John Bagnell Bury
Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1262 – 1303 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης. Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Δείτε εδώ το πρώτο μέρος (1205 – 1262) της διατριβής του John Bagnell Bury «The Lombards and Venetians in Euboia», η οποία δημοσιεύτηκε αποσπασματικά σε τρία μέρη στο έγκριτο επιστημονικό έντυπο «The Journal of Hellenic Studies» του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, στις διαδοχικές εκδόσεις των ετών 1886, 1887 και 1888.
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον σπουδαστή Γιάννη Μύταλα, για την ευγενική παραχώρηση των εικονιστικών αναπαραστάσεων των οχυρώσεων του Νεγροπόντε από την ευρύτερη εργασία του, στην οποία πραγματεύεται την ψηφιακή ανάπλαση των μεσαιωνικών τειχών και των εμβληματικών μνημείων της καστροπολιτείας του Ευρίπου.
Δεύτερη Περίοδος: 1262 – 1385
-
Διαιρέσεις της δεύτερης περιόδου.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου αυξάνεται η Βενετσιάνικη εξουσία και τελικά γίνεται η επικρατέστερη στην νήσο, ενώ οι Λομβαρδοί καθίστανται εντελώς εξαρτώμενοι από τη Βενετία. Είναι δε μία περίοδος πολέμων και ένα σημείο στο οποίο θα επιμείνω, είναι ότι αυτοί ακριβώς οι πόλεμοι ευνόησαν ιδιαίτερα την επέκταση της Βενετσιάνικης επιρροής.
Η περίοδος μπορεί να διαιρεθεί βολικά σε τρία μέρη:
(1) 1262 – 1303: Από την συνθήκη των Θηβών στην ειρήνη μεταξύ της Βενετίας και του Έλληνα αυτοκράτορα (σ.τ.μ.: της Κωνσταντινούπολης). Τα χαρακτηριστικά αυτής της υποπεριόδου είναι ότι οι Λομβαρδοί και οι Βενετσιάνοι συνενώθηκαν σε ένα πόλεμο εναντίον των Ελλήνων.
(2) 1303 – 1340: Από την ειρήνη με τους Έλληνες μέχρι το θάνατο του Πιέτρο (Pietro) Δαλλεκαρτσέρι. Στη Βενετσιάνικη εξουσία αντιτίθενται οι Λομβαρδοί, οι οποίοι συμπαρατάσσονται με τους Καταλανούς, αλλά τελικά υπερισχύει η πρώτη. Οι δηώσεις των Τούρκων πειρατών προάγουν την ενότητα ανάμεσα στους Λατίνους.
(3) 1340 – 1385: Από τον θάνατο του Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, δια του οποίου αφαιρέθηκε το τελευταίο εμπόδιο για την Βενετσιάνικη κυριαρχία, στον θάνατο του Νικολό (Nicolo) Δαλλεκαρτσέρι, μετά τον οποίο η Βενετία διόριζε η ίδια τους τρίαρχους. Η Βενετία είναι κυρίαρχος, αλλά οι Λομβαρδοί βαρώνοι έχουν ακόμα μία ανεξάρτητη θέση και μερικές φορές αντιτίθενται στην Δημοκρατία (της Βενετίας).
Ανάγλυφος θυρεός της Βενετίας με το φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου από το Νεγροπόντε του 13ου αιώνα. Μετά το 1262 άρχισε να αυξάνεται σταδιακά η Βενετσιάνικη εξουσία στην Εύβοια, μέχρι την ολοκληρωτική επικράτηση της στα 1385. Το ανάγλυφο εκτίθεται στη συλλογή γλυπτών στο κάστρο του Καραμπαμπά Χαλκίδας. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Α’ Υποπερίοδος της Δεύτερης Περιόδου: (1262 – 1303)
-
Νέοι Τριτημόριοι.
Οι τρίαρχοι που συναίνεσαν στην ειρήνη του 1262 δεν επέζησαν για πολύ.
Ο Γουλιέλμος Α’ ντα Βερόνα πέθανε το επόμενο έτος, και τον διαδέχτηκε ο πρεσβύτερος γιός του επίσης Γουλιέλμος Β’, ο οποίος παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα ντε Νεϊγύ (ή Νιουλλύ, Margaret de Neuilly), κόρη του Ιωάννη (John) ντε Νεϊγύ, βαρώνου του Πασσαβά (στη Λακωνική Μάνη), και ως εκ τούτου έγινε στρατάρχης (marshal) της Αχαΐας. Ο Ναρζότο και ο Γραπέλλα πέθαναν μερικά χρόνια αργότερα. Τον πρώτο τον διαδέχτηκε ο γιός του Μαρίνο Β΄, ο οποίος αποκαλούνταν Μερινέττο. Ο Γραπέλλα δεν είχε τέκνα και έτσι το τριτημόριο του διανεμήθηκε μεταξύ των ανιψιών της συζύγου του, Γαετάνο (Gaetano) και Γραπόζο (Grapozzo), γιών του Φραντζέσκο ντα Βερόνα, και εγγονών του Γουλιέλμου Α΄. Ο Γραπόζο έλαβε το εκτημόριο στην βόρεια Εύβοια, (και συγκεκριμένα) την βαρωνία των Ωρεών, ο δε Γαετάνο το εκτημόριο στην νότια Εύβοια, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και τα Άρμενα.
Άποψη της μεγαλιθικής πύλης της ακρόπολης των αρχαίων Στυρών επί του υψώματος του Αγίου Νικολάου. Στο ίδιο μέρος τοποθετείται το μεσαιωνικό κάστρο των Άρμενων, το οποίο φέρεται να αποτελούσε έδρα ενός φέουδου της νότιας Εύβοιας.
-
Αλλαγή στους συσχετισμούς (των δυνάμεων): Οι Έλληνες απειλούν την Εύβοια.
Οι νέοι τρίαρχοι βρήκαν τον εαυτό τους σε μία νέα κατάσταση. Μία σπουδαία αλλαγή είχε λάβει χώρα στην πολιτική της Ανατολής μετά την Ελληνική νίκη στην Πελαγονία στα 1259, και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης στα 1261.
Η εμφάνιση του (μετέπειτα βασιλιά της Νεάπολης και της Σικελίας) κόμη Καρόλου του Ανζού (Charles of Anjou) στην Ιταλία και ο συνασπισμός του με τον Πάπα, εισήγαγε μία άλλη καινοτομία. Μπορούμε να πούμε ότι το 1260 σηματοδοτεί μία οριστική διαίρεση στην ιστορία της Ρωμανίας. Η επιρροή των Παλαιολόγων στη δυτική Ρωμανία αρχίζει με την μάχη της Πελαγονίας και η σημαντικότητα των Γενοβέζων στις ανατολικές θάλασσες, χρονολογείται από την συνθήκη του Νυμφαίου στα 1261.
Υπήρχαν τρία ξεχωριστά μέρη από τα οποία ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, προσπάθησε να στείλει τα δυτικά έθνη πίσω από τα όρια της παλαιάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτά ήταν η βορειότερη Ελλάδα, όπου βρίσκονταν κυρίως υπό την Ελληνική δυναστεία των Αγγέλων, εναντίον της οποίας έπρεπε να αγωνιστεί, η Εύβοια και η Πελοπόννησος. Στον Μορέα, ο (Έλληνας) σεβαστοκράτορας, βοηθούμενος από Σλάβους εποίκους, ανέλαβε χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Φράγκων. Η δε βόρεια Ελλάδα καταπονούνταν από ξηρά και από θάλασσα, και ο Ελληνικός στόλος, ο οποίος συχνά περιπολούσε στον κόλπο του Βόλου, ήταν ικανός να παρενοχλήσει τους Λομβαρδούς του Νεγροπόντε, όπως επίσης και τις ακτές της Θεσσαλίας.
Αυτός ήταν ο κοινός εχθρός που ενδυνάμωσε τα δεσμά ανάμεσα στον πρίγκιπα της Αχαΐας και στους Ευβοείς βασσάλους του, και προκάλεσε τις φιλικές σχέσεις μεταξύ αυτών και του Ιωάννη Α’ Δούκα, ηγεμόνα των Νέων Πατρών (Υπάτης). Ο Γουλιέλμος Α’ ντα Βερόνα, ο οποίος συνήθως συντηρούσε 400 ιππότες, λίγο πριν τον θάνατο του στα 1263, εφοδίασε τον Βιλλεαρδουίνο με ένα επικουρικό στρατιωτικό απόσπασμα, για να καθυποτάξει την Σλαβική εξέγερση στην Τσακωνιά, και μετέπειτα ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος συνέδραμε τους τρίαρχους όταν εκείνοι πιέζονταν σκληρά.
Αλλά τα συμφέροντα της Βενετίας δεν ήταν τα ίδια, όπως αυτά των φεουδαρχικών αυθεντών, και καθώς οι Έλληνες δεν ήταν αντίπαλοι της στο εμπόριο, αυτή δεν αισθάνονταν καμία απροθυμία στο να τηρεί καλούς όρους με τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Η συνθήκη του Νυμφαίου, που ο τελευταίος είχε συνάψει με τους Γενοβέζους στα 1261, άνοιγε την Μαύρη Θάλασσα σε αυτούς, και τους χορηγούσε σημαντικά προνόμια, σημαίνοντας συναγερμό στη Βενετία, εξαναγκάζοντας την σε μία συμμαχία με τη δύναμη που διαφέντευε τις πύλες του Εύξεινου Πόντου. Η πολιτική μίας τέτοιας συμμαχίας για αμφότερα τα μέρη, αυξήθηκε περαιτέρω με την άνοδο του Κάρολου του Ανζού (ή Ανδεγαυού), και τον συνασπισμό του με την Παπική αυλή (Curia). Η δε Γένοβα εκείνο τον καιρό ήταν σύμμαχος του Κάρολου.
