Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια της Χαλκίδας, μέσα από τα απομνημονεύματα του πρώτου Διοικητή της Εύβοιας Γεώργιου Ψύλλα, για πρώτη φορά σε απόδοση στη δημοτική.
Απόδοση κειμένων από την καθαρεύουσα στη δημοτική: Λένια Τζαλλήλα
Επιμέλεια δημοσίευσης στο square.gr – εισαγωγικό σημείωμα: Βάγιας Κατσός
Πηγή:
«Η μετεπαναστατική Χαλκίδα στα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα», Γ. Φουσάρας, Εταιρεία Ευβοικών Σπουδών, Αθήνα 1961.
Ποιος ήταν ο Γεώργιος Ψύλλας
Ο Γεώργιος Ψύλλας ήταν αναμφίβολα μια απ’ τις πιο ευγενικές μορφές του αγώνα της ανεξαρτησίας και της μετεπαναστατικής πολιτικής ζωής της Ελλάδας, ίσως γιατί δεν πρόλαβε να πάρει μέρος στις θλιβερές πολιτικές διαμάχες της εποχής του, που παραλίγο να σβήσουν την επανάσταση του 1821.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1794, ανήκε σε φτωχή οικογένεια και από μικρός διακρίθηκε για την εξυπνάδα και τη φιλομάθειά του. Έτσι γρήγορα ξεχώρισε ανάμεσα στους συνομήλικούς του και στάλθηκε απ’ τη «Φιλόμουσο Εταιρεία» της Αθήνας[1] για ευρύτερες σπουδές στην Ευρώπη[2]. Έτσι απέκτησε άρτια επιστημονική κατάρτιση, σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε στην Ελλάδα η γενική αμάθεια.
Τα πρώτα νέα για την προετοιμασία της Eπανάστασης του 1821 τα έμαθε όταν βρισκόταν στο Βερολίνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισε να συμμετάσχει ενεργά στον εθνικό αγώνα και έτσι τον Απρίλιο του 1821, ύστερα από πολλές περιπέτειες[3], επέστρεψε στα πατρώα εδάφη όπου στάλθηκε πληρεξούσιος στις εθνικές συνελεύσεις. Το 1824 ο συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοπ, ο αντιπρόσωπος του αγγλικού φιλελληνικού κομιτάτου, του ανέθεσε να εκδώσει εφημερίδα στην Αθήνα, σ’ ένα απ’ τα δυο τυπογραφεία που έφερε στην επαναστατημένη Ελλάδα (το ένα το χάρισε στο Μεσολόγγι και τ’ άλλο το παράδωσε στην Αθήνα[4]). Έτσι ο Ψύλλας κυκλοφόρησε την πρώτη Αθηναϊκή εφημερίδα, την «Εφημερίδα των Αθηνών», από τις 20 Αυγούστου 1824 ως τις 15 Απριλίου 1826[5].
Ο ερχομός του Όθωνα τον βρήκε άνεργο στο Ναύπλιο, αλλά έκτοτε είχε πάντα εργασία. Η Αντιβασιλεία τον διόρισε Νομάρχη Εύβοιας, ύστερα Υπουργό Εσωτερικών, Νομάρχη Αττικοβοιωτίας και για δεύτερη φορά Νομάρχη Εύβοιας. Έχοντας, απ’ την εποχή που απολύθηκε από Υπουργός, το βαθμό του Σύμβουλου της Επικρατείας «εις έκτακτον υπηρεσίαν», δηλαδή Σύμβουλου Υπουργείου[6], έγινε Σύμβουλος της Επικρατείας, μόλις αυτό ιδρύθηκε από τον Όθωνα το 1835[7] και παρέμεινε μέλος του ως το 1844, όπου διαλύθηκε[8]. Την ίδια χρονιά ο Βασιλιάς ίδρυσε με το Σύνταγμα του 1844[9] — που στη σύνταξή του συντέλεσε κι ο Ψύλλας σαν μέλος και γραμματέας της Α΄ μετεπαναστατικής Εθνοσυνέλευσης — τη Γερουσία και τον διόρισε ως ένα απ’ τα 36 πρώτα ισόβια μέλη της[10], όπου και διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα[11]. Κατά τη θητεία του στη Γερουσία έγινε για ένα χρόνο[12] πάλι Υπουργός, αυτή τη φορά όμως «των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως», στην Κυβέρνηση του Αλ. Μαυροκορδάτου.
Εκείνη την εποχή όμως είχε πλέον κλονιστεί η υγεία του, όπως φανερώνει και η επίσημη δικαιολογία παραίτησής του[13] στα 61 του χρόνια. Έκτοτε δεν πήρε άλλη δημόσια θέση, εκτός απ’ του Γερουσιαστή, ίσως γιατί αυτή ήταν ισόβια και δεν είχε ιδιαίτερες ευθύνες. Το αξίωμα αυτό κράτησε ως το 1862, όπου με την εκθρόνιση του Όθωνα καταργήθηκε και η Γερουσία. Τότε ο Ψύλλας είχε πλέον κλείσει τα 68 χρόνια της ζωής του, πολύ γέρος για τον καιρό του. Έζησε όμως άλλα δεκαεφτά χρόνια και πέθανε από πνευμονία στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 1878, σε ηλικία 85 ετών.
Το κάστρο του Ευρίπου, όπως ήταν την εποχή όπου Διοικητής Εύβοιας ήταν ο Γεώργιος Ψύλλας. Αποθήκη οφελίμων γνώσεων, Δεκέμβριος 1840.
Τα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα.
Στα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με το γράψιμο της πολυτάραχης ζωής του, αφήνοντας πίσω ένα πυκνογραμμένο χειρόγραφο 528 σελίδων με τον τίτλο «απομνημονεύματα του βίου μου».
Η ψυχική του ευγένεια όμως τον εμπόδισε να τα τυπώσει, μια που οι πρωταγωνιστές των γεγονότων που εξιστορούσε ήταν αρκετοί εξ’ αυτών εν΄ ζωή επίσης. Έκρινε πως ήταν ακόμη νωρίς να δημοσιοποιήσει τους αληθινούς, μα κάπως τσουχτερούς, χαρακτηρισμούς που διατύπωνε για τους συγκαιρινούς του. Έτσι, παράδωσε τα χειρόγραφα στα παιδιά του, δίνοντάς τους ρητή εντολή να τα δημοσιοποιήσουν μεταγενέστερα.
Η μέρα όμως που το κείμενο θα έβλεπε το φως θα αργούσε πολύ, καθώς και τα παιδιά των παιδιών του αντιμετώπισαν τους ίδιους δισταγμούς. Έτσι τελικά τα «Απομνημονεύματά» του εκδόθηκαν σχεδόν έναν αιώνα μετά, το 1974[14]. Της επίσημης αυτής πρώτης έκδοσης όμως προηγήθηκε, το χειμώνα του 1940, η δημοσίευση τριών αποσπασμάτων, όταν ο εγγονός του, Αλέξανδρος Ψύλλας, αποφάσισε να τ’ ανακοινώσει, το χειμώνα του 1940, μέσω του περιοδικού «Το Νέον Κράτος». Όλο το υπόλοιπο έργο όμως παρέμεινε στο συρτάρι, λόγω του πολέμου. Στα χρόνια της Κατοχής ο Αλέξανδρος Ψύλλας επέτρεψε στον Γιάννη Φουσάρα να αντιγράψει δύο αποσπάσματα[15] όπου ο Γεώργιος Ψύλλας μιλάει για τις δυο θητείες του ως Νομάρχης Εύβοιας, δίνοντας πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της μετεπαναστατικής Χαλκίδας. Παρακάτω δημοσιεύουμε, για πρώτη φορά στη δημοτική -αντί της αρχικής καθαρεύουσας-, μόνο το δεύτερο απόσπασμα, καθώς το πρώτο, που αφορά την απελευθέρωση της Χαλκίδας (βλ. εδώ) και της Καρύστου (βλ. εδώ), συμπεριελήφθη στα σχετικό άρθρα. Για ευκολότερη ανάγνωση του αποσπάσματος έχουν προστεθεί τίτλοι στα κεφάλαια, που ασφαλώς και δεν υπήρχαν στο αυθεντικό κείμενο.
[Απόσπασμα δεύτερο] Ο φυλακισμένος Άγγλος περιηγητής.
[…] Αλλά την άνοιξη αυτής της χρονιάς (1834), ενώ και εδώ[16] και στο Ναύπλιο ίσως δεν έλειπαν οι ραδιουργίες εναντίον μου από τους αντιφρονούντες και όσους με φθονούσαν, λαμβάνω από τον Έπαρχο της Θήβας αναφορά και μαζί με αυτήν λαμβάνει και άλλη ο εδώ μοίραρχος της Χωροφυλακής, οι οποίες και οι δύο γράφουν ότι συνέλαβαν έναν Άγγλο να οπλοφορεί παράνομα και τον στέλνουν συνοδευόμενο από χωροφύλακες σ’ εμάς εδώ για τα περαιτέρω.
Κι ενώ σκεπτόμουν τι πρέπει να γίνει, έρχεται και ο Μοίραρχος και ο διευθυντής του Νομού Κλεομένης[17] – τον οποίο είχε πρόσφατα προβιβάσει στη θέση αυτή ο επί των Εσωτερικών Γραμματέας της Επικράτειας Κωλέττης[18] – και μου λένε να αφήσω ελεύθερο τον Άγγλο, γιατί δεν γνώριζε, έλεγαν, τον πρόσφατα εκδεδομένο εκείνο νόμο περί οπλοφορίας[19]. Εγώ όμως δεν συμφωνούσα μαζί τους και, όταν ο Κλεομένης είδε τους δισταγμούς μου, μου είπε ότι έχω δίκιο, διότι, όταν ήταν Έπαρχος Θηβών, συνελήφθη από τον εκεί υπομοίραρχο ένας Οθωμανός που ερχόταν απ’ έξω και οπλοφορούσε εν αγνοία του Νόμου, κι ο υπομοίραρχος τον άφησε ελεύθερο επικαλούμενος την άγνοιά του, αλλ’ ότι ο υπομοίραρχος αυτός βρισκόταν ακόμη υπόδικος γι’ αυτό το περιστατικό. Στον μοίραρχο Βοΐνέσκο είπα ότι, αν δεν είχε σταλεί επισήμως ο άνθρωπος (ο Άγγλος) συνοδευόμενος με χωροφύλακες και με εκθέσεις των αρχών της Θήβας, το πράγμα θα είχε αλλιώς, τώρα όμως δεν μπορούμε εμείς να τον αφήσουμε ελεύθερο, αλλά πρέπει να σκεφθούμε τι πρέπει να γίνει για το ζήτημα και σε δύο ή τρεις ώρες θα του απαντήσω. Και να που ύστερα από λίγο μου παρουσιάζεται ο κ. Χίλλ[20], συνηγορώντας υπέρ του κρατουμένου Άγγλου και ζητώντας την απελευθέρωσή του, λόγω πάντοτε της άγνοιας του Νόμου. Αλλά όταν ρώτησα τον κ. Χίλλ αν γνωρίζει τον άνθρωπο και αν εγγυάται γι’ αυτόν, για να αφεθεί ελεύθερος, αποκρίθηκε ότι ούτε τον γνωρίζει, ούτε μπορεί να εγγυηθεί. Κατόπιν έρχεται πάλι ο κ. Κιγκ[21], ο οποίος και αυτός επαναλαμβάνει τα ίδια με τον Χίλλ, αλλά κι αυτός, όταν ρωτήθηκε, αρνήθηκε να εγγυηθεί, γιατί δεν τον γνώριζε. Αφού όμως μελέτησα εξονυχιστικά την περίπτωση, βρήκα ότι μπορώ μεν να αφήσω τον άνθρωπο ελεύθερο να περιέλθει την επαρχία και να δει τα αξιοθέατα στον Μαραθώνα, την Ελευσίνα, τα Μέγαρα και όσα άλλα θεωρούσε καλό να επισκεφθεί ως περιηγητής -γιατί περιηγητής ήταν-, τον κάλεσα όμως και ειλικρινά του είπα ότι έχω χρέος, αφού τόσο επίσημα η διοικητική αρχή των Θηβών τον παρέπεμψε εδώ ως ένοχο, έχω χρέος να ρωτήσω κι εγώ τους ανωτέρους μου πώς πρέπει να φερθώ κι ότι αυτό θα προσπαθήσω να το μάθω εντός 4—5 ημερών το πολύ και ότι στο διάστημα αυτό μπορεί ελεύθερος να επισκεφθεί ως περιηγητής οτιδήποτε αξιόλογο βρίσκεται εδώ, υποσχόμενος μόνον σ’ εμένα ως τίμιος άνθρωπος ότι δεν πρόκειται να φύγει από εδώ πριν λάβω τις αναγκαίες για την περίσταση αυτή οδηγίες. Ο άνθρωπος δέχθηκε την πρότασή μου και υποσχέθηκε ότι θα περιμένει να λάβω τις οδηγίες μου, κι έτσι αφέθηκε ελεύθερος να περιηγηθεί στην επαρχία.
