο που κατάφερε επάξια με τη βοήθεια εξειδικευμένων λεξικών η Κία Σακελλαρίδου. Η ίδια έκανε την πρώτη, λέξη προς λέξη, μετάφραση του κειμένου στην ελληνική γλώσσα. Στην επόμενη φάση, που ήταν η πιο χρονοβόρα και επίπονη, έγιναν, σε συνεργασία, η ιστορική και γλωσσική έρευνα, οι διορθώσεις, οι επεξηγήσεις και η κατά το δυνατόν έμμετρη απόδοση στην ελληνική.
Αν η μετάφραση ενός πεζού κειμένου είναι δύσκολη υπόθεση, η μετάφραση ενός ποιήματος του 15ου αιώνα και η απόδοσή του σε μορφή ποιήματος (με μέτρο και συχνά ομοιοκαταληξία), σε μια σύγχρονη γλώσσα, αποδείχτηκε πολύ δυσκολότερη. Ελπίζω το αποτέλεσμα να άξιζε τον κόπο.
Κύρος Κόκκας
*Η Κία Σακελλαρίδου σπούδασε Ιταλική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. Ασχολείται με μεταφράσεις και επιμέλεια κειμένων. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Νύχτες με Νοτιά, τη συλλογή διηγημάτων Τα Κοχύλια του Ονούφριου (εκδόσεις Δαρδανός) και το πεζογράφημα Οι Επισκέψεις (εκδόσεις Γαβριηλίδης).
Φανταστική απεικόνιση της μεσαιωνικής Χαλκίδας.
Η άλωση του Νεγκροπόντε
σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός Φιορεντίνου (1471-1472;).
(La persa di Nigroponte facta per uno Fiorentino)
1
Γλυκέ Κύριε και πλάστη μας
Χείμαρρε και ποταμέ του ελέους
Σε ικετεύουμε οι πιστοί Σου
Ειρήνη σκόρπισε και αρμονία
ανάμεσα στους χριστιανούς.
Τις αμαρτίες μας τις βαριές αγνόησε
Παράβλεψε τις αθλιότητές μας
Συ, βλέπεις την καταστροφή, το αίσχος, τη ντροπή
Των χριστιανών του Νεγκροπόντε.
2
Και φώτισε τον νου μου τον ασήμαντο
Ν’ αξιωθώ στους πάντες να διηγηθώ
Τη συντριβή[1] του Νεγκροπόντε βήμα βήμα.
Μακάρι κάποιος να σταθεί ν’ ακούσει
Για την κακόμοιρη τη γη και για τον χαλασμό
Γιατί ποτέ κανένας δεν τραγούδησε
Τέτοιον αφανισμό.
3
Εγώ γνωρίζω, άρχοντες, πως λάβατε χαμπέρι
Στη γη σας όταν κίνησε
Να φτάσει ο Μέγας Τούρκος[2]
Πολλούς μαζί σάς μάζεψε κοπάδι
Της δύναμής του όλοι εσείς να γίνετε σημάδι.
Εκατό χιλιάδες εξωμότες χριστιανοί
Και τούρκικα ασκέρια αμέτρητα, πελώρια
Και τόσοι μ’ αξιώματα και Φράγκοι αρχηγοί
Που ανάμεσα σε άπιστους δεν είχανε ξαναφανεί.
4
Στις τέσσερις του Ιούλη
Του περασμένου εβδομήντα[3]
Μεγάλη αρμάτα[4] και απειράριθμο ιππικό
από κάθε ακτή, κάθε βουνό
στο Νεγκροπόντε ίδια μέρα καταφτάνει.
Σκηνές αμέτρητες τη μια δίπλα στην άλλη
Σε μέτωπο πελώριο απλώσαν
Κι ύστερα ορμάει, ανοίγει δρόμο και ορθώνει
Τρανή σκηνή ο Μέγας Τούρκος.