Άποψη του ερειπωμένου μεσαιωνικού πύργου στον οικισμό του Μίστρου. Μετά το 1261 η ανακατάληψη της Εύβοιας αποτέλεσε έναν από τους στρατηγικούς στόχους του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.
-
Συμφωνία μεταξύ της Βενετίας και του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου στα 1265.
Αντιστοίχως στα 1265 διευθετήθηκε μία συνθήκη μεταξύ του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και της Βενετίας, που καθιέρωνε μία «αγάπη καθαρά και άδολη» ανάμεσα στα δύο (σ.τ.μ.: συμβαλλόμενα) μέρη, πάνω στην πλήρη βάση ότι η Βενετία θα αντιτίθονταν σε όλες τις δυνάμεις που θα επιτίθονταν στην Ελληνική αυτοκρατορία, μη εξαιρουμένων ακόμα και του Πάπα, των βασιλιάδων της Γαλλίας, Σικελίας, Καστίλης, Αγγλίας (Ιγκλινίας), Αραγονίας (Ραγούνας), τον κόμη Κάρολο του Ανζού, και τις Δημοκρατίες της Γένοβας, Πίζας, και Ανγκόνας, όπως ρητώς μνημονεύονται.
Η Κορώνη και η Μεθώνη αφέθηκαν στην κατοχή της Δημοκρατίας (της Βενετίας), καθώς επίσης και η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, που ανήκαν ήδη σε αυτήν. Η συνθήκη πιστοποιήθηκε από τον Δόγη με μερικές τροποποιήσεις στα 1268. Όσον αφορά τον πόλεμο στην Εύβοια, οι διατυπώσεις έγιναν με κάποια λεπτομέρεια και ενδείκνυται να παραθέσουμε ολόκληρο το κείμενο[1]:
«Στον Εύριπο θα έχουν ότι έχουν και σήμερα. Θα δώσει σε αυτούς η βασιλεία μου στον Αλμυρό, τόπο προς κάθισμα και για να ποιούν σε αυτόν αναπαύσεις. Επειδή δε έχει η βασιλεία μου μάχη μετά του Ευρίπου και ευρίσκονται σε αυτόν Βενέτικοι, θα έχει η βασιλεία μου κατακρατημένη την σκάλα του Αλμυρού, για να μην παίρνουν από αυτή την σκάλα βρώσιμα και πόσιμα οι Βενέτικοι του Εύριπου και αποκομίζουν αυτά εις ζωάρκεια των Λατίνων εχθρών της βασιλείας μου στον Εύριπο, μέχρι να δώσει ο Θεός να γίνει εγκρατής η βασιλεία μου στον Εύριπο και τότε θα απολύσει η βασιλεία μου και αυτή την σκάλα προς το μέρος της Βενετίας. Όταν δε μέλλει η βασιλεία μου να πολεμάει με την βοήθεια του Θεού τους Λατίνους στον Εύριπο, να μην αποστείλει η Βενετία συμμαχία ή χρήμα σε βοήθεια αυτών, αλλά και οι Βενέτικοι που βρίσκονται στον Εύριπο θα αποσχισθούν από το μέρος των εκεί Λατίνων και θα παραμένουν ξεχωριστά και ούτε θα συμμαχήσουν με τους Λατίνους, ούτε θα αντιδικήσουν με την βασιλεία μου. Θα φυλάσσονται αυτοί και τα πράγματα τους παρά το μέρος της βασιλείας μου, όπως οι λοιποί Βενέτικοι. Αν δε αντιδικήσουν αυτοί μαζί με τους εκείθε Λατίνων προς το μέρος της βασιλείας μου στον γενόμενο πόλεμο κατά των Ευριπιωτών, η βασιλεία μου θα ποιήσει ότι βούλεται σε αυτούς και στα πράγματα τους. Αφότου δε, με την βοήθεια του Θεού, καταλάβει η βασιλεία μου τον Εύριπο, τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η Βενετία και έχει αυτόν σήμερα, η βασιλεία μου θα δώσει πάλι αυτόν προς τον ευγενέστατο δούκα της Βενετίας και τον δήμο (κομούνιον) αυτής, και θα έχουν πάλι αυτόν, καθώς τον έχουν σήμερα»[2].
Απεικόνιση των δυτικών θαλάσσιων οχυρώσεων του Νεγροπόντε. Οι Βενετσιάνοι άποικοι του Ευρίπου προβλέπονταν να τηρήσουν ουδετερότητα στον πόλεμο του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου με τους Λομβαρδούς βαρώνους της Εύβοιας. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017).
-
Ο Λικάριος της Καρύστου.
Μία σημαντική βοήθεια προσφέρθηκε στον Έλληνα αυτοκράτορα στα σχέδια του για την Εύβοια από έναν απροσδόκητο στρατιωτικό παράγοντα.
Ο Μαρίνο Β’, γιός και κληρονόμος του Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι, ήταν ανήλικος τον καιρό που πέθανε ο πατέρας του, και το τριτημόριο το διαχειρίζονταν για λογαριασμό του η μητέρα του Φελίζα, η οποία κατοικούσε στο Νεγροπόντε μαζί με αυτόν και τις τέσσερις κόρες της. Η Φελίζα, που ήταν ακόμα νέα και γοητευτική, έκανε μία γνωριμία με κάποιο Ιταλό κύριο, όχι πολύ λαμπρής καταγωγής, που ονομάζονταν Λικάριος[3], του οποίου η οικογένεια ήρθε στην Εύβοια από τη Βιτσέντζα και ο ίδιος με τον αδερφό του κατοικούσαν στην Κάρυστο. Αυτοί (οι δύο νέοι) ερωτεύτηκαν. Αλλά οι συγγενείς της αρχόντισσας δεν ενέκριναν το ειδύλλιο. Όταν ο Φραντζέσκο ντα Βερόνα και ο αδερφός του Γιλβέρτο αντιλήφθηκαν ότι η αδερφή τους είχε παντρευτεί μυστικά με το Λικάριο, ορκίστηκαν εκδίκηση ενάντια στον τυχοδιώκτη της Καρύστου. Αυτός διέφυγε και προσπάθησε μάταια μέσω της επιρροής κάποιων φίλων του να συμφιλιωθεί με τους βαρώνους. Τελικά κατέλαβε το κάστρο των Ανεμοπυλών (Anemopylai) κοντά στην Κάρυστο[4], και αφού το οχύρωσε ισχυρά και μάζεψε έναν αριθμό από τυχοδιώκτες φίλους του, το μετέτρεψε σε ένα ανεξάρτητο παραθαλάσσιο κάστρο, από το οποίο συνήθιζε να εξορμά και να λεηλατεί τα γειτονικά αγροκτήματα και χωριά. Έτσι περιόριζε τους ανθρώπους της επαρχίας σε ένα τέτοιο καθεστώς τρόμου, που έφεραν τα υπάρχοντα τους εντός των τειχών της πλησιέστερης πόλης (της Καρύστου) και δεν τολμούσαν να επιδιώξουν να εργαστούν στους αγρούς τους, χωρίς την προφύλαξη από στατικούς φρουρούς – παρατηρητές (ημεροσκόπους).
Αυτός σύντομα αναλώθηκε στη διαμόρφωση σχέσεων με τον Έλληνα αυτοκράτορα, ο οποίος τότε κατέβαλε προσπάθειες για να αποσπάσει την Εύβοια από τους Λομβαρδούς. Αφού πρώτα απέστειλε πρέσβεις προς τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, κατόπιν μετέβηκε ο ίδιος (στην Κωνσταντινούπολη), αφήνοντας μία επαρκή φρουρά στο φρούριο του. Ο Μιχαήλ αποδέχτηκε πρόθυμα τις υποσχέσεις του Λικάριου να επαναφέρει την Εύβοια στην αυτοκρατορία. Μία Ελληνική φρουρά τοποθετήθηκε στις Ανεμοπύλες, και ξεκίνησε ένας ναυτικός ανταρτοπόλεμος, κατά τον οποίο τα νησιά του Αρχιπελάγους υπέφεραν και από τα δύο αντιμαχόμενα μέρη.
Άποψη από την αρχαία οχύρωση στην τοποθεσία «Ελληνικόν» του Πλατανιστού Καρύστου, η οποία χρησιμοποιήθηκε και την περίοδο της Λατινοκρατίας. Από ορισμένους ερευνητές ταυτίζεται με το κάστρο των Ανεμοπυλών, που κατέλαβε ο Λικάριος στην αρχή της δράσης του, αν και είναι πιθανότερο αυτό να βρίσκονταν στο ακρωτήριο «Καστρί» Γεραιστού.
-
Η μάχη του Βόλου (ή αλλιώς, ναυμαχία της Δημητριάδας).
Η πρώτη αποφασιστική εμπλοκή, στην οποία ενεπλάκησαν οι Λατίνοι της Εύβοιας, δεν έλαβε χώρα πριν το 1275.