Συνέταξα λοιπόν αμέσως αναφορά προς την Γραμματεία της Επικράτειας για τα Εσωτερικά και στην αντίστοιχη για τη Δικαιοσύνη, ζητώντας οδηγίες τους γι’ αυτήν την υπόθεση και παρακαλώντας τους να απαντήσουν το ταχύτερο για το ζήτημά μου, για να μην ενοχλείται ο άνθρωπος ευρισκόμενος υπό αστυνομική επιτήρηση εδώ. Συγχρόνως όμως έγραψα και στον Βασιλικό Επίτροπο του εγκληματικού Δικαστηρίου της Χαλκίδας[22], ζητώντας του οδηγίες περί του πρακτέου, με την ίδια παράκληση, για την ταχύτερη δυνατή απάντηση στο αίτημά μου. Αλλά οι μέρες κι οι εβδομάδες περνούσαν κι απάντηση δεν έπαιρνα καμία από καμία πλευρά και τότε, ο Άγγλος αλλά κι εγώ ο ίδιος χάσαμε την υπομονή μας και ο μεν Άγγλος πήρε εν αγνοία μου διαβατήριο εσωτερικού, ή μάλλον είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον άνθρωπο να προσέρχεται στο κτήριο της Νομαρχίας και να ζητάει από τον υπάλληλο της υπηρεσίας των διαβατηρίων, προς τον οποίο όμως – ας σημειωθεί εν παρόδω – δεν είχα δώσει καμία απαγορευτική διαταγή για τον Άγγλο, να ζητάει διαβατήριο για την Αίγινα και προς το βράδυ της ίδιας μέρας να έρχεται στο σπίτι μου, τη μέρα της ονομαστικής μου γιορτής[23], για να μου ευχηθεί και να με αποχαιρετήσει φεύγοντας από την Αθήνα. Μόλις δύο ημέρες από την αναχώρησή του έφθασαν οι αναμενόμενες[24] τόσον καιρό απαντήσεις. Και οι μεν των Γραμματέων της Επικράτειας, των Εσωτερικών δηλαδή και της Δικαιοσύνης, αλλά και της των Εξωτερικών, με επέπλητταν γι’ αυτήν τη διαγωγή μου προς τον ξένο και διέτασσαν την άμεση απελευθέρωσή του, η δε του Εισαγγελέα του εγκληματικού Δικαστηρίου της Χαλκίδας ομοίως με επέπληττε που δεν παρέπεμψα αμέσως τον ένοχο στο Δικαστήριο, το οποίο είναι και μόνον το αρμόδιο να αποφανθεί για την αθωότητά του και αν όντως οπλοφορούσε εν αγνοία του, και με διέτασσε να παραπέμψω αμέσως[25] τον άνθρωπο στο Δικαστήριο της Χαλκίδας· τότε, διασταυρώνοντας εγώ τις απαντήσεις, έστειλα τις μεν διαταγές των Υπουργών στον Εισαγγελέα, την δε του Εισαγγελέα προς τα Υπουργεία και τότε άκουσα από κάποιον ξένο[26], που και αυτός ζητούσε πριν την απελευθέρωση του Άγγλου, ότι εγώ γνώριζα με ποιους ανθρώπους είχα να κάνω.
Τοπίο της Εύβοιας. Από την εργασία του Otto Magnus von Stackelberg, με τίτλο La Grece, Vues pittoresques et topographiques… 1829 – 1834. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας», συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999.
Η μετάθεση, οι Δημογέροντες και οι δυσκολίες συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από αυτό το γεγονός και λαμβάνω Βασιλικό Διάταγμα για τη μετάθεσή μου στη Νομαρχία της Εύβοιας[27].
Έφυγα λοιπόν για δεύτερη φορά στη Χαλκίδα κι εκεί συνάντησα πάλι πολλές δυσκολίες στη διοίκηση του τόπου, επειδή τα περισσότερα χωριά του νησιού δεν είχαν Δημογέροντες και με δυσκολία μπόρεσα να τοποθετήσω τέτοιους, γιατί παραιτούνταν οι άνθρωποι, λέγοντας ότι είναι αμαθείς και αγράμματοι και ούτε ανάγνωση γνωρίζουν, πολύ δε λιγότερο γραφή[28]. Θυμάμαι μάλιστα ότι επιφόρτισα κάποιους από τους εκεί παροίκους – που είχαν αγοράσει κτήματα από τους Οθωμανούς – να αναλάβουν να εκτελούν χρέη γραμματέων στις Δημογεροντίες κοντά στα κτήματά τους, έδωσα μάλιστα κι ένα χρηματικό ποσό από το βαλάντιό μου σε έναν λογιότατο, για να εκτελεί χρέη γραμματέα σε κάποια από τα χωριά, μέχρι να συσταθούν οι Δήμοι, όπως αναμενόταν[29], και τότε θα προσδιοριζόταν και μισθός ανάλογος για τους γραμματείς τους.
Ταυτόχρονα συνάντησα και διαλείποντες πυρετούς να πλήττουν το νησί και πολλούς υπαλλήλους της Νομαρχίας, για να μην πω όλους, να πάσχουν από αυτήν τη νόσο. Το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν ότι πανδημεί κατέφευγαν εκεί τότε οι Σάμιοι, καθώς το νησί τους αποδόθηκε από τις τρεις Δυνάμεις στην Οθωμανική κυριαρχία,[30] κι έπρεπε βεβαίως να τους βρίσκω κατοικίες, για να καταλύσουν, και γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να καταλαμβάνονται τα άδεια σπίτια των Οθωμανών, τα οποία αυτοί, ή οι επίτροποι των απάντων, παραχωρούσαν με πολλή δυσκολία. Συνέβη, κατά την απουσία μου από τη Χαλκίδα σε περιοδεία στον Νομό, να καταναγκάσει ο ασκών τη διοίκηση της πόλης Διευθυντής κάποιους σημαντικούς Οθωμανούς να βγουν βίαια από τα σπίτια τους και να ξεσηκωθεί μεγάλη αγανάκτηση μεταξύ των Οθωμανών εν γένει, με αποτέλεσμα να παρουσιασθούν και στον Τύπο ως δίκαια τα παράπονά τους κατά του Νομάρχη[31].
Κι οι Σάμιοι όμως εξακολουθούσαν να φτάνουν κατά κύματα στη Χαλκίδα κι οι δυσκολίες υπεραυξάνονταν, κι αυτοί οι ίδιοι υπέβαλαν αναφορά στην Κυβέρνηση, παραπονούμενοι για τους περιορισμούς χώρου που υφίσταντο εξαιτίας της έλλειψης καταλυμάτων, ενώ υπάρχουν, έλεγαν, Οθωμανικές οικίες πολύ ευρύχωρες, κατεχόμενες από λίγους Οθωμανούς που κατοικούσαν σε αυτές. Ο Γραμματέας Επικρατείας επί των Εσωτερικών (Κωλέττης) διέταξε τη Νομαρχία να διατάξει τις Οθωμανικές οικογένειες της Χαλκίδας να μεταφερθούν όλες σε δύο ή τρεις οικίες κι οι υπόλοιπες να δοθούν να τις κατοικήσουν οι Σάμιοι. Τη διαταγή αυτή ούτε την εκτέλεσα ούτε επρόκειτο ποτέ να την εκτελέσω, γιατί αντέβαινε πλήρως θρησκευτικά έθιμα των Οθωμανών, σύμφωνα με τα οποία ούτε ο αδελφός του συζύγου δεν επιτρέπεται να βλέπει, πολλά δε μάλλον να συγκατοικεί με τη νύφη του· εξοικονομούσα δε τα πράγματα όπως μπορούσα καλύτερα, πείθοντας όσους είχαν σπίτια και μπορούσαν να τα διαθέσουν αντί ενοικίου· με βοηθούσαν μάλιστα πρόθυμα και οι Δημογέροντες του τόπου, παρόλο που ήταν ασθενείς και γέροντες. Αλλά στο τέλος, κουρασμένοι πολύ από αυτούς τους μόχθους, υπέβαλαν οριστικά την παραίτησή τους στη Νομαρχία – όπως και άλλοτε – αλλά με την προτροπή μου παρέμειναν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους· τη φορά όμως αυτή θεώρησα κι εγώ καλό να δεχθώ την παραίτηση των γερόντων αυτών και να διατάξω νέες εκλογές.
Και εδώ προέκυψε άλλη πάλι δυσχέρεια, η εξής: κρίνοντας δηλαδή καλό ν’ απαλλάξω τους γέροντες εκείνους από τα πολύμοχθα έργα τους, διέταξα τον Γραμματέα του Νομού Εδιπίδη[32] να συντάξει την πρόσκληση των πολιτών σε συνέλευση για εκλογή Δημογερόντων, αφού είχε γίνει δεκτή η παραίτηση όσων ως τότε κατείχαν τις θέσεις αυτές. Ο Γραμματέας όμως, στο σχέδιο της πρόσκλησης αυτής, εισήγαγε μία έννοια, που επρόκειτο να γεννήσει, κατά πρώτο λόγο, τη διαίρεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων[33] έγραφε δηλαδή να εκλεγούν Δημογέροντες από κατοίκους και παροίκους. Εγώ όμως έκρινα ότι δεν έπρεπε να διαγράψω τη φράση αυτή, υποπτευόμενος ότι αυτό μπορούσε να ερεθίσει πάρα πολύ τους παροίκους, όταν θα πληροφορούνταν την περίσταση, διότι προ καιρό διαμαρτύρονταν για την ανικανότητα και την αμάθεια των τότε Δημογερόντων και επιθυμούσαν να δουν στη θέση αυτή και ανθρώπους που προέρχονταν από τους ίδιους, πιο ικανούς και μορφωμένους· έπειτα, δεν πίστευα ποτέ ότι θα καταντούσαν τα πράγματα εκεί που κατάντησαν – εξαιτίας της προαναφερθείσας φράσης στην προκήρυξη -, ήλπιζα μάλιστα απεναντίας ότι γι’ αυτόν τον λόγο θα κέρδιζα την υπόληψή τους κι ότι θα συνέπρατταν μαζί μου για την επιτυχή κατάρτιση αξιόλογης Δημογεροντίας· αν όμως έπρεπε να υπάρξει κάποιο παράπονο εναντίον μου, αυτό φυσικά έπρεπε να προέλθει από τους αυτόχθονες, οι οποίοι μέχρι τότε σχημάτιζαν τις Δημογεροντίες τους χωρίς καμία ανάμειξη των παροίκων· αυτό μάλιστα γινόταν παντού σχεδόν στην Ελλάδα και παράδειγμα είχα την πόλη της Θήβας, όπου, επί των ημερών μου[34] ως Νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας, όταν επρόκειτο να γίνουν εκλογές, συγκεντρώθηκαν οι εκεί πολυάριθμοι πάροικοι, που μετά βεβαιότητας θα υπερίσχυαν των κατοίκων στις εκλογές.
Όταν αυτοί αρνήθηκαν να συμπράξουν με εκείνους και διαλύθηκε η συνέλευση θορυβωδώς γι’ αυτόν τον λόγο, ο Έπαρχος μου υπέβαλε αναφορά για την υπόθεση, ζητώντας μου οδηγίες περί του πρακτέου, και δεν δίστασα ούτε στιγμή να τις δώσω, γράφοντας προς τον Έπαρχο να διατάξει την εκλογή με όποιον τρόπο γινόταν μέχρι εκείνη την εποχή. Ανέφερα δε ταυτόχρονα το πράγμα στην επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικράτειας και έλαβα απ’ αυτήν (από τον Κωλέττη) απάντηση ότι καλώς διέταξα κι ότι έτσι έπρεπε να γίνει μέχρι τη θέσπιση του κυοφορούμενου τότε νόμου για τους Δήμους[35].
