John B. Bury
Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1205 – 1262 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης. Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή (σ.τ.μ.):
Ο Ιρλανδός ακαδημαϊκός John Bagnell Bury (1861 – 1927) υπήρξε ένας διαπρεπής ιστορικός και φιλόλογος που ασχολήθηκε ενδελεχώς με τη Βυζαντινή – μεσαιωνική περίοδο στον Ελληνικό χώρο και τις Ευρωπαϊκές προεκτάσεις της[1].
Διατέλεσε καθηγητής ιστορίας και Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, καθώς και καθηγητής νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ[2]. Ανάμεσα στα σημαντικά ιστορικά έργα του συγκαταλέγεται και η αξιόλογη μελέτη του «The Lombards and Venetians in Euboia», η οποία δημοσιεύτηκε αποσπασματικά σε τρία μέρη στο έγκριτο επιστημονικό έντυπο «The Journal of Hellenic Studies» του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, στις διαδοχικές εκδόσεις των ετών 1886, 1887 και 1888. Σε αυτήν ο Ιρλανδός καθηγητής παραθέτει ουσιαστικά το χρονικό της Λατινοκρατίας στην Εύβοια από το 1205 έως το 1470, εξετάζοντας τους «παράλληλους βίους» των Σταυροφόρων δυναστών της νήσου, δηλαδή των Λομβαρδών βαρώνων και των Βενετσιάνων επικυρίαρχων τους, όπως και την σχέση τους με το γηγενή πληθυσμό. Πρόκειται για μία κατατοπιστική διατριβή, που διαφωτίζει μία μάλλον αδιόρατη περίοδο της Ευβοϊκής ιστορίας, η οποία αποτελεί πολύτιμη «πηγή» για τους σύγχρονους ερευνητές αλλά και συναρπαστικό ανάγνωσμα για τον απλό αναγνώστη. Τα χαρακτηριστικά αυτά της μελέτης έκαναν επιτακτική την ανάγκη μετάφρασης της, ώστε οι πολύτιμες πληροφορίες που περιέχει να γίνουν κτήμα ευρύτερου κοινού.
Όσον αφορά το τεχνικό μέρος της μετάφρασης ακολουθήθηκε η μεθοδολογία «λέξη προς λέξη», με μικρή απόκλιση σε κάποια σημεία του κειμένου, κυρίως σε ιδιωματικούς όρους, ώστε να γίνουν ευκολότερα κατανοητοί. Όπου διαφαίνονταν ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε παρεκτροπή από το αγγλικό κείμενο ή απαιτούνταν διευκρινιστικό σχόλιο, τέθηκε εντός παρενθέσεως μία σύντομη σημείωση του μεταφραστή (σ.τ.μ.). Επιπλέον, στην παρούσα μεταφραστική εργασία αφαιρέθηκαν ορισμένες από τις πρωτότυπες σημειώσεις, καθώς κρίθηκαν ως επαναλαμβανόμενες ή ιδιαίτερα εξειδικευμένες παραπομπές, ενώ παράλληλα προστέθηκαν ορισμένες επεξηγηματικές παρατηρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη πως η μεταφρασμένη δημοσίευση έχει κύρια μη ακαδημαϊκό αναγνωστικό κοινό. Άλλωστε, οι βασικές «πηγές» και το αρχειακό υλικό που χρησιμοποιεί ο Ιρλανδός ιστορικός μνημονεύονται από τον ίδιο στην εκτενή εισαγωγική του ενότητα, και για το λόγο αυτό δεν παρατίθενται ως ξεχωριστή βιβλιογραφία. Για οποιεσδήποτε συγκρίσεις σχετικά με την πιστότητα της μεταφοράς στην Ελληνική γλώσσα, το αυτούσιο Αγγλικό κείμενο είναι προσβάσιμο διαδικτυακά σε διάφορους ιστότοπους[3]. Τέλος, για την όσο το δυνατό πιο ξεκούραστη εμπειρία ανάγνωσης, η δημοσιευμένη μελέτη διανθίστηκε με φωτογραφίες, απεικονίσεις και γκραβούρες με συνοδευτικές λεζάντες, όπως άλλωστε συνηθίζουμε σε όλες τις δημοσιεύσεις στο «Square History».
Ο διαπρεπής Ιρλανδός ιστορικός John B. Bury ασχολήθηκε επισταμένα με τη αποκαλούμενη Βυζαντινή περίοδο στον Ελληνικό χώρο και τις Ευρωπαϊκές προεκτάσεις της.
«Οι Λομβαρδοί και οι Βενετσιάνοι στην Εύβοια (1205 – 1303)[4]», John Bagnell Bury.
-
Εισαγωγική ενότητα.
Σύμφωνα με τον (Βρετανό ιστορικό και πολιτικό) Edward Augustus Freeman[5], η ιστορία της Εύβοιας κατά την διάρκεια της κατοχής της από τους Λατίνους, είναι το πιο περίπλοκο μέρος από την πολυδαίδαλη Ελληνική ιστορία εκείνης της εποχής[6].
Διαιρώ λοιπόν (για την ευκολότερη κατανόηση της) την ιστορία της Εύβοιας από το 1205 έως το 1470 σε τρεις περιόδους:
Ι. 1205 – 1262: Οι Λομβαρδοί μεσουρανούν στην Εύβοια και η επικυριαρχία του πρίγκιπα της Αχαΐας είναι αδιαφιλονίκητη.
ΙΙ. 1262 – 1385: Η Βενετσιάνικη επιρροή αναπτύσσεται και τελικά υπερτερεί: Η επικυριαρχία του Πρίγκιπα της Αχαΐας είναι απλώς ονομαστική.
ΙΙΙ. 1385 – 1470: Αναμφισβήτητη κυριαρχία της Βενετίας.
Αυτές δε οι περίοδοι υποδιαιρούνται ακόμα περαιτέρω.
Το Ριζόκαστρο Αλιβερίου θεωρείται ως ένα από τα πρώτα φρούρια που κατασκευάστηκαν στις αρχές της Λατινοκρατίας στην Εύβοια, η ιστορία της οποίας χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα περίπλοκη.
Πρώτη Περίοδος: 1205 – 1262.
-
Ο διαμελισμός της Ανατολικής (σ.τ.μ.: Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας.
Στον προβλεπόμενο διαμελισμό στα 1204, η Εύβοια περιλαμβάνονταν στα τρία όγδοα της αυτοκρατορίας, τα οποία κατανεμήθηκαν στο μερίδιο της Βενετίας.
Υπενθυμίζεται ότι με αυτή την πράξη τρία όγδοα εκχωρήθηκαν στους Σταυροφόρους, τρία όγδοα στην Βενετία και ένα τέταρτο στον αυτοκράτορα, οποιοσδήποτε και αν έμελλε να εκλεγεί (σε αυτό το αξίωμα). Αλλά μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την εκλογή του Βαλδουίνου (Baldwin), κόμη της Φλάνδρας (Flanders)[7], υπεισήλθαν ορισμένες περιστάσεις και εμπόδισαν τον πραγματικό διαμελισμό της αυτοκρατορίας, όπως απόρρεε από το συμφωνητικό έγγραφο της διανομής, που είχε σχεδιαστεί εκ των προτέρων. Μία περίσταση ήταν η ιδιόρρυθμη στάση του Βονιφάτιου (Bonifacio), μαρκησίου του Μονφερρά (Montferrat), του ανεπιτυχή υποψήφιου για τον αυτοκρατορικό θρόνο, ο οποίος ήταν πολύ φιλόδοξος και πολύ ισχυρός και κατατάσσονταν σαν ένας από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους στις τάξεις των σταυροφόρων. Η άλλη περίσταση ήταν το γεγονός ότι η Βενετία, χωρίς να έχει διαθέσιμο στρατό, δεν μπορούσε να κάνει άμεσα βήματα για να θέσει υπό την κατοχή της τις περιοχές που της είχαν κατανεμηθεί. Η κατάσταση περιπλέχτηκε περαιτέρω από έναν πόλεμο (της νεοσύστατης λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης) με τους Βούλγαρους.
Από την πράξη του διαμελισμού στον Βονιφάτιο αποδόθηκαν οι ασιατικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Μετά την εκλογή του Βαλδουίνου, προτάθηκε (από τον Βονιφάτιο) ότι αντί εκείνων (των κτήσεων) θα έπρεπε να λάβει τη Θεσσαλονίκη και τα περιβάλλοντα εδάφη αυτής, μαζί με τον τίτλο του βασιλιά. (Εκτιμήθηκε ότι τότε) δεν θα ήταν ασφαλές για τον Βαλδουίνο να αρνηθεί σε αυτή την συγκυρία, αν και ενστερνίζονταν τον κίνδυνο για την νέα του αυτοκρατορία στην πρόταση του Βονιφάτιου, ο οποίος σύντομα επιβεβαιώθηκε από την απροθυμία του τελευταίου να του αποτίσει φόρο τιμής για το βασίλειο του. Είχε καταστεί εμφανές ότι ο Βονιφάτιος σχεδίαζε να οργανώσει ένα Λομβαρδικό βασίλειο ανεξάρτητο από την αυτοκρατορία.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1204 στα πλαίσια της αποκλίνουσας Δ’ Σταυροφορίας, είχε ως ολέθριο αποτέλεσμα το διαμελισμό του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και τη δημιουργία λατινικών ηγεμονιών στον Ελληνικό χώρο. Πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Palma Le Jeune (1544 – 1620). Πηγή: «Les croisades, origines et consequences», Claude Lebédel, Ouest-France, 2006.
-
Η σύμβαση της Αδριανούπολης.
Η συναλλαγή που έλαβε χώρα στην Αδριανούπολη τον Αύγουστο του 1204, μεταξύ του Βονιφάτιου και της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, παρέχει μία περαιτέρω ένδειξη για το ευρύ φάσμα των σχεδίων του Βονιφάτιου.
Αυτή αμέσως προσδιορίστηκε από την σταθερή και προτρεπτική δράση του Βαλδουίνου, στην επιμονή του για μία αναγνώριση της υποτέλειας του βασιλιά της Θεσσαλονίκης προς τον Αυτοκράτορα της Ρωμανίας[8]. Με αυτή την σύμβαση ο Βονιφάτιος παραχώρησε την Κρήτη στη Βενετία και το ποσό των 100.000 υπέρπυρων, το οποίο ο Αλέξιος Γ’ (Άγγελος) είχε υποσχεθεί σε αυτόν, καθώς επίσης ένα φέουδο στην Ευρώπη που χορηγήθηκε από τον Μανουήλ Κομνηνό στον πατέρα του, πλέον της Θεσσαλονίκης και της εντός και εκτός («intus et foris») περιοχής της. Σε αντάλλαγμα έλαβε 1.000 ασημένια μάρκα, όπως και πολλά εδάφη προς τα δυτικά, τα οποία βρίσκονταν στην Ήπειρο και θα απέφεραν ετήσια έσοδα 10.000 υπέρπυρα. Ο ίδιος υποσχέθηκε να υπερασπίζεται τις Βενετσιάνικες κτήσεις.
Το γεγονός ότι ο Βονιφάτιος διαπραγματεύτηκε τα εδάφη στα δυτικά της Ελλάδας, δείχνει ότι σχεδίαζε να μορφοποιήσει ένα Λομβαρδικό βασίλειο, που θα εκτείνονταν στις ακτές της Αδριατικής, και όσο το δυνατόν πλησιέστερα σε επικοινωνία με τις Ιταλικές κτήσεις του. Το δεδομένο ότι τοποθέτησε το βασίλειο του κάτω από την Βενετσιάνικη υπεροχή, φανερώνει ότι η ενεργητικότητα του Βαλδουίνου τον έπεισε πως δεν μπορούσε ακόμα να ανακηρύξει τον εαυτό του ανεξάρτητο από την αυτοκρατορία, εκτός αν τουλάχιστον προσωρινά, σχημάτιζε ένα συνασπισμό με μία άλλη δύναμη, και φυσιολογικά με τη Βενετία. Οι Βενετσιάνοι που εποφθαλμιούσαν την Κρήτη, την γέφυρα προς τη Συρία και την Αίγυπτο, ήταν πολύ ικανοποιημένοι με αυτήν την ανασκευή, το «refutatio» όπως αποκαλούνταν, με την οποία αποκτούσαν αξιώσεις στη νήσο.
Αυτή ρυθμίστηκε από τον Βενετσιάνο Μάρκο Σανούδο (Marco Sanudo) και τον Λομβαρδό Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι (Ravano dalle Carceri) από τη Βερόνα, ενώ μεταξύ των επτά μαρτύρων συγκαταλέγονταν και δύο για τους οποίους θα ακούσουμε ξανά, ο κύριος Πεγκοράρο ντε Βερόνα (Pegorarius de Verona) και ο κύριος Γιλβέρτο ντα Βερόνα (Gilbertus da Verona).
Η Εύβοια και η Χαλκίδα (Εύριπος) αποκαλούνταν από τους Ιταλούς κατακτητές με την κοινή ονομασία ως «Νεγροπόντε». Τον Αύγουστο του 1205 η νήσος μοιράστηκε σε τρεις Λομβαρδούς βαρώνους, τους λεγόμενους «τρίαρχους». Έγχρωμη χαλκογραφία του Νεγροπόντε στα 1597 του Βενετσιάνου χαράκτη Giacomo Franco (1550 – 1620) από το έργο του «Viaggio da Venetia a Constantinopoli per Mare».