Σε αυτό το έτος ο Έλληνας ναύαρχος Αλέξιος Φιλανθρωπινός στάθμευε στον κόλπο του Βόλου, ενώ ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος καθοδηγούσε μία στρατιά εναντίον του Ιωάννη Α’ Δούκα, του ηγεμόνα των Νέων Πατρών (Υπάτης). Ο τελευταίος είχε καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με τους Λατίνους, ιδιαίτερα με τους βαρώνους της Εύβοιας και το δούκα των Αθηνών. Επίσης, τα συμφέροντα του τον κατέστησαν προσφιλή προς τον Κάρολο του Ανζού, καθώς αμφότεροι επιθυμούσαν να αποτρέψουν την προς δυσμάς προώθηση των Παλαιολόγων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Η βοήθεια του δούκα των Αθηνών Ιωάννη Δελαρός, εξασφάλισε στον Ιωάννη Α’ Δούκα, που έφερε και τον τίτλο του σεβαστοκράτορα, μία λαμπρή νίκη (επί των αυτοκρατορικών) στις Νέες Πάτρες.
Αλλά αυτή η ήττα ήταν η έμμεση αιτία για μία νίκη για τους Έλληνες (αυτοκρατορικούς), η οποία έτεινε πολύ προς την κατεύθυνση για να τους παρηγορήσει.
Όταν οι Λομβαρδοί του Νεγροπόντε άκουσαν τα ευχάριστα νέα, συνέλαβαν την ιδέα να επιτεθούν στον Ελληνικό στόλο, ο οποίος ναυλοχούσε στη Δημητριάδα. Είχαν ήδη προετοιμάσει έναν στολίσκο, όχι με σκοπό να επιτεθούν στο αυτοκρατορικό ναυτικό, γιατί κάτι τέτοιο θεωρούσαν πως θα ήταν πολύ παρόμοιο σαν να έριχναν προς τον ουρανό («εις ουρανόν τοξεύειν»), όπως αφηγείται ο Νικηφόρος Γρηγοράς, αλλά για να υπερασπιστούν τους δικούς τους αιγιαλούς. Ένας Βενετσιάνος, ο Φίλιππο Σανούδο, εκλέχτηκε ως διοικητής. Ήταν ο γιός του πρώην βάϊλου (του Νεγροπόντε) Λεόνε Σανούδο.
Οι κυριότεροι Λομβαρδοί άρχοντες, Γουλιέλμος, Γαετάνο, Γιλβέρτο, Φρανσέσκο, Μπουταρέλλο, (του δυναστικού οίκου ντα Βερόνα – Δαλλεκαρτσέρι), έλαβαν μέρος στο τολμηρό εγχείρημα, και παρόλο που οι Έλληνες αριθμούσαν ογδόντα πλοία και εκείνοι είκοσι δύο, από τα οποία μόνο τα δώδεκα ήταν πολεμικές γαλέρες, αυτοί νίκησαν ολοκληρωτικά τον ναύαρχο Φιλανθρωπινό, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά.
Απεικονιστική σκηνή από την ναυμαχία της Δημητριάδας στα 1275, η οποία κατέληξε σε νίκη των Ελληνικών αυτοκρατορικών όπλων απέναντι στον στολίσκο των Λομβαρδών βαρώνων της Εύβοιας. Πηγή: volosmagnisia.wordpress.com.
Αλλά ένα τυχαίο περιστατικό μετέστρεψε αυτή την επιτυχία σε μία ήττα.
Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Ιωάννης Παλαιολόγος και οι Έλληνες φυγάδες από το ατυχές πεδίο μάχης των Νέων Πατρών, κατέφθασαν εκείνη την στιγμή στην ακτή, και ακούγοντας περί της κακοτυχίας του Ελληνικού στόλου, (ο αυτοκρατορικός δεσπότης) επάνδρωσε τις δρομολογημένες γαλέρες, οι οποίες είχαν οδηγηθεί προς την παραλία, με τον εναπομείναντα στρατό ξηράς. Οι ήδη καταπονημένοι Λομβαρδοί, εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν από την απρόσμενη επίθεση, υφιστάμενοι μία καταστροφική ήττα. Σκοτώθηκε ο Γουλιέλμος A’ ντα Βερόνα, ο τριτημόριος (της κεντρικής Εύβοιας) και στρατάρχης της Αχαΐας, ενώ σημειώνεται ότι πάρθηκαν αιχμάλωτοι ο Γαετάνο, ο εκτημόριος της νότιας Εύβοιας, ο πατέρας του Φρανσέσκο ντα Βερόνα, ο Μπουταρέλλο Δαλλεκαρτσέρι, και ο καπετάνιος Φίλιππο Σανούδο, μαζί με πολλούς άλλους λιγότερο σημαίνοντες. Ο Γιλβέρτο ντα Βερόνα ήταν αρκετά τυχερός ώστε να δραπετεύσει.
Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι σύμφωνα με τις δεσμεύσεις τους προς τον Μιχαήλ, οι Βενετσιάνοι της Εύβοιας επίσημα δεν έλαβαν μέρος στην στρατιωτική δράση. Αλλά παρόλα αυτά Βενετσιάνοι μισθοφόροι βοηθούσαν τους τρίαρχους, ενώ και ο (επικεφαλής) καπετάνιος ήταν ένας Βενετσιάνος. Επιπλέον, στα 1273 οι Βενετσιάνοι μερίμνησαν να ενισχύσουν το κάστρο που δέσποζε στη γέφυρα (του Ευρίπου) στη Χαλκίδα.
Πολυγωνικός πυργοειδής προμαχώνας του Κοκκινόκαστρου της Καρύστου, το οποίο καταλήφθηκε από τον Ιταλοκαρυστινό ιππότη Λικάριο στα 1276 μετά από στενή και μακροχρόνια πολιορκία.
-
Οι Έλληνες κατακτούν την Εύβοια: Η σταδιοδρομία του Λικάριου.
Ο ναύαρχος Φιλανθρωπινός και ο Λικάριος, ο οποίος πιθανόν ήταν παρών στην μάχη του Βόλου, διεξήγαγαν τον πόλεμο εναντίον της Εύβοιας, της οποίας η υπεράσπιση εναπόκειντο τώρα κυρίως στον Γιλβέρτο Β’ ντα Βερόνα, που είχε διαδεχτεί σαν τρίαρχος (της κεντρικής Εύβοιας) τον σφαγιασθέντα ανιψιό του Γουλιέλμο Β’[5].
Ο δούκας των Αθηνών, Ιωάννης Δελαρός, συνεισέφερε με βοήθεια, και ο Βενετσιάνος βάϊλος φαίνεται ότι δεν τήρησε πολύ αυστηρά τη διατήρηση της ουδετερότητας, με την οποία δεσμεύονταν.
Το κύριο γεγονός του 1276 ήταν η πολιορκία της Καρύστου, το οχυρό του Όθωνα ντε Σικόν. Ο Λικάριος το απέκλεισε από ξηρά και από θάλασσα. Αλλά η φυσική οχύρωση της τοποθεσίας, το καθιστούσε εκ των πραγμάτων ακόμα πιο ισχυρό και αψηφούσε για μακρύ χρονικό διάστημα τους πολιορκητές, ενώ η κραταιότητα του έκανε την κατάκτηση του ακόμα πιο επιθυμητή. Ο Λικάριος υπήρξε τελικά επιτυχής και πριμοδοτήθηκε από τον ευγνώμονα αυτοκράτορα με τη νήσο της Εύβοιας, έχοντας την υποχρέωση να υπηρετεί τον αυτοκράτορα με 200 ιππότες. Έτσι, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος εισήγαγε το φεουδαρχικό σύστημα ανάμεσα στους Έλληνες. Επίσης αυτός έδωσε (για σύζυγο) στον Λικάριο μια Ελληνίδα αριστοκράτισσα, προικισμένη πλουσιοπάροχα. Ωστόσο, δεν μνημονεύεται στις πηγές τι συνέβηκε στην πρώτη του σύζυγο, την Φελίζα Δαλλεκαρτσέρι. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Καρύστου, η νήσος ερημώθηκε από ένα άλλο απόσπασμα του Ελληνικού στόλου, το οποίο είχε το αρχηγείο του στους Ωρεούς. Η πτώση της Καρύστου ακολουθήθηκε από την κατάληψη άλλων τεσσάρων φρουρίων, της Κλεισούρας (La Clisura), των Άρμενων, του Μαντουδίου (Mandrucho), και της Κούπας (Kuppa).
Άποψη των δυτικών οχυρώσεων στο ανώτερο πλάτωμα του κάστρου Κούπα στα νοτιοδυτικά του οικισμού Βρύση Κονιστρών, το οποίο ήταν ένα από τα μείζονα φρούρια της Εύβοιας, που κυρίευσε ο Λικάριος μετά την κατάληψη της Καρύστου.
Στο μεταξύ η Βενετία επανάκτησε το ενδιαφέρον της για την Εύβοια, το οποίο είχε χαλαρώσει μετά την συνθήκη του 1262.