Αλλά, θα μου πει κανείς, γιατί και στην παρούσα περίσταση δεν ακολούθησα την ίδια οδό όπως και στην περίπτωση της Θήβας; Βεβαίως έπρεπε να πράξω έτσι, ανέλαβα όμως την ευθύνη στην περίσταση αυτή, πρώτον για να συμβιβάσω τις γνώμες και, δεύτερον, γιατί έβλεπα ότι υπήρχε ανάγκη η πόλη της Χαλκίδας να έχει στο σώμα της Δημογεροντίας και κάποια μέλη πιο ικανά και μορφωμένα, που δεν μπορούσαν να βρεθούν μεταξύ των ντόπιων. Δεν αρκέστηκαν όμως οι πάροικοι στον διαλλακτικό αυτόν τρόπο και θέλησαν ν’ αποκλείσουν ολωσδιόλου τους ντόπιους από τη συμμετοχή τους στη Δημογεροντία. Κι ευθύς στην πρώτη συνέλευση των εκλογέων, στην οποία προήδρευε κατ΄ εντολή μου η υπάρχουσα ακόμη Δημογεροντία, οι αρχηγοί των παροίκων ενήργησαν ώστε να συγκεντρωθούν στην εκλογή και όσοι είχαν πρόσφατα φτάσει από τη Σάμο. Βλέποντας αυτό η προεδρεύουσα Δημογεροντία, έκανε τις εύλογες παρατηρήσεις της, αλλά καθώς δεν εισακούσθηκε, διαμαρτυρήθηκε για την επέμβαση αυτή κι αποχώρησε από τον τόπο της συνεδρίασης μαζί με όλους τους παλιούς κατοίκους. Κάποιοι μάλιστα από τους Σάμιους προσέβαλαν τους Δημογέροντες την ώρα που αποχωρούσαν και, όπως λεγόταν, προπηλάκισαν[36] έναν απ’ αυτούς. Πριν υποβάλουν αναφορά για τα συμβάντα αυτά οι Δημογέροντες που ήταν και παθόντες, έτρεξαν στη Νομαρχία πολλοί Σάμιοι, παραπονούμενοι ότι τους αποκλείουν οι ντόπιοι από την επικείμενη εκλογή και δυσανασχετώντας για τη διαγωγή της Δημογεροντίας. Εγώ τους είπα ότι, αν και τους δέχτηκε ο τόπος ως Έλληνες αδελφούς και συναγωνιστές και η Κυβέρνηση επιδεικνύει απέναντί τους συμπάθεια και τους προσφέρει όποια περίθαλψη είναι δυνατή, δεν είναι όμως ακόμη αναγνωρισμένοι πλήρως ως Έλληνες υπήκοοι, διότι, ενώ οι ντόπιοι έδωσαν ήδη προ πολλού τον κατά τον νόμο όρκο του Έλληνα υπήκοου, κανείς απ’ αυτούς δεν παρουσιάστηκε να δώσει αυτόν τον όρκο[37]. Πείσθηκαν λοιπόν οι άνθρωποι στα λόγια μου και πολλοί από αυτούς παρουσιάστηκαν τότε, για να δώσουν αυτόν τον όρκο.
Το κάστρο του Καράμπαμπα και της Χαλκίδας, όπως φαινόταν από την απέναντι ακτή της Γλύφας. Από την εργασία του Otto Magnus von Stackelberg, με τίτλο La Grece, Vues pittoresques et topographiques… 1829 – 1834. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας», συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999.
Η συνέλευση για την εκλογή Δημογερόντων. Οι έριδες ντόπιων και παροίκων.
Έτσι προχωρούσαν τα πράγματα μέχρι την επόμενη Κυριακή, όταν άκουσα ότι ο ιερέας της εκκλησίας του φρουρίου[38], μετά το τέλος της λειτουργίας, ανήγγειλε στον λαό ότι την ημέρα εκείνη μετά το μεσημέρι θα γίνει συνέλευση για την εκλογή Δημογερόντων κι ότι γι’ αυτό καλούνται οι πολίτες να συγκεντρωθούν στην εκκλησία.
Την ανακοίνωση αυτή την έκανε ο ιερέας κατόπιν εισηγήσεως των αρχηγών των παροίκων και χωρίς καμία ειδοποίηση της Δημογεροντίας. Και πράγματι συνήλθαν μετά το μεσημέρι εκείνης της ημέρας οι πάροικοι, αλλά θεώρησαν πρέπον να καλέσουν και τον Νομάρχη στη συνέλευση αυτή· πήγα λοιπόν στην εκκλησία με τη στολή μου[39], αλλά βλέποντας ότι ούτε οι Δημογέροντες ούτε κανείς σχεδόν άλλος από τους πολλούς κατοίκους της πόλης ήταν παρόντες, έκανα την παρατήρηση προς τους εκεί συναθροισμένους, δίνοντάς τους τις δέουσες νουθεσίες περί ομόνοιας· αλλά μη εισακουόμενος, είπα καταλήγοντας ότι θεωρώ ασυμβίβαστη την σε ένα σώμα συνέλευση των δύο αυτών μερών, των ντόπιων δηλαδή και των παροίκων, για την εκλογή Δημογερόντων και γι’ αυτό προτείνω να εφαρμοσθεί η δι’ αντιπροσώπων εκλογή (η έμμεση) για τον σκοπό αυτόν· όταν όμως εναντιώθηκε πάλι και στην πρόταση αυτή ο Αθανάσιος Πετζάλης[40], ο σφοδρότερος από τους αρχηγούς των παροίκων, και ύψωσε στην αγόρευσή του το δάχτυλο – όπως έκανε ίσως στο Δικαστήριο προς τον αντίδικό του – του είπα με την εμβρίθεια και την αξιοπρέπεια που άρμοζε στη θέση μου, ότι εγώ δεν ήρθα εδώ για να φιλονικήσω σαν κανένας Δικηγόρος· είμαι αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης και εγώ μπορώ να ενεργήσω και να εφαρμόσω τους Νόμους· αν όμως οι εδώ συγκεντρωμένοι θέλουν μαζί σου να πράξουν διαφορετικά, εγώ αποσύρομαι κι εσείς θα δείτε. Τότε φώναξαν οι περισσότεροι από αυτούς ότι δεχόμαστε την πρόταση του Νομάρχη κι εκλέγουμε από την πλευρά μας τους κατά νόμον αντιπροσώπους, έναν ανά πενήντα ομογενείς, κι έτσι άρχισαν αμέσως την εκλογή τους, ενώ εγώ αποχώρησα από εκεί.
Αλλά δύο μέρες αργότερα, κατά τις οποίες και οι παλιοί κάτοικοι της Χαλκίδας είχαν εκλέξει τους αντιπροσώπους τους, αναφύεται πάλι μεταξύ αυτών και των παροίκων άλλη έριδα· αλληλοκατηγορούνταν δηλ. ότι ανέγραφαν στους καταλόγους, οι μεν κάποιους μη παρεπιδημούντες, οι δε πεθαμένους κτλ.· τότε πάλι πρότεινα στα (δύο) μέρη να εκλέξουν μεταξύ τους από δύο πρόσωπα και μαζί μου να εξετάσουν τους καταλόγους και να τους διορθώσουν οριστικά. Αλλά πριν συμβεί αυτό, οι πάροικοι ή οι κορυφαίοι μεταξύ τους, συντάσσουν αναφορά, την οποία έστειλαν στη Νομαρχία, στην οποία έλεγαν, ότι δεν θα αναγνώριζαν στο εξής την υπάρχουσα ακόμη Δημογεροντία, που εξακολουθούσε κατ’ εντολή μου να ασκεί τα καθήκοντά της μέχρι την ολοκλήρωση της εκλογής νέων Δημογερόντων, και στο ίδιο έγγραφο έλεγαν ότι θα προχωρήσουν στην εκλογή αυτή χωρίς άλλο· ζήτησαν δε από εμένα, ενώ απουσίαζα, αλλά και από τον Γραμματέα, που ήταν παρών, απάντηση στην αναφορά τους αυτή εντός της ημέρας. Και την αναφορά μού την επέδειξε ο Γραμματέας Εδιπίδης (που συμφωνούσε με τους παροίκους) με θριαμβευτικό ύφος, προσθέτοντας και την απαίτηση σχετικά με την προθεσμία για την απάντηση. Αλλά τότε, θεωρώντας ότι η υπόθεση έπαιρνε στασιαστικό χαρακτήρα, πήρα στα χέρια μου το περί στρατοδικείου Βασιλικό Διάταγμα[41], το επέδειξα στην πρεσβεία των παροίκων, που είχε έρθει εντός της προθεσμίας που αυτοί είχαν ορίσει, και είπα ότι, εάν δεν αποσύρουν την αναφορά τους μέσα στην ημέρα, η απάντηση της Νομαρχίας θα είναι η σύσταση στρατοδικείου, στο οποίο θα οδηγηθούν όσοι τολμήσουν να αντισταθούν στη Δημογεροντία και να συστήσουν άλλη χωρίς τη συγκατάθεσή μας.
Η πρεσβεία πήρε σημείωμα με τον αριθμό του Διατάγματος, το οποίο επέδειξε στη συνάθροιση των παροίκων, και αυτοί αποφάσισαν ύστερα από μακρά, όπως πληροφορήθηκα, αντίσταση και αντιλογία του Αθανάσιου Πετζάλη και απέσυραν το έγγραφο εκείνο· αλλά ενώ απέσυραν αυτό, συνέταξαν και έστειλαν προς την Κυβέρνηση αναφορά, αιτούμενοι τα ίδια ακριβώς προνόμια που προσπάθησαν να αποσπάσουν με κάθε τρόπο και από τη Νομαρχία, την οποία και κατήγγειλαν ίσως για παράβαση καθήκοντος. Έγραψα όμως και εγώ τα όσα είχαν συμβεί, και σε απάντηση λαμβάνω διαταγή εκ μέρους της επί των Εσωτερικών Γραμματείας (υπό τη διεύθυνση του Κωλέττη) να διατάξω την εξακολούθηση της υπηρεσίας της υφιστάμενης Δημογεροντίας μέχρι τη δημοσίευση και την εφαρμογή του νόμου περί Δήμων, και συγχρόνως να πω στους παροίκους που υπέβαλαν αναφορά με το ίδιο αντικείμενο να έχουν υπομονή μέχρι την εποχή που θα μπορέσουν και αυτοί να συμμετάσχουν στα πράγματα του Δήμου Χαλκιδέων, και αν εγώ δεν έκρινα κατάλληλο για την αξιοπρέπειά μου να πω αυτό στους παροίκους, να επιφορτίσω τον τότε, συγχρόνως με τη διαταγή, διορισμένο και σταλμένο στη Νομαρχία Εύβοιας ως διευθυντή Κλεομένη[42], να ανακοινώσει στους παροίκους την προαναφερθείσα απόφαση της Κυβέρνησης.
Ας σημειωθεί μάλιστα εδώ εν παρόδω ότι ο Κωλέττης μου όρισε κι εδώ, καθώς και στον Νομό Αττικής και Βοιωτίας, τον Κλεομένη ως διευθυντή, δηλαδή αντιπρόσωπό μου. Και ο μεν Κλεομένης, εξηγώντας μου τις διατάξεις για τις προϋποθέσεις των Δημοτών που όριζε ο νόμος για τους Δήμους – που ήταν ήδη δημοσιευμένος αλλά όχι ακόμη και εφαρμοσμένος – προσπαθούσε να με πείσει ότι, σύμφωνα με αυτές, οι πάροικοι όλοι ανεξαιρέτως επρόκειτο να θεωρηθούν δημότες, πράγμα που δεν περιλάμβαναν οι διατάξεις αυτές των οποίων εγώ είχα κάνει χρήση προηγουμένως, επιδεικνύοντάς τες στους αντιπολιτευόμενους παροίκους, για να τους πείσω να δεχθούν τον από εμένα προτεινόμενο συμβιβασμό με τους παλιούς κατοίκους, λέγοντάς τους ότι σύμφωνα και με αυτόν τον νόμο, τον οποίο θέσπισαν όχι αυτόχθονες αλλά πάροικοι, όπως ο Κωλέττης, ο Σχινάς[43] και ο Θεοχάρης[44] και ενέκρινε η ίδια η ξενική Αντιβασιλεία, δεν μπορούσαν, τους έλεγα, ούτε σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις να πάρουν μέρος στα πράγματα του Δήμου όλοι ανεξαιρέτως όσοι παροίκησαν στη Χαλκίδα και δεν πληρούσαν τις εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις[45]. Τα ίδια είπα και στον διευθυντή Κλεομένη, αλλά εκείνος μου έδειξε μια άλλη διάταξη στον νόμο, που αποφαινόταν ότι, κατά την πρώτη σύσταση των Δημοτικών Αρχών, όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι ενός Δήμου θα πάρουν μέρος, αλλά η διάταξη αυτή αναγραφόταν μετά τη διάταξη για τους περισσότερο επιβαρυνόμενους με δημοτικούς φόρους[46], κι έλεγε μάλιστα, ότι καθώς μέχρι την εποχή εκείνη δεν ήταν γνωστοί οι δημοτικοί φόροι, γι’ αυτό κατά την πρώτη σύσταση των Δήμων επιτρεπόταν σε όλους τούς κατοίκους (εννοείται όσους πληρούσαν τα υπόλοιπα προσόντα που απαιτούσε ο νόμος) να συμμετάσχουν στην κατάρτιση των δημοτικών αρχών. Στα επιχειρήματά μου αυτά ο Κλεομένης μου απάντησε ότι απορούσε πώς αυτοί που υπηρετούσαν στο Υπουργείο στην Αθήνα έβλεπαν αλλιώς την υπόθεση, που μετά την επιχειρηματολογία μου ήταν πολύ σαφής.