5
Στην εκκλησιά της Άγιας Αγνής όπως λεγόταν
Πηγαίνει ο γιος[5] του Μέγα Τούρκου
Και τη σκηνή του ανεμπόδιστα υψώνει
Από μετάξι πορφυρό και ντελικάτο.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο πόλεμος ανάβει
Γιατί ο Μέγας Τούρκος, το σκυλί, ο αποστάτης
Διέταξε καθένας καπετάνιος
Τους άντρες του με μιας να παρατάξει
6
Κι ήτανε τόσα πολλά τ’ ασκέρια
Που σκέπασαν τους λόφους και τον κάμπο.
Με τις σκηνές τους, τα κοντάρια, τις σημαίες
Τον τόπο όλον πλημμυρίσαν.
Κι οι άλλοι από μέσα δεν μπορούσαν
Να δουν τι γίνεται πιο πέρα.
«Τα πράγματα είναι σκούρα», λέγαν ταραγμένοι
«Δεν είναι ώρα για να κοιμηθούμε,
Μα σαν άντρες άξιοι στη μάχη θε’ να σκοτωθούμε».
7
Μα ας πάμε πίσω στων απίστων τη μεριά.
Στους ώμους του ο καθένας δεμάτι κουβαλούσε
Και μέσα στο χαράκωμα με το σπαθί στο χέρι
Ένα πρωί ολάκερο κρυμμένος καρτερούσε.
Χαντζάρια, φωνές, σάλπιγγες ηχούσανε στη μάχη
Ουρλιάζανε οι Σαρακηνοί τη γη μην παραδώσουν
Σε πόλεμο θανατερό ριχνόντανε με λύσσα.
8
«Πάνω στα τείχη, ορμήστε καταπάνω!»
Φωνάζει πρώτος ο Μέγας Τούρκος
«Καπετάνιοι επάνω, μη τους φοβάστε!»
Κι αυτοί τους άντρες τους ωθούσαν.
Όμως στο Νεγκροπόντε μέσα
Ο ένας τον άλλονε βαστούσαν.
Κι όταν το Κάθαρμα[6] ψηλά ανέβη
’Κείνοι μπαρούτι απ’ τα κανόνια,
Φωτιά για να τους κάψουνε πετούσαν.
9
Έχετε δει ποτέ σκυλιά ή χοίρους αγριεμένους
Που απ’ τον τρόμο του θανάτου να ’χουνε ξεφύγει;
Έτσι εκάνανε οι εξωμότες Τούρκοι
Σαν τα θεριά όταν σκαρφάλωναν στα τείχη.
Με τεντωμένα τόξα και τα βέλη στη μασχάλη
Χωρίς τον φόβο του χαμού να τους τρομάζει
Μα οι άλλοι μέσα ξέρανε κι ακούραστα δουλεύαν
Πέντε χιλιάδες Τούρκους την ημέρα να σκοτώνουν.
10
Κι έφτασε η μέρα[7], του Μέγα Τούρκου απελπισιά.
Σιμά του έναν πολεμιστή του κράζει
«Λαίλαπα γίνε στο νησί, τρέχα με τ’ άλογό σου
Ψάξε κοιλάδες και βουνά, ακρογιαλιές και κάμπους
Γυναίκες κι άντρες όσους βρεις όλους τους να τους σφάξεις
Χωριό χωριό τριγύρισε και μη χρονοτριβήσεις.
Και πίσω σήμερα σε με, άπρακτος μη γυρίσεις
Τον θάνατο στους άπιστους παντού αν δεν σκορπίσεις».
11
Όταν οι Τούρκοι πάνω τους χυθήκαν
Τρέχαν οι χριστιανοί για να γλυτώσουν
Μα αυτός ο αισχρός που γνώριζε τον τόπο
Κάθε διαφυγή με το σπαθί την είχε κλείσει.