Αυτή προτιμούσε η νήσος να παραμείνει στην κατοχή των Λομβαρδών, παρά να περάσει στα χέρια των Ελλήνων. Σύμφωνα με μία συνθήκη με τον Μιχαήλ στις 19 Μαρτίου 1277, προβλέπονταν ρητά ότι αν οι Βενετσιάνοι βοηθούσαν τους τρίαρχους στον πόλεμο τους με τους Έλληνες, μία τέτοια βοήθεια δεν θα έπρεπε να διαμορφώνει μία «αιτία πολέμου (casus belli)» μεταξύ της Βενετίας και της αυτοκρατορίας. Αυτή η (ανοίκεια) αρχή εφαρμόστηκε ξανά στα 1280 σε μία συνθήκη μεταξύ της αυτοκρατορίας και του Φλωρέντιου του Αινώ (Florenz of Hainault), του τότε πρίγκιπα της Αχαΐας, όπου η ειρήνη περιστέλλονταν στην Αχαΐα, συμφωνήθηκε ότι η βοήθεια που θα δίνονταν από τον Φλωρέντιο κάπου αλλού στους αντίμαχους (της αυτοκρατορίας), δεν θα ζημίωνε την γενικότερη ειρήνη. Επίσης, (κάτι ανάλογο) συμπεριλήφθηκε και στη συνθήκη μεταξύ της Γένοβας και της Βενετίας στα 1299. Τον ίδιο καιρό απελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι Γαετάνο ντα Βερόνα και Μπουταρέλλο Δαλλεκαρτσέρι, όπως επίσης και 500 Βενετσιάνοι αιχμάλωτοι.
Ο Λικάριος, που τώρα ήταν ο αυτοκρατορικός αντιναύαρχος, είχε καταστεί πολύ επιτυχής. Είχε πάρει πέντε ισχυρά (οχυρωμένα) μέρη στην Εύβοια, και στον ίδιο χρόνο περιέσφιξε τη Σκόπελο και τη Λήμνο. Τη Λήμνο την υπερασπίζονταν σθεναρά ο Μέγας Δούκας Πάολο Ναβιγκαγιόζο (Paolo Navigajoso), ο οποίος αρνήθηκε την προσφορά του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου των 60.000 χρυσών υπέρπυρων. Ο ίδιος και μετά τον θάνατο του η σύζυγος του, κατάφεραν να παρατείνουν επιτυχώς την πολιορκία του κάστρου του έως τα 1278, αλλά η υπόλοιπη νήσος είχε αποκτηθεί από τα στρατεύματα του Λικάριου, ο οποίος έπειτα αποφάσισε να κάνει μία προσπάθεια κατά της Χαλκίδας.
Ο Γιλβέρτο Β’ ντα Βερόνα και ο φίλος του Ιωάννης Δελαρός, ο ήρωας της μάχης των Νέων Πατρών, εξήλθαν (από την καστροπολιτεία του Νεγροπόντε) για να συναντήσουν τον Λικάριο με μία δύναμη Σικελών μισθοφόρων, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει το βασιλιά Μανφρέδο (Manfred, σ.τ.μ.: της Σικελίας). Ο Λικάριος κατήγαγε μία συντριπτική νίκη και συνέλαβε τον Γιλβέρτο και το δούκα των Αθηνών, που ήταν τραυματισμένοι αμφότεροι. Ο ηττημένος στρατός κατέφυγε στη Χαλκίδα, συλλαμβάνοντας κατά την υποχώρηση τους ένα μικρό σώμα από Ισπανούς (Spaniards, σ.τ.μ.: του αυτοκρατορικού στρατεύματος), οι οποίοι καταδίωκαν τους υποχωρούντες πολύ απερίσκεπτα (με αποτέλεσμα να αποκοπούν). Ωστόσο, προς έκπληξη τους, ο Λικάριος έμεινε αδρανής και δεν προωθήθηκε στην πρωτεύουσα, παρόλο που είχε κερδίσει αυτή την ημέρα και είχε ένα στόλο στους Ωρεούς να τον υποστηρίζει.
Φαίνεται ότι για δεύτερη φορά μία μάχη στη Θεσσαλία επηρέασε την πορεία των γεγονότων στην Εύβοια. Όπως πριν από τρία χρόνια τα νέα της μάχης των Νέων Πατρών συνάρπασαν τους Λομβαρδούς και προξένησαν την καταστροφή του Βόλου, έτσι τώρα η είδηση της μάχης των Φαρσάλων, όπου ο Ιωάννης Α’ Δούκας, ο σεβαστοκράτορας, κατανίκησε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό το Συναδηνό και τον Καβαλλάριο, έσωσε το Νεγροπόντε από μία επίθεση. Λίγο αργότερα κατέφθασε βοήθεια στην επαπειλούμενη πόλη. Ο Ζακ (Jaques) Δελαρός, ένας εξάδελφος του Ιωάννη, του Δούκα των Αθηνών και κυβερνήτης του Ναυπλίου, συγκρότησε ένα σώμα ιπποτών και προχώρησε για να ανακουφίσει την (καστροπολιτεία του Ευρίπου). Σε σύζευξη μαζί του ο Βενετσιάνος βάϊλος, Νικολό Μοροσίνι (Nicolo Morosini), έλαβε μέτρα για την υπεράσπιση της, και ο Λικάριος εγκατέλειψε για την ώρα κάθε σκέψη για να επιχειρήσει (εναντίον της).
Αλλά μολονότι το Νεγροπόντε είχε σωθεί, η υπόλοιπη νήσος ήταν στα χέρια των Ελλήνων. Σαν κυβερνήτης της Εύβοιας, ο Λικάριος εδραίωσε τον εαυτό του στο ισχυρό κάστρο των Φύλλων, το οποίο έλεγχε το Ληλάντιο Πεδίο.
Οι επιτυχίες του Λικάριου πρέπει να προέρχονταν από ιδιωτικές αιτίες μίας ιδιάζουσας ζέσης για εκείνον. Είχε ταπεινώσει την αγέρωχη οικογένεια ντα Βερόνα, που περιφρόνησε μία συμμαχία μαζί του. Ο Γιλβέρτο Β’ ντα Βερόνα, ο κουνιάδος του, ήταν αιχμάλωτος του, και αυτός ο ίδιος που κάποτε λογίζονταν σαν ένα χυδαίο υποκείμενο, ήταν τώρα ο άρχοντας της Εύβοιας, υψηλά ιστάμενος στην αυτοκρατορική προτίμηση. Τώρα πια είχε γίνει μέγας κοντόσταυλος (της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης). Η δε σταδιοδρομία του Λικάριου, αν και την γνωρίζουμε μόνο μέσα από ένα συνοπτικό περίγραμμα, εμφανίζει το υλικό φαντασίας για ένα δράμα, που η τελευταία σκηνή του δίνεται έτοιμη σε εμάς από τον Νικηφόρο Γρηγορά:
«Ο αρχηγός της Εύβοιας οδηγήθηκε αλυσοδεμένος από τον Ικάριο ενώπιον του αυτοκράτορα έχοντας επιβιώσει, αλλά σε σύντομο διάστημα αυτός πέθανε. Ο δε θάνατος του επήλθε με τον εξής τρόπο. Όταν αυτός εισήλθε στο παλάτι και στάθηκε κοντά στην πόρτα, όπως αρμόζει σε ένα φυλακισμένο, αντικρίζοντας τον ίδιο τον αυτοκράτορα να κάθεται στον αυτοκρατορικό θρόνο, και γύρω από αυτόν όλη την αυλή να στέκεται σε μεγαλοπρεπή και κομψή παράταξη. Βλέποντας τον Ικάριο, τον χθεσινό και πρωτύτερο δούλο, να στέκεται τώρα με λαμπρά ενδύματα και να πηγαινοέρχεται με αυθάδη τρόπο, μιλώντας στο αυτί του αυτοκράτορα, τότε αυτός (ο Γιλβέρτο) αμέσως καταβάλλεται μπροστά στην απειλή της ζωής του και πέφτει αιφνιδίως πάνω στο δάπεδο, όντας ανίκανος να υπομείνει την βίαιη αντιστροφή της τύχης».
Ο δε Μπουταρέλλο Δαλλεκαρτσέρι, που υπήρξε ο διαπραγματευτής σε μία συνθήκη μεταξύ του Ιωάννη Α’ Δούκα, του ηγεμόνα των Νέων Πατρών, και του Καρόλου του Ανζού, φαίνεται ότι είχε πέσει την ίδια εποχή στα χέρια των Ελλήνων, οι οποίοι του έβγαλαν τα μάτια.
Λίγο μετέπειτα ο Λικάριος διαδέχτηκε τον Αλέξιο Φιλανθρωπινό ως ναύαρχος[6], και παρείχε χρήσιμες υπηρεσίες στους Έλληνες, εκδιώκοντας τους Βενετσιάνους από τις νήσους του Αρχιπελάγους. Σαν άρχοντας της Εύβοιας εξακολουθούσε να έχει στα Φύλλα το αρχηγείο του, (αλλά στη συνέχεια) δεν ακούμε τίποτα περισσότερο για εκείνον.
Άποψη του θρυλικού κάστρου των Φύλλων, όπου ο Λικάριος εγκατέστησε το αρχηγείο του τα χρόνια της κυριαρχίας του στην Εύβοια.
-
Οι τρίαρχοι.
Τον ίδιο χρόνο που έλαβε χώρα η Ελληνική επιτυχία στην Εύβοια, έπεσε το κάστρο των Ναβιγκαγιόζι (Navigajosi) στη Λήμνο.