Δεν επιφόρτισα λοιπόν τον διευθυντή να ανακοινώσει της απόφαση της Κυβέρνησης στην επιτροπή των παροίκων, για να μην οδηγήσει, ως νεοφώτιστος, σε ακόμη περισσότερες παρερμηνείες σχετικά με τις διατάξεις του Νόμου, αλλ’ ανέλαβα μόνος το καθήκον τούτο. Και είπα μεν προς την επιτροπή ό,τι έγραφε η Γραμματεία των Εσωτερικών, ότι δηλαδή θα λάβουν μέρος και αυτοί στη σύσταση των δημοτικών αρχών, όταν θα τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος περί Δήμων, αλλά αν εγώ μένω έως τότε Νομάρχης, δεν θα επιτρέψω βεβαίως σε όλους ανεξαιρέτως που σήμερα ζητούν διά της βίας να επιβληθούν στη δημοτική αρχή, αλλά μόνον εκείνοι θα ασκήσουν το δικαίωμα αυτό, όσοι βρεθούν να έχουν τα προσόντα που απαιτεί ο Νόμος, στην παρατήρηση δε ενός μέλους της επιτροπής, του πλουσιότερου από όσους ήταν παρόντες εκεί, που είπε ότι είμαι σφόδρα αυτοχθονικός, απάντησα περιφρονητικά ότι δεν καταδέχομαι να περιμένω την τιμή που μου αρμόζει από κολακείες προς τους αυτόχθονες, αλλά συναισθάνομαι την αξία μου ανεξάρτητα από την τυχαία γέννησή μου στον τόπο αυτό, την ελεύθερη Ελλάδα, αν και μπορούσα να ευχαριστώ τον Θεό και να καυχιέμαι ταυτόχρονα ότι έχω πατρίδα τη δοξασμένη Αθήνα.
Θέα της Χαλκίδας από την περιοχή της Γλύφας, όπως ήταν την εποχή του Γεώργιου Ψύλλα. Σχέδιο του William Finder, από την εργασία του Life and works of Lord Byron, 1834. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας», συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999.
Οι Οθωμανοί αρνούνται να παραχωρήσουν τα σπίτια τους στους Σάμιους πρόσφυγες.
Μόλις είχε πάρει τέλος η υπόθεση αυτή κι αμέσως αναφύεται άλλη περιπλοκή πραγμάτων, διότι και (οι) Σάμιοι εξακολουθούσαν να απαιτούν καταλύματα και οι Οθωμανοί να δυσκολεύονται να παραχωρούν άδεια τα σπίτια τους χάριν των Σάμιων, και γι’ αυτόν τον λόγο διατυπώνονταν παράπονα κι από τις δύο πλευρές, ενώ εγώ, πάντοτε συμβίβαζα, όσο μπορούσα, τις διενέξεις τους.
Στο τέλος όμως η επιτροπή για τα καταλύματα, την οποία θεώρησα αναγκαίο να συστήσω λίγο καιρό πριν, για να ανακουφίσω τους γέροντες της Δημοτικής Αρχής, κι απαρτιζόταν από ντόπιους και παροίκους, έκρινε εύλογο να εξώσει τον πρώτο μεταξύ των Οθωμανών, τον Χασάν Μπέη, που κατείχε το μεγαλύτερο σπίτι, αλλά δεν είχε πολυμελή οικογένεια, για να εγκαταστήσει εκεί τους αξιωματικούς ενός στρατιωτικού σώματος που περνούσε από την πόλη κι επρόκειτο να παραμείνει σε αυτήν για λίγες ημέρες. Ο Χασάν Μπέης, ακούγοντας την πρόταση αυτή της επιτροπής, θορυβήθηκε πολύ και μου έστειλε άνθρωπό του, παραπονούμενος για την προσβολή που του έγινε και ζητώντας την αναστολή της αποφάσεως της επιτροπής· εγώ εισάκουσα το αίτημα του Οθωμανού εκείνου, ο οποίος θεωρούνταν ο αντιπρόσωπος, ας πούμε, των εκεί παροικούντων Οθωμανών, και διέταξα να αφήσουν ανενόχλητο τον άνθρωπο και να φροντίσουν να βρουν άλλο κατάλληλο οίκημα για τους αξιωματικούς.
Η επιτροπή μού προτείνει τότε, αν συμφωνώ, να καταλάβουν γι’ αυτόν τον σκοπό κάποιο άλλο οίκημα ευρύχωρο και κενό, το οποίο όμως οι Οθωμανοί κρατούν κλειστό και με διαλείμματα συγκεντρώνονται ορισμένοι από αυτούς για λίγες ώρες την ημέρα, ονομάζοντάς το Μεχκεμέ (δικαστήριο)[47]. Έδωσα λοιπόν αμέσως τη συγκατάθεσή μου γι’ αυτό κι η επιτροπή κάλεσε τους ιδιοκτήτες αυτού του οικήματος να το παραχωρήσουν μέσα σε 24 ώρες, για να καταλύσουν εκεί οι αξιωματικοί για λίγες ημέρες. Αλλά αμέσως μετά την ειδοποίηση αυτή της επιτροπής, βλέπω να παρουσιάζονται μπροστά μου δύο από τους πρόκριτους Οθωμανούς και (να) μου επιδίδουν αναφορά, ζητώντας με αυτήν την αναστολή της απόφασης της επιτροπής, με το αιτιολογικό ότι το οίκημα αυτό θεωρούνταν γι’ αυτούς ιερός τόπος, διότι χρησιμεύει ως Μεχκεμές. Η αναφορά αυτή έφερε την υπογραφή: «το σύνολο των Οθωμανών». Εγώ όμως δεν δέχθηκα την αναφορά αυτή, πρώτον λέγοντας στους απεσταλμένους ότι η υπογραφή της είναι κάτι έκτακτο, που φανερώνει ένα είδος συστάσεως κατά της απόφασης μιας Αρχής, και δεύτερον τους είπα ότι είμαι έτοιμος να αποσύρω την απόφαση αυτή, αν εκείνοι μου χορηγήσουν άλλο κατάλληλο οίκημα για να καταλύσουν οι αξιωματικοί, ότι δεν αναγνωρίζω μέσα στο Ελληνικό Κράτος την υπόσταση Οθωμανικού δικαστηρίου, και ότι αν αυτοί θέλουν να έχουν κάποιο μέρος, όπως έλεγαν, όπου να συνδιασκέπτονται ορισμένες φορές για τις υποθέσεις τους και να φυλάσσουν τα παλαιά τους έγγραφα και αρχεία, μπορούν να κρατήσουν δύο ή τρία δωμάτια του ίδιου αυτού οικήματος για τον σκοπό αυτό, διότι το οίκημα έχει, όπως έμαθα, περισσότερα από δέκα δωμάτια· έτσι αποχώρησαν οι πρέσβεις αυτοί, παίρνοντας πίσω την αναφορά τους και το οίκημα ανοίχθηκε και οιαξιωματικοί εγκαταστάθηκαν σε αυτό, ενώ οι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε ένα από τα πολλά τζαμιά της πόλης (βλ. αναλυτικά εδώ ποια ήταν αυτά), κακώς μεν, αλλά για να μην ενοχληθούν περισσότερο οι Οθωμανοί.
Φαίνεται όμως ότι η στάση μου αυτή κίνησε περισσότερο τη χολή των Οθωμανών και, αν και στο παρελθόν είχαν γράψει παράπονα κατά των διοικητικών Αρχών της Εύβοιας, αυτήν τη φορά πρέπει να εξέφρασαν άκρα δυσανασχέτηση για τη βεβήλωση[48], όπως έλεγαν, του Μεχκεμέ τους. Τα παράπονα αυτά λοιπόν, καθώς και εκείνα των παροίκων, τα οποία ανέφερα πιο πάνω, κυοφορούσαν εν αγνοία μου τη μελλοντική μου παραίτηση από τη Νομαρχία της Εύβοιας, αλλά αυτή δεν επήλθε αμέσως μετά τα συμβάντα αυτά· έμελλε να συμβεί κι άλλο περίεργο γεγονός, το οποίο επέφερε την έκπτωσή μου (αν μπορεί να ονομαστεί έτσι η παραίτησή μου, που μου εστάλη τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1835)[49]. Αυτό ήταν το εξής:
Στην επαρχία Ξηροχωρίου, κοντά στο λιμάνι των Ωραιών (sic), είχαν χτίσει μερικά καλυβόσπιτα οι πρόσφυγες από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, που κατοικούσαν εκεί οικογενειακώς και ασκούσαν το επάγγελμα των μεταπρατών, συναλλασσόμενοι με τους εκεί ελλιμενιζόμενους εμπόρους και ναυτικούς· το μέρος αυτό, όπου βρίσκονταν αυτές οι καλύβες, το διεκδικούσε ο ιδιοκτήτης των γύρω ευρισκόμενων απέραντων αγρών Χασάν Μπέης και κίνησε αγωγή για διατάραξη κατοχής και έξωση των προσφύγων εκείνων[50] ενώπιον του Ειρηνοδίκη του Ξηροχωρίου και πέτυχε απόφαση υπέρ της αγωγής του· αλλά τις αποφάσεις των Δικαστηρίων αυτών τότε, καθώς δεν υπήρχε ο δικαστικός οργανισμός (= Νόμος) που ψηφίστηκε αργότερα[51], ήταν κατά τον νόμο υποχρεωμένες να τις εκτελούν οι διοικητικές αρχές και, αντ’ αυτών, οι Δημοτικές· συνεπώς η Δημογεροντία Ξηροχωρίου επρόκειτο να εκτελέσει την απόφαση του Ειρηνοδικείου περί εξώσεως. Η Δημογεροντία όμως, πριν προβεί σε αυτήν την ενέργεια, έκρινε καλό να υποβάλει αναφορά για το ζήτημα στη Νομαρχία, εκθέτοντας τη δυσχερή της θέση να εκδιώξει από τις κατοικίες τους γύρω στις 100 οικογένειες, μέσα στον χειμώνα, και να τις πετάξει στον δρόμο, και ζητούσε από τη Νομαρχία οδηγίες περί του πρακτέου. Εγώ πάλι, εκτιμώντας το βάρος των παρατηρήσεων της Δημογεροντίας, έκρινα επίσης καλό να αναφέρω την υπόθεση στο Υπουργείο Εσωτερικών (υπό τη διεύθυνση του Κωλέττη) και να υποδείξω κάποιον τρόπον με τον οποίο η Κυβέρνηση μπορούσε να συμβιβάσει την υπόθεση και να μην υποφέρουν οι φτωχοί πρόσφυγες από την άμεση εκτέλεση της σκληρής, αν και ίσως δίκαιης, εκείνης απόφασης. Παρακαλούσα όμως ταυτόχρονα τον Υπουργό να απαντήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην αναφορά μου αυτή, για να καθοδηγηθώ ως προς τις διαταγές που επρόκειτο να δώσω και που η Δημογεροντία περίμενε από εμένα· ως συνήθως, όμως, αφού πέρασαν αρκετές ημέρες, παίρνω διαταγή κι επίπληξη ταυτόχρονα, γιατί δεν έσπευσα αμέσως να εκτελέσω την απόφαση εκείνη του Δικαστηρίου χωρίς παρατηρήσεις, και μου δινόταν η εντολή να την εκτελέσω αμέσως. Διέταξα λοιπόν αμέσως τη Δημογεροντία να προβεί στην εκτέλεση της απόφασης και αναχώρησα για την Αθήνα, έχοντας προ πολλού άδεια απουσίας.