Κι έγιναν κάθε διάβα, κάθε κάμπος και κοιλάδα
Όλα δικά του, αφού δεχτήκαν από φόβο
Οι χριστιανοί τον Μέγα Τούρκο.
Ένα οχυρό[8] μονάχο του εσώθη
Και απέξω όλοι οι άλλοι τους σφαχτήκαν.
12
Οι Τούρκοι βάλθηκαν να χτίσουνε γεφύρι
Καλοφτιαγμένο και τρακόσια βήματα μακρύ
Στον Άγιο Μάρκο, απέναντι απ’ τον Βούρκο[9],
Για να περάσουνε στην άλλη τη μεριά,
Στο κάτω άνοιγμα[10] που πάει στο Νεγκροπόντε.
Με τα πανιά γεμάτα απ΄ τον σιρόκο
Το χτίσανε με ξύλα στιβαρά
Και μ’ αλυσίδες επιδέξια πλεγμένες
Το στερεώσαν πάνω στα νερά.
13
Ο αυτοκράτωρ[11] πρόσταξε, κι άλλο γεφύρι ’φτιάξαν[12]
Βήματα εκατό μακρύ κι άλλα σαράντα πλάτος
Μπροστά απ’ της Άγιας Κλάρας την ακτή[13],
Και οι άντρες του διαβήκαν στη στιγμή.
Την ίδια όμως τη στιγμή, του Νεγκροπόντε το κανόνι
Μια προδοσία μες στη πόλη φανερώνει.
Μ’ ένα σκοινί από τα τείχη κάποιος κατεβαίνει[14]
Και νύχτα στο στρατόπεδο το τούρκικο πηγαίνει.
14
Στον Μέγα Τούρκο έφτασε κρυφά,
ξηγώντας πώς τη γη να κατακτήσει:
«Ο Σλάβος ο Θωμάς τα έχει κανονίσει,
Όταν τα λάβαρα σηκώσετε ψηλά
Η Πύλη του Χριστού για σας θ’ ανοίξει[15]
Και μέσ’ στην πόλη μας θα μπείτε μονομιά».
Ακούει ο Μέγας Τούρκος το μαντάτο του
Και ευθύς τού τάζει θησαυρό και κάστρο του.
15
Μέσα στην πόλη όμως γρήγορα μαθεύτηκε
Πώς ο προδότης ο Σλάβος, ο Θωμάς
Από έναν τσακωμό αποκαλύφτηκε.
Τότε με λύσσα στην πλατεία τον σκοτώσανε
Σε τέσσερα κομμάτια τον εκόψανε.
Και τα κομμάτια του κορμιού μεσ’ στο κανόνι
Τα στείλανε στου Τούρκου τη μεριά.
16
Στο Νεγκροπόντε δώσαν σχεδιασμένη διαταγή
Τους Τούρκους μες την πόλη τους να αφήσουν.
Όλοι τους όμως είχανε ετοιμαστεί
Και όποιος μέσα θα ’μπαινε, δεν θα ’χε διαφυγή.
Δίνουνε τότε του Θωμά του Σλάβου το σημάδι
Κι υψώνεται το λάβαρο στου Τούρκου το κοντάρι.
Ο Μέγας Τούρκος βλέπει τον δράκο[16] του ψηλά,
Και πλήθος άντρες του στέλνει στην πόλη βιαστικά.
17
Οι Τούρκοι μπαίνανε, ασκέρι γουρουνιών
Να λεηλατήσουν όρμαγαν το Νεγκροπόντε
Κι ήταν το πλήθος τους το μαύρο φοβερό
Που δεν χωράγανε ούτε τους ώμους τους να στρίψουν
Μπροστά οι δρόμοι ήταν όλοι τους κλειστοί
Πέρασμα να ξεφύγουνε δεν είχανε κανένα.
Και τότε μες σ’ αυτόν τον χαλασμό
Μια άλλη πύλη αναπάντεχα ανοίγει
Και πέφτουν μέσα της οι βρομοσαρακήνοι.