-
Η κατάληψη της Εύβοιας από τον Ζακ ντ’ Αβέσνς (Jaques d’ Avesnes).
Νωρίς τον επόμενο χρόνο, ο Βονιφάτιος του Μονφερρά προέλασε εντός της Ελλάδας επικεφαλής των Σταυροφόρων για να κατακτήσει τα εδάφη, τα οποία είχαν απονεμηθεί σε αυτόν.
Τώρα ξεδιπλώνεται ένα άλλο μέρος του σχεδίου του. Κάνει χρήση της θέσης του ως διοικητής των Σταυροφόρων, για να τους πριμοδοτήσει με φέουδα και να τους μετατρεψει σε βασσάλους (υποτελείς) της Θεσσαλονίκης, όταν σύμφωνα με την συνθήκη του διαμελισμού θα έπρεπε να γίνονταν αμέσως υποτελείς του αυτοκράτορα. Καθίστατο ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι το βασίλειο της Θεσσαλονίκης ήταν μία ανωμαλία, όπως συνάγεται μέσα από τα πρωταρχικά σχέδια. Ωστόσο, δεν ήταν παρά μόνο μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου, που η αυτοκρατορία και το βασίλειο συγκρούστηκαν για την αρχηγία. Οι κοινοί εχθροί, δηλαδή οι Βούλγαροι, οι Έλληνες της Νίκαιας, καθώς και οι Έλληνες της Ηπείρου, απέτρεψαν μία νωρίτερη σύγκρουση.
Έχοντας καταβάλει επιτυχώς την αντίσταση στις Θερμοπύλες από τους Έλληνες υπό (την ηγεσία του) Λέοντα Σγουρού, ο Βονιφάτιος απέδωσε στον Όθωνα Δελαρός (Otho de la Roche) τη Βοιωτία και την Αττική, ενώ στον Ζακ Ντ’ Αβένς το νησί της Εύβοιας, το οποίο αποκαλούνταν από τους Ιταλούς ως Νεγροπόντε (Negroponte), από τους Γάλλους ως Νιγρεπόντ (Nigrepont) και από τους Έλληνες ως Εύριπος[9]. Ο ντ’ Αβένς έκτισε και επάνδρωσε με φρουρά ένα κάστρο στη Χαλκίδα, που επίσης αποκαλέστηκε Νεγροπόντε[10], και έπειτα έσπευσε αμέσως να επανενωθεί με τον Βονιφάτιο, που είχε προωθηθεί και πολιορκούσε την Κόρινθο, όπου είχε υποχωρήσει ο Λέων Σγουρός.
Απεικόνιση του καστελιού της γέφυρας στον πορθμό του Ευρίπου (όπως ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα), το οποίο πιθανολογείται πως κατασκεύασε ο Φλαμανδός Σταυροφόρος Ζακ ντ’ Αβένς στα 1205. Νότια άποψη. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017).
Ο ντ’ Αβένς δεν εμφανίζεται να προβληματίστηκε περαιτέρω με τη νήσο. Τον Αύγουστο του 1205, διατηρώντας την ηγεμονία (της Εύβοιας) για τον εαυτό του, επέτρεψε στον επικυρίαρχο του Βονιφάτιο να την διαιρέσει σε τρία μεγάλα φέουδα και να εγκαταστήσει εκεί τρεις Λομβαρδούς αυθέντες, που η σχέση τους με την σύμβαση της Αδριανούπολης ίσως υποδηλώνει ότι ήταν πολύ ευνοϊκά διακείμενοι προς τον Βονιφάτιο. Στον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι αποδόθηκε η νότια Εύβοια, συμπεριλαμβανομένων της Καρύστου και των Άρμενων (Larmena). Ο Γιλβέρτο ντα Βερόνα, που ήταν συγγενής με τον Ραβανό έλαβε το κεντρικό μέρος της νήσου και ο Πεγκοράρο ντε Πεγκοράρι το βόρειο τρίτο[10-2]. Αυτοί οι τρεις αυθέντες αποκαλούνταν «τριτημόριοι (terzieri – tierciers)» του Νεγροπόντε. Ο Hopf τους προσφωνεί ως «Τρεις Κύριους (Dreiherrn)» και εμείς μπορούμε να τους αποκαλούμε ως «τρίαρχους (triarchs)».
Ο Ζακ ντ’ Αβένς πέθανε άτεκνος πριν από το 1209, και ως εκ τούτου, οι τρίαρχοι έγιναν ανεξάρτητοι, εκτός από την (διαφιλονικούμενη) επικυριαρχία του αυτοκράτορα, η οποία αμφισβητούνταν από τον κόμη του Μπιαντράτε (Biandrate ή Blandrate ή Blans – Dras) για λογαριασμό των κληρονόμων του Βονιφάτιου του Μονφερρά, ο οποίος αποβίωσε στα 1207. Στο μεταξύ ο Πεγκοράρο, ο αυθέντης της βόρειας Εύβοιας, είχε επιστρέψει στην πατρίδα του, αφήνοντας το τριτημόριο του στην κατοχή είτε αποκλειστικά του Ραβανό, είτε από κοινού στον Ραβανό και στον Γιλβέρτο. Λίγο αργότερα, προφανώς γύρω στις αρχές του 1209, ο Γιλβέρτο πέθανε, και παρόλο που είχε δύο γιούς, τον Γουλιέλμο (Guglielmo) και τον Αλβέρτο (Alberto), ο Ραβανό κατέστη μοναδικός αυθέντης (της νήσου).
To κάστρο στον πορθμό του Ευρίπου (όπως ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα), βόρεια άποψη. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017).
-
Ο πόλεμος των βαρώνων.
Το έτος 1207, ο Ομπέρτο (Oberto), κόμης του Μπιαντράτε, και ο κοντόσταυλος Αμαντέο Μπούφφα (Amadeo Buffa), ενεργώντας εξ’ ονόματος του γιού του Βονιφάτιου, του Γουλιέλμου του Μονφερρά, αρνήθηκαν την οφειλόμενη υποταγή του νέου βασιλιά της Θεσσαλονίκης προς τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο (Henry), τον αδελφό και διάδοχο του Βαλδουίνου.
Όλοι οι Λομβαρδοί βαρώνοι, συμπεριλαμβανομένου και του Ραβανό της Εύβοιας, υποστήριξαν την απιστία του Μπιαντράτε. Ο Όθων Δελαρός, ο «μέγας κύρης» των Αθηνών, συντάχθηκε με την νόμιμη αρχή του αυτοκράτορα. Ο Ερρίκος που διακατέχονταν από την ενεργητικότητα και την επιμονή του αδερφού του Βαλδουίνου, αποφάσισε να πορευθεί εναντίον των σκληροτράχηλων βαρώνων και να επιβάλλει την υποταγή τους, ένα αναγκαίο βήμα, καθώς αιωρούνταν η ιδέα μίας αντίπαλης Λομβαρδικής αυτοκρατορίας υπό τον Γουλιέλμο του Μονφερρά. Ο δε Ραβανό διέθετε εξαιρετικά σημαντική υπόληψη ανάμεσα στους Λομβαρδούς. Μάλιστα, κατονομάζεται σαν ένας από τους δύο εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους για μία προτεινόμενη πενταμελή επιτροπή, η οποία θα έπρεπε να διευκρινίσει τις διαφωνίες με τον Ερρίκο. Όταν λοιπόν ο αυτοκράτορας βρίσκονταν στον Αλμυρό της Θεσσαλίας, ο Ραβανό εμφανίστηκε στον κόλπο του Βόλου με έναν αριθμό από γαλέρες, και είχε μία συνομιλία με τον Κόνον ντε Μπεθούνε (Conon de Bethune) και τον Ανσό ντε Καγιέ (Anseau de Cayeux) με σκοπό ένα συμβιβασμό, ο οποίος όμως δεν επιτεύχθηκε. Ο Ερρίκος υιοθέτησε μία συμβιβαστική πολιτική, και οι περισσότεροι από τους βαρώνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου και του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου (Geffrey Villehardouin) του Μορέως, δήλωσαν την υποτέλεια τους σε εκείνον στη Ραβέννικα (Ravennika), ένα μέρος μυστηριώδους τοπογραφίας[11], τον Μάιο του 1209.
Ωστόσο, ο Ραβανό δεν ήταν διατεθειμένος να υποταχθεί και δεν παραβρέθηκε σε αυτή την σύνοδο. Πρωτύτερα, τον Μάρτιο του 1209, ο ίδιος είχε αποστείλει τον αδερφό του τον Ερρίκο (Δαλλεκαρτσέρι), τον επίσκοπο της Μάντοβα (Mantua), σαν πρεσβευτή του στη Βενετία, για να προσφέρει στη Δημοκρατία (του Αγίου Μάρκου) την επικυριαρχία επί του Νεγροπόντε και έχοντας πεποίθηση σε αυτήν (την διαφαινόμενη αποδοχή), αποτόλμησε να αψηφήσει τον Ερρίκο. Αλλά η πολιορκία της Κάδμειας άλλαξε την προοπτική της κατάστασης και παρακίνησε τον Ραβανό και τον Αλμπέρτο Παλαβιτσίνι (Alberto Pallavicini), τον αυθέντη της Βοδονίτσας (Bodonitza), ο οποίος ήταν επίσης απείθαρχος να υποταχθούν[12]. Έτσι, συνάφθηκε ειρήνη και απελευθερώθηκε ο (αποστάτης) κόμης του Μπιαντράτε, ο οποίος βρίσκονταν φυλακισμένος στη Θεσσαλονίκη. Ο δε κόμης ορκίστηκε στον εαυτό του να εκδικηθεί τον αυτοκράτορα και διαπεραιώθηκε στο Νεγροπόντε. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος επίσης μετέβηκε εκεί, και η επίσκεψη του μπορεί να σχετιστεί με τα λόγια του χρονικογράφου Ερρίκου ντε Βαλενσιένς (Henri de Valenciennes)[13], (στην αφήγηση του οποίου θα στηριχτούμε για να περιγράψουμε τα συμβάντα).
Ο θυρεός του Λομβαρδικού αριστοκρατικού οίκου των Δαλλεκαρτσέρι, οι οποίοι υπήρξαν βαρώνοι της Εύβοιας από το 1205 έως το 1383-1384. Πηγή: «Οικόσημα στην Νάξο», Ν. Κεφαλληνιάδη, Αθήνα, 1980.
-
Ο Ραβανό φιλοξενεί τον αυτοκράτορα Ερρίκο.
Ο Αυτοκράτορας μετέβηκε για να προσευχηθεί στην κυριότερη εκκλησία των Αθηνών, η οποία αποκαλούνταν «Nostre Dame».
Ο δε Όθων Δελαρός, που ήταν και ο αυθέντης, καθώς ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μονφερρά του είχε δώσει το φέουδο, τον τίμησε όσο το δυνατόν περισσότερο στην έκταση που έφθανε η εξουσία του. Εκεί ο αυτοκράτορας παρέμεινε για δύο μέρες και την τρίτη αναχώρησε απευθείας για το Νεγροπόντε. Πέρασε την νύχτα σε ένα χωριό, όπου και αναπαύτηκε μέχρι την επόμενη ημέρα, όταν ο Βαλδουίνος ντε Πας (Banduins de Pas) του ανέφερε ότι ο κόμης Μπλανς – Ντρας (Blans – Dras, Μπιαντράτε) ήταν στο Νεγροπόντε και του είπε: «Να ξέρετε, κύριε, ότι πέρασα την νύχτα στο Νεγροπόντε και άκουσα ότι αν πάτε εκεί αυτός θα σας συλλάβει». Και όταν το άκουσε ο αυτοκράτορας λυπήθηκε πολύ προς τούτο και είπε ότι εξαιτίας αυτού δεν θα αποτύγχανε να πάει.
Τότε κάλεσε τον Ραβανό και τον (αξιωματούχο) κοντόσταυλο που ήταν μαζί του, αλλά και τον Όθωνα Δελαρός και τον Ανσιέλ ντε Καέ (Ansiel de Kaeu), και τους είπε ότι ο κόμης απείλησε να τον συλλάβει αν πήγαινε στο Νεγροπόντε. Και ο Ραβανό τον έκανε να μην φοβάται: «Γνωρίζεις καλά», του είπε, «ότι η πόλη είναι δική μου, και θα σε πάω προς τα εκεί με ασφαλή καθοδήγηση, με εγγύηση το κεφάλι μου πάνω σε αυτό». «Δεν ξέρω», απάντησε ο αυτοκράτορας, «τι μπορεί ή δεν μπορεί να προκύψει από αυτό, αλλά θα πάω». Τη επόμενη ημέρα ξεκίνησε με μία γαλέρα, μαζί με τον Ραβανό για να πάει στο Νεγροπόντε. Κάτω από οποιοδήποτε επίφοβο οιωνό, αυτός εισήλθε στην πόλη, όμως φρονώ ότι θα ένιωθε μεγάλο τρόμο πριν να αναχωρήσει, καθώς η προδοσία είχε συμφωνηθεί και προετοιμαστεί.