Ο Πάολο (Paolo) Ναβιγκαγιόζο, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, είχε δύο κόρες, τη Μαρία και την Αγκνές (Agnese). Η Μαρία ήταν παντρεμένη με τον Γιλβέρτο Β’ ντα Βερόνα, τον τρίαρχο της κεντρικής Εύβοιας, η δε Αγκνές με τον Γαετάνο, τον έξαρχο της νότιας Εύβοιας. Η χήρα του Πάολο, που υπερασπίζονταν το κάστρο μετά το θάνατο του, βρήκε καταφύγιο στην κόρη της Μαρία στην Εύβοια. Εκείνο τον καιρό η Αγκνές και ο σύζυγος της Γαετάνο έλειπαν στη Νάπολη, (έχοντας μεταβεί) στην αυλή του Καρόλου του Ανζού, και ο Λεόνε Δαλλεκαρτσέρι ενεργούσε σαν αντί-έξαρχος για τον Γαετάνο λόγω της απουσίας του, όπως μαθαίνουμε από τις συστάσεις τις οποίες έδωσε ο Κάρολος στον (Γάλλο ευγενή) Γκαλεράν ντ’ Ιβρύ (Galeran d’ Ivry), τον οποίο έστειλε στα 1278 να ενεργήσει ως βάϊλος του στο Μορέα. Οι τρίαρχοι της Εύβοιας που κατονομάζονται (στο έγγραφο) είναι ο Γιλβέρτο Β’, ο Μαρίνο (Μερινέττο) και ο Λεόνε. Το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται ο Γραπόζο Δαλλεκαρτσέρι, ίσως υποδηλώνει ότι ο Λεόνε ενεργούσε επίσης για λογαριασμό του εκείνο το χρονικό διάστημα.
Ο Γραπόζο παντρεύτηκε τη Βεατρίκη (Beatrice) την κόρη του Γιλβέρτο Β’ ντα Βερόνα. Οι δε αδερφοί της Γουλιέλμος και Φρανσέσκο πέθαναν νέοι. Έτσι κατέστη κληρονόμος του τριτημόριου του πατέρα της, που το διαχειρίστηκε η μητέρα της μετά τον θάνατο του Γιλβέρτο Β’ και η οποία μνημονεύεται ανάμεσα στους τρίαρχους της Εύβοιας μέχρι αργά το 1310.
Ο Μαρίνο Β’ (Μερινέττο) Δαλλεκαρτσέρι πέθανε χωρίς κληρονόμους, και τα δύο εκτημόρια του κληροδοτήθηκαν στην αδερφή του Άλις (Alice), η οποία παντρεύτηκε τον Τζιόρτζιο Γκίζι (Giorgio Ghisi), τον αυθέντη της Τήνου και της Χαλανδρίτσας. Έτσι ένα εκτημόριο στη βόρεια και ένα εκτημόριο στη νότια Εύβοια πέρασε στην (Βενετσιάνικη) οικογένεια των Γκίζι.
Άποψη των σωζόμενων οχυρώσεων του μεσαιωνικού κάστρου των Ψαχνών, που ανήκε στην κεντρική βαρωνία της Εύβοιας, την οποία διαχειρίζονταν από το 1278-1280 έως το 1310, η Βενετσιάνα αριστοκράτισσα Μαρία Ναβιγκαγιόζο, η χήρα του Λομβαρδού αυθέντη Γιλβέρτο Β’ ντα Βερόνα.
-
Η στάση της Βενετίας: Η συνθήκη του Ορβιέτο (Orvieto).
Η κυρίαρχη επιρροή της Βενετίας στο Αρχιπέλαγος, έλαβε ένα πλήγμα από τις θαλάσσιες εκστρατείες του Λικάριου.
Σχεδόν όλα τα νησιά ήταν σε Ελληνικά χέρια στα 1280. Ήταν εμφανές ότι η ενδελεχής επιθετική και αμυντική συμμαχία του 1265 με τους Έλληνες, εναντίον των εθνών της Δύσης, ήταν αφύσικη και έτσι ανεφάρμοστη. Οι φυσικοί σύμμαχοι των Ελλήνων ήταν οι Γενοβέζοι, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στα γεγονότα του 1204 και όχι οι Βενετσιάνοι. Έτσι δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι βρίσκουμε τη Βενετία στα 1281 να συνάπτει μία συνθήκη, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή του 1265.
Η συνθήκη του Ορβιέτο (στην κεντρική Ιταλία) στις 3 Ιουλίου 1381 ήταν ένας συνασπισμός μεταξύ του Καρόλου του Ανζού, της Βενετίας, και του Πάπα για μία μεγαλεπήβολη εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, προς αποκατάσταση της (Λατινικής) αυτοκρατορίας της Ρωμανίας και για να εδραιώσουν στο θρόνο τον επίτιμο αυτοκράτορα, Φίλιππο Α’ του Κουρτεναί (Philip I of Courtenay). Αν και έγιναν οι προπαρασκευές και έλαβαν χώρα προκαταρτικές αψιμαχίες ανάμεσα στα Ελληνικά νησιά, και ειδικότερα γύρω από την Εύβοια, η εκστρατεία εμποδίστηκε στα 1282 από την εξέγερση του «Σικελικού Εσπερινού»[7], όπως ακριβώς αποτράπηκε η εκστρατεία που θα ακολουθούσε την (παραπλήσια) συνθήκη του Βιτερβό (Viterbo, σ.τ.μ.: επίσης στην κεντρική Ιταλία) στα 1267, από την εισβολή του (δούκα της Σουαβίας) Κοραδίνου (Conradin).
Όμως στα 1285 μετά από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις, συρράφτηκε πρόχειρα μία ειρήνη μεταξύ του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου και της Βενετίας, η οποία δείχνει ότι η Εύβοια ήταν το κύριο μήλο της έριδος. Σε αυτή συμφωνήθηκε ρητώς ότι οι εχθροπραξίες στον Εύριπο δεν θα επιδρούσαν στη γενικότερη ειρήνη.
Από τα 1281 η Βενετία εισέρχεται σε μία ενεργό πολιτική στην Εύβοια. Δεν νομίζω ότι αυτή η αλλαγή οφείλονταν απλώς στον παράγοντα ότι οι Ελληνικές προελάσεις υπό τον Λικάριο, παρέμβαιναν στα συμφέροντα και στις κτήσεις της εκείνη την εποχή. Αυτό φυσικά ήταν πολύ σημαντικό στον προσδιορισμό της γενικής πολιτικής της. Αλλά φαντάζομαι ότι μία ειδική περίπτωση που αφορούσε την Εύβοια δημιούργησε ένα νέο ενδιαφέρον για την νήσο, και παρακίνησε την Γαληνότατη Δημοκρατία να ασκήσει ασυνήθη δραστηριότητα για χάρη της. Αυτή η περίσταση ήταν ο θάνατος του Γουλλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, του προϊστάμενου ηγεμόνα των τρίαρχων, χωρίς να αφήσει άρρενα απόγονο. Η επικυριαρχία ήταν τώρα στα χέρια μίας γυναίκας, (της κόρης του Ισαβέλλας). Η Βενετία προέβλεψε ότι η μέλλουσα πριγκίπισσα της Αχαΐας δεν ήταν πιθανό να αναμειχθεί στα Ευβοϊκά ζητήματα, έχοντας υπεραρκετά πράγματα να κάνει στην Αχαΐα, όπου η εχθρικότητα των Ελλήνων τώρα προσέλκυε συνεχώς την προσοχή των Φράγκων, και κατά συνέπεια το πεδίο διαφαίνονταν καθαρό για την επέκταση της Βενετσιάνικης επιρροής.
Ανάγλυφος θυρεός της Βενετίας με το φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου από το Νεγροπόντε του 13ου αιώνα. Έπειτα από το θάνατο του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, η Εύβοια άρχισε να μεταβάλλεται στο επίκεντρο της Βενετσιάνικης πολιτικής. Το ανάγλυφο εκτίθεται στην συλλογή γλυπτών στο κάστρο του Καραμπαμπά Χαλκίδας. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
-
Ανάκτηση της Εύβοιας από τους Έλληνες.
Όπως είδαμε στα 1279 η Εύβοια, με εξαίρεση την πρωτεύουσα Νεγροπόντε, βρίσκονταν στην εξουσία των Ελλήνων.
Το γνώρισμα των επόμενων δεκαέξι ετών είναι η βαθμιαία ανάκτηση της νήσου από τις κοινές προσπάθειες των Βενετσιάνων και των Λομβαρδών. Η αδιαφορία που επεδείκνυαν οι τελευταίοι μετά τον πόλεμο με τον πρίγκιπα της Αχαΐας, είχε δώσει τη θέση της σε ένα αποφασιστικό και τελικά ύψιστο ενδιαφέρον για τη νήσο, και oι δημοφιλείς βάϊλοι Νικολό Μοροζίνι (Nicolo Morosini), ο αποκαλούμενος ως «Buono (Καλός)», και ο Νικολό Φαλιέρ (Nicolo Falier), δρούσαν με ενεργητικότητα εναντίον των Ελλήνων.
Το πρώτο φρούριο που ανέκτησαν (από τους Έλληνες αυτοκρατορικούς) ήταν η Κλεισούρα. Αυτό έπεσε με δολιότητα. Ένας Ιταλός της Εύβοιας, ο Μπονατζιούντο Φορέζε (Bonagiunto Forese), παρακίνησε κάποιους από την φρουρά σε προδοσία και με την βοήθεια ναυτών, που τους παρείχε ο βάϊλος Φαλιέρ, το κάστρο καταλήφθηκε γύρω στα 1281. Η Αργαλιά (Argalia) ήταν το επόμενο που έπεσε ίσως περί το 1282 και φαίνεται ότι ο Φορέζε πριμοδοτήθηκε με αυτά τα δύο μέρη ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του.