18
Ήτανε για τους Τούρκους η έκτη μέρα του κακού
Χιλιάδες δεκαέξι από αυτούς κομματιαστήκαν
Άλλος από σκαρπέλο πήγε, άλλος από κανόνια
Άλλος από την ανελέητη βαλλίστρα
Άλλος το πόδι έχασε και άλλος τη κεφαλή
Με λύσσα άγρια οι βαφτισμένοι χριστιανοί
Τους Τούρκους ξέσκιζαν και έκοβαν κομμάτια.
Πώς να φανήκανε αυτά στου Τέρατος[17] τα μάτια;
19
Ο Μέγας Τούρκος την προδοσία καταλαβαίνει
Και τον θεό του βλαστημάει, οργίζεται
Όχι στα αλήθεια βέβαια, μα από χαρά περίσσια
Που τέτοια φρίκη έβλεπε και ορκίζεται
«για τον καθένανε νεκρό, εγώ θα θάψω εκατό».
Δέκα κανόνια έστρεψε στο δόλιο Νεγκροπόντε
Προς την πλευρά του λιμανιού απ’ τ’ οχυρό του λόφου[18].
20
Είκοσι τέσσερις γιγάντιες μηχανές, πελώριες
Που’ ρίχναν σαν βροχή πάνω στη γη τις πέτρες
Στήσανε τη μια δίπλα στην άλλη οι εχθροί
Και τρέχαν σα τρελοί να τις φορτώσουν.
Στην πόλη μέσα, τα σεντούκια είν’ αδειανά
Πόλεμος τέτοιος άλλοτε δεν είχε ξαναγίνει
Κάτω στο χώμα ο καθένας το κεφάλι σκύβει
Τις πέτρες τις πελώριες για ν’ αποφύγει.
21
Σκεφτείτε τώρα εσείς και νιώσετε
Πόσο σκιαγμένοι ήτανε οι κάτοικοι της πόλης
Να βλέπουν γύρω τους Σαρακηνούς
Που κάνανε σαν σκύλοι λυσσασμένοι.
Και κλαίγαν όλοι οι δύσμοιροι,
Έρημοι, νικημένοι,
Καθώς με τρόμο άκουγαν τους Τούρκους να χτυπάνε
22
Γιατί τη γη τους θέλουνε οι Τούρκοι να πατήσουν
Όλοι μαζί ουρλιάζοντας, θάνατος, σάρκα, αίμα
Σαν μύγες κάτω πέφτουνε
Άλλος νεκρός στο χώμα,
Άλλος πέφτει αδύναμος, και άλλος πληγωμένος
Γυρίζει πίσω τρέχοντας, η ασπίδα του στο στήθος
Τρέμοντας για τη κακή τη μοίρα που τον βρήκε,
Κι κάποιος άλλος ξεψυχά μονάχος, ντροπιασμένος.
23
Στην πόλη μέσα όλοι τους ήταν αλαφιασμένοι
Λένε πως «τούτ’ οι σκύλοι τίποτε δε φοβούνται».
Τούρκοι νεκροί τον τόπο μαγαρίζουν
Γουρούνια άγρια, φρικτά, απειλητικά.
Και ο τόπος όλος πλημμυρίζει από εκείνους
Που έρχονται να σωθούν κάτω απ’ τα τείχη.
Και τόσων Τούρκων που πεθαίνανε στην μάχη
Το αίμα ρέει σαν ποτάμι πορφυρό.
24
Τότε ο Μέγας Τούρκος διατάζει
Για μάχη όλοι τους να μαζευτούνε
Και τους καπεταναίους του προστάζει
Να στείλουν όσους άντρες τους μπορούνε.
Κανένας δεν αρνήθηκε να πάει
Κι αμέσως όλοι ετοιμαστήκαν.
«Πάτε χωρίς χρονοτριβή
Και το χαντάκι ξεχειλίστε στη στιγμή!».