O Ιωσήφ Λουδοβίκος, Κόμης του Άρμανσπεργκ. Λιθογραφία του Franz Hanfstaengl, 1833.
Η συνάντηση με τον πρεσβευτή της Υψηλής Πύλης
Εκεί ο Αρχικαγκελάριος κόμης Άρμανσμπεργ[52] με κάλεσε σε γεύμα και μετά το γεύμα μου είπε να μείνω στην οικία του το βράδυ εκείνο, όπου είχε κι άλλους προσκεκλημένους κι επρόκειτο να μας τιμήσει με την παρουσία Του και η Α. Μ. ο Βασιλιάς[53].
Έμεινα λοιπόν εκεί και στη συναναστροφή εκείνη είδα πολλούς, και τον πρεσβευτή της Ρωσίας κυρ. Κατακάζη, ο οποίος, αφού μίλησε μαζί μου αρκετή ώρα για διάφορα ζητήματα, βλέποντας κάπου εκεί κοντά τον πρεσβευτή της (Υψηλής) Πύλης Ζεκίπ εφέντη, με ρώτησε αν τον γνωρίζω και αv όχι, με ρώτησε αν θέλω να τον γνωρίσω. Δέχθηκα με χαρά την πρόταση και με γνώρισε με τον Ζεκίπ εφέντη, ο οποίος, ύστερα από μια αδιάφορη συζήτηση, με ρώτησε πού κατοικώ, για να έρθει να με επισκεφθεί. Εγώ όμως, που κατοικούσα τότε σε ένα στενότατο δωμάτιο της πεθεράς μου μαζί της και μαζί με την αδελφή της γυναίκας μου, του είπα ότι τον ευχαριστώ και να μην κάνει τον κόπο, γιατί εγώ είμαι σχεδόν ανέστιος και επί ποδός, καθώς θα έμενα στην Αθήνα λίγες μόνον ημέρες, αφού όμως εκείνος επέμενε να με επισκεφθεί όπου κι αν κατοικώ, του είπα τότε ότι θα έρθω εγώ προς την Εξοχότητά σας, και πράγματι, την επόμενη μέρα επισκέφθηκα το κατάλυμά του και μετά τις πρώτες φιλοφρονήσεις, μου λέει ότι έχει πολλά παράπονα εναντίον μου εκ μέρους των Οθωμανών της Χαλκίδας. Εγώ τότε του είπα ότι έχω στα χέρια μου χρεωστικά έγγραφα προς εμένα διαφόρων Οθωμανών, οι οποίοι καταδικάστηκαν κατά καιρούς από το Δικαστήριο, υποχρεούνταν να πληρώσουν τα έξοδα της δίκης κι έπρεπε να καταναγκασθούν από τη Νομαρχία γι’ αυτό, άλλ’ εγώ επιεικώς φερόμενος, πλήρωσα γι’ αυτούς και πήρα στα χέρια μου μόνο χρεωστικά έγγραφα. Έπειτα του είπα ότι και στον μεταξύ μας πόλεμο με τους Οθωμανούς, η στάση μου προς τους Οθωμανούς μαρτυρεί ότι δεν θεωρώ πως δεν είναι άνθρωποι κι αυτοί, προς τους οποίους οφείλεται ανθρώπινη συμπεριφορά. Τότε μου απάντησε εκείνος ότι είναι πληροφορημένος σχετικά από πολλούς και γι’ αυτό ούτε έκανε ούτε θα κάνει χρήση των αναφορών που έλαβε από τους ομογενείς του από τη Χαλκίδα, μόνο με παρακαλεί, φεύγοντας για την Εύβοια, να του κάνω δύο χάρες, να εκτελέσω δηλαδή την απόφαση του Ειρηνοδικείου Ξηροχωρίου και δεύτερον, να επιτρέψω στους Οθωμανούς ιδιοκτήτες δασών να κάνουν χρήση των δασών τους. Και ως προς μεν το πρώτο του αίτημα, του απάντησα ότι λίγο πριν αναχωρήσω από τη Χαλκίδα διέταξα την εκτέλεση της απόφασης, για το δεύτερο όμως, για τα δάση, δεν μπορώ να κάνω κάτι, γιατί αντιβαίνει στα σχετικά Διατάγματα της Κυβέρνησης· ο πρέσβης όμως, κατεβάζοντας τον χαρτοφύλακά του, βγάζει διάταγμα εκδεδομένο τρεις ημέρες νωρίτερα και μου το επιδεικνύει, λέγοντας ότι «ιδού τι αποφάσισε εσχάτως η Κυβέρνηση γι’ αυτό το θέμα».
Φυσικό λοιπόν ήταν να του υποσχεθώ και να τον διαβεβαιώσω ότι μόλις φθάσω στη Χαλκίδα, θα εκτελέσω τα αιτήματά του, όχι κάνοντάς του χάρη αλλά απλώς εκτελώντας το καθήκον μου. Μόλις όμως έφθασα στη Χαλκίδα, βλέπω μπροστά μου τον εξ απορρήτων του Χασάν Μπέη να με παρακαλεί εκ μέρους του κυρίου του να διατάξω την εκτέλεση της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Ξηροχωρίου· όταν ρώτησα τον διευθυντή του Νομού γιατί μέχρι τότε δεν εκτελέσθηκε η απόφαση αυτή, ενώ εγώ αναχωρώντας μέρες πριν από τη Χαλκίδα διέταξα την εκτέλεσή της, έμαθα απ’ αυτόν ότι η διαταγή του Υπουργού Οικονομικών, που στάλθηκε κατά την απουσία μου, διέταξε διαφορετικά για την περιοχή γύρω από το λιμάνι των Ωραιών (sic), την οποία αφορούσε η απόφαση, και μου επέδειξε τη διαταγή, που έλεγε ότι ο τόπος στον οποίο βρίσκονται οι καλύβες των προσφύγων πρέπει να μετρηθεί, αν βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη ή μεγαλύτερη των 40 βημάτων από τη χειμερινή ακτή της θάλασσας και, στη μεν πρώτη περίπτωση, να μείνει ανεκτέλεστη η απόφαση, καθώς το μέρος αυτό της παραλίας θεωρείται δημόσιο, ενώ στην άλλη περίπτωση, μπορεί ο ιδιοκτήτης των γύρω γαιών να ζητήσει το δίκιο του. Έτσι, σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, που ερχόταν σε σύγκρουση με την προηγούμενη του Υπουργείου των Εσωτερικών, ενώ έπρεπε να απαντήσουν στην αναφορά μου για την υπόθεση αυτή ομόφωνα περί του πρακτέου, εγώ επρόκειτο να θεωρηθώ στα μάτια του πρέσβη της Πύλης ως κακόπιστος άνθρωπος, που του υποσχέθηκα την άμεση εκτέλεση της απόφασης, έχοντας υπόψη μου την πρώτη διαταγή κι όχι τη δεύτερη.
Ο πρώτος νομάρχης Ευβοίας Γεώργιος Αινιάν. Αγνώστου ζωγράφου, δημιουργήθηκε ανάμεσα στα 1830 με 1850. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Ελλάδος.
Ο Βαυαρός Δασάρχης δεν δίνει άδεια για παράνομη υλοτομία.
Ήρθε έπειτα ένας άλλος Οθωμανός, ιδιοκτήτης δάσους, και με παρακάλεσε να του δώσω άδεια ξυλεύσεως στο δάσος του.
Ρώτησα τότε τον διευθυντή, ξανά, αν έλαβα το Βασιλικό Διάταγμα για την παραχώρηση των ιδιωτικών δασών στους κυρίους τους κι όταν με διαβεβαίωσε ότι υπήρχε το Διάταγμα στη Νομαρχία, τον ρώτησα γιατί δεν δόθηκε λοιπόν κατά την απουσία μου άδεια στον αιτούντα κι άκουσα απ’ αυτόν ότι, ναι μεν δόθηκε τέτοια άδεια από τη Νομαρχία, αλλά ο Δασάρχης (Γερμανός αυτός)[54] δεν επιτρέπει την ξύλευση στον αιτούντα ιδιοκτήτη. Κάλεσα τότε τον Δασάρχη και τον ρώτησα γιατί δεν επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να κάνει όποια χρήση θέλει στο δάσος του, ύστερα από την έκδοση του Διατάγματος για την παραχώρηση των ιδιωτικών δασών στους κυρίους τους, κι άκουσα απ’ αυτόν ότι γι’ αυτό είναι διορισμένος έφορος των δασών, για να ελέγχει πού πρέπει να κόβουν ξύλα οι υλοτόμοι και πού όχι, για να μην καταστραφούν έτσι τα δάση και υποστεί και οικονομική βλάβη και το Δημόσιο, καθώς και η υγεία έπειτα των κατοίκων, εξαιτίας αυτής της καταστροφής. «Εγώ», προσέθεσε, «δίνω την άδεια ξυλεύσεως όπου πρέπει αυτή να γίνεται κι επειδή τα δικαιώματα του Δημοσίου είναι τα ίδια, αν κάποιος κόψει ξύλα σε ιδιόκτητο δάσος ή σε εθνικό, δίνω άδεια μόνον εκεί όπου νομίζω ότι δεν θα προξενηθεί καταστροφή. Κακώς λοιπόν και πάλιν έδωσα υπόσχεση προς τον Ζεκίπ εφέντη ότι, αφού υπάρχει τέτοιο Διάταγμα, καμία δυσκολία δεν έχω να παραχωρήσω άδειες ξυλεύσεως στους Οθωμανούς ιδιοκτήτες δασών.
Και αυτά, μαζί με τα υπόλοιπα παράπονα των παροίκων της Χαλκίδας για τα καταλύματα προς τους Σάμιους και για τις δημοτικές εκλογές, ήταν αρκετά να καταφέρουν την Κυβέρνηση να μου στείλει την παραίτησή μου από τα Νομαρχιακά μου καθήκοντα και να επαναφέρει στη θέση μου αυτόν που έναν χρόνο πριν παύθηκε από τη Νομαρχία αυτή και παραπέμφθηκε σε δίκη – σύμφωνα δε με την έκφραση της διαταγής τον «αποπεμφθέντα της υπηρεσίας» – Γεώργιο Αινιάνα διότι, όπως έλεγε το Διάταγμα, «εγκατέλειψε τους υπηκόους μας χάριν των Οθωμανών». Και τα δυο αυτά Διατάγματα, και για την αποπομπή του Αίνιάνα[55] και για την επανόρθωσή του και την τοποθέτησή του στην ίδια θέση, υπέγραψε ο ίδιος Υπουργός, ο επί των Εσωτερικών, Κωλέττης[56]. Αλλά…
Τέλος αποσπάσματος.
Θέα του προαστίου της Χαλκίδας, όπως αυτό ήταν κατά την απελευθέρωσή της. Σχέδιο: Sunday magazine, c. 1835 – 1840. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας», συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999.
Παραπομπές.
[1] Η «Φιλόμουσος Εταιρεία» ιδρύθηκε στα 1813 στην Αθήνα από τους I. Μαρμαροτούρη, Π. Ρεβελάχη, Α. Χωματιανό, I. Τατλίχαρο και Γ. Σοφιανό «διά να ίδωσι τας επιστήμας να επιστρέψωσι πάλιν εις το Λύκειον και την Αρχαίαν Ακαδημίαν των» (βλπ. άρθρο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού). Αργότερα, στα 1816, με τη μεσολάβηση του Άνθιμου Γαζή, που ζούσε στη Βιέννη και με την ευκαιρία του Συνέδριου της Βιέννης, ήρθε σ’ επαφή με τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας I. Καποδίστρια, συστήθηκε ο κλάδος της Βιέννης της Εταιρίας, με έδρα το Μόναχο, που διευθυνόταν απ’ τον Άνθιμο Γαζή, που είχε και τη γενική προεδρία της, τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και την Ρωξάνδρα Στρούζα, που είχε παντρευτεί τον κόμητα Έντλιγχ, Υπουργό των Εξωτερικών του Μεγάλου Δουκάτου Σάξεν – Βάϊμαρ (βλπ.: Δ. Γατόπουλου, «ιστορικά σημειώματα», στην εφημ. «Εστία» της 1 Φεβρουαρίου 1940 και: Διον. Α. Κοκκίνου, «Η Ελληνική Επανάσταση», έκδοση τρίτη, τόμος A’, Αθήνα 1956, σελ. 129—130).