Κατά την διάρκεια των επόμενων δεκατεσσάρων ετών τα Φύλλα, το Μαντούδι, η Κούπα και άλλα φρούρια είχαν ανακτηθεί ένα προς ένα. Όμως η Κάρυστος, τα Άρμενα και οι Μετροπύλες (Metropyle) στο νότο της νήσου κράτησαν έως το 1296. Η δε παλινόρθωση τους μας φέρνει να μιλήσουμε για έναν Λομβαρδό άρχοντα, ο οποίος ήταν πολύ διακεκριμένος στην Εύβοια εκείνο τον καιρό.
Το μεσαιωνικό κάστρο της Κλεισούρας ήταν το πρώτο της Εύβοιας που ανακατέλαβαν οι Βενετσιάνοι από τους Έλληνες αυτοκρατορικούς, μετά από προδοσία της φρουράς του περί το 1281. Στην εικόνα βλέπουμε κάποια από τα ερείπια του, όπως αυτά τα σχεδίασε ο Γάλλος συγγραφέας Αλεξάντερ Μπυσόν στα 1841.
-
Ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα (Bonifacio da Verona).
Ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα ήταν γιός του Φραντζέσκο, «του γέρου (le viellart)», και ανιψιός του Γιλβέρτο Β’.
Τα φυσικά του προσόντα, η σοφία του και η ευγένεια του, του εξασφάλισαν την εύνοια του νεαρού Γκυ (Guy) Δελαρός, του δούκα των Αθηνών, και σχετίζεται με εκείνον ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια (από το χρονικό) του Ραμόν Μουντανέρ (Ramon Muntaner), του ιστορικό της «Καταλανικής Μεγάλης Εταιρείας». Αλλά πριν καταπιαστούμε με αυτό, μπορούμε να παραθέσουμε την αφήγηση του Μουντανέρ για την πρώιμη ζωή του Βονιφάτιου, η οποία αν και αναληθής διαθέτει μία γλαφυρότητα:
«Είναι αλήθεια ότι ο άρχοντας της Βερόνα (ο Φραντζέσκο) είχε τρεις γιούς. Τον πρεσβύτερο τον έκανε κληρονόμο των Βερόνα, στο δεύτερο έδωσε μία αξιόλογη συνοδεία από τριάντα ιππότες και τριάντα γιούς ιπποτών και τον έστειλε στο Μορέα και στο δουκάτο των Αθηνών. Και εκείνος που ήταν δούκας των Αθηνών, πατέρας ετούτου του δούκα για τον οποίο σας λέω (δούκας Γκυ), τον υποδέχτηκε με τη μεγαλύτερη ευγένεια, παραχωρώντας σε αυτόν πολλές από τις δικές του κτήσεις και κάνοντας τον έναν ισχυρό και πλούσιο άνθρωπο. Έπειτα έδωσε σε αυτόν μία σύζυγο με σπουδαία πλούτη και τον έκανε ιππότη. Και από αυτήν την αρχόντισσα απέκτησε δύο γιούς και δύο κόρες. Και όταν ο αδερφός του έμαθε ότι (τα πράγματα) πήγαν τόσο καλά με εκείνον, ο κύριος Βονιφάτιος ντα Βερόνα, που ήταν ο νεότερος από όλους, είπε στον πρεσβύτερο αδερφό του πως επιθυμούσε να πάει και να σμίξει με τον αδερφό του στο Μορέα, και αυτή η επιδίωξη ευχαρίστησε πάρα πολύ τον πρεσβύτερο αδερφό του και τον βοήθησε όσο καλύτερα μπορούσε.
Η μοναδική κτήση του (Βονιφάτιου) ήταν ένα κάστρο, το οποίο πούλησε για να εξοπλίσει τον εαυτό του. Ο αδερφός του τον έκανε ιππότη διότι ήταν καλύτερο να ξεκινήσει την σταδιοδρομία του ως ιππότης παρά σαν ακόλουθος, αφού σε αυτές τις χώρες κανέναν γιό ενός πλούσιου ανθρώπου δεν τον υπολήπτονταν, μέχρι αυτός να γίνει ιππότης. Ο δούκας τον υποδέχτηκε καλά κατά την άφιξη του. Εκείνος όμως βρήκε τον αδερφό του πεθαμένο, έχοντας αφήσει δύο γιούς και μία κόρη. Τότε θεώρησε τον εαυτό του ως ξεπεσμένο, αφού η περιουσία των ανιψιών του δεν μπορούσε να τον ωφελήσει. Ο δούκας τον ανακούφισε και εγγυήθηκε για ένα δίκαιο και καλό εισόδημα για εκείνον και τη συνοδεία του, και έτσι έζησε για επτά έτη, και ήταν ο πιο κομψά ντυμένος άνδρας στη δουκική αυλή. Και ο άξιος δούκας των Αθηνών επισήμανε την καλή του λογική και αντίληψη, ενώ δεν προσποιούνταν ότι το παρατήρησε, και πολύ περισσότερο τον έβρισκε γεμάτο από σοφία στις συμβουλές του».
Βάση αμυντικού πύργου του κάστρου της Φυλάγρας, το οποίο κατά μία εκδοχή την περίοδο της Λατινοκρατίας επονομάζονταν ως Μετροπύλες (Metropyle) και διατηρήθηκε στην κατοχή των Ελλήνων αυτοκρατορικών από το 1278 έως το 1296, όταν και κυριεύτηκε από τον Βονιφάτιο ντα Βερόνα.
-
Ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα χρίζει ιππότη τον Γκυ, τον δούκα των Αθηνών.
Ο Μουντανέρ αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό, «έτσι ώστε οι βασιλιάδες, οι γιοί των βασιλιάδων και οι πλούσιοι άνθρωποι να παίρνουν ένα καλό παράδειγμα»:
«Ήρθε μία ημέρα που ο καλός δούκας των Αθηνών, επιθύμησε να λάβει το αξίωμα της ιπποσύνης, και αυτός συγκάλεσε τους ευπατρίδες από όλη την επικράτεια, και πρόσταξε ότι την ημέρα του Αγίου Ιωάννη τον Ιούνιο, όλοι οι ευγενείς άνδρες του δουκάτου του έπρεπε να συναθροιστούν στη Θήβα, όπου επιθυμούσε να λάβει το αξίωμα της ιπποσύνης. Παρομοίως συγκάλεσε τους ιεράρχες και άλλους αριστοκράτες. Έπειτα προκάλεσε την δημοσιοποίηση (της τελετής) σε όλη την αυτοκρατορία, σε όλο το δεσποτάτο και σε όλη τη Βλαχία (Θεσσαλία), πως κάθε άνθρωπος που επιθυμούσε να έλθει προς τα εκεί, δεν είχε παρά μόνο να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως και θα λάμβανε από εκείνον εύνοια και δώρα. Και αυτή η ολομέλεια της αυλής προκηρύχθηκε έξι μήνες πριν την συνάθροιση της.
Έτσι τον καιρό κατά τον οποίο ο δούκας συγκάλεσε την ολομέλεια της αυλής, ο καθένας έσπευσε να αποκτήσει την αρμόζουσα ενδυμασία φτιαγμένη για τον ίδιο και τη συνοδεία του, και επίσης να διανείμουν ανάλογα ρούχα στους διασκεδαστές τροβαδούρους, με σκοπό να προσδώσουν λάμψη στην δουκική αυλή. Λοιπόν, η μέρα της μεγαλοπρεπούς σύναξης έφτασε, και από όλους μέσα στη δουκική αυλή, κανένας δεν ήταν πιο κομψός και πιο έξοχα ντυμένος από τον κύριο Βονιφάτιο και τη συνοδεία του. Είχε συνολικά εκατό δαυλούς από κερί σημαδεμένους με το θυρεό του. Για να καταβάλει τα έξοδα όλων αυτών, δανείστηκε χρήματα έναντι του επιδόματος που θα παραλάμβανε αργότερα. Λοιπόν, η πανήγυρη ξεκίνησε με υπέροχο τρόπο. Και όταν αυτοί ήρθαν στην καθεδρική εκκλησία όπου ο δούκας θα λάμβανε το αξίωμα της ιπποσύνης, ο αρχιεπίσκοπος των Θηβών αναφώνησε «Θεία Λειτουργία» και πάνω στην Αγία Τράπεζα ήταν εναποθετημένα τα όπλα του δούκα. Όλοι ανέμεναν με αδημονία τη στιγμή κατά την οποία ο δούκας θα λάμβανε το αξίωμα της ιπποσύνης, και φαντάζονταν σαν ένα μεγαλειώδες θαύμα ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας και ο αυτοκράτορας θα φιλονικούσαν (μεταξύ τους) και θα το είχαν ως εξαιρετική τιμή αν ο δούκας λάμβανε το αξίωμα του ιπποσύνης από τα χέρια τους. Και την στιγμή που όλοι περίμεναν κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτός (ο Γκυ) πρόσταξε να καλέσουν τον κύριο Βονιφάτιο ντα Βερόνα. Εκείνος αμέσως παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως και ο δούκας είπε σε αυτόν: «κύριε Βονιφάτιε κάθισε εδώ αρκετά κοντά στον Αρχιεπίσκοπο, γιατί επιθυμώ να με προχειρίσεις ιππότη». Ο Κύριος Βονιφάτιος είπε σε αυτόν: «Ω, άρχοντα! Τι είναι αυτό που λέτε εσείς; Ασφαλώς με εμπαίζετε». «Όχι», είπε ο δούκας «εγώ επιθυμώ να γίνει έτσι». Και ο κύριος Βονιφάτιος βλέποντας ότι μιλούσε από τα βάθη της καρδίας του, προχώρησε προς την Αγία Τράπεζα κοντά στον αρχιεπίσκοπο και έδωσε στο δούκα το αξίωμα της ιπποσύνης. Και όταν τον έχρισε ιππότη, ο δούκας είπε παρουσία όλων: «κύριε Βονιφάτιε, το έθιμο είναι ότι πάντα εκείνοι που προχειρίζουν έναν ιππότη, θα πρέπει να κάνουν σε αυτόν ένα δώρο. Λοιπόν, εγώ θέλω να κάνω ακριβώς το αντίθετο. Εσύ με έκανες ιππότη και εγώ θα σου χορηγήσω, μία ετήσια πρόσοδο των 50.000 τορνέσιων (sols tournois)[8], από σήμερα και εφεξής, για να τα κατέχετε για πάντα, εσύ και οι δικοί, και όλα αυτά σε κάστρα και άλλα ωραία μέρη και σε ελεύθερα φέουδα, για να τα κάνεις ότι θελήσεις. Επίσης θα σου δώσω για σύζυγο την κόρη κάποιου βαρώνου, που το μερίδιο της είναι κάτω από την ηγεμονία μου, και η οποία είναι η αρχοντίσσα ενός τριτημορίου της νήσου και της πόλης του Νεγροπόντε.