25
Πατώντας πάνω στους νεκρούς σκαρφάλωναν στα τείχη
Με κάθε τρόπο θέλανε να πάρουνε την πόλη
Και το ’να σώμα θάβονταν βαθιά κάτω από τ’ άλλο.
Μέσα στη πόλη φούντωναν η απελπισιά κι ο τρόμος,
Έτσι όπως βλέπαν τον εχθρό να πλησιάζει, σαστισμένοι
Και λέγαν πως οι Τούρκοι ορμάν’ σαν λυσσασμένοι.
26
Και κλαίγαν, «κάνε Άγια Εκκλησιά,
Των χριστιανών αφέντρα,
Αρχόντοι εσείς της Βενετιάς
Και δούκα του Μιλάνου,
Ω, βασιλιά πολύφερνε, της Γένοβας καμάρι
Κι εσύ, η πόλη του ανθού, σπουδαία Φλορεντία,
Στον κίνδυνο απ’ τους άπιστους
Η μόνη μας ελπίδα,
Όλοι να μας συντρέξετε, οι Ιταλοί αφέντες».
27
Ω, της Γαλλίας βασιλιά, της Βουργουνδίας δούκα
Της Ουγγαρίας άρχοντες, Βοημίας, Πολωνίας
Φριζίας, Σκότων, Ισπανών, Αγγλίας, Νορμανδίας
Βασκόνης, Πικαρδίας, Βρετάνης, Σαβοϊας.
Πορτογαλίας βασιλιά και της Αραγονίας
Και Σικελίας άρχοντες και αυτής της Σαρδηνίας,
Βοήθεια μη στείλετε στον μέγιστο πανούργο.
28
Ω, βασιλιά φιλεύσπλαχνε, με τ’ όνομα Ρενάτο[19]
Της δυναστείας των Ανζού
Και άρχοντα της Μπαβιέρας,
Της Προβηγκίας της λαμπρής
που τη φιλάει το κύμα,
Στης Βαρκελώνης τα οχυρά η σημαία σου κυματίζει
Και η Καταλούνια η μισή δικιά σου έχει γίνει
Συ, που οπίσω άφησες τα πρώτα βήματά σου,
Την ικεσία μην προσπερνάς
του δόλιου Νεγκροπόντε.
29
Πόσοι χριστιανικοί λαοί πέσαν σε χέρια σκύλων
Όπως σε τέτοιους ξέπεσε του Κωνσταντίνου η πόλη
Που θα μπορούσε μόνη της να’ ρθεί να μας συντρέξει.
Αλλά και της Καλλίπολης οι προσευχές που’ γίναν
Δεν εισακούστηκαν ποτέ, οι παρακλήσεις μάταιες.
Πάρθηκε η πόλη η τρανή, μες στου πορθμού το στόμα[20]
Όπως το Πέρα[21] χάθηκε, από την ίδια μοίρα.
30
Και την Σερβία έπειτα έπιασε από τριγύρω
Κυρίεψε στα βάθη της απέραντες εκτάσεις.
Πλοία πολλά κατέστρεψε και βούλιαξε άλλα τόσα
Το Μαυροβούνι άρπαξε και όλες του τις πόλεις
Αυτές που διαφέντευε άξιος βασιλέας.
Πολλούς αρχόντους σκότωσε
Κι από την Αλβανία
Πήρε στην εξουσία του σχεδόν τη Σκιαβονία[22].
31
Και η Βοσνία η δύσμοιρη σ’ άσχημο δρόμο μπλέκει
Από τα έξι μέρη της, μένουν πέντε παρέκει
Έχασε κάθε οχυρό ο Ούγγρος βασιλέας[23]
Στο αίμα όλα τα ’πνιξε ο Τούρκος εισβολέας
Ολόκληρη κατέκτησε σχεδόν τη Δαλματία.