[2] Συγκεκριμένα, πήγε στην Πίζα, απ’ τον Οκτώβριο του 1816 ως τον Αύγουστο του 1817, όπου έκανε μαθήματα Ιταλικής γλώσσας, γεωμετρίας, πειραματικής και θεωρητικής φυσικής, άλγεβρας, λατινικών, και γερμανικών. Στη συνέχεια πήγε στην Ιένα, μια πόλη της Γερμανίας που βρίσκεται στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας, όπου μελέτησε διαφορικό κι ολοκληρωτικό λογισμό, ορυκτολογία και φυσιοφιλοσοφία και πάλι φυσική και λατινικά. Το φθινόπωρο του 1819 πήγε στο Γκέττιγγεν του Αννόβερου, όπου πήρε μαθήματα μεταφυσικής, αισθητικής και βοτανικής. Βλπ.: Δημ. Γατοπούλου, «Τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Αθηναίου αγωνιστού Γ. Ψύλλα», στο περ. «Το Νέον Κράτος», έτος 4ον, τεύχος 34, σελ. 657 -667, Αθήνα 30 Ιουνίου 1940.
[3] Τις περιπέτειες αυτές ο ίδιος διηγιέται στ’ αποσπάσματα από τ’ απομνημονεύματά του. Βλπ.: Δημ. Γατόπουλος, Περ. «Το Νέον Κράτος», έτος 4ο, τεύχος 85, σελ. 721 — 780, Αθήνα 31 Ιουλίου 1940.
[4] Βλπ.: Διον. Α. Κοκκίνου, ο.π., τόμος 7ος, σελ. 150, Αθήνα 1958.
[5] Βλπ.: Δημ. Γατοπούλου, ο.π., τεύχος 86, σελ. 822, Αθήναι 31 Αύγουστου 1940.
[6] Βλπ. Διάταγμα της Αντιβασιλείας, υπογραμμένο απ’ τον αντικαταστάτη του στο Υπουργείο Εσωτερικών Ιωάν. Κωλέττη της 12/24-10-1833, δημοσιευμένο στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», αριθμός φύλλων 34, σελ. 263—264, Ναύπλιο 15 Οκτωβρίου 1888.
[7] Το Συμβούλιο της Επικράτειας Ιδρύθηκε με το Νομ. Διάταγμα της 18/30 Σεπτεμβρίου 1935, που δημοσιεύτηκε στον αριθμό 8, σελ. 29, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 18 Νοεμβρίου 1835. Ο διορισμός του Ψύλλα, ή καλύτερα η επικύρωση του διορισμού του, μια κ’ είχε κιόλας τον τίτλο, έγινε με το Βασιλικό Διάταγμα της 4/26 Οκτωβρίου 1835, που τυπώθηκε στον αριθμό 15, σελ. 66, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 26 Οκτωβρίου 1835.
[8] Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαλύθηκε με το Νομ. Διάταγμα της 18 Ιουνίου του 1844, που τυπώθηκε στον αριθμό 22 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 19 Ιουνίου 1844.
[9] Την προβλέπει το άρθρο 63 του Συντάγματος του 1844.
[10] Διορίστηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 16 Ιουνίου 1844.
[11] Βλπ. λέξη «Γερουσία» στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» του «Πυρσού». Η Γερουσία διαλύθηκε στα 1862 με την Επανάσταση που έδιωξε τον Όθωνα.
[12] Από τις 16 Μαΐου 1854 ως τις 31 Μαΐου 1855.
[13] Το Βασιλικό Διάταγμα του 1855 αναφέρει για δικαιολογητικό της παραίτησής «λόγους υγείας» και του εκφράζει τη «βασιλική ευαρέσκεια» για τις υπηρεσίες που πρόσφερε.
[14] «Γεωργίου Ψύλλα Απομνημονεύματα του βίου μου», Ν. Κ. Λούρος, 1974, Ακαδημία Αθηνών ΚΕΙΝΕ, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας 8, Αθήνα.
[15] Τ’ αποσπάσματα αυτά αποτελούν τις σελίδες 260—266 και 283—300 του χειρόγραφου.
[16] Θέλει να πει στην Αθήνα, γιατί ο Γ. Ψύλλας αντικαταστάθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών από τον Ιωάν. Κωλέττη με το Βασ. Διάταγμα της 12/24 Οκτωβρίου 1838, που τυπώθηκε στον αριθμό 34, σελ. 262, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 16 Οκτωβρίου 1833. Με Βασ. Διάταγμα ίδιας χρονολογίας, που τυπώθηκε στο ίδιο φύλλο της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως», σελ. 263 – 264, ο Γ. Ψύλλας έγινε Σύμβουλος της Επικράτειας «εις έκτακτον υπηρεσίαν» και Νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας.
[17] Το κύριο όνομα του Κλεομένη ήταν Ιωάννης (βλπ. τον διορισμό του σαν «Έπαρχου» στη Γόρτυνα (Καρύταινα) στην εφημερίδα «Αθηνά», έτος Β’, αριθμός 140, Ναύπλιο 30 Αυγούστου 1833). Ο Κλεομένης προβιβάστηκε, από έπαρχος Θηβών, που ήταν ως τότε, σε Διευθυντή της Νομαρχίας Αττικοβοιωτίας με το Βασ. Διάταγμα της 13/25 Ιανουαρίου 1834, που τυπώθηκε στον αριθμό 16, σελ. 130, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 5/17 Μαΐου 1834.
[18] Ο διάσημος πολιτικός της επαναστατημένης και μετεπαναστατικής Ελλάδας Ιωάννης Κωλέττης (1771—1847) γεννήθηκε στο Σύρακο της Ηπείρου, σπούδασε γιατρός στην Πίζα της Ιταλίας και χρημάτισε γιατρός του περίφημου Αλή Πασά Τεπελενλή στα Γιάννενα. Μυημένος στη Φιλική Εταιρία, κατέβηκε στην Πελοπόννησο, μόλις κηρύχτηκε η Επανάσταση, και πήρε ενεργό μέρος στις πολιτικές διαμάχες του αγώνα. Έγινε πολλές φορές Υπουργός στις Κυβερνήσεις της Επανάστασης, του Καποδίστρια και του Όθωνα, πολλές φορές Πρωθυπουργός και ήταν για πολλά χρόνια Πρεσβευτής της Ελλάδας στο Παρίσι.
[19] Θέλει να πει το Νομ. Διάταγμα του Όθωνα της 9/21-2-1833, «Περί τιμωρίας των κατά της κοινής ασφαλείας εντός της Επικρατείας εγκλημάτων και σφαλμάτων», που τυπώθηκε στον αριθμό 4 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 4 Μαρτίου 1838 και που με το πρώτο του άρθρο απαγορεύει «ανεξαιρέτως εις πάντας να φέρωσι όπλα πυροβόλα» χωρίς ειδική Κυβερνητική άδεια.
[20] Ο διευθυντής του ομώνυμου παρθεναγωγείου, που και σήμερα ακόμη λειτουργεί στην Αθήνα. Από πληροφορία του ναύαρχου Αλ. Ψύλλα, ο Χίλλ ήταν στενότατος φίλος του παππού του.
[21] Ο Ιωνάς Κιγκ (1792—1869) ήταν Αμερικανός ιεραπόστολος, που έμενε στην Αθήνα και ίδρυσε στα 1832 σχολείο και την Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδας. Αργότερα κατηγορήθηκε για προσηλυτισμό και εξορίστηκε στα 1852 (βλπ. και: Γ. I. Φουσάρα, «Ευβοϊκή Βιβλιογραφία», τους αριθμούς 288, 291, 295 και 318) από πληροφορία του ναύαρχου Αλέξ. Ψύλλα ήταν και αυτός στενός φίλος και γείτονας του παππού του.
[22] Θέλει να πει τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών της Χαλκίδας. Αρχικά η Εύβοια υπαγόταν στη δικαστική περιφέρεια της Θήβας (βλπ. το Βασ. Διάταγμα της 23 Απριλίου (5 Μαΐου) 1833 «Περί δικαστικής δικαιοδοσίας εις την οποίαν υπάγονται η Εύβοια και οι Βόρειες Κυκλάδες (διάβαζε: Σποράδες)» που τυπώθηκε στον αριθμό 16, σελ. 105, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 28 Απριλίου 1833) αλλά με την απόφαση της 3/15 Νοεμβρίου 1833, που τυπώθηκε στον αριθμό 1, σελ. 1, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 1 Ιανουαρίου 1834, το δικαστήριο της Θήβας μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα. Εισαγγελέας ήτανε τότε ο Γ. Α. Ράλλης (βλπ. τη μετάθεσή του και τον διορισμό του αντικαταστάτη του Κ. Πλατή, δικηγόρου απ’ τη Σύρα, με το Βασ. Διάταγμα της 1/13 Ιανουαρίου 1835, που τυπώθηκε στον αριθμό 1, σελ. 2, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 11 Ιανουαρίου 1835).
[23] Του αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου 1834.
[24] Από το Ναύπλιο, που ήταν η πρωτεύουσα του Κράτους, ή Βασιλική Καθέδρα, όπως τότε λεγόταν. Η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Κράτους με το από 18/30 Σεπτεμβρίου 1834 Βασ. Διάταγμα, που δημοσιεύτηκε στον αριθμό 36, σελ. 266, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 28 Σεπτεμβρίου (10 Οκτωβρίου) 1834 (βλπ. και: Κώστα Η. Μπίρη, «Αθηναϊκαί Μελέται», τεύχος δεύτερο, Αθήνα 1939, σελ. 18-20).
[25] Ο Ψύλλας υπογραμμίζει.
[26] Τον Χίλλ ίσως, ή και τον Κίγκ.
[27] Βλπ. το Βασ. Διάταγμα της 9/21 Μαΐου 1834, τυπωμένο στον αριθμό 19, σελ. 168, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 26 Μαΐου 1834, υπογραμμένο απ΄ τον Υπουργό Εσωτερικών Ιωάν. Κωλέττη.
[28] Σύμφωνα με τον Φουσάρα, η αγραμματοσύνη των Ευβοέων οφειλόταν στη σκληρή καταπίεση που γνώριζαν επί Τουρκοκρατίας, όπου όχι μόνο σχολεία δεν τους επιτρεπόταν να έχουν, παρά και παπάδες πολλές φορές δεν είχαν για να τους στεφανώσουν, για να τους βαφτίσουν τα παιδιά τους και για να ψάλλουν τις νεκρικές ευχές στους πεθαμένους γονιούς τους (βλπ.: Διον. Α. Κοκκίνου,« Η Ελληνική Επανάσταση», έκδ. Γ΄, τόμος Β΄, Αθήνα 1957, σελ. 13, Ναθαναήλ Iωάννου, «Ευβοϊκά», Ερμούπολις 1957, και Γ. I. Φουσάρα, «Η συμβολή της Εύβοιας εις τους Ελληνικούς αγώνας», Αθήνα 1935). Αυτή η στάση των Τούρκων αποτελεί και τη μοναδική δικαιολογία, που μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού του νησιού ασπάστηκε το μωαμεθανισμό, ιδιαίτερα στους δυο πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας (βλπ.: Γεωργίου Φίνλεϋ, «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα», μετάφραση Μίλτου Γαρίδη, Αθήνα 1958, σελ. 160). Οι πάροικοι, που εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια λίγο πριν ή ύστερα απ’ την προσάρτησή της στην Ελλάδα, ήταν οι μόνοι σχεδόν γραμματισμένοι και μορφωμένοι κάτοικοί της.