Και έτσι βλέπουμε πως αυτός (ο Γκυ) μέσα σε μία μέρα και μία ώρα χορήγησε σε εκείνον ένα θαυμάσιο κληροδότημα. Και σίγουρα παρέμενε για μακρύ χρονικό διάστημα, το πιο αβρό δώρο που είχε κάνει κάποιος πρίγκιπας σε μία μέρα. Και ήταν ένα πράγμα νέο και παράξενο. Και ο κύριος Βονιφάτιος έζησε πλούσιος και εύπορος».
Ο Μουντανέρ γνώριζε το Βονιφάτιο προσωπικά και είχε μείνει στην οικία του στο Νεγροπόντε. Ο Βονιφάτιος που συνήθιζε να ντύνεται με πολυτελή ενδύματα, φαίνεται ότι προκάλεσε σπουδαία εντύπωση και σε εκείνον. Όμως κάνει λάθος ως προς τις κτήσεις της συζύγου του, ενώ δεν ήταν η κόρη ενός τρίαρχου. Έχουμε ήδη ακούσει για τον Όθωνα ντε Σικόν, τον αυθέντη της Καρύστου και της Αίγινας. Αυτός και η Φελίζα είχαν αποκτήσει τρία τέκνα, την Αγκνές, τον Σιέγκουιν (Siegwin) και τον Γκυ. Στα 1284 πέθανε ο Σιέγκουιν, και ο Γκυ ήταν φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη, από όπου η Φελίζα πήγε μάταια να τον εξαγοράσει λύτρα, αλλά εκεί και πέρα δεν ακούμε τίποτα για αυτόν. Έτσι η Αγκνές κληρονόμησε την Κάρυστο, η οποία τότε ήταν στην κατοχή των Ελλήνων, και την Αίγινα. Ως εκ τούτου ο σύζυγος της Βονιφάτιος ντα Βερόνα τιτλοφορούνταν ως αυθέντης της Καρύστου, της Αίγινας και του Γαρδικίου (σημερινή Πελασγία Φθιώτιδας).
-
Η ανάκτηση της Καρύστου.
Στα 1296 ο Βονιφάτιος αποφάσισε να αποκτήσει στην πραγματικότητα την Κάρυστο και όλα όσα ανήκαν στην κληρονομιά της Αγκνές, καθώς έτσι ήταν νόμιμα δικά του.
Πέτυχε να αποσπάσει με τη βία από τους Έλληνες τα τρία κάστρα που τους απέμεναν στην Εύβοια, δηλαδή την Κάρυστο, τα Άρμενα και τις Μετροπύλες, ενώ ο βάϊλος Τζάκοπο Μπαρόζι (Jacopo Barozzi) προσπαθούσε να ανακτήσει τη Θηρασία (Therasia) και τη Σαντορίνη (Santorin). Οι Μετροπύλες δεν φαίνεται να ανήκαν στη βαρωνία της Καρύστου, και γνωρίζουμε ότι τα Άρμενα ανήκαν στο εκτημόριο του Γαετάνο ντα Βερόνα. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Βονιφάτιος παρακράτησε τα Άρμενα ως φέουδο από τον Γαετάνο και τις Μετροπύλες από εκείνον ή από κάποιο άλλο εκ των τρίαρχων. Τώρα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς αυθέντες της Εύβοιας.
Άποψη από το εσωτερικό του Κοκκινόκαστρου της Καρύστου, το οποίο απέσπασε με την βία από τους Έλληνες αυτοκρατορικούς ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα στα 1296, καθώς θεωρούνταν κληροδότημα της συζύγου του Αγκνές ντε Σικόν.
-
Η κατάσταση στα 1296: Βενετία.
Έτσι λοιπόν στα 1296 η Εύβοια πέρασε ξανά στα χέρια των Λατίνων, αλλά η σημασία της Βενετίας στην νήσο είχε αυξηθεί πάρα πολύ από τον πόλεμο με τους Έλληνες.
Εκείνο δε τον καιρό δόθηκε τυχαία στην Δημοκρατία (του Αγίου Μάρκου) μία ιδιαίτερα καλή ευκαιρία για να παρέμβει στις σχέσεις των Λομβαρδών, αφού έτυχε οι βαρωνίες να είναι εξ’ ολοκλήρου στα χέρια αριστοκρατισσών γυναικών. Οι δύο έξαρχοι, Γαετάνο και ο Γραπόζο, είχαν πεθάνει και το εκτημόριο του πρώτου στην νότια Εύβοια κατέληξε στην κόρη του Μαρία, ενώ εκείνο του Γραπόζο στην βόρεια Εύβοια ήταν στα χέρια της συζύγου του Βεατρίκης, καθώς ο γιός της Πιέτρο (Pietro) Δαλλεκαρτσέρι ήταν ακόμα παιδί. Η ίδια αρχόντισσα Βεατρίκη ήταν επίσης κληρονόμος της κεντρικής Εύβοιας, αλλά η μητέρα της Μαρία φαίνεται ότι την διαχειρίζονταν στο σύνολο της, ή τουλάχιστον ένα μέρος της. Τα εναπομείναντα δύο εκτημόρια κατέχονταν από την Άλις (Alice), την αδερφή του Μαρίνο (Μερινέττο) Β’. Όλες αυτές οι αρχόντισσες μετέπειτα παντρεύτηκαν, (και συγκεκριμένα) η Μαρία Δαλλεκαρτσέρι με τον Αλμπέρτο Παλλαβιτσίνι (Alberto Pallavicini), η Βεατρίκη τον Ζαν ντε Νόγιερς (Jean de Noyers), και η Αλίκη με τον Τζιόρτζιο Γκίζι (Giorgio Ghisi). Όμως εκείνη την εποχή η Βενετία και ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα ήταν οι κύριες δυνάμεις στην νήσο.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο πληθυσμός της Εύβοιας αυξήθηκε στο τελευταίο μισό του 13ου αιώνα. Οι Εβραίοι μορφοποιούσαν ένα σημαντικό μέρος των φορολογούμενων και στα 1291 επιβλήθηκε σε αυτούς ένας σημαντικός επιπλέον φόρος, που άγγιζε την κάλυψη της αύξησης του μισθού (250 με 400 υπέρπυρα), με τον οποία αποζημιώνονταν οι Βενετσιάνοι σύμβουλοι του Νεγροπόντε για την αδυναμία να εμπορευθούν, όπως είχε υπαγορευτεί σε αυτούς. Οι Εβραίοι απεύθυναν ένα παρακλητικό υπόμνημα ενάντια σε αυτήν την επιβάρυνση, το οποίο προσωρινά ήταν επιτυχές, αλλά στα 1297 αυτή η καινοτομία τέθηκε και πάλι σε ισχύ. Μερικές εξαιρέσεις από αυτούς τους φόρους χορηγήθηκαν σε κάποιες ιδιαίτερες οικογένειες. Ανάμεσα στους ξένους που απέκτησαν περιουσία στην νήσο και κατόπιν έγιναν Βενετσιάνοι πολίτες μνημονεύεται και ο Καταρίνο Γκουέρτσιο (Catarino Guercio), ένας Γενοβέζος. Η ίδια η Βενετία επέκτεινε τις δικές της κτήσεις. Ο βάϊλος Νικολό Φαλιέρ (Nicolo Falier) καθοδηγήθηκε στα τέλη του 1281 στην αγορά ενός μεγάλου τμήματος από την τοποθεσία του κατεδαφισμένου κάστρου της Χαλκίδας[9], και στα 1284 η εξαγοράστηκε η ιδιοκτησία κάποιου Μάρκο Μανολέσσο (Marco Manolesso). Οι δε Βενετσιάνικες εκκλησίες ήταν πλούσια προικοδοτημένες.
Η αυστηρή επιτήρηση που ενασκούσε η Βενετία επί της διαγωγής των αξιωματούχων και των κυβερνήτων της, δηλώνοντας την αποφασιστικότητα της να αποτρέψει την παρέμβαση ιδιωτών στα δημόσια συμφέροντα, αποτελεί μία από τις αιτίες της επιτυχίας της και απεικονίζεται σε ένα περιστατικό, το οποίο έγινε στα 1289. Ο Νικολό Κουερίνι (Nicolo Quirini), που διατέλεσε βάϊλος του Νεγροπόντε στα 1275, είχε μία διένεξη με τον Μάρκο Σανούδο (Marco Sanudo), δεύτερο δούκα της Νάξου, σχετικά με την Άνδρο, την οποία κατείχε ο Σανούδο και την διεκδικούσε ο Κουερίνι. Στα 1289 ο Κουερίνι έκανε ότι μπορούσε για να εξασφαλίσει (εκ νέου) το διορισμό του στο πόστο του βάϊλου του Νεγροπόντε. Αλλά καθώς ήταν ύποπτο πως σκόπευε να χρησιμοποιήσει τη θέση με σκοπό να επιδιώξει ιδιωτικά οφέλη και να λάβει μέτρα κατά του δούκα της Νάξου, η Δημοκρατία (του Αγίου Μάρκου) αρνήθηκε να τον διορίσει. Το ζήτημα διακανονίστηκε με καταβολή χρημάτων από την πλευρά του Σανούδο στα 1292.
Μετά την ολιγόχρονη κατοχή της από τον Λικάριο η Εύβοια από το 1296 περνάει εξ’ ολοκλήρου στα χέρια των Λατίνων. Το Νεγροπόντε αποκτά έκτοτε μεγαλύτερη σημασία στις κυριαρχικές διεκδικήσεις της Βενετίας στη νήσο. Εικόνα: Αταύτιστη επιχρωματισμένη γκραβούρα της Χαλκίδας.
-
Ο πόλεμος της Βενετίας και της Αυτοκρατορίας συνεχίζεται μέχρι τα 1303.
Από το 1285 έως τα 1294 το Βυζάντιο και η Βενετία διατελούσαν σε ειρήνη εκτός από την Εύβοια.
Αλλά ακόμα και στην Εύβοια ενδεχομένως να μην διεξήχθησαν πολύ σοβαρές συγκρούσεις, τουλάχιστον είναι πιθανόν ότι τα κάστρα για τα οποία η Βενετία βοήθησε στην ανακατάληψη να είχαν ανακτηθεί πριν το 1285, και άρα οι εχθροπραξίες είχαν ανασταλεί μέχρι τις επιχειρήσεις του Βονιφάτιου στα 1296. Όμως στα 1294 ξέσπασε ένας πόλεμος μεταξύ της Βενετίας και της Γένοβας, και ο οποίος συνεπάγονταν για την τελευταία έναν πόλεμο με τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο. Η Πίζα, η οποία πρόσφατα είχε υποστεί μία ολέθρια ήττα στη Μελόρια (Meloria, σ.τ.μ. κοντά στο σημερινό Λιβόρνο), συνέδραμε την Βενετία με ότι βοήθεια μπορούσε. Το Αρχιπέλαγος κατέστη το σκηνικό ακόμα ενός ναυτικού πολέμου, πειρατικού χαρακτήρα, στον οποίο έλαβαν μέρος οι Βενετσιάνοι της Εύβοιας.
Η Βενετία σύναψε ειρήνη με τη Γένοβα στα 1299, αλλά δεν ήρθε σε συμφωνία και με τον Ανδρόνικο Β’, παρά όλες τις προσπάθειες να διαπραγματευτεί μία συνθήκη έως το 1303. Η ειρήνη του 1299 είναι ενδιαφέρουσα, στον βαθμό που παρέχει έναν παραλληλισμό με την συνθήκη του 1277 μεταξύ της Βενετίας και του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, καθώς μία υποστήριξη που θα δίνονταν από τους Γενοβέζους προς τους Έλληνες εναντίον της Βενετίας, δεν καταλογίζονταν ως «αιτία πολέμου» μεταξύ των δύο Ιταλικών Δημοκρατιών. Αυτό ήταν σχεδόν ισοδύναμο με τον καθορισμό ότι ο πόλεμος θα έπρεπε να περιορίζονταν στο ανατολικό μέρος της Μεσογείου.
Κατ’ επέκταση ο πόλεμος που συνίστατο κυρίως σε πειρατικές διαρπαγές, και στον οποίο ο βάϊλος του Νεγροπόντε εξόπλισε αρματολούς (armatoli, σ.τ.μ.: Έλληνες ένοπλους), έφτασε σε ένα τέλος στα 1303 και έγινε μία δεκάχρονη ειρήνη, η οποία ανανεώθηκε στα 1310 για ακόμα δώδεκα έτη.
Τέλος 2ου μέρους. Διαβάστε τη συνέχεια: «Οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί στην Εύβοια (Μέρος 3ο)». Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1303 – 1340 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Πίνακας των Λατίνων βαρώνων (τριάρχων) της Εύβοιας έως το 1328, σύμφωνα με τον J. B. Bury.
Διάγραμμα της διαδοχής του δυναστικού οίκου των Δαλλεκαρτσέρι της Εύβοιας, σύμφωνα με τον J. B. Bury.
Διάγραμμα της διαδοχής του δυναστικού οίκου των ντα Βερόνα της Εύβοιας, σύμφωνα με τον J. B. Bury.
Διατελέσαντες Βενετσιάνοι βάϊλοι του Νεγροπόντε από το 1216 έως το 1416, σύμφωνα με τον J. B. Bury.
Διατελέσαντες Βενετσιάνοι βάϊλοι του Νεγροπόντε από το 1416 έως το 1470, σύμφωνα με τον J. B. Bury.
Παραπομπές
[1] Σ.τ.μ.: Το κείμενο παρατίθεται στο αρχείο «sitzungsberichte», Vienna Academy, 1850.
[2] Σ.τ.μ.: Η απόδοση του κειμένου από την μεσαιωνική στην νεοελληνική γλώσσα έγινε από υποφαινόμενο μεταφραστή, τηρώντας κατ’ αναλογία το πρωτότυπο συντακτικό, προκειμένου να γίνει περισσότερο κατανοητό στους αναγνώστες. Η αναφερόμενη πόλη είναι ο Αλμυρός Βόλου.
[3] Αποκαλείται ως Ικάριος από τους Βυζαντινούς ιστορικούς Παχυμέρη και Νικηφόρο Γρηγορά. Η παράλειψη του «L» ίσως προέκυψε από την επικίνδυνα μικρή γνώση της Ιταλικής γλώσσας, η οποία παραπλάνησε τους Έλληνες ιστορικούς να υποθέσουν ότι το «L» ήταν το άρθρο. Ο δε Άγγλος ιστορικός George Finlay παρασυρμένος από αυτό το όνομα τον έχει μερικώς ταυτοποιήσει (σ.τ.μ.: εσφαλμένα) με τον Γενοβέζο (σ.τ.μ.: ευγενή) Ζακαρία (Zacharia).
[4] Σ.τ.μ.: Από τα συμφραζόμενα στα σχετικά εδάφια του J. B. Bury συνάγεται ότι με την επωνυμία «Ανεμοπύλες (Anemopylai)» εννοεί μία τοποθεσία κοντά στην Κάρυστο, που ενδεχομένως να συσχετίζεται με το Καστρί Γεραιστού, σε αντιδιαστολή με το τοπωνύμιο «Μετροπύλες (Metropyle)», που το θέτει εκτός της βαρωνίας της Καρύστου, και πιθανότατα πρέπει να υποδηλώνεται το κάστρο της Φυλάγρας.
[5] Σ.τ.μ.: Κατά μία άλλη εκδοχή ο Γουλιέλμος Β’ και ο Γιλβέρτο Β’ ήταν αδέρφια, γιοί του Γουλιέλμου Α’ ντα Βερόνα.
[6] Σ.τ.μ.: Συγκεκριμένα ο Λικάριος ανήλθε στο αξίωμα του μέγα δούκα, που κατείχε ο Φιλανθρωπινός και το οποίο ήταν μία από τις πιο υψηλόβαθμες θέσεις της αυτοκρατορίας, αντιπροσωπεύοντας τον αρχιναύαρχο των στόλων.
[7] Σ.τ.μ.: Ως «Σικελικός Εσπερινός» αποκαλείται η επανάσταση των Σικελών κατά του καθεστώτος του Καρόλου του Ανζού, η οποία ξέσπασε στις 30 Μαρτίου 1282.
[8] Σ.τ.μ.: Το τορνέσιο ήταν ένα μικρό αργυρό ή αργυροχάλκινο νόμισμα, που κυκλοφορούσε ευρέως στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, κατά απομίμηση των Γαλλικών δηναρίων (denier tournois).
[9] Σ.τ.μ.: Πιθανότατα υπονοείται ότι οι οχυρώσεις της καστροπολιτείας της Χαλκίδας δεν είχαν συντηρηθεί επαρκώς, μετά τον πόλεμο με τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο την περίοδο 1256 – 1258, αλλά και κατά την διάρκεια της κατοπινής σύγκρουσης των Λομβαρδών βαρώνων με τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο στην δεκαετία του 1270, με αποτέλεσμα να έχουν περιέλθει τότε σε πολύ κακή κατάσταση.