Και ύστερα στα χέρια του ήρθε η Μουρλακία[24].
32
Με όλη του την στρατιά ορμάει λυσσαλέα
Κατέλαβε το Ναύπλιο και όλον τον Μωρέα
Κι ύστερα προχώρησε μέσα στην Αλβανία
Στης Δαλματίας τα νερά, Σκιαβονία, Μουρλακία.
Και απλώθηκε από τον Δούναβη, έφτασε στην Ιστρία[25]
Κατέλαβε το Πίρανο, πόση απελπισία.
33
Θλιμμένη κλαίω και πονώ
Βυθίζομαι και σβήνω
Οι δύο τρανές μου εκκλησιές[26]
εχθρούς έχουν τριγύρω
Σε Δύση και Ανατολή, εγώ η ξακουσμένη
Ασπίδα ήμουν στων πιστών τα πλοία και τις ρότες
Κλειδί’ μουν για τους χριστιανούς
Στων άπιστων τις χώρες.
34
Μα οι προσευχές δεν ωφελούν, κάτι άλλο να σκεφτούμε
Γιατί σ’ αυτές ελπίζοντας τον χρόνο μας περνούμε,
Κι όποιος προσμένει αλλουνού βοήθεια, ξεγελιέται!
Κι όμως, ζητάμε απ’ τον Θεό να ’ρθεί να βοηθήσει
Αυτόν τον ίδιο τον Θεό που οι αρχόντοι μας καθόλου
Δεν ντρέπονται, δεν σέβονται, μα μέσα από τα τείχη
Φοβούνται μήπως χάσουνε τ’ όμορφο Νεγκροπόντε.
35
Πάνω στα τείχη τρομεροί, γενναίοι φαίνονται όλοι
Το διαλαλούνε οι φωνές και οι διαταγές τους
Και από σιμά οι γυναίκες τους, τούς δίνουνε κουράγιο.
Μα ώρα πια δεν ήτανε να μένουνε στο κάστρο.
Μια θέρμη τους κυρίευε, κι από κρασί δεν ήταν,
Αυτούς που ερχότανε η σειρά στη μάχη να ορμήσουν
Καθώς τους Τούρκους βλέπανε ασκέρια ν’ ανεβαίνουν
Στα τείχη πάνω βιαστικά και οι χριστιανοί να φεύγουν.
36
Τη μέρα εκείνη τρεις φορές μπήκαν οι Τούρκοι μέσα
Και τρεις φορές το σκάσανε, τρέμαν για τις ζωές τους,
Έτσι όπως τους έβλεπαν να ορμάνε καταπάνω
Τους χριστιανούς σαν άνεμος, θύελλα αγριεμένη
Σαν τείχος σιδερόφραχτο, ανίκητο, πελώριο
Και να ουρλιάζουν με φωνή πού ‘φτανε στα ουράνια
«Δώσ’ μας τη νίκη, Ιησού, σώσε το Νεγκροπόντε».
37
Κι ανάκατοι βρεθήκανε οι χριστιανοί και οι Τούρκοι
Ένας πάνω στον άλλονε, στη γη, ξεψυχισμένοι
Στου Νεγκροπόντε την πλατεία όλοι τους στοιβαγμένοι,
Εκείνοι από τη μια πλευρά, από την άλλη αυτοί,
Σαν απ’ τη μια η θάλασσα κι από την άλλη η ακτή.
Χτυπάγαν άγρια και σκληρά, σκίζανε μπράτσα κι ώμους
Κι έμοιαζε ανάβλυσμα πηγής
Το αίμα που χυνόταν καταγής.
38
Κι ενώ απέξω γύριζαν σαν τα σκυλιά οι Τούρκοι
Από το αρχιπέλαγο αρμάτα καταφτάνει
Σαράντα γαλέρες στείλανε στη πόλη οι Βενετσιάνοι.
Και δέκα πλοία όλα μαζί,
Να σώσουν απ΄ τους άπιστους τη γη.