[29] Όταν τελείωσαν οι «σχηματισμοί των Δήμων» όλων των Νομών, τυπώθηκε ο αναλυτικός «Γενικός πίναξ των Δήμων του Κράτους» σαν παράρτημα του αριθμού 80 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 28 Δεκεμβρίου 1836, όπου οι Δήμοι του Νομού Ευβοίας πιάνουν τις σελ. 46 – 51. Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα, το Δήμο Χαλκιδέων τον αποτελούν, εκτός απ’ την πόλη της Χαλκίδας, οι «Τρεις Κήποι», τα «Βυρσοδεψεία», ο «Καράβαβας», ο «Άγιος Νικόλαος», το «Βασιλικόν», ο «Δοκός», ο «Μύτικας» και ο «Ανεμόμυλος». Οι «Τρεις Κήποι» είναι άγνωστος σήμερα συνοικισμός. Τα «Βυρσοδεψεία» ή, όπως λεγόντουσαν στην κοινή γλώσσα, τα «Ταμπάκικα», βρισκόντουσαν λίγο πριν απ’ τον Άγιο Στέφανο και την αρχαία πηγή «Αρέθουσα», όπου και λειτούργησαν ως και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Ο «Καράβαβας» είναι καθαρευουσιάνικη έκφραση του Καράμπαμπα. Ο «Ανεμόμυλος» είναι ο λόφος «Μασλαχάτ» της Τουρκοκρατίας. Με την απελευθέρωση πέρασε στην οικογένεια Γάσπαρη και αμέσως μετά στην οικογένεια Μπαταργιά. Πάνω στο λόφο σώζονταν ένας ανεμόμυλος ως τις αρχές του αιώνα μας. Ο «Άγιος Νικόλαος», το «Βασιλικό», ο «Δοκός» κι ο «Μύτικας» είναι τα και σήμερα γνωστά χωριά γύρω από τη Χαλκίδα. Πρώτος Δήμαρχος της Χαλκίδας, ύστερα απ’ τις πρώτες δημοτικές εκλογές, έγινε ο Α. Νίκας. Απ’ το επώνυμό του μπορούμε με κάθε πιθανότητα να πούμε πως δεν ήταν γεννημένος στην Εύβοια, αλλά «πάροικος» στη Χαλκίδα.
[30] Παρ’ όλο που η Σάμος είχε απ’ τα 1821 κιόλας επαναστατήσει (βλπ. : Διον. Α. Κοκκίνου, «Η Ελληνική Επανάσταση», έκδ. Γ΄, τόμος Α΄, Αθήνα 1656, σελ, 358) και παράμεινε ελεύθερη καθ’ όλη την επανάσταση, δεν συμπεριλήφθηκε μέσα στα όρια της ανεξάρτητης Ελλάδας, ίσως γιατί βρισκόταν πολύ κοντά στα τουρκικά παράλια. Για τον αντίστροφο λόγο, γιατί βρισκόταν κοντά στα παράλια της Στερεάς Ελλάδας, η Εύβοια, απ’ τις πρώτες κιόλας διαπραγματεύσεις, λογαριάστηκε αναπότρεπτο να περιληφθεί στο καινούργιο Κράτος, παρ’ όλο που η επανάσταση στο έδαφος της απέτυχε. Έτσι, το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10/22 Μαρτίου 1829, που υπογράφτηκε απ’ τις Προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και που είναι το πρώτο που καθορίζει τα όρια της μελλοντικής Ελλάδας, αναφέρει: «Τα νησιά τα κοντινά στην Πελοπόννησο, η Εύβοια και οι κοινώς αποκαλούμενες Κυκλάδες θα αποτελούν μέρος αυτού του κράτους» (βλπ.: «Γενική Κωδικοποίησις ολοκλήρου της ισχυούσης ελληνικής νομοθεσίας από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερον», τόμος Α΄, Αθήνα 1632. σελ. 78). Αλλά και στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουάριου 1830, που είναι γνωστό σαν «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας» και που είναι πιο λεπτομερειακό, αναφέρεται πώς: «θα ανήκουν επίσης στην Ελλάδα ολόκληρη η Εύβοια, οι Δαιμονόνησοι [= οι σημερινές Βόρειες Σποράδες], η Σκύρος και τα νησιά που είναι από παλιά γνωστά με το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της Αμοργού, που βρίσκονται μεταξύ του 36 και 39 βαθμού πλάτους βορείου και του 26 βαθμού μήκους Ανατολικού του μεσημβρινού της Γρενβίσχης (=καθαρευουσιάνικη απόδοση του όρου: «μεσημβρινός του Γκρήνουϊτς»). Και για ν’ αναπληρωθεί ίσως η αδικία που η ιερά συμμαχία έκανε στη Σάμο, υποχρέωσαν το Σουλτάνο να την ανακηρύξει στις 10 Δεκεμβρίου 1832 αυτόνομη ηγεμονία (βλπ.: Εύαγ. Κ. Ρούσσου, ο.π. σελ. 84). Σύμφωνα με τον Φουσάρα, απ τα παραπάνω φαίνεται πως δεν είναι σωστή η άποψη, που από πολλούς υποστηρίχτηκε (βλπ.: Αντωνίου Α. Γουναρόπουλου, «Ιστορία της Νήσου Εύβοιας», Θεσσαλονίκη 1930 σελ. 328,), πως δηλαδή έγινε ανταλλαγή της Σάμου με την Εύβοια απ’ τον Καποδίστρια, μια που δεν ήταν δυνατό ποτέ να υπάρξει Ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος με κατεχόμενη απ’ τους Τούρκους την Εύβοια, που η στρατηγική της σημασία ήταν τότε τεράστια (βλπ.: Διονυσίου Λ. Κοκκίνου, ο.π., τόμος Β΄, σελ. 13 και: Γ. I. Φουσάρα, «Η συμβολή της Εύβοιας εις τους Ελληνικούς αγώνας», ο.π., σελ. 12). Μόνο σε μια φάση των πολύχρονων διαπραγματεύσεων απειλήθηκε σοβαρά η ανεξαρτησία της Εύβοιας, όταν οι Πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη πρότειναν την άνοιξη του 1830 στο μόνιμο συμβούλιο του Λονδίνου να γίνει ανταλλαγή της Εύβοιας με την Ακαρνανία, για να μην παραχωρηθούν στην Ελλάδα τα πολλά και μεγάλα δημόσια τουρκικά κτήματα της Εύβοιας, αλλά το συμβούλιο του Λονδίνου απόρριψε την πρόταση των Πρεσβευτών και επέμεινε στα όρια που καθόρισε το πρωτόκολλο της 3 Φεβρουαρίου 1830 (βλπ.: Διονυσίου Α. Κοκκίνου, ο.π., τόμος IB΄, σελ. 369, Αθήνα 1960).
[31] Φαίνεται πως το ιδιόκτητο τυπογραφείο που είχε φέρει στη Χαλκίδα ο προκάτοχος του Ψύλλα νομάρχης Γεώργιος Αινιάνας (βλπ. την εφημερίδα «Αθήνα», Αθήνα 19 Αυγούστου 1833) τύπωνε και τοπική εφημερίδα, που ούτε καν ο τίτλος της όμως δεν μας σώθηκε. Στο τυπογραφείο αυτό, το οποίο στην αρχή διευθυνόταν από τον Τριπολιτσώτη Ν. Παπαδόπουλο και μετά από τον Μ. Αρσενιάδη, που καταγόταν από την Μαντινεία, τυπώθηκαν και τα δύο πρώτα που ξέρουμε βιβλία της Χαλκίδας (βλπ.: Γ. I. Φουσάρα, «Ευβοϊκή βιβλιογραφία», οι αριθμοί 177 και 181, και: Γ. I. Φουσάρα, «Τα Ευβοϊκά βιβλία» Αθήνα 1960, σελ. 16, και «Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών», τόμος Β’, Αθήνα 1960, σελ. 350), το δεύτερο στα 1834 του αδελφού του Δημ. Αινιάνα, του αδελφού του νομάρχη και γραμματέα του αρχιστράτηγου της Στερεάς στην Επανάσταση Γεώργιου Καραϊσκάκη, με τον τίτλο: «Ο Καραϊσκάκης η του Καραϊσκάκη βιογραφία και λεπτομερής έκθεσις της τελευταίας εκστρατείας αυτού υπέρ των Αθηνών». Το πρώτο, όπως άλλωστε και το δεύτερο, είναι ανώνυμο, αλλά ο Φουσάρας απέδειξε πως κι αυτό γράφτηκε από τον Δ. Αινιάνα (βλπ.: Γ. I. Φουσάρα, «Ο ανώνυμος συγγραφέας του πρώτου τυπωμένου στην Εύβοια βιβλίου», Αθήνα 1960, και στο «Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών», τόμος Ζ΄, Αθήνα I960, σελ. 273—282). Ο Δ. Αινιάνας (1800-1881), που το πραγματικό του επώνυμο ήταν Αναγνωστόπουλος, γεννήθηκε στο Μαυρίλο του Τυμφρηστού και μεγάλωσε στην Πόλη. Στην Ελλάδα κατέβηκε στα 1823, πήρε μέρος στην Επανάσταση και στα 1826 γνωρίστηκε με τον Καραϊσκάκη (βλπ.: Γιάννη Βλαχογιάννη, «Καραϊσκάκης», στο περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΑ’, τόμος 41ος, τεύχος 470, σελ. 151, Αθήνα 1 Φεβρουάριου 1947).
[32] To κύριo ονομά του είναι Αλέξανδρος (βλπ. τον αριθμό 3, σελ. 12, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 9 Ιουλίου 1835).
[33] Η διαμάχη των «αυτοχθόνων», όσων δηλαδή είχαν γεννηθεί στις ελληνικές περιοχές που αποτέλεσαν το Ελληνικό Βασίλειο, με τους ετερόχθονες, τους καταγόμενους δηλαδή απ’ τα μέρη που παρέμειναν υπόδουλα στους Τούρκους, οι οποίοι ήρθαν στην Επανάσταση, ή ύστερα απ’ τον ερχομό του Όθωνα, και εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα, έφτασε στο οξύτερο σημείο της στην πρώτη Εθνοσυνέλευση του 1844, όταν οι αυτόχθονες δεν θέλανε να παραχωρήσουν στους ετερόχθονες πολιτικά δικαιώματα.
[34] Θέλει να πει: επί της θητείας μου.
[35] Θέλει ίσως να πει το Βασιλικό Διάταγμα της 24 Απρίλιου (6 Μαΐου) 1834 «Περί εκλογής Δημοτικών Αρχών», που τυπώθηκε στον αριθμό 17, σελ. 131—133, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 16/28 Μαΐου 1834 ή το Βασιλικό Διάταγμα της 8/20 Ιουνίου 1834 «Περί οδηγιών των Δημαιρεσιών», που τυπώθηκε στον αριθμό 26, σελ 206-218, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 25 Ιουλίου (6 Αυγούστου) 1834. Γιατί ο γενικός νόμος «Περί συστάσεως των Δήμων» είχε κιόλας εκδοθεί πριν ξαναγίνει ο Ψύλλας Νομάρχης της Εύβοιας (βλπ. τον αριθμό 3, σελ. 13—32, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 10/22 Ιανουαρίου 1834).
[36] Σημ.: στο πρωτότυπο «ήκισαν». Το μεταβατικό ρήμα «αικίζω» σημαίνει πως προσβάλλω κάποιον με λόγια ή τον βρίζω ή και πως του προκαλώ ακόμα και σωματική κάκωση με έργα, πως τον σπρώχνω ή πως τον χτυπώ ή πως τον δέρνω.
[37] Ο όρκος ήταν ο ακόλουθος: «Ορκίζομαι στην υπερούσια Τριάδα και το άγιο Ευαγγέλιο, ότι θα είμαι πιστός στον Βασιλιά μας Όθωνα και θα υπακούω στους νόμους του Βασιλείου της Ελλάδας» (βλπ. το Βασιλικό Διάταγμα της 30 Ιανουαρίου (11 Φεβρουαρίου) 1833, που τυπώθηκε στον αριθμό 2, σελ. 6, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 22 Φεβρουαρίου (6 Μαρτίου) 1833. Μόνον όσοι είχαν δώσει αυτόν τον όρκο είχανε και το δικαίωμα «του εκλέγειν στις δημοτικές εκλογές, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου «Περί συστάσεως των Δήμων» του 1834.
[38] Της Αγίας Παρασκευής.
[39] Όταν ο Ψύλλας ήταν ακόμα υπουργός Εσωτερικών, δημοσιεύτηκε στον αριθμό 20, σελ. 146, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 25 Μαΐου (6 Ιουνίου) 1833 το Bασιλικό Διάταγμα που καθόριζε για τους Υπουργούς, για τους Νομάρχες και για τους άλλους ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους από δυό στολές, τη μεγάλη και τη μικρή και έδινε και την περιγραφή τους.
[40] Ο Αθανάσιος Πετσάλης (1802—1871) γεννήθηκε στην Πάργα και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Ύστερα απ’ την πώληση της πατρίδας του απ τους Άγγλους στον Αλή Πασά Τεπελενλή, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου σπούδασε Νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία. Κατέβηκε στα 1828 στην Ύδρα, όπου έγινε Γραμματέας της Δημογεροντίας. Με την προσάρτηση της Εύβοιας εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου έγινε Γραμματέας της Δημογεροντίας. Με την οριστική απελευθέρωση της Εύβοιας εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, όπου δικηγόρησε, κι αγόρασε μεγάλα κτήματα κοντά στο Ξηροχώρι, όπου και πολιτεύτηκε αυτός και οι απόγονοί του (βλπ. και: Γ. I. Φουσάρα, «Ευβοϊκή Βιβλιογραφία», ό.π., τους αριθμούς 198, 206, 286 , 305, 324 και 325). Στην πρώτη Εθνοσυνέλευση του 1864 πολέμησε την πρόταση για τον αποκλεισμό των «ετεροχθόνων» απ την πολιτική ζωή. Στα 1854 έγινε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας, στα 1862 φυλακίστηκε μαζί με τον Επ. Δεληγιώργη για αντιοθωνική συνομωσία, στα 1864 έγινε Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη και στα 1869 Υπουργός της Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση του Θ. Ζαΐμη. Εγγονός του ήταν ο Νικόλαος Πετσάλης (1872 – 1940), καθηγητής της Μαιευτικής στο Πανεπιστήμιο, βουλευτής και γερουσιαστής Εύβοιας και πρώτος Πρόεδρος της Εταιρίας Ευβοϊκών Σπουδών» (βλπ. και: Γ. I. Φουσάρα, ό.π., τους αριθμούς 677 , 750, 796 κτλ.). Δισέγγονος του είναι ο λογοτέχνης Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης, που κι αυτός πολιτεύτηκε στο Ξηροχώρι (βλπ. και: Γ. I. Φουσάρα, ό.π., τους αριθμούς 1360, 1674, 1695, 1699 κτλ.).
[41] Το Βασιλικό Διάταγμα της 30 Μαρτίου (11 Απριλίου) 1835 «Περί συστάσεως εκτάκτου στρατιωτικού Δικαστηρίου εις Χαλκίδα», που τυπώθηκε στον αριθμό 12 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 5/17 Απριλίου 1835, για να δικάσει πράξεις πειρατείας και ληστείας ξηράς και θαλάσσης.
[42] Ο Κλεομένης, έγινε Διευθυντής της Νομαρχίας Εύβοιας με το Βασιλικό Διάταγμα της 15/27 Δεκεμβρίου 1834, που τυπώθηκε στον αριθμό 42, σελ. 300, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 25 Δεκεμβρίου 1834 / 6 Ιανουαρίου 1835.
[43] Ο Κωνσταντίνος Δ. Σχινάς (1801-1870) ήταν φαναριώτης σπουδαγμένος στο Βερολίνο. Η Αντιβασιλεία του Όθωνα τον διόρισε Σύμβουλο στο Υπουργείο Παιδείας και στα 1884 Υπουργό της Δικαιοσύνης. Στα 1843 έγινε πάλι Υπουργός Δικαιοσύνης κι ύστερα Καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο και πολλές φορές Πρύτανης, και στάλθηκε, για λίγο κάθε φορά, Πρεσβευτής στο Μόναχο, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Ο Σχινάς λογαριαζόταν σαν ένας απ’ τους αρχηγούς των «αττικιστών».
[44] Ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης (1793—1867) γεννήθηκε στη Βιέννη από μητέρα Γερμανίδα. Καταγόταν απ’ την Καστοριά. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες. Στην Ελλάδα κατέβηκε στα 1828 και διορίστηκε έφορος της «επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Γραμματείας της Επικρατείας». Ο Όθωνας τον έκανε διαδοχικά Υπουργό των Οικονομικών (1834), Εσωτερικών και Παιδείας, Σύμβουλο της Επικρατείας, Νομάρχη Αττικοβοιωτίας και στα 1862 Υπουργό των Εξωτερικών.
[45] Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου «Περί συστάσεως των Δήμων» «το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές το έχουν γενικά μόνον εκείνοι οι δημότες που έχουν συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, διαμένουν μόνιμα στον Δήμο, έχουν οικονομική ανεξαρτησία κι έδωσαν τον όρκο της υποταγής σύμφωνα με το διάταγμα της 30 Ιανουαρίου (11 Φεβρουάριου) 1833».
[46] Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Νόμου «Περί συστάσεως των Δήμων» τη συνέλευση, που εξέλεγε τους δημοτικούς άρχοντες, την αποτελούσαν οι «περισσότερο φορολογούμενοι» απ’ αυτούς που είχαν το δικαίωμα του «εκλέγειν» δημότες.
[47] Ο «Μεχκεμές» είναι το κοινό ποινικό ή πολιτικό δικαστήριο, ισότιμο με το σημερινό Πρωτοδικείο. Το ιεροδικαστήριο, που για τους Τούρκους αποτελεί Ιερό τόπο, λεγότανε «μεχκεμές σεριγιέ». «Σερί» είναι ο Ιερός νόμος.
[48] Ο Ψύλλας υπογραμμίζει.
[49] Την αντικατάσταση του Ψύλλα απ’ τη Νομαρχία της Εύβοιας δεν την είχε βρει ο Φουσάρας καταχωρημένη στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Ίσως έγινε με Βασιλικό Διάταγμα, που υπογράφτηκε πριν απ’ τις 26 Μαΐου 1835 και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, γιατί η «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» σταμάτησε απ’ τις 29 Μαΐου ως τις 17 Ιουνίου, γιατί μεσολάβησε η ενηλικίωση του Όθωνα (20 Μαΐου 1835), και ξαναβγήκε στις 17 Ιουνίου με καινούργια αρίθμηση. Αν, όπως λέει ο Ψύλλας παρακάτω, υπόγραψε ο Κωλέττης, σαν Υπουργός Εσωτερικών, την απόλυσή του, τότε θα πρέπει ν’ απολύθηκε πριν απ’ την ενηλικίωση του Όθωνα, ή έστω λίγες μέρες πιο μετά, γιατί σε λίγο έπαψε κι ο Κωλέττης να’ ναι Υπουργός Εσωτερικών, και το τελευταίο Βασιλικό Διάταγμα, που φέρει την υπογραφή του σαν Υπουργού, είναι το Β. Δ. της 26 Μαΐου 1835.
[50] Θέλει να πει τα προσωρινά μέτρα, τη γνωστή ειρηνοδικειακή διαδικασία.
[51] Ο Νόμος της 21 Ιανουάριου / 2 Φεβρουαρίου 1884 περί «Οργανισμού των Δικαστηρίων και των Συμβολαιογραφείων» δημοσιεύτηκε σαν παράρτημα του αριθμού 13 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 10 / 22 Απριλίου 1834, αλλά μόνον από τα μέσα του 1835 άρχισε να εφαρμόζεται (βλπ.: Βασ. Διάταγμα της 1 / 13 Ιανουάριου 1935 «Περί ενάρξεως των εργασιών των Δικαστηρίων της Επικρατείας», που τυπώθηκε στον αριθμό 1, σελ. 5, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 11 / 23 Ιανουαρίου 1835).
[52] Ο Ιωσήφ Λουδοβίκος κόμης Armansperg (1787-1853) γεννήθηκε στο Καίστιγγ της Βαυαρίας. Στα 1815 έγινε βουλευτής, ύστερα, διαδοχικά, Υπουργός Εξωτερικών, των Εσωτερικών και των Οικονομικών. Στα 1833 στάλθηκε απ΄ τον Λουδοβίκο τον Α΄της Βαυαρίας σαν πρώτο μέλος της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Ύστερα απ’ την ενηλικίωση του τελευταίου, στις 20 Μαΐου 1835, έγινε Αρχικαγκελάριος, δηλ. Πρωθυπουργός, της Ελλάδας και με τις σατραπικές του ενέργειες μεγάλωσε την αντιδημοτικότητα του Βασιλιά του, ώσπου ο Όθωνας τον αντικατάστησε στα 1837 με τον Ρούδχαρτ. Όταν ο Άρμανσπεργκ κράτησε στο τραπέζι του τον Ψύλλα, δεν μπορεί να ήταν κιόλας Αρχικαγκελάριος, καθώς ο Ψύλλας απολύθηκε από Νομάρχης της Εύβοιας πριν απ’ την ενηλικίωση του Όθωνα.
[53] Ξακουστοί έχουνε μείνει οι χοροί που δινόντουσαν στο σπίτι του Άρμανσπεργκ (δύο σπίτια γειτονικά, ιδιοκτησίας των Δ. Βλαχούτση και Κ. Σπηλιωτάκη, στην οδό Πειραιώς, αντίκρυ στο σημερινό Ωδείο Αθηνών), όπου ξεχώριζαν για την αρχοντιά, για την ομορφιά και για τη χάρη τους η γυναίκα του και οι τέσσερις κόρες του, η Σοφία, η Λουΐζα, η Καρολίνα και η Μαρία. Τη Σοφία μάλιστα την είχε, λένε, ερωτευτεί κι ο Όθωνας, πριν να παντρευτεί στα 1836 την Αμαλία (βλπ.: Δ. Γατόπουλου, «Η Ιστορία της Αθηναϊκής Κοινωνίας. Πρώτη σειρά: Χρονικά και ανέκδοτα των χρόνων της Βασιλείας του Όθωνος», Αθήνα 1942, σελ. 52-64).
[54] Η δασική υπηρεσία συστήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Σεπτέμβρη του 1884 με το Βασιλικό Διάταγμα της 29 Σεπτεμβρίου / 11 Οκτωβρίου 1834 και με το Βασ. Διάταγμα της 5 / 17 Οκτωβρίου 1834, που τυπώθηκε στον αριθμό 37, σελ. 272, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 16 Οκτωβρίου 1884, διορίστηκαν οι πρώτοι δασολόγοι, ο Δ. Εριγόγεν δασάρχης, οι Κράφτ, Έγγελχάρδ, Κένιγγερ και Γαράνζ δασονόμοι Α’ και Φόσκο Δούβνιτς δασονόμος Β’. Όλοι ξένοι, μετακλημένοι απ’ την Αντιβασιλεία, γιατί δεν βρισκότανε κανένας Έλληνας ειδικός επιστήμονας. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 7/19 Μαΐου 1835, που τυπώθηκε στον αριθμό 21, σελ. 152, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 17 Μαΐου 1835, διορίστηκε ο δασονόμος Α΄ Μάξ Κένιγγερ «αρχιδασονόμος και προϊστάμενος δασών Ευβοίας», κι αυτόν αποκαλεί δασάρχη ο Ψυλλάς.
[55] Το Βασιλικό Διάταγμα της απόλυσης του προκατόχου του Ψύλλα και τυπικά πρώτου Νομάρχη -γιατί ο Ψύλλας είχε διοριστεί την πρώτη φορά Διοικητής- της Εύβοιας Γεώργιου Αινιάνα, υπογραμμένο απ’ τον Υπουργό των Εσωτερικών Ιωάν. Κωλέττη, τυπώθηκε στον αριθμό 19, σελ. 143, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 26 Μαΐου 1834 και γράφει πως ο Αινιάνας «τόλμησε να καταχραστεί προς μεγάλη θλίψη των υπηκόων μας την εξουσία που του εμπιστεύθηκε το κράτος και, επεμβαίνοντας στα δικαστικές αρμοδιότητες για τις διαφορές τους με τους Οθωμανούς κτηματίες, να τους υποχρεώσει, αντίθετα με όλους τους νόμιμους τύπους, σε πληρωμή διαφιλονικούμενων απαιτήσεων, να στείλει στα χωριά του Νομού τον γαμπρό του Αλεξανδρόπουλο, ο οποίος δεν είχε θέση σε καμία δημόσια υπηρεσία, καθώς και κάποιο Γεροπάνο, ειδικούς επιτρόπους για τη συγκέντρωση των διαφιλονικούμενων αυτών δικαιωμάτων, και να αμελήσει τα περί αδικιών παράπονα των υπηκόων μας».
[56] Και το συγκεκριμένο διάταγμα, του επαναδιορισμού του Αινιάνα στη Νομαρχία Εύβοιας, δεν έχει ως σήμερα βρεθεί δημοσιευμένο στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Σίγουρα, αν το είχε υπογράψει ο Κωλέττης, θα υπογράφτηκε πριν απ’ τις 26 Μαΐου 1835 και δεν πρόλαβε να τυπωθεί ως την ημέρα που σταμάτησε για λίγο να τυπώνεται η «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (29 Μαΐου – 17 Ιουνίου 1835), γιατί μεσολάβησε η ενηλικίωση του Όθωνα (20 Μαΐου), και γιατί από τις 26 Μαΐου έπαψε να ‘ναι Υπουργός Εσωτερικών κι ο Κωλέττης.