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος εισήλε στο Νεγροπόντε με μεγάλη χαρά και οι Έλληνες της πόλης και της επαρχίας τον υποδέχτηκαν με ευχαρίστηση, και ήρθαν να τον προϋπαντήσουν με εξαίσιο ήχο από τρομπέτες και μουσικά όργανα, και τον οδήγησαν για να προσευχηθεί σε μία εκκλησία της Παναγίας, με την επωνυμία «Our Lady»[14]. Και όταν αυτός προσευχήθηκε τόσο όσο να ικανοποιηθεί ο ίδιος, μετά εγέρθηκε και έφυγε από την εκκλησία. Ο δε κόμης του Μπλανς – Ντρας (Μπιαντράτε) είχε ήδη κανονίσει (με άλλους συνομώτες) πως θα σφαγιαστεί ο αυτοκράτορας. Αυτοί έλεγαν ότι είχε έρθει σχεδόν ασυνόδευτος, καθώς είχε μαζί του μόνο τριάντα ιππότες και συμφώνησαν να τον συλλάβουν όταν θα βρίσκονταν στο τραπέζι ή όταν θα κοιμόνταν στο κρεβάτι του. Μόνο έτσι ίσως να μπορούσαν να εκδικηθούν και όχι αλλιώς.
Άποψη της βασιλικής της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας. Κατά μία αμφίσιμη εκδοχή θεωρείται ότι κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην «Παναγία την Περίβλεπτο» και έτσι ταυτίζεται με τον καθεδρικό ναό του Νεγροπόντε με την επωνυμία «Our Lady», στο οποίο οδηγήθηκε ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος για να προσευχηθεί. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Ο αυτοκράτορας παρέμεινε κατ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα σε αυτούς για τρεις μέρες. Στη δε Θήβα έφτασε η είδηση ότι είχε πιαστεί στο Νεγροπόντε. Τότε μπορούσες να δεις τους ιππότες του να είναι κατάπληκτοι και παραδόξως εξοργισμένοι και συγχυσμένοι. Και τα νέα διαδόθηκαν σε ολόκληρη την χώρα. Όμως ο αυτοκράτορας βρίσκονταν τρεις μέρες στο Νεγροπόντε και κανένας δεν είπε ή έκανε κάτι για τον δυσαρεστήσει. Και ο Ραβανό έδρασε σαν να ήξερε όλα γύρω από την συνωμοσία και πως αυτή προσχεδιάστηκε. Τότε πήγε στον κόμη και είπε σε αυτόν: «κόμη του Μπλανς – Ντρας (Μπιαντράτε), τι επιθυμείτε να κάνετε; Πώς στο όνομα του Θεού η καρδιά σας αποφασίζει να διαπραχτεί μία τέτοια άτιμη πράξη, όπως το να σφαχτεί ο αυτοκράτορας, καθώς από την ντροπή αυτή στο τέλος δεν θα μπορούσατε να ξεφύγετε; Και πολύ περισσότερο γνωρίζοντας αληθινά ότι αυτός θα έρχονταν στο Νεγροπόντε, κάτω από την δική μου ασφαλή καθοδήγηση; Και εγώ είμαι υποτελής του. Πως μπορούσατε να σκεφτείτε ότι εγώ θα σας επέτρεπα να τον βλάψετε; Κόμη του Μπλανς – Ντρας (Μπιαντράτε) γιατί να πω περισσότερα προς εσάς; Ούτως λοιπόν, Θέε μου βοήθησε με, δεν μπορώ να το επιτρέψω».
Όμως σε τι ωφελούσε αυτό; Αν ο Ραβανό δεν ήταν εκεί, ο αυτοκράτορας δεν θα μπορούσε να φύγει από το Νεγροπόντε χωρίς μεγάλη αναταραχή ή χωρίς να αποκομίσει σωματική βλάβη. Ο αυτοκράτορας εξέφρασε μία επιθυμία να επιστρέψει στην Θήβα για να δει τους άντρες του, που όπως του είπαν, φοβόνταν για αυτόν. Έφυγε λοιπόν από το Νεγροπόντε και αφίχθηκε στη Θήβα. Και δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε αν οι άνδρες του ήρθαν να τον συναντήσουν και να του δώσουν μία σπουδαία υποδοχή σαν τον κυρίαρχο άρχοντα τους. Αλλά προς το παρόν η αφήγηση μας (του Ερρίκου ντε Βαλενσιένς) είναι σιωπηρή πάνω σε αυτό το ζήτημα, και επιστρέφει στον (τσάρο της Βουλγαρίας) Βορίλα (Burile ή Vorylas), ο οποίος προετοιμάζονταν να εισχωρήσει στα εδάφη του αυτοκράτορα με μία μεγάλη δύναμη.
Ο Ερρίκος της Φλάνδρας (Henri Ier de Hainaut, 1176 – 11 Ιουνίου 1216) ήταν ο δεύτερος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1206 – 1216). Ήταν ο μικρότερος γιος του Βαλδουίνου Ε΄ του Αινώ και της Μαργαρίτας της Φλάνδρας, αδελφής του Φιλίππου της Αλσατίας, κόμητος της Φλάνδρας και διάδοχος στη λατινική αυτοκρατορία του μεγαλύτερου αδελφού και ιδρυτή της, Βαλδουίνου Α΄.
-
Η Βενετσιάνικη εγκατάσταση στο Νεγροπόντε.
Η έκκληση του Ραβανό προς τη Βενετία στα 1209 πρόσφερε σε αυτήν την ευκαιρία να θέσει το χέρι της, όντως ευγενικά στην αρχή, σε αυτή την σημαντική νήσο.
Η Γαληνότατη Δημοκρατία μπορούσε πραγματικά να ισχυριστεί ότι (το Νεγροπόντε) είχε εκχωρηθεί σε εκείνη από τη «Συνθήκη του Διαμελισμού» (της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), αλλά αυτή η διεκδίκηση ποτέ δεν παροτρύνθηκε και μόνο βαθμιαία η Βενετσιάνικη εξουσία έγινε κυρίαρχη στην Εύβοια. Στην αρχή οι Βενετσιάνοι δεν έλαβαν μέτρα για να πάρουν στην κατοχή τους τα εκτεταμένα εδάφη – Πελοπόννησο, Ήπειρο, Εύβοια και τα νησιά του Αρχιπελάγους – στα οποία η «Συνθήκη του Διαμελισμού» τους παρείχε μία αξίωση. Κατά πρώτο λόγο αυτές οι χώρες έπρεπε να κατακτηθούν, και η Βενετία δεν ήταν διατεθειμένη να προβεί στα αναγκαία έξοδα και κατά δεύτερο η προσοχή της ήταν απορροφημένη σε δύο καθήκοντα, τα οποία θεωρούσε υπέρτατης σπουδαιότητας, με την κατάληψη της Κρήτης (Kandia) και με την εδραίωση του κύρους του νέου Λατίνου πατριάρχη. Μία από τις ρυθμίσεις της «Συνθήκης του Διαμελισμού» ήταν ότι ο πατριαρχικός θώκος έπρεπε να κατέχονταν από ένα Βενετσιάνο, καθώς οι Βενετσιάνοι είχαν πει: «η κυβέρνηση είναι για εσάς, εμείς θα έχουμε το πατριαρχείο (Imperium est vestrum, nos habebimus patriarchatum)». Η Βενετία διέκρινε τη σημασία στο να έχει την Εκκλησία στα χέρια της όσο το δυνατόν περισσότερο, σαν μία εξισορρόπηση της επιρροής του Ιννοκέντιου ΙΙΙ και της Παπικής αυλής (Curia), με τους οποίους γενικότερα δεν συνδιαλέγονταν κάτω από πολύ καλές προϋποθέσεις. Επίσης ήταν εμπεπλεγμένη στην ίδρυση μίας αποικίας, βραχείας διάρκειας, στην Κέρκυρα.
Αποδεχόμενος την πρεσβεία του Ραβανό, ο οποίος προσφέρθηκε να πληρώνει στην Δημοκρατία 2.100 χρυσά κομμάτια ετησίως και να χορηγήσει σε αυτή ελεύθερες συνοικίες στο Νεγροπόντε και άλλες πόλεις της νήσου, ο Δόγης απέστειλε τον Πιέτρο Αριμόντι (Pietro Arimondi) στην Εύβοια για να ρυθμίσει ζητήματα με το βαρώνο και η σχετική συμφωνία συνάφθηκε στα 1211. Είναι αβέβαιο αν η θέση του Βενετσιάνου βάϊλου (bailo, μπαίλος, Bajulus, σ.τ.μ.: επίτροπος, έφορος) στο Νεγροπόντε θεσπίστηκε σε αυτό το έτος ή στα 1216, το έτος του θανάτου του Ραβανό.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Βενετία πάτησε το πόδι της στην Εύβοια, αντί για τις εσφαλμένες αντιλήψεις που διατυπώθηκαν μετέπειτα, όπως ίσως να ήταν φυσικό, θεωρώντας ότι η νήσος ανήκε δικαιωματικά (de jure) στη Βενετία εφόσον ίσχυε η «Συνθήκη του Διαμελισμού». Έτσι διαβάζουμε στο σύγγραμμα «Storia Veneziana» του Βενετσιάνου λογοτέχνη Αντρέα Ναβαγκέρο (Andrea Navagero) ότι η πόλη του Νεγροπόντε, η οποία κατά την διαίρεση της αυτοκρατορίας είχε πέσει στο μερίδιο της «Αρχοντικής Βενετίας (Signoria de Venezia)», «ήταν από εκείνη την ημερομηνία ένα φέουδο του Δον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι και των αδερφών και εγγονών του. Ετούτοι με δικές τους δαπάνες πήγαν να αγοράσουν και να την κατέχουν μέχρι αυτόν τον καιρό (1255)»[15]. Όμως οι τρίαρχοι παρέλαβαν την Εύβοια από τον Βονιφάτιο του Μονφερρά και όχι από την Βενετία.
Θυρεός της Βενετίας. Στα 1209 ο Λομβαρδός βαρώνος της Εύβοιας Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι, πρόσφερε στην Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου την επικυριαρχία επί της νήσου, η οποία διόρισε έναν Βενετσιάνο βάϊλο στον Νεγροπόντε από στα 1211 ή 1216. Πηγή: wikipedia.org/Republic of Venice.
-
Ο Ραβανό και η Εκκλησία.
Δεν ήταν απλά οι δυσάρεστες σχέσεις που υπέβοσκαν μεταξύ του αυτοκράτορα Ερρίκου και του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, με τις οποίες ο Ραβανό ενέπλεξε τον εαυτό του, καθιστώντας επιθυμητή την προστασία της Βενετίας.
Ο Ραβανό είχε υποπέσει σε ατιμία απέναντι στην πιο ισχυρή προσωπικότητα εκείνου του καιρού, τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (Innocent III)[16], και η Βενετία ήταν η δύναμη η οποία ήταν έτοιμη να ενθαρρύνει μία αντιπαπική συμπεριφορά. Μετά τον θάνατο του Ζακ ντ’ Αβένς, και ίσως πριν από αυτόν, ο Ραβανό δεν δίστασε να παρέμβει στην εκκλησιαστική περιουσία, και οι Ναΐτες που είχαν εγκατασταθεί στην νήσο της Εύβοιας, υπέβαλαν μία καταγγελία στη Ρώμη[17]. Έτσι λοιπόν ο Ιννοκέντιος έγραψε στον επίσκοπο του Δαμαλά (Τροιζηνίας) στις 15 Οκτωβρίου 1210: «Ήρθε σε εμάς από τους αγαπητούς γιούς μας, αδελφούς Ναΐτες στρατιώτες, μία υποβληθείσα καταγγελία, πως ο ευγενής άνθρωπος Ραβανό, άρχοντας της νήσου Νεγροπόντε, ο ίδιος καταπάτησε εις βάρος τους ορισμένες κτήσεις, που τους είχε χορηγήσει με ευσέβεια, ο Τζάκοπο, ο άρχοντας του Αβένις (Ζακ ντ’ Αβένς)»[18].
Επίσης ο Ραβανό είχε αμαρτήσει και με έναν άλλο τρόπο. Είχε αθέμιτο δεσμό με κάποια Ισαβέλλα (Isabella), μία νυμφευμένη κυρία, την οποία και παντρεύτηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της. Ο αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Βεράρδος (Berard), κάτω από την δικαιοδοσία του οποίου περιλαμβάνονταν και η επισκοπή του Νεγροπόντε, τον αφόρισε για αυτό, (θέτοντας τον εκτός της θείας κοινωνίας), όμως στα 1212 ο Ιννοκέντιος τον απάλλαξε από την απαγόρευση[19]. Ίσως ο Βεράρδος δεν θα είχε προβεί σε μία τέτοια ακρότητα, αν ο Ραβανό δεν του αντιτίθονταν σε ένα άλλο ζήτημα. Ο Θεόδωρος ήταν ο Έλληνας επίσκοπος της Εύβοιας και ο καρδινάλιος Βενέδικτος (Benedict), ο λεγάτος του Πάπα, του επέτρεψε να διατηρήσει τον θώκο του, πιθανώς καθ’ υπόδειξη του Ραβανό, ενώ ο Πάπας πιστοποίησε αυτή την ρύθμιση στα 1208. Όμως, ο Βεράρδος τον εκθρόνισε για διενέργεια μη Λατινικών τελετών, εντούτοις δεν κατάφερε να επηρεάσει αποτελεσματικά την μετατόπιση του.
Επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ (1198 – 1216), στην οποία μνημονεύονται οι κτήσεις του εκκλησιαστικό-στρατιωτικού τάγματος των Ναϊτών ιπποτών στο Νεγροπόντε και στις αταύτιστες τοποθεσίες Λαγκεράν (Lageran) και Οιζπάρις (Oizparis). Πηγή: Συλλογή επιστολών «Innocentii Tertii Pontificis Maximi Epistolarum libri quatuor Regestorum, Bibliothecae Collegij Fuxensis Tolosae».