Και προς το λιόγερμα στο Νεγκροπόντε φτάνει[27]
Ένα βουνό, η αρμάτα, τον Τούρκο να ξεκάνει.
39
Ετούτης της αρμάτας ο αρχηγός[28]
Τους καπετάνιους σύναξε απ’ όλες τις γαλέρες
Συμβούλιο να ’χουνε του στόλου όλοι μαζί
Ν΄ αποφασίσουν το γεφύρι πώς να χαλαστεί,
Ώστε κανείς από τους μέσα να μην αναγκαστεί
Τον τόπο αυτό να τον εγκαταλείψει.
Λόγια πολλά ακούστηκαν, μα ήταν του αέρα.
Κι έτσι όπως έμεναν από την πόλη μακριά,
Ο Τούρκος αναθάρρησε να ξαναπολεμήσει.
40
Καράβι βενετσιάνικο μ’ όλα του τα πανιά
Που ’τρεχε σαν ελάφι διψασμένο
Με τ’ άλμπουρο του λατινιού του υψωμένο
Και τεντωμένα τα σκοινιά
Στρέφοντας το πηδάλιο πάει να γκρεμίσει το γεφύρι
Που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι στον βορρά,
Όπως το είπα στην αρχή, μπροστά απ’ την Άγια Κλάρα.
Αλλά δεν μπόρεσε ούτε τη γέφυρα να ρίξει
Ούτε τη μάχη να νικήσει μοναχό.
41
Κι έτσι όπως ήταν λαβωμένο και ορφανό
Απ’ της αρμάτας του μακριά την προστασία,
Απ’ τον εχθρό ναύτες σκοτώθηκαν πολλοί
Τόσοι, που στην κουβέρτα να μην φαίνεται ψυχή.
Η χώρα ακόμη άντεχε να κρατηθεί
Λίγη βοήθεια ήθελε τον πόλεμο ν’ αντέξει
Μα το καράβι, το γεφύρι μην μπορώντας να γκρεμίσει,
Στρίβει την πλώρη ντροπιασμένο, πίσω να γυρίσει.
42
Τότε οδυρμοί απ΄ τους κλεισμένους ακουστήκαν
Το τέλος της ζωής τους είδαν ξαφνικά
Και απαρηγόρητοι, «γιε» και «μάνα μου», φωνάζαν
ο ένας στου αλλουνού την αγκαλιά.
Στους δρόμους άλλοι τρέχανε αλαφιασμένοι
Παρακαλούσαν τον Ιησού, τον γιό της Παναγιάς
Τους Άγιους όλους και τα θαύματά τους
Όλοι τους δυστυχείς, απελπισμένοι.
43
Από εκείνη τη στιγμή
Που σαν ποτάμι έτρεξε πάνω στη γη το αίμα
Τρεις μέρες άντεξε το κάστρο, τον σκληρό
Τον πόλεμο που οι μέσα συνεχίζουν,
Τον χάρο νιώθοντας να έρχεται σιμά.
Καθώς κομμάτια βλέπανε τα τείχη να γκρεμίζουν
Όλοι τους λέγανε «τελειώνουν όλα εδώ»
Κι έτοιμοι ήτανε συνθήκη να δεχτούνε
Νομίζοντας πως έτσι θα σωθούνε.
44
Στα γρήγορα τα βρήκανε με τον εχθρό.
Φχαριστημένοι οι άρχοντες από τον καστελάνο[29].
Άντρες, γυναίκες κατεβήκαν, και της πόλης
Δώσανε τα κλειδιά στον καπιτάνο[30].
Μα όταν αυτός στον Μέγα Τούρκο τα προσφέρει
Εκείνος με ύφος άγριο, υποτιμητικό
«Σεις είστε σκύλοι, χριστιανοί,
Στο χέρι σάς κρατώ», τους λέει.
