«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί το µεγάλο µέγεθος παίζει ρόλο µόνο στους άνδρες!»
Όταν κλασικές παροιµίες µπουν στο shaker της φαντασίας, τότε προκύπτει ένα δροσιστικό κοκτέιλ τρέλας.
Η Λίτσα που έγινε κύκνος
Από µικρή η Λίτσα γνώρισε την απονιά του κόσµου. Όλοι στη Χαλκίδα την κορόιδευαν γιατί ήταν χοντρή και από νωρίς φάνηκε πως το πάχος θα της δηµιουργούσε προβλήµατα.
Τα πράγµατα δυσκόλεψαν, όταν στην εφηβεία προέκυψε το θέµα του sex. Κανένας δεν καταδεχόταν να «πάει» µαζί της. Απελπισµένη η Λίτσα, πήρε σβάρνα τα ινστιτούτα αδυνατίσµατος και τους πλαστικούς χειρουργούς. Πήγε στην Αθήνα και για ένα περίπου χρόνο χάθηκε τελείως από την πόλη της. Πέρασε ο χρόνος και ξαφνικά µία µέρα στην παραλία έκανε την εµφάνισή του ένα υπέροχο, καλλίγραµµο πλάσµα. Στην αρχή κανείς δεν κατάλαβε πως επρόκειτο για τη Λίτσα. Με τον καιρό την αναγνώρισαν και όλοι άρχισαν να την παινεύουν για την εκπληκτική της εµφάνιση. Ιδιαίτερες µνείες γίνονταν για τον καλλίγραµµο πισινό της ο οποίος τραβούσε όλα τα βλέµµατα. Η Λίτσα είχε γίνει τελικά αντικείµενο πόθου. Η παροιµία που εξάγεται είναι:
«Έκανε η Λίτσα κώλο και καύλωσε τον κόσµο όλο.»
Στο κυνήγι της μουσικής
Υπήρχαν δύο αδέρφια. Ο Πελοπίδας και ο Νίκος.
Ο Πελοπίδας ήταν κυνηγός και όνειρό του ήταν ένα σαφάρι στην Αφρική, ενώ ο Κώστας την «έβρισκε» µε τη µουσική. Την ώρα που ο Νίκος έπαιρνε τα βουνά κυνηγώντας, ο Κώστας σκεφτόταν πώς θ’ αγοράσει καινούργια drums. Τα λεφτά δεν του έφταναν και η ιδέα πως δε θα είχε όργανο να παίξει τον τρέλαινε. Κάποια µέρα ο Πελοπίδας γύρισε χαρούµενος από το κυνήγι. Όπως διηγήθηκε στον αδερφό του, την ώρα που είχε ξαπλώσει κάτω από µία βελανιδιά έβγαλε από την τσέπη του ένα «ξυστό» και άρχισε να το ξύνει. 20.000 ευρώ είχε κερδίσει ο Πελοπίδας. Ο Κώστας άρχισε να χαµογελάει µε την ιδέα πως επιτέλους θα αγόραζε τα drums που ήθελε… Δύο µέρες µετά ο Κώστας πήρε ένα sms που έγραφε: «Κώστα έκλεισα 1 µήνα σαφάρι και διαµονή στην Αφρική µε µόνο 20.000 ευρώ! Νίκος.» Η παροιµία που εξάγεται είναι:
«Ο Κώστας θέλει τύµπανα και ο Νίκος πάει σαφάρι!»
Η Σάντυ και ο Παρασκευάς
Η Κυριακούλα και ο Παρασκεύας ήταν µόλις δύο µήνες παντρεµένοι και ήδη αντιµετώπιζαν οικονοµικά προβλήµατα.
Μεροκαµατιάρης ο Παρασκεύας δε µπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της Κυριακούλας που ήθελε τη µεγάλη ζωή και τα ακριβά πράγµατα. Κάποια µέρα ο Παρασκεύας βρήκε ένα πορτοφόλι µε 2.000 ευρώ. Πήρε τα χρήµατα, τα πήγε στο σπίτι και είπε στην Κυριακούλα να τα φυλάξει για να πάνε ν’ αγοράσουν ένα κρεβάτι. Τόσο καιρό και οι δύο κοιµούνταν σε ράντσα. Γύρω στο µεσηµέρι της εποµένης, ο Παρασκεύας έφυγε από τη δουλειά του νωρίτερα για να πάει µε την Κυριακούλα ν’ αγοράσουν κρεβάτι. Μπαίνοντας σπίτι του βρήκε τη γυναίκα του επάνω στο ράντζο να κρατάει έναν πανάκριβο αργιλέ. Τα έχασε ο καηµένος εκείνη τη στιγµή και τη ρώτησε: «Κυριακούλα, πού τον βρήκες τον αργιλέ;» Εκείνη του απάντησε: «Σάντυ, παρακαλώ. Έχουµε ανέβει κοινωνικά µ’ αυτό τον ανατολίτικο και πανάκριβο αργιλέ που αγόρασα µόνο µε 2.000 ευρώ. Η παροιµία που εξάγεται είναι:
«Όλα τα είχε η Κυριακή, ο αργιλές της έλειπε!»
Ο Περικλής, η Σουλτάνα και ο νταλικέρης
Στο Βούρκο υπήρχε κάποτε µία κοπέλα η οποία ζούσε σ’ ένα σπιτάκι µε κόκκινα φώτα.
Πολλοί άνδρες της χτυπούσαν την πόρτα αναζητώντας µερικές στιγµές ηδονής. Η Σουλτάνα, έτσι έλεγαν την κοπέλα, εξυπηρετούσε όλους τους άνδρες µε ευγένεια και χαµόγελο. Όλα τα καλά είχε η Σουλτάνα, εκτός από ένα. Ήταν φιλοχρήµατη. Έκανε τα πάντα για λίγα χιλιάρικα (προ ευρώ εποχή). Κάποια µέρα χτύπησε το κουδούνι της πόρτα της ο Αστέρης. Την ώρα που και οι δύο είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι, ακούστηκε η φωνή του Περικλή. Καλός πελάτης ο Περικλής, δε γινόταν να περιµένει. Μπήκε και εκείνος στο δωµάτιο και ξεκίνησαν οι διαπραγµατεύσεις για το ποιος θα «βολευτεί» πρώτος. Ο Αστέρης της έδινε δέκα χιλιάρικα για να ξεκινήσει πρώτος, µε τον όρο όµως πως θα της τα έδινε σε δόσεις. Ο Περικλής από την άλλη της έδινε κατευθείαν στο χέρι πέντε χιλιάρικα για να «µπει» πρώτος. Η Σουλτάνα το σκέφθηκε και ξαπόστειλε τον Αστέρη! Η παροιµία που εξάγεται είναι:
«Κάλλιο πέντε µε τον Πέρυ, παρά δέκα µε τον Αστέρη.»
Το αετίσιο μάτι της Μιρέλλας
Σ’ ένα διαµέρισµα στο Κουρέντι ζούσαν δύο φοιτητές.
Όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευµένα µαζί τους. Ανάµεσα στις κοπέλες και η Μιρέλλα. Μόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήµιο και είχε έρθει στη Χαλκίδα για διακοπές. Της άρεσε να κάνει µπανιστήρι στους φοιτητές και επειδή περνούσε πολλές ώρες στο µπαλκόνι της είχε πάντα µαζί της ένα ραδιόφωνο ρεύµατος. Άκουγε µουσική και µε τα κιάλια θαύµαζε τους νεαρούς. Μια µέρα διαπίστωσε πως ο ένας από τους νεαρούς κυκλοφορούσε σχεδόν γυµνός µέσα στο σπίτι του. Η Μιρέλλα τότε τρέχοντας έφερε αναψυκτικά και το ραδιοφωνάκι της για να µπορέσει να κάνει µε άνεση µπανιστήρι. Το ραδιόφωνο έπαιζε χαµηλόφωνα, το αναψυκτικό ακουµπισµένο πάνω στο µικρό τραπέζι και το µάτι της Μιρέλλας καρφωµένο στο νεαρό. Κάποια στιγµή η Μιρέλλα θέλησε να πιει µια γουλιά από το αναψυκτικό της. Κατά λάθος της γλίστρησε το αναψυκτικό από το χέρι και έπεσε πάνω στο ραδιόφωνο, προκαλώντας της ηλεκτροπληξία! Η παροιµία που εξάγεται είναι:
«Η Μιρέλλα προ του τέλους µπάνιζε.»
Ο Μουγκός τα είπε όλα
Όταν ένας µουγκός ο οποίος είχε µία κόρη ελευθέρων ηθών.
Όλη η Χαλκίδα µιλούσε για τις ποµπές της, αλλά κανείς δεν ήξερε την πλήρη αλήθεια. Μία µέρα η αρχικουτσοµπόλα της πόλης πήγε στο σπίτι της κοπέλας για να µάθει από πρώτο χέρι τα γεγονότα. Χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε ο πατέρας της κοπέλας. Αµέσως η κουτσοµπόλα άρχισε να τον ρωτάει διάφορα πράγµατα τα οποία ήταν άκρως προσωπικά. Ο µουγκός ανεβοκατέβαζε το κεφάλι του και είτε απαντούσε θετικά είτε αρνητικά. Η κουτσοµπόλα παρέµεινε στην εξώπορτα του µουγκού για τρεις µέρες µαθαίνοντας όλη την ιστορία της οικογένειας. Ο µουγγός είχε φτάσει σ’ ένα σηµείο πλέον που ήθελε να τη διαολοστείλει, αλλά ο καηµένος δε µπορούσε να µιλήσει. Μετά από τη θρασύτατη ανάκριση, η κουτσοµπόλα αποφάσισε να φύγει για να τρέξει να προλάβει όλα όσα είχε πληροφορηθεί και στις άλλες κουτσοµπόλες. Η παροιµία που εξάγεται είναι:
«Στου µουγγού την πόρτα ό,τι θέλεις ρώτα.»