Αναφέρονται τέσσερις επισκοπές στην Εύβοια ως υποτελείς στον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο των Αθηνών.
Αυτές ήταν του Νεγροπόντε, της Καρύστου (Karystos), των Ζορκών (Zorkon), και του Αυλώνος (Avalona)[20]. Υπάρχει μία δυσκολία ως προς την ταυτοποίηση των δύο τελευταίων. Ότι βρίσκονταν στην Εύβοια είναι σχεδόν σίγουρο. Ο Hopf εισηγείται την ταυτοποίηση του «Ζορκών» με τους Ωρεούς, αλλά για αυτό δεν υπάρχει καμία ένδειξη ή πιθανότητα. Εγώ προτείνω την ταυτοποίηση του ονόματος «Ζορκών» με αυτό του σύγχρονου χωριού Ζάρκα (Ζάρακας), λίγο βορειότερα από τα Στύρα, και τον αρχαίο Ζάραξ. Θα πρότεινα ότι η επισκοπή «Αυλώνος», πρέπει να ήταν στην περιφέρεια του Αυλωναρίου νότια της Κύμης.
Η σύνοδος της Ραβέννικα τον Μάϊο του 1210 (για να διακρίνεται από την συνάθροιση στο ίδιο μέρος τον Μάιο του 1209) ήταν κυρίως εκκλησιαστικής σημασίας. Μολονότι ο Ιννοκέντιος την πιστοποίησε το Δεκέμβριο, εντούτοις το πνεύμα του Λατίνου αυτοκράτορα και των βαρώνων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ευνοϊκό προς τις παπικές προθέσεις. Ήταν σαφώς ένας διακανονισμός των διαφορών μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, χωρίς την διαβούλευση του Πάπα. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος υιοθέτησε μία κοσμική πολιτική, που αντιπρόσωπος της κατά τον 13ο αιώνα υπήρξε ο (σ.τ.μ.: βασιλιάς της Σικελίας) Φρειδερίκος Β’ (Frederick II), και η αντιπαπική του συμπεριφορά βρήκε ένα σύμμαχο στο Βενετσιάνο Πατριάρχη Τομμάσο Μοροζίνι (Tommaso Morosini), ο οποίος επιθυμούσε να καταστήσει ανεξάρτητη την Εκκλησία της Ρωμανίας από τη Ρώμη. Ο Μοροζίνι ήταν ένας υποστηρικτής της συνόδου της Ραβέννικα, που εδραίωσε την καταβολή του (έγγειου φόρου) «ακρόστιχον» από τον κλήρο προς τις κοσμικές δυνάμεις και εξασφάλισε την αρχή της εκκοσμίκευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας, μία αρχή την οποία ήδη είχαν ήδη υιοθετήσει οι Βενετσιάνοι στην Κρήτη.
Ο δε Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι υπέγραψε τα άρθρα της Ραβέννικα μαζί με τους άλλους βαρώνους.
Γενική άποψη του Αυλωναρίου με τον καλοδιατηρημένο μεσαιωνικό πύργο του. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας εκτιμάται ότι αποτελούσε την εκκλησιαστική έδρα της επισκοπής «Αυλώνος», η οποία αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα ως «Avalona» ή «Abelonensem».
-
Η διαίρεση της Εύβοιας μετά τον θάνατο του Ραβανό.
Στα 1216 ο Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι πέθανε και διαιρέθηκαν ξανά τα τρία μέρη της Εύβοιας, τα οποία είχαν ενωθεί κάτω από την ηγεμονία του.
Στις 17 Νοεμβρίου, ο Βενετσιάνος βάϊλος, Πιέτρο Μπάρμπο (Pietro Barbo), βοήθησε να ρυθμιστεί ένας νέος καταμερισμός ανάμεσα στους ανταπαιτητές, που ήταν έξι τον αριθμό, τα εξής κατονομαζόμενα τρία ζεύγη:
(1) Η Ισαβέλλα, η χήρα του Ραβανό, και η Μπέρτα (Berta) η κόρη του.
(2) Ο Ρικάρντο (Rizzardo) και ο Μαρίνο (Marino), οι γιοί του αδερφού του Ρετοντέλλο (Redondello) Δαλλεκαρτσέρι, τους οποίους εκείνος είχε υιοθετήσει πριν από το γάμο του.
(3) ο Γουλιέλμος και ο Αλμπέρτο ντα Βερόνα, που ήταν συγγενείς του θανόντος, γιοί του Γιλβέρτο ντα Βερόνα, πρώην τρίαρχου της κεντρικής Εύβοιας.
Το νότιο τριτημόριο εκχωρήθηκε στην Ισαβέλλα και την Μπέρτα, το κεντρικό τριτημόριο στον Γουλιέλμο και τον Αλμπέρτο, που διαδέχτηκαν φυσιολογικά τον πατέρα τους στο τριτημόριο, το οποίο του ανήκε, το βόρειο τριτημόριο που ήταν άλλοτε του Πεγκοράρο, δόθηκε στον Μαρίνο, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Πεγκοράρο, Μαργαρίτα (Margherita) και στον αδερφό του Ρικάρντο. Έτσι τα τριτημόρια μετατράπηκαν σε εκτημόρια, τα οποία όμως προορίζονταν να επανενωθούν, καθώς έγινε μία ιδιόμορφη ρύθμιση, με την οποία αν πέθαινε ένας από τους έξαρχους (εκτημόριους – sestieri), θα τον διαδέχονταν ο άλλος έξαρχος, και όχι οι κληρονόμοι του εκλιπόντος.
Φαίνεται δε ότι ο Ραβανό είχε και μία μικρότερη κόρη, την Φελίζα (Felisa) Δαλλεκαρτσέρι. Αυτή μεταγενέστερα παντρεύτηκε τον Όθωνα ντε Σικόν (Otho de Cicon), στον οποίο παραχωρήθηκε η βαρωνία της Καρύστου, ενδεχομένως από την (μεγαλύτερη) αδερφή της Μπέρτα.
Έχει παρατηρηθεί ότι η ανάπτυξη της Βενετσιάνικης επιρροής στην Εύβοια το έτος 1216 σηματοδοτούσε σαφώς ένα νέο στάδιο. Από την συνθήκη του 1211, ένα είδος επικυριαρχίας της νήσου άνηκε πλέον ονομαστικά στη Βενετία, χωρίς ωστόσο να παρακωλύεται η σχέση του Ραβανό με το Λατίνο αυτοκράτορα. Αλλά ουσιαστικά η Βενετία άρχισε να παρεμβαίνει σε όλες τις υποθέσεις της νήσου μόνο μετά το 1216. Όταν ο Βενετσιάνος βάϊλος ρύθμισε τα ζητήματα μεταξύ των Λομβαρδών ανταπαιτητών, διαμορφώθηκε ένα προηγούμενο ενός μεγάλου πρακτικού επακόλουθου, και η επιρροή του βάϊλου αυξήθηκε κολοσσιαία. Αυτή η αύξηση της επιρροής επισημαίνεται από την εισαγωγή των Βενετσιάνικων μέτρων και σταθμών, την επέκταση των Βενετσιάνικων προνομίων και με την προικοδότηση της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου (San Marco) στο Νεγροπόντε. Στην πραγματικότητα θεσπίστηκε (ιδρύθηκε) ένας Βενετσιάνικος σταθμός, του ίδιου τύπου με τον συνοικισμό στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ενδεχομένως μία μεγάλη εισροή εποίκων από την Βενετία, να έλαβε χώρα αυτή την περίοδο. Στο έτος 1224 καθορίστηκε ότι ο μισθός του βάϊλου έπρεπε να ήταν 450 χρυσά υπέρπυρα, από τον οποίο συντηρούσε ένα συμβολαιογράφο, έναν υπηρέτη και τρία άλογα, όπως επίσης προβλέπονταν να λαμβάνει και οδοιπορικά εφόδια (viaticum) 100 λιβρών.
Απόσπασμα χάρτη του 1589 από τον Φλαμανδό χαρτογράφο Gerardus Mercator (1512 – 1594), στο οποίο εμφανίζονται οι περιοχές όπου αναπτύχθηκαν οι κυριότερες Λατινικές ηγεμονίες στον Ελληνικό χώρο, δηλαδή οι βαρωνίες της Εύβοιας, το δουκάτο των Αθηνών και το πριγκιπάτο της Αχαΐας στην Πελοπόννησο. Πηγή: vintage-maps.com.
-
Οι Σχέσεις της Εύβοιας με την Αχαΐα.
(Φαίνεται ότι) κάποια σκοτεινότητα αιωρείται πάνω από τις σχέσεις των τρίαρχων της Εύβοιας με το πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Σύμφωνα με το χρονικό του Μορέως, ο Βονιφάτιος του Μονφερρά πριμοδότησε τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη (Guillaume de Champlitte) με την επικυριαρχία των Αθηνών και του Ευρίπου. Αυτό φυσικά είναι πλασματικό. Επίσης, είναι πολύ αμφίβολο αν θεμελιώνεται η ιστορία, που περιέχεται στο ίδιο αναξιόπιστο χρονικό, ότι δηλαδή ο (τότε Λατίνος) αυτοκράτορας Ροβέρτος του Κουρτεναί (Robert of Courtenay) παρείχε την επικυριαρχία του Αρχιπελάγους (του Αιγαίου) στον Γοδεφρείδο Β’ (Geffrey II) Βιλλεαρδουίνο στη Λάρισα, καθώς αυτό το γενικό πλαίσιο είναι σίγουρα θρυλικό. Ωστόσο στα 1236, ο Γοδεφρείδος, που προσήλθε προσωπικά στην Κωνσταντινούπολη και συνέδραμε τον (επόμενο Λατίνο αυτοκράτορα) Βαλδουίνο Β’ (Baldwin II) του Κουρτεναί με ένα υπολογίσιμο ποσό, πριμοδοτήθηκε από εκείνον με την επικυριαρχία του Αρχιπελάγους (Δουκάτο της Νάξου), της Εύβοιας και τις κτήσεις του Δουκάτου των Αθηνών, που βρίσκονταν νότια του Ισθμού. Από αυτή την παραχώρηση οι τρίαρχοι δεσμεύονταν να εφοδιάζουν τον πρίγκιπα με μία γαλέρα ή είκοσι ιππότες. Ο ίδιος ο Γοδεφρείδος παρέλαβε 2.150 μέτρα γης στη νήσο. Η Εύβοια τώρα βρέθηκε σε ανάλογη διοικητική σχέση προς τον Πρίγκιπα της Αχαΐας, όπως πριν βρίσκονταν έναντι του βασιλιά της Θεσσαλονίκης.
Κατά την πολιορκία της Μονεμβασιάς στα 1247-8, οι τρίαρχοι επιτέλεσαν το καθήκον τους σαν βασσάλοι του Γουλιέλμου Β’ της Αχαΐας. Το χρονικό του Μορέως τους θέλει επίσης να λαμβάνουν μέρος στις πολιορκίες του Άργους και της Κορίνθου, που τοποθετούνται εσφαλμένα στα χρόνια του Γουλιέλμου, ενώ αυτές (σ.τ.μ.: οι πολεμικές επιχειρήσεις) στην πραγματικότητα είχαν αναληφθεί από τον Γοδεφρείδο Α’ Βιλλεαρδουίνο[21].
Κυκλικό αδιευκρίνιστο κτίσμα (εποπτικός πύργος ή μύλος) του 13ου – 14ου αιώνα, επί της βραχονησίδας «Μοναστήρι», λίγα μέτρα από την παραλία της «Νησιώτισσας» στην ανατολική άκρη του όρμου των Ωρεών. Η βαρωνία των Ωρεών αποτέλεσε το «μήλο της έριδος» μεταξύ του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου και των Λομβαρδών τρίαρχων της Εύβοιας μετά το 1255.
-
Το κενό στην Ευβοϊκή ιστορία από το 1216 έως το 1255.
Από την εσωτερική ιστορία της Εύβοιας, κατά την εποχή του Γοδεφρείδου Β’ της Αχαΐας και τα πρώτα δέκα χρόνια της κυριαρχίας του διάδοχου του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ενώ δεν έχουμε ούτε ένα αρχείο για το βάϊλο του Νεγροπόντε.
Αυτό είναι και το περισσότερο ατυχές, καθώς μετέπειτα, όταν οι πηγές των πληροφοριών μας γίνονται πληρέστερες συναντάμε σαφώς δυσκολίες, οι οποίες θα επιλύνονταν με μία πιο ακριβή γνώση των γεγονότων αυτής της περιόδου.
Στα 1220 πέθανε ο Ρικάρντο Δαλλεκαρτσέρι, ο έξαρχος της βόρειας Εύβοιας. Αυτός είχε μία κόρη, την Καριντάνα (Carintana), για την οποία θα ακούσουμε περισσότερα, αλλά συμφώνως με τη ρύθμιση του 1216, το εκτημόριο του αποδόθηκε στον ζώντα έξαρχο, και επομένως ο Μαρίνο Δαλλεκαρτσέρι κατέστη τρίαρχος της βόρειας Εύβοιας. Το ίδιο πράγμα συνέβηκε μετέπειτα και στην κεντρική Εύβοια. Αποβίωσε ο Αλβέρτος ντα Βερόνα και ο αδερφός του Γουλιέλμος έγινε μόνος αυθέντης. Για την νότια Εύβοια δεν ακούμε τίποτα. Μετά το 1216 η Ισαβέλλα και η Μπέρτα Δαλλεκαρτσέρι είναι όπως λένε οι Γερμανοί «verschollen (άφαντες)».
Άλλα τέσσερα γεγονότα συνέβησαν πριν τα 1255:
(1): Πέθανε ο Μαρίνο Δαλλεκαρτσέρι και ο γιός του Ναρζότο (Narzoto) τον διαδέχτηκε σαν τρίαρχος.
(2): Η Καριντάνα, η ανιψιά του Μαρίνο και εξαδέλφη του Ναρζότο, έγινε κάτοχος είτε ενός εκτημορίου, είτε ενός τριτημορίου της Εύβοιας.
(3): Ο Γραπέλλα (Grapella) Δαλλεκαρτσέρι, γιός του Αλμπέρτο και ανιψιός του Γουλιέλμου ντα Βερόνα έγινε έξαρχος.
(4): Η δε Καριντάνα παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο, τον πρίγκιπα της Αχαΐας.
Στα 1255 η αρχόντισσα Καριντάνα αποβίωσε και τότε ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος έγειρε αξιώσεις επί του ονόματος της στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας, αποκαλώντας τον εαυτό του τρίαρχο. Σε αυτό το σημείο αρχίζει να εμφανίζεται μία εξαιρετική δυσκολία στη διανομή των Ευβοϊκών φέουδων.
Δηνάριο ή αλλιώς τορνέσιο του πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος στα 1255 αξίωσε τη βαρωνία των Ωρεών ως κληρονομιά της θανούσης συζύγου του Καριντάνα Δαλλεκαρτσέρι. Εμπροσθότυπος: σταυρός με επιγραφή «G:PRINCEAC», οπισθότυπος: απεικόνιση κάστρου με επιγραφή «CLARENTIA». Πηγή: abccoinsandtokens.com.
-
Πρόβλημα στην διανομή των τριτημορίων και των εκτημορίων.
Οι δυσχέρειες και οι προφανείς ασυνέπειες τις οποίες συναντάμε (στην κατοπινή διανομή των βαρωνιών της Εύβοιας) είναι οι ακόλουθες:
(1) Στα 1216 η Ισαβέλλα και η Μπέρτα Δαλλεκαρτσέρι κατείχαν το νότιο τριτημόριο: Μετά από αυτό το έτος δεν ακούμε τίποτα για αυτές.
(2) Στα 1255, όταν ο Βιλλεαρδουίνος αξίωσε τη βαρωνία των Ωρεών, αυτή η απαίτηση του σύμφωνα με τον Hopf: «παρακίνησε τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα και το γαμπρό του Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι, οι οποίοι τότε κατείχαν τα υπόλοιπα δύο τριτημόρια, να πάρουν αμέσως το μερίδιο του και να διαθέσουν στο συγγενή τους Γραπέλλα (Grapella) Δαλλεκαρτσέρι την βαρωνία των Ωρεών. Αφού ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα ήταν τρίαρχος της κεντρικής Εύβοιας, αυτό υποδηλώνει ότι ο Ναρζότο ήταν αυθέντης της νότιας Εύβοιας. Αλλά σαν κληρονόμος του πατέρα του, Μαρίνο Δαλλεκαρτσέρι, θα περιμέναμε να τον βρούμε ως αυθέντη της βόρειας Εύβοιας. Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα: Πως ο Ναρζότο έγινε άρχοντας της νότιας Εύβοιας; Και πως η Καριντάνα απέκτησε την βόρεια Εύβοια;
Ότι οι αξιώσεις του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου βασίζονται πάνω στην πραγματική κατοχή από την Καριντάνα ενός μέρους της Εύβοιας, και όχι απλώς πάνω στο γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν κάποτε έξαρχος, αποδεικνύεται από την περίπτωση ότι αυτή πριμοδότησε έναν Βενετσιάνο, τον Μικέλε Μοροσίνι (Michele Morosini), με εδάφη στη νήσο. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος θα εμπλέκονταν σε έναν πόλεμο με τους βασσάλους του με αυτήν την πρόφαση. Ο Hopf είναι εδώ ασυνεπής, λέγοντας ότι ολόκληρο το βόρειο τριτημόριο κληροδοτήθηκε από τον Μαρίνο στον (σ.τ.μ.: γιό του) Ναρζότο και ότι ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος φαίνεται ότι έτεινε ακόμα και τότε, λίγο μετά την ανάδειξη του: «να διεκδικήσει τις αξιώσεις της συζύγου του ενάντια στους άλλους τρεις άρχοντες» και: «παρόλα αυτά, τώρα που ήταν ο πρίγκιπας, μέσω των εικαζόμενων δικαιωμάτων της Καριντάνα, διεκδικούσε το ένα τρίτο της νήσου». Από αυτά τα εδάφια διαφαίνεται ότι ο Ναρζότο είχε στην κατοχή του τη βόρεια Εύβοια και ότι η Καριντάνα δεν είχε πραγματικό μερίδιο στη νήσο. Όμως αυτό είναι ασύμβατο όχι μόνο με την αναφερόμενη παραχώρηση στον Μοροσίνι, αλλά και με το εδάφιο που παρατίθενται παραπάνω. Το γεγονός που δηλώνεται εδώ σαφώς συνεπάγεται ότι η Καριντάνα κατείχε την βαρωνία των Ωρεών μέχρι τον θάνατο της, την οποία οι άλλοι τρίαρχοι κατέλαβαν και την μεταβίβασαν στον Γραπέλλα.
Άποψη των διατηρούμενων οχυρώσεων από το μεσαιωνικό κάστρο των Ωρεών. Οι τρίαρχοι της Εύβοιας αντιτάχθηκαν σθεναρά στην διεκδίκηση της βαρωνίας των Ωρεών από τον Γουλιέλμο Β’ Βιλεαρδουίνο στα 1255.
(3) Βλέποντας πως κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο ο Ναρζότο κατέστη αυθέντης της νότιας Εύβοιας και ο Γραπέλλα της βόρειας Εύβοιας, βρίσκουμε ακολουθώντας την κληρονομικότητα ότι στα 1320 ο Γκίζι (Ghisi) κατείχε τη νότια Εύβοια, η Βεατρίκη Νόγιερς (Beatrix de Noyers) τη κεντρική Εύβοια και η Μαρία Κορνάρο (Maria Cornaro) με τον Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι τη βόρεια Εύβοια.
Αλλά στα 1341 η κόρη της Μαρίας Κορνάρο, η Γουλιέλμα (Gulielma), που αξίωνε το εκτημόριο της μητέρας της, το οποίο στο μεταξύ ο Πιέτρο το είχε αρπάξει, είχε μία διένεξη με την Αγνή των Άρμενων (Agnese of L’armena), επαγγελλόμενη ότι ήταν η κυρίαρχη αρχόντισσα αυτού του μέρους. Τα Άρμενα βρίσκονται κοντά στα σημερινά Στύρα στη νότια Εύβοια, και ως εκ τούτου φαίνεται ότι το εκτημόριο, που αξιώνονταν από την Γουλιέλμα και κατέχονταν από την Μαρία Κορνάρο και πρωτύτερα τον πατέρα της Γαετάνο (Gaetano) ντα Βερόνα, πρέπει να ήταν στη νότια Εύβοια. Με άλλα λόγια ο Γραπέλλα Δαλλεκαρτσέρι, τον οποίο διαδέχτηκαν ο Γαετάνο ντα Βερόνα και ο Γραπόζο Δαλλεκαρτσέρι, πρέπει να κατείχε ένα εκτημόριο στη νότια Εύβοια. Εδώ λοιπόν έχουμε μία καταφανή ασυνέπεια.
(4). Μία άλλη δυσκολία είναι η κατάσταση της βαρωνίας της Καρύστου, η οποία γενικότερα εμφανίζεται ανεξάρτητη από τους τρίαρχους, όμως ακόμα παρέμενε εξ’ αρχής τμήμα του νότιου τριτημόριου.
Χάρτης της Εύβοιας, όπου ανάμεσα στα υπόλοιπα τοπωνύμια εμφανίζεται και αυτό των Aρμενών (armena), που βρίσκονταν κοντά στα σημερινά Στύρα στη νότια Εύβοια. Benedeto Bordone, «Libro de tutte l’isole del mundo», 1528.
-
Υποθέσεις για την επίλυση αυτών των δυσχερειών.
Από το γεγονός ότι δεν ακούμε περισσότερο για την κόρη του Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι, την Μπέρτα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πέθανε χωρίς κληρονόμους.
Προτείνω να υποθέσουμε ότι με τον θάνατο της οι δύο εναπομείναντες τρίαρχοι, ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα και ο Μαρίνο Δαλλεκαρτσέρι (ή αν αυτός είχε πεθάνει, ο γιός του Ναρζότο), έκαναν μία νέα ρύθμιση, πιθανώς με τη συνδρομή του βάϊλου του Νεγροπόντε. Φυσιολογικά τρία πρόσωπα θα έγειραν μία αξίωση (επί του χηρεύοντος τριτημορίου): η Φελίζα Δαλλεκαρτσέρι, δηλαδή η νεότερη αδερφή της Μπέρτα, που είχε παντρευτεί τον Όθωνα ντε Σικόν, τον αυθέντη της Καρύστου, η Καριντάνα Δαλλεκαρτσέρι, η ανιψιά του Μαρίνο και κόρη του πρώην έξαρχου Ρικάρντο, όπως και ο Γραπέλλα Δαλλεκαρτσέρι, ο ανιψιός του Γουλιέλμου και γιός του πρώην έξαρχου Αλμπέρτο.
Θεωρώ ότι η ρύθμιση πήρε την εξής μορφή:
Ο Γραπέλλα έλαβε ένα εκτημόριο, το μισό της νότιας Εύβοιας, και παντρεύτηκε την κόρη του Γουλιέλμου ντα Βερόνα και εξαδέλφη του ιδίου Μαργαρίτα (Margherita).
Η Καριντάνα έλαβε ένα εκτημόριο, αλλά αντί να πάρει το άλλο μισό την νότιας Εύβοιας, το πήρε ο Ναρζότο και έδωσε σε αυτή το μισό της βόρειας Εύβοιας, αναμφίβολα το ίδιο μέρος το οποίο κατείχε ο πατέρας της Ρικάρντο, συμπεριλαμβανομένων και των Ωρεών.
Η Φελίζα και ο (σύζυγος της) Όθων ντε Σικόν πιθανώς δεν έλαβαν μία εκτεταμένη περιοχή, αλλά αντί για αυτό τους δόθηκε η Κάρυστος (η πόλη μαζί με τα περίχωρα της), που έγινε ανεξάρτητη από τους τρίαρχους.
Πιστεύω ότι αυτή η υπόθεση εξηγεί όλες τις δυσκολίες. Έπεται λοιπόν, ότι αμφότερα τόσο το τριτημόριο του Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι, όσο και το τριτημόριο του Γραπέλλα Δαλλεκαρτσέρι αποτελούνταν από δύο εκτημόρια, που δεν ήταν συνεχόμενα. Το νότιο εκτημόριο του Γραπέλλα πρέπει να μετέπεσε στο μερίδιο του Γαετάνο ντα Βερόνα, και έτσι εξηγείται η προαναφερθείσα δυσχέρεια της αξίωσης της Γουλιέλμα για τα Άρμενα.
Ως προς την λήψη του ενός εκτημορίου από τον Γραπέλλα, μπορούμε να την αντιπαραβάλουμε (με τα λεγόμενα από) τον Hopf: «επειδή ο Γραπέλλα, ο πρωτότοκος γιός του Αλμπέρτο, παντρεύτηκε την Μαργαρίτα ντα Βερόνα, την κόρη του Γουλιέλμου, του έδωσε με ευχαρίστηση ένα τιμάριο κατά τα κανονισμένα». Εντούτοις φαντάζει μάλλον πάρα πολύ απίθανο, ότι ο Γουλιέλμος θα μεταβίβαζε στον Γραπέλλα κάποιο σημαντικό μέρος από το δικό του τριτημόριο. Η βάση της υπόψη γνωστοποίησης είναι αναμφίβολα ένας αόριστος υπαινιγμός στο απόκτημα του Γραπέλλα στο νότο.
Ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος διεκδίκησε τη βαρωνία των Ωρεών. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι αυτή ήταν στο βόρειο τριτημόριο, όπως κάνει ο Hopf. Η βαρωνία των Ωρεών ήταν το εκτημόριο της Καριντάνα, ενώ το άλλο εκτημόριο ανήκε στο Ναρζότο. Το ότι ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος (φέρεται να) αξίωνε ένα ολόκληρο τριτημόριο, δεν χρειάζεται απαραίτητα να συμπεραίνεται από το γεγονός ότι αυτός αποκαλούσε τον εαυτό του ως ένα τρίαρχο (tertiarius). Η λέξη «tertiarius – terziero», πιθανώς να χρησιμοποιούνταν με ένα γενικό τρόπο, για να προσδιορίσει έναν άρχοντα της Εύβοιας. Μάλιστα, την βρίσκουμε αργότερα να απευθύνεται στον Βονιφάτιο ντα Βερόνα, ο οποίος δεν ήταν καν ένας εκτημόριος.
Το ότι κάποια ρύθμιση όσον αφορά τη νότια Εύβοια έλαβε χώρα μεταξύ του 1216 και του 1255 είναι σίγουρο. Εκείνο που πρότεινα παραπάνω φαίνεται σε μένα ως η μοναδική πλοκή, η οποία μπορεί να εξαχθεί από τις περιστάσεις που βρίσκουμε μετέπειτα. Αν και μπορεί να έρθουν στο φως κάποια έγγραφα τεκμήρια συναφή με το θέμα.
Άποψη του Κοκκινόκαστρου (Castello Rosso) της Καρύστου. Στα μέσα του 13ου αιώνα, η πόλη της Καρύστου και τα περίχωρα της βρίσκονταν στην κατοχή του Φράγκου ευγενή Όθωνα ντε Σικόν και της συζύγου του Φελίζας Δαλλεκαρτσέρι.
-
Οι τρίαρχοι και η Βενετία προετοιμάζονται για πόλεμο.
Ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος και η Καριντάνα Δαλλεκαρτσέρι δεν είχαν παιδιά, και έτσι αν η αξίωση του Γουλιέλμου γίνονταν αποδεκτή, ένα εκτημόριο της Εύβοιας θα είχε αποσπαστεί εντελώς από την Βερονέζικη οικογένεια.
Ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα, ο Ναρζότο και ο Γραπέλλα Δαλλεκαρτσέρι δεν ήταν διατεθειμένοι να ευνοήσουν μία τέτοια ιδέα, ακόμα και αν ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος ήταν ο επικυρίαρχος τους και παρόλο που ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα είχε παντρευτεί τη Σιμόνα (Simona), μία ανιψιά του Βιλλεαρδουίνου, μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του της Έλενας του Μονφερρά (Helena of Montferrat). Η αλληλεγγύη μεταξύ των τριών τρίαρχων στερεώθηκε από δύο γάμους. Ο Γραπέλλα παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα ντα Βερόνα και ο Ναρζότο παντρεύτηκε την Φελίζα ντα Βερόνα. Η Μαργαρίτα και η Φελίζα ήταν αδερφές, κόρες του (σ.τ.μ.: έτερου τρίαρχου) Γουλιέλμου.
Όταν πέθανε η Καριντάνα στα 1255 και ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος διεκδίκησε τα δικαιώματα του πάνω στο εκτημόριο της, αιτούμενος μάταια στους Βενετσιάνους να τον βοηθήσουν να επιβληθεί στους τρίαρχους. Τότε ο Ναρζότο και ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα αθόρυβα κατέλαβαν το εκτημόριο και το παρέδωσαν στον Γραπέλλα, αφού η στάση του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου αποτελούσε απειλή.
Εκείνη την εποχή βάϊλος (του Νεγροπόντε) ήταν ο Πάολο Γκραντένικο (Paolo Gradenigo). Στις 14 Ιουνίου 1256 συνάφθηκε μία νέα συνθήκη μεταξύ της Βενετίας και των Λομβαρδών αυθεντών, με σκοπό την κοινή δράση ενάντια στον πρίγκιπα του Μορέως, τιθέμενη πάνω στην βάση των παλαιότερων συνθηκών του 1211 και του 1216. Ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα παρέδωσε στη Βενετία το κάστρο επί της γέφυρας της Χαλκίδας – τη «Μαύρη Γέφυρα», το Νεγροπόντε, όπως αυτό αποκαλούνταν – και επιπλέον μία σημαντική εδαφική έκταση κοντά στην Χαλκίδα, ενδεχομένως μία λωρίδα από το περίφημο Ληλάντιο πεδίο. Όλες οι αποδείξεις είσπραξης από το τελωνείο θα πήγαιναν στο Βενετσιάνικο ταμείο, και μόνο οι ίδιοι οι τρίαρχοι εξαιρέθηκαν από την καταβολή δασμών, ενώ απαλλάχτηκαν και από τον φόρο υποτελείας των 700 υπέρπυρων, που συνήθιζαν να πληρώνουν στην Βενετία[22].
Αλλά το διακριτικό χαρακτηριστικό αυτής της συνθήκης, που άλλωστε συνιστούσε και το κίνητρο, είναι η επιδοκιμασία του πολέμου που θα διεξάγονταν εναντίον του Βιλλεαρδουίνου, αν εκείνος επέμενε στις παράνομες απαιτήσεις του.
Η υπόψη συνθήκη δεν συνάφθηκε οριστικά πριν τον Ιανουάριο του 1257. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν ένας γιός του Γουλιέλμου ντα Βερόνα, ο Φραντζέσκο (Francesco)[23].
Έτσι λοιπόν είχε διαμορφωθεί ο συνασπισμός μεταξύ της Βενετίας και των Λομβαρδών ενάντια στον πρίγκιπα της Αχαΐας. Με αυτή την παράταξη συνενώθηκε και ο Γουλιέλμος Δελαρός (William de la Roche), ο βαρώνος της Βελιγοστής στο Μορέα και αδερφός του Γκυ (Guy), του δούκα των Αθηνών, ο οποίος συνεπώς αντιτίθονταν στον επικυρίαρχο άρχοντα του. Από την άλλη πλευρά ο Όθων ντε Σικόν, ο αυθέντης της Καρύστου, και ο Λεόνε (Leone) Δαλλεκαρτσέρι, ένας ανιψιός του Γουλιέλμου ντα Βερόνα και αδερφός του Γραπέλλα, συντάχθηκαν με τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο.
Ο Μικέλε Μοροσίνι[24], ο υποτελής της Καριντάνα, αποχώρησε από τη νήσο για να αποφύγει το δίλημμα, το οποίο εξερέθιζε την συνείδηση του, δηλαδή την αναγκαιότητα να εμπλακεί σε μάχη ενάντια στη χώρα του, τη Βενετία, ή να παλέψει ενάντια σε έναν άδικο σκοπό. Η συμπεριφορά του Μοροσίνι, του Όθωνα ντε Σικόν, και του Λεόνε υποδεικνύουν σαφώς πως ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος είχε προβεί σε μια σημαντική προβολή της απαίτησης από την πλευρά του, (που συνίστατο στην έμφαση) ότι είχε περισσότερο δικαιώματα (επί του διαφιλονικούμενου εκτημορίου), από όσο αυτά τεκμαίρονταν από το απλό γεγονός ότι η σύζυγος του Καριντάνα ήταν η κόρη του Ρικάρντο, και της οποίας η αξίωση είχε λήξει νόμιμα με τον θάνατο του τελευταίου στα 1220.
Άποψη του μεσαιωνικού πύργου στον παραλιακό οικισμό Ροβιές στη βόρεια Εύβοια, τον οποίο εικάζεται ότι τον κατασκεύασε ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος, μεταξύ των ετών 1256 – 1258, κατά την διάρκεια της διαμάχης του με τους Λομβαρδούς βαρώνους της Εύβοιας. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
-
Ο Γουλιέλμος B’ Βιλλεαρδουίνος διεξάγει πόλεμο στην Εύβοια.
Στα 1256 ο Γουλιέλμος B’ Βιλλεαρδουίνος διαπεραιώθηκε στις Ροβιές (Rupo), τις αρχαίες Οροβιαί, στην βορειοδυτική ακτή της νήσου.
Η θέση του ως επικυρίαρχου της Εύβοιας του έδωσε το πάνω χέρι. Προσκάλεσε λοιπόν εκεί τους δύο πιο διακεκριμένους τρίαρχους, τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα και το Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι. Αυτοί σκέφτηκαν ότι δεν θα ήταν σοφό να μην υπακούσουν στον επικεφαλής ηγεμόνα τους (και μετέβηκαν), όμως εκείνος αμέσως τους έθεσε υπό κράτηση.
Τότε η Σιμόνα, η σύζυγος του Γουλιέλμου ντα Βερόνα και ανιψιά του Γουλλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, και η Φελίζα, η σύζυγος του Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι, συνοδευόμενες από έναν αριθμό μελών της οικογένειας Δαλλεκαρτσέρι, παρουσιάστηκαν ενώπιον του Βενετσιάνου βάϊλου, Μάρκο Γκραντένικο (Marco Gradenigo), «με σχισμένα ενδύματα και αχτένιστα μαλλιά», για να ικετεύσουν έτσι ώστε να μεσολαβήσει για την απελευθέρωση των δύο βαρώνων. Στο μεταξύ, ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος είχε στείλει ένα απόσπασμα, που κυρίευσε την πόλη του Νεγροπόντε, αλλά ο βάϊλος επικεφαλής Βενετσιάνων πολεμιστών την ανακατέλαβε. Ωστόσο, δεν θα την κρατούσε για πολύ, καθώς ο Γοδεφρείδος ντε λα Μπριέρς (Geffrey de la Bruyeres), ο ανιψιός του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, κατέφτασε σύντομα και εξεδίωξε τους Βενετσιάνους.
Επακολούθησε μία μακρά πολιορκία επί ένα έτος και ένα μήνα. Ο Βενετσιάνος βάϊλος απέκλεισε την πόλη με τρεις γαλέρες και ανέγειρε ένα προτείχισμα, που λέγεται ότι κτίστηκε σε μία μέρα, (με την επωνυμία) «la difesa di (η άμυνα της) Santa Maria dei Cazzonelli». Ο Γουλιέλμος Δελαρός έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει τους Βενετσιάνους. Ακόμα ο Πάπας, Αλέξανδρος Δ’ (Alexander IV), παρέμβηκε χρησιμοποιώντας την επιρροή του, για να προτρέψει τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο να έρθει σε όρους συμβιβασμού. Ο μακροχρόνιος αποκλεισμός στέφθηκε με επιτυχία και η πόλη συνθηκολόγησε στην αρχή του 1258.
Κατά την διάρκεια της πολιορκίας ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος είχε κρατήσει στρατεύματα για την κατοχή της βαρωνίας των Ωρεών, την οποία και αξίωνε, τα οποία τώρα τα απέσυρε για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στο Νεγροπόντε, αφήνοντας όμως μία φρουρά στην πόλη των Ωρεών. Ο νέος βάϊλος Αντρέα Μπαρόζι (Andrea Barozzi), ο οποίος διαδέχτηκε τον Μάρκο Γκραντένικο στα 1258, ενέργησε με σθένος και σε μία μάχη που έγινε στα βόρεια της Χαλκίδας, κατανίκησε το στρατό της Αχαΐας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν σε αυτή την συμπλοκή στάλθηκαν στη Βενετία. Ο Μπαρόζι, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί τη νίκη του, προωθήθηκε προς τα βόρεια στους Ωρεούς, αλλά απωθήθηκε με σημαντικές απώλειες στην απόπειρα του σε αυτή την πόλη. Ανάμεσα σε άλλους πεσόντες, έχασε την ζωή του και ο Πάολο Γκραντένικο, ο προηγούμενος βάϊλος (του Νεγροπόντε).
Περίπου τον ίδιο καιρό, ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος είχε άλλη μία επιτυχία στην Αττική. Εξαιτίας της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε εκείνον και τον δούκα Γκυ Δελαρός, ο Γουλιέλμος αξίωνε την επικυριαρχία επί των Αθηνών, την οποία ο Γκυ αρνούνταν να αναγνωρίσει. Στα 1258 ο Γουλιέλμος έλαβε αποφασιστικά μέτρα για να τιμωρήσει τον Γκυ, εισβάλλοντας στην Αττική, και νικώντας αυτόν στην μάχη στο (όρος) «Καρύδι»[25], παρά την προδοσία του έμπιστου ανιψιού του, Γοδεφρείδου ντε λα Μπριέρς, του βαρώνου της Καρύταινας. Ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος και ο Γκυ Δελαρός συμφώνησαν σε ειρήνη με την κατανόηση ότι το ζήτημα της διένεξης τους έπρεπε να υποβληθεί στην διαιτησία του (βασιλιά της Γαλλίας) Λουδοβίκου Θ’ του Άγιου (St. Louis).
Το αποτέλεσμα από την μάχη στο Καρύδι, σε συνδυασμό με την ήττα στους Ωρεούς, ώθησαν τη Βενετία να κλίνει προς την σύναψη ειρήνης. Στα 1259 δόθηκαν οδηγίες στον νέο βάϊλο (του Νεγροπόντε), Τομμάσο Τζουστινιάνι (Tommaso Giustiniani) για να διαπραγματευτεί με το Βιλλεαρδουίνο, και την ίδια στιγμή δύο πρέσβεις στάλθηκαν στον Μορέα.
Απεικόνιση των νότιων οχυρώσεων του Νεγροπόντε, το οποίο καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του πριγκιπάτου της Αχαΐας στα πλαίσια του επονομαζόμενου «πολέμου για την Ευβοϊκή διαδοχή». Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017).
-
Η συνθήκη των Θηβών.
Όμως τώρα λάμβαναν χώρα μία σειρά από γεγονότα, όχι άμεσα συνδεδεμένα με την πολιτική κατάσταση της Εύβοιας, αλλά προορίζονταν σύντομα να επηρεάσουν τη νήσο, όπως επίσης και άλλα μέρη της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας.
Το πρώτο από αυτά τα γεγονότα ήταν η μάχη της Πελαγονίας τον Οκτώβριο του 1259, κατά την οποία ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Β’ της Αχαΐας συνελήφθη αιχμάλωτος από τον (συναυτοκράτορα της Νίκαιας) Μιχαήλ Παλαιολόγο. Ο δούκας Γκυ Δελαρός, ο οποίος τότε έλειπε στη Γαλλία, για να θέσει τη φιλονικία του με τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο ενώπιον του βασιλιά Λουδοβίκου, εκλέχτηκε προσωρινός κυβερνήτης ή βάϊλος του Μορέως. Στο άκουσμα των ειδήσεων, αυτός επέστρεψε με όλη την δυνατή ταχύτητα στην Ανατολή, και αποκατέστησε την τάξη, η οποία είχε διαταραχτεί, καθώς αναζητούνταν ένας υπεύθυνος επικεφαλής. Απελευθέρωσε τους τρίαρχους Γουλιέλμο ντα Βερόνα και Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι, και διαπραγματεύτηκε με την Βενετία, η οποία στις 2 Ιανουαρίου 1262 εξουσιοδότησε τον επόμενο βάϊλο του Νεγροπόντε Αντρέα Μπαρμπαρίγο (Andrea Barbarigo) και άλλους, έτσι ώστε να ρυθμίσουν μία ειρήνη με τον πρίγκιπα της Αχαΐας ή τους αντιπροσώπους του.
Περίπου την ίδια περίοδο ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία, κάτω από ορισμένους σκληρούς όρους και επέστρεψε στο πριγκιπάτο του. Εκεί, παρακινούμενος από τον υποτελή του, τον Βενετσιάνο Λορένζο Τιέπολο (Lorenzo Tiepolo), τον αυθέντη της Σκύρου και της Σκοπέλου, συναίνεσε στην διαπραγμάτευση για μία συνθήκη με τη Βενετία. Η συνδιαλλαγή έλαβε μέρος στην οικία του αρχιεπισκόπου Ερρίκου (Henry) στη Θήβα στις 15 και 16 Μαΐου 1262.
(1) Η γενική βάση της συνθήκης ήταν η αποκατάσταση του καθεστώτος πριν το ξέσπασμα του πολέμου ή όπως εκφράστηκε στην σύμβαση πριν από τον θάνατο της Καριντάνα, αλλά με ορισμένες τροποποιήσεις.
(2) Η συμφωνία που έγινε στα 1256, ότι η Βενετία θα εισέπραττε τους τελωνειακούς δασμούς, συνέχισε να είναι σε ισχύ. Αλλά τώρα ο πρίγκιπας της Αχαΐας, όπως επίσης και οι τρίαρχοι κηρύχθηκαν απαλλαγμένοι.
(3) Επίσης, η Βενετία διατήρησε τα οικοδομικά τετράγωνα που της είχαν παραχωρηθεί στα 1256, εκτός από το παλάτι του Βιλλεαρδουίνου στο Νεγροπόντε, όπου διέμενε ο πληρεξούσιος του Μικέλε Μοροσίνι.
(4) Η Βενετία δεσμεύτηκε να αποκαταστήσει προς τους τρίαρχους όλη την περιουσία, την οποία είχαν διανείμει οι βάϊλοι ως φέουδα (σ.τ.μ.: σε τρίτους) από το 1255[26].
(5) Οι τρίαρχοι δεσμεύτηκαν να κατεδαφίσουν το κάστρο του Νεγροπόντε (σ.τ.μ.: στον πορθμό του Ευρίπου). Η τοποθεσία θα παρέμενε δική τους, ενώ η προαγορά για οικίες, που ενδεχομένως να οικοδομούνταν εκεί κατοχυρώθηκε στην Βενετία[27].
(6) Ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα, ο Ναρζότο, και ο Γραπέλλα Δαλλεκαρτσέρι αναγνωρίστηκαν ως τριτημόριοι (terzieri).
(7) Ακυρώθηκαν όλες οι συνθήκες που είχαν συναφθεί μεταξύ των τρίαρχων και της Βενετίας για να ζημιωθεί ο πρίγκιπας της Αχαΐας. Φυσικά οι συνθήκες του 1211 και 1216 παρέμειναν σε ισχύ, καθόσον δεν τροποποιήθηκαν από τις επακόλουθες ισχύουσες συνθήκες.
(8) Ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος αναγνωρίστηκε σαν νόμιμος επικυρίαρχος ηγεμόνας των τρίαρχων της Εύβοιας.
(9) Ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος χορήγησε στην Βενετία προσωπική ασφάλεια για όλους τους Βενετσιάνους στον Μορέα.
Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν ο Φραντζέσκο ντα Βερόνα, ο Γουλιέλμος Δελαρός, και ο Λορένζο Τιέπολο, (ο προαναφερθείς αυθέντης της Σκύρου και της Σκοπέλου) και μετέπειτα δόγης της Βενετίας.
Τμήμα των σωζόμενων τειχών του κάστρου των Ωρεών. Η αξίωση του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου επί της βαρωνίας των Ωρεών οδήγησε σε σφοδρή σύγκρουση με τους Λομβαρδούς τρίαρχους της Εύβοιας την περίοδο 1256 – 1258, η οποία έληξε τυπικά με την συνθήκη των Θηβών στα 1262.
-
Η θέση των συμβαλλόμενων μερών μετά τον πόλεμο.
Φαίνεται ότι η συνθήκη ήταν λιγότερο ευνοϊκή για την Βενετία από τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι τρίαρχοι είχαν επιτύχει το ζητούμενο τους ενάντια στον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο ως προς τη βαρωνία των Ωρεών, η οποία παρέμεινε στα χέρια του Γραπέλλα Δαλλεκαρτσέρι, ενώ οι σχέσεις τους με τη Βενετία είχαν με δυσκολία μεταβληθεί. Επίσης, ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος παρότι ήταν ανεπιτυχής όσον αφορά την αρχική αιτία του πολέμου, είχε εξαναγκάσει τη Βενετία να τον αναγνωρίσει ως επικεφαλή άρχοντα των τρίαρχων.
Η δε Βενετία από το άλλο χέρι δεν είχε βελτιώσει πολύ τις σχέσεις της με τους Λομβαρδούς βαρώνους, και από το άλλο χέρι είχε υποστεί μία αποφασιστική ήττα από τον Βιλλεαρδουίνο. Αυτή η πρώτη απόπειρα να καταστεί υπέρτερη στην Εύβοια ήταν ανεπιτυχής. Είναι φανερό πως η Δημοκρατία (της Βενετίας) αντιλαμβάνονταν έντονα ότι είχε κάνει λάθος, επί της αρχής να μην παρεμβαίνει σε φεουδαρχικές διενέξεις, για τη οποία εφεξής έδωσε οδηγίες στους βάϊλους του Νεγροπόντε, έτσι ώστε να την ενστερνιστούν. Ήταν δε ιδιαίτερα προειδοποιημένοι έναντι των νομίμως κατεχόμενων φέουδων.
Η αποικία στην Κρήτη παρηγορούσε την Βενετία ως κάποια έκταση για την απογοήτευση στην Εύβοια. Στα 1266 η Κρήτη αποκαλούνταν από τον Δόγη «fortitudo et robur imperii (η δύναμη και η στήριξη της κυβέρνησης)», μία φράση η οποία τον επόμενο αιώνα έγινε περισσότερο εφαρμόσιμη στην Εύβοια.
Οι σχέσεις του Γουλιέλμου B’ Βιλλεαρδουίνου με τους τρίαρχους εξακολούθησαν να είναι φιλικές μέχρι τον θάνατο του πρώτου στα 1278. Ο ίδιος συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα, το σύζυγο της ανιψιάς του Σιμόνα, τον πρεσβύτερο και τον πιο σημαίνοντα από τους τρεις, και στην πραγματικότητα εκείνος ήταν που συνέλαβε το πλάνο να μεταβιβαστεί στον Βιλλεαρδουίνο η επικυριαρχία όχι μόνο των συνάδελφων τρίαρχων, αλλά και του Δούκα των Αθηνών. Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε, καθώς ο Γουλιέλμος ντα Βερόνα πέθανε στα 1263, έχοντας διατελέσει αυθέντης της Εύβοιας για σαράντα επτά έτη, στην αρχή ως έξαρχος, και μετά το θάνατο του Αλμπέρτο ως τρίαρχος. Λέγεται δε ότι οι γιοί του Γκυ Δελαρός ήταν έτοιμοι να εκχωρήσουν την υποταγή τους στο Γουλιέλμο ντα Βερόνα. Αυτό δείχνει ότι πρέπει να υπήρξε μία προσωπικότητα με επιρροή και εξουσία. Η διεκδίκηση του ως προς (την κυριότητα) του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, αν και τώρα είχε μόνο επίτιμη αξία, εντούτοις συνιστούσε μία διάκριση, μέσω της πρώτης συζύγου του, Έλενας του Μονφερρά, καθώς είχε αναγνωριστεί από τον Λατίνο αυτοκράτορα (της Κωνσταντινούπολης) Βαλδουίνο Β΄, και από τον Πάπα στα 1243-4, προσδίδοντας σε αυτόν ένα επιπρόσθετο κύρος.
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι ο Βαλδουίνος Β’ αποχωρώντας από την απολεσθείσα πρωτεύουσα του στα 1261 και καθ’ οδόν προς την Ιταλία, επισκέφτηκε την Εύβοια και φιλοξενήθηκε με τιμές από τους τρίαρχους.
Στα μέσα του 13ου αιώνα η Κρήτη θεωρούνταν ως το αντιστήριγμα της Βενετίας στον Ελληνικό χώρο, μία ιδιότητα που χαρακτηρίζει περισσότερο την Εύβοια του επόμενου αιώνα. Χάρτης με νησιά του Αιγαίου πελάγους του 1609, συμπεριλαμβανομένων της Κρήτης και της Εύβοιας από τον Φλαμανδό χαρτογράφο Abraham Ortelius του 1609. Πηγή: raremaps.com.
-
Η κατάσταση στην Εύβοια κατά τον 13ο αιώνα.
Η θέση της Βενετίας στο Νεγροπόντε προσομοιάζει με την θέση της στην Κωνσταντινούπολη, και πρέπει να διαχωρίζεται από την θέση της στην Κρήτη, ή ακόμα και στον νότο της Μεσσηνίας (Μεθώνη και Κορώνη).
Η Κρήτη αποικίστηκε μόνιμα από τους Βενετσιάνους και η διακυβέρνηση της ήταν ολοκληρωτικά στα χέρια τους. Είχε δε σχεδιαστεί να μεταβληθεί σε μία δεύτερη Βενετία και το Ηράκλειο (Kandia) διαρρυθμίζονταν πάνω στο υπόδειγμα της πόλης των λιμνοθαλασσών. Στην Εύβοια, η Βενετία, είχε στην αρχή απλώς ένα είδος ναυτικού σταθμού και διπλωματικού γραφείου. Μολονότι η Μεθώνη και η Κορώνη ήταν πόλεις σε ένα έδαφος που δεν της ανήκε, οι ίδιες οι πόλεις βρίσκονταν εντελώς στα χέρια των δικών της στρατιωτικών καστελάνων, ενώ η πόλη του Νεγροπόντε δεν ήταν πλήρως Βενετσιάνικη, αλλά ανήκε στους Λομβαρδούς αυθέντες της Εύβοιας, οι οποίοι διέμεναν σε αυτή.
Ωστόσο, ο βάϊλος του Νεγροπόντε ήταν πιο σημαντικός από τους δούκες της Κρήτης στις γενικότερες πολιτικές συνδιαλλαγές της Βενετίας στην Ανατολή, και ήταν ακόμα πιο σημαντικότερος από τους καπετάνιους που κυβερνούσαν την Κορώνη και την Μεθώνη[28]. Η κεντρική (γεωγραφική) θέση του Νεγροπόντε το έκανε μία σημαντική τοποθεσία, και μετέπειτα έγινε ο πρωτεύον αντικειμενικός σκοπός του ενδιαφέροντος της Βενετίας.
Ήταν ενδεχομένως ευτυχές για την ευημερία της Εύβοιας, ότι αυτή βρίσκονταν στα χέρια των Λομβαρδών, γιατί οι Λομβαρδοί ήταν πιο πιθανό να ζήσουν ειρηνικά με τους Βενετσιάνους από ότι οι Φράγκοι. Η Λομβαρδική προσωπικότητα, μερικώς ιπποτική και μερικώς εμπορική, προσιδίαζε κατά κάποιο τρόπο (σε μία ιδιοσυγκρασία) μεταξύ του στρατιωτικού Φράγκου και του συναλλασσόμενου Βενετσιάνου, απλά όπως η ίδια η Βενετία ήταν ένα είδος ενδιάμεσου οίκου, που συνέδεε τους Έλληνες και τα δυτικά έθνη, συμμετέχοντας στον χαρακτήρα αμφότερων. Η αμοιβαία εμπειρία τους στον βορρά της Ιταλίας καθιστούσε τους Βενετσιάνους και τους Λομβαρδούς κατάλληλους γείτονες στην Ανατολή.
Οι Λομβαρδοί βαρώνοι ήταν ερασιτέχνες κουρσάροι, και η θέση της Εύβοιας τους προσέφερε ένα εξαιρετικό αρχηγείο για μία τέτοια ασχολία. Ο Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι και ο Γραπέλλα ήταν ιδιαίτερα διαβόητοι για την ενεργητικότητα και την επιτυχία τους στον πλουτισμό τους από την πειρατεία. Γέμισαν τα κάστρα τους με λάφυρα από πλοία που καταλήφθηκαν στο Αρχιπέλαγος (Αιγαίο πέλαγος), και επέκτειναν τις εξορμήσεις τους, ξεμακραίνοντας έως την ακτή της Μικράς Ασίας. Τα πλοία τους αριθμούσαν σε εκατό, και αναφέρεται ότι κάποτε κοντά στην Αναία (Anaia), μία πόλη που αντικρίζει τη Σάμο, άρπαξαν μία τεράστια λεία αξίας 50.000 υπέρπυρων σε κοσμήματα και πολύτιμα μέταλλα. Το Αρχιπέλαγος μαστίζονταν από τους πειρατές αυτόν τον καιρό, ενώ ακόμα και οι Δελαρός, (οι αυθέντες) των Αθηνών, επιδίδονταν στην ληστρική τέχνη.
Τμήμα από το μεσαιωνικό τείχος της Χαλκίδας (Νεγροπόντε), που διασώζεται υπόγεια στο χώρο του πρώην σταθμού ΚΤΕΛ. Η καστροπολιτεία του Ευρίπου ήταν ο κοινός τόπος διαμονής όλων των Λομβαρδών βαρώνων, οι οποίοι είχαν αναπτύξει πειρατική δράση. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Ένας μεγάλος αριθμός συγγενών των τρίαρχων που διαβίωνε στην Εύβοια, ήταν εφοδιασμένοι με επιχορηγήσεις.
Πολλοί είχαν μεταναστεύσει από τη Λομβαρδία και εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια. Η αυτοκρατορία της Ρωμανίας τον 13ο αιώνα έμοιαζε, κατά μία άποψη, με τις Αγγλικές αποικίες του 18ου αιώνα. Ήταν ένα μέρος για νεαρούς γιούς έτσι ώστε να δοκιμάσουν την τύχη τους. Ο Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, ένας ανιψιός του Ραβανό, και αδερφός του Μαρίνο και του Ρικάρντο, ήταν μία από τις πρώτες αφίξεις. Αυτός είχε ένα γιό, τον Μαρίνο, πρώτο ξάδερφο του Ναρζότο, και διασώζεται ένα έγγραφο με το οποίο ο γιός του Ναρζότο, ο Μερινέτο (Merinetto), (για τον οποίο θα ακούσουμε περισσότερα εφεξής), χορηγεί σε αυτόν τον Μαρίνο ορισμένα εδάφη, συμπεριλαμβανομένου και του χωριού Τραπάνο (Trapano)[29]. Οι γιοί του Αλμπέρτο και αδέρφια του Γραπέλλα, Λεόνε (Leone), Μπουταρέλλο (Butarello), Τζιοβάν Τζιομπέρτο (Giovan Goberto), και Βονιφάτιος (Bonifacio), ζούσαν επίσης στη νήσο, λαμβάνοντας μέρος στους πολέμους που εμπλέκονταν οι συγγενείς τους, και αναμφίβολα ακόμα και στις πειρατικές εξορμήσεις τους. Ο δε Φραντζέσκο ντα Βερόνα, ο «γέρος (le viellart)», όπως αποκαλούνταν, ένας αδερφός του Γουλιέλμου Α’ ντα Βερόνα, ήταν ένα άτομο ιδιαίτερης κοινωνικής σπουδαιότητας, ενώ οι γιοί του μετέπειτα έγιναν εκτημόριοι.
Η πόλη του Νεγροπόντε ήταν γενικώς η κατοικία των Λομβαρδών βαρώνων και των συγγενών τους. Εδώ εκδίδονταν όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις και οι τίτλοι, επειδή η καστροπολιτεία ήταν κοινή για όλους και δεν συνταυτίζονταν ιδιαίτερα με τον τρίαρχο της κεντρικής Εύβοιας.
Έχουμε ήδη μνημονεύσει τον Όθωνα ντε Σικόν, τον Βουργουνδό, ο οποίος ανάμεσα στους ελάσσονες αυθέντες της Εύβοιας ήταν ειδικά αξιοσημείωτος. Μέσω της μητέρας του Σίβυλλας (Sibylla) συνδέονταν με τον δουκικό οίκο των Αθηνών και από την σύζυγο του Φελίζα έγινε αυθέντης της Καρύστου, την οποία μετέτρεψε σε ένα ισχυρό σφριγηλό φρούριο. Ένα έγγραφο που καταγράφει την παρουσία του ως άρχοντα της Καρύστου στο αββαείο του Μπελλεβώ (Bellevaux) στα 1250 και διατηρείται στο αρχείο (του υπόψη Γαλλικού μοναστικού ιδρύματος των Κιστερκιανών μοναχών), φανερώνει ότι ο Σικόν διέθετε επίσης μία οικία στο Νεγροπόντε[30].
Οι συνθήκες του Ελληνικού πληθυσμού στην Εύβοια ήταν πολύ βελτιωμένες κάτω από την Λατινική κυριαρχία. Η Εύβοια, όπως και άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, πρέπει να βίωσαν την γενική κατάπτωση και μιζέρια, που προέρχονταν από την ανικανότητα και κακοδιοίκηση (της δυναστείας) των Αγγέλων. Εντούτοις, μαθαίνουμε ότι στο τελευταίο μισό του 13ου αιώνα ο πληθυσμός αυξάνονταν, κάτι το οποίο είναι το πιο σίγουρο σημάδι της υλικής βελτίωσης. Κατά την διάρκεια του πολέμου με τον πρίγκιπα της Αχαΐας, και ακόμα περισσότερο μεταγενέστερα, κατά την διάρκεια του πολέμου με τους Παλαιολόγους, οι κάτοικοι υπέφεραν αναγκαστικά και ήταν συνεχώς εκτεθειμένοι στον κίνδυνο των πειρατών. Παρόλα αυτά, αν και φυσικά δεν υπήρχε η ίδια ευημερία, όπως υφίστατο στον 9ο και στον 10ο αιώνα, εντούτοις παρουσιάζεται μία απέραντη βελτίωση από τον 12ο αιώνα.
Έτσι λοιπόν, τότε οι Ευβοείς πιθανότατα να απολάμβαναν τα εξωτερικά αγαθά και εμπορεύματα (που είναι αναγκαία) για τη ζωή, τα οποία μορφοποιούν ένα μεγάλο μερίδιο της ευτυχίας ενός μέσου ανθρώπου.
Ως προς τον άλλο παράγοντα, την πνευματική ελευθερία, αυτός δεν σήμαινε στους Έλληνες εκείνου του καιρού, τίποτα περισσότερο από την Ορθοδοξία. Όλα τους τα ιδανικά περιορίζονταν εντός του ορίζοντα της Ελληνικής εκκλησίας. Αυτό (το επιζητούμενο) επίσης εξασφαλίστηκε σε αυτούς. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι επιτράπηκε στον (Ορθόδοξο επίσκοπο του Νεγροπόντε) Θεόδωρο να συνεχίσει να βρίσκεται στην έδρα του, παρά (την αντίθεση) του αρχιεπίσκοπου Αθηνών Βεράρδου, οι Έλληνες δεν υπέφεραν πολύ από τις Λατινικές προσπάθειες για προσηλυτισμό.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να μνημονεύσουμε ότι υπήρχε στην Εύβοια ένας αξιόλογος αριθμός από Εβραίους, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ένα μεγάλο ποσοστό των φόρων. Όμως θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε ξανά σε αυτό το θέμα.
Τέλος Α΄ μέρους. Δείτε εδώ το δεύτερο μέρος: «Οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί στην Εύβοια (Μέρος 2ο)». Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1262 – 1303 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Άποψη της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Γαλατάκη στην Λίμνη Ευβοίας με τον αμυντικό πύργο της, που εκτιμάται ότι θεμελιώθηκε περί τον 13ο αιώνα. Σύμφωνα με τον J. B. Bury, τουλάχιστον στις αρχές της Λατινοκρατίας, δεν καταβλήθηκαν ιδιαίτερες προσπάθειες για τον προσηλυτισμό των Ελλήνων κατοίκων της Εύβοιας στο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα.
Παραπομπές
[1] Ο J. B. Bury ήταν ένας από τους πρώτους καταξιωμένους πανεπιστημιακούς καθηγητές, που είχε επισημάνει την ασύμβατη ιστορική χρήση του ονόματος «Βυζάντιο» και των παραγώγων αυτού, καθώς επέμενε να χαρακτηρίζει την αποκαλούμενη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» κατά τους πέντε πρώτους αιώνες της κρατικής υπόστασης της ως «Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» και μετά τη στέψη του Καρλομάγνου στα 774 ως «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Ένα σύντομο βιογραφικό του και οι τίτλοι από τις σπουδαιότερες μελέτες του παρατίθεται στην ιστοσελίδα https://en.wikipedia.org/wiki/J._B._Bury. Επίσης, ο Ιρλανδός ιστορικός υπήρξε ο μέντορας του εξίσου επιφανούς Άγγλου μεσαιωνολόγου Sir Steven Runciman (1903 – 2000), ο οποίος απέκτησε την φήμη του κυρίως από το τρίτομο έργο του «Η Ιστορία των Σταυροφοριών».
[2] Ο J. B. Bury διακρίνεται στην ερευνητική εργασία του για την μεθοδικότητα και την βαθιά εμβρίθεια του, με αποτέλεσμα τα συγγράμματα του να εκλαμβάνονται ως αναμφισβήτητες πηγές, επειδή τα δεδομένα του αντλούνται απευθείας από πρωτογενή μεσαιωνικά κείμενα και αρχειακά έγγραφα.
[3] Σ.τ.μ: Ενδεικτικά αναφέρονται οι ιστότοποι https://www.cambridge.org και https://www.jstor.org.
[4] The Journal of Hellenic Studies 7, 1886, pp. 309 – 352.
[5] «The Historical Geography of Europe (p. 423)», Freeman, Edward A., London: Longmans, Green and Company, 1881.
[6] (Σ.τ.μ.: Στην εισαγωγική ενότητα ο Bury κάνει αναλυτική περιγραφή της βιβλιογραφίας και των ακαδημαϊκών που βοήθησαν στη συγγραφή της διατριβής του. Σκεφτήκαμε πως η παράθεση ονομάτων είναι πιθανό να κουράσει χωρίς λόγο το μέσο αναγνώστη. Όμως θα ήταν μέγιστο λάθος και η μη δημοσίευση του κειμένου. Οπότε, προτιμήθηκε η «συμβιβαστική» λύση το εν λόγω απόσπασμα να δημοσιευθεί εδώ, ως παραπομπή)
Αν στραφούμε για πληροφορίες πάνω στο ζήτημα στον (έτερο ιστορικό) George Finlay, μία δική μας Αγγλική αυθεντία για την περίοδο, δεν βρίσκουμε καμία απόπειρα μίας συνεχόμενης καταγραφής (των Ευβοϊκών γεγονότων), παρά απλώς μερικούς υπαινιγμούς. Η ιστορία του Νεγροπόντε είναι ένα χαμένο κεφάλαιο στον Finlay, για την οποία το παρόν σύγγραμμα είναι μία προσπάθεια έτσι ώστε να παρασχεθεί. Επίσης ελπίζεται ότι θα βοηθήσει για να αποσαφηνιστούν κάποιες από τις συγχύσεις που περιβάλλουν το θέμα.
Πριν από τον (Γερμανό ιστορικό) Karl Hopf η ιστορία αυτής της νήσου ήταν σχεδόν κενή. Οι ιστορικές έρευνες που αφορούν τους Φράγκους στη Ρωμανία μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις περιόδους, όπως παρουσιάστηκαν από τον (Γάλλο φιλόλογο) Charles du Fresne, sieur Ducange το 17ο αιώνα, τον (επίσης Γάλλο λόγιο) Jean Alexandre Buchon στα 1825 – 1846, και τον Hopf στα 1850 – 1870. Η έκδοση από τον Buchon του «Βιβλίου της κουγκέστας», (με το οποίο ο Ducange όντως έγινε γνωστός), αλλά όχι πριν εκδοθεί το έργο του «Histoire de Constantinople sous les Empereurs Français», η ανακάλυψη από εκείνον του «Livre da la Conqueste» στις Βρυξέλες, τα νέα έγγραφα τεκμήρια, οι συνθήκες και οι διπλωματικές πράξεις, τις οποίες ο ίδιος έφερε στο φως, άνοιξαν μία νέα εποχή και διέγειραν μία πρόσφατη μελέτη της «περίπλοκης» ιστορίας. Τώρα πλέον δεν απαιτούνταν τίποτα παραπάνω, εκτός από τη Γερμανική επιμέλεια και πληρότητα για να διερευνηθούν εξονυχιστικά τα αρχεία και να συμπληρωθούν τα κενά, όπως και η Γερμανική ακρίβεια για να διορθωθούν τα παραστρατήματα που έγιναν από την «Γαλλική αμέλεια», για την οποία ο Hopf λέει ότι ακόμα και ο Buchon ήταν περιστασιακά ένοχος.
Ο πρώτος και μοναδικός τόμος της τελευταίας εργασίας του Buchon εκδόθηκε στα 1846 και η τρίτη περίοδος μπορεί να χρονολογηθεί από την «Συνεδρίαση (Sitzung)» της Ακαδημίας της Βιέννης στις 2 Οκτωβρίου 1850, στην οποία εμφανίστηκαν δύο Βαυαροί καθηγητές, οι Tafel και Tomas. Ο Tafel διάβασε μία διατριβή επί των