45
Ο Μέγας Τούρκος φώναξε κοντά τον καστελάνο
Και υποσχέθηκε να μην του πάρει τη ζωή.
Μα ενώ «για εμέ εχθρός δεν στάθηκες» του είπε,
Τον λόγο του τον πάτησε μέσα σε μια στιγμή.
Χυδαία φέρθηκε ο άθλιος καπετάνιος
Μα κι ο βάιλος[31] ακόμα πιο πολύ.
46
Ο Μέγας Τούρκος ύστερα διέταξε να γίνει
Παρέλαση του ιππικού και όλων των παλαιμάχων
Χιλιάδες έχοντας σαράντα δύο χάσει
Μ’ ανυπολόγιστους τους πληγωμένους,
Ανθρώπους άξιους και άλογα παινεμένα.
Ενώ απ΄ την άλλη τη μεριά θάνατο βρήκαν
Τριάντα χιλιάδες χριστιανοί από απίστου χέρι.
47
Μα ο λόγος μου θα ήτανε μακρύς
Την κάθε λεπτομέρεια εάν εξιστορούσα
Στ’ αλήθεια, μέχρι εδώ είναι αρκετό.
Καθέναν σας ξεχωριστά ευχαριστώ.
Κύριε, πίστη δώσε μας
Και ειρήνη κι ευδοκία.
Για Σε, σε ποίημα γράφτηκε
Ετούτη η ιστορία.
Τέλος και τω Θεώ δόξα.
Παραπομπές
[1] Στις 12 Ιουλίου 1470.
[2] Μεχμέτ Β΄ ή Μωάμεθ Β΄ο Πορθητής ή Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ (1432-1481).
[3] Η σωστή ημερομηνία αφίξεως των Τούρκων είναι 15-16 Ιουνίου 1470.
[4] Τουρκικός στόλος υπό τον Βελί Μαχμούτ Πασά Αγγέλοβιτς / Vali Mahmud Paşa (1420-1474).
[5] Πιθανόν ο δευτερότοκος Μουσταφά (1450 – 1474).
[6] Μεχμέτ Β’.
[7] 30 Ιουνίου 1470.
[8] Το Νεγκροπόντε.
[9] Το νότιο λιμάνι του Βούρκου, όπου, από το 1403, ο Βενετικός ναύσταθμος.
[10] Το στενό της σημερινής Υψηλής Γέφυρας.
[11] Μεχμέτ Β΄.
[12] Η βορινή πλωτή γέφυρα (σήμερα, μεταξύ της ιχθυόσκαλας και του Κόκκινου Σπιτιού).
[13] Περιοχή Σουβάλας.
[14] Ο στρατιώτης Luca da Curzola, μεταξύ 26 και 29 Ιουνίου.
[15] Porta di Christo, η κεντρική, ανατολική πύλη της πόλεως.
[16] Δράκος – σύμβολο λαβάρων.
[17] Μεχμέτ Β΄.
[18] Οχυρό στον λόφο της Καλογραίας, σημερινής Δεξαμενής της Χαλκίδας.
[19] René d’Anjou (1409-1480)
[20] Δαρδανέλλια.
[21] Πέραν, συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως εκτός των τειχών.
[22] Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, οι περιοχές των ακτών και της ενδοχώρας της ανατολικής Αδριατικής, στις οποίες κατοικούσαν σλαβικά φύλα.
[23] Matthias I Corvinus (1443 –1490).
[24] Παράλια Κροατίας.
[25] Capo d’ Istria.
[26] Εκκλησία της Παναγίας, σήμερα Αγία Παρασκευή και πιθανόν η εκκλησία της Παναγίας των Σταυροφόρων (Santa Maria dei Crociferi).
[27] Στις 10 ή 11 Ιουλίου 1470.
[28] Nicolò Canal.
[29] Andrea Giannè / Zuanne.
[30] Girolamo Calbo.
[31] Paolo Erizzo (1411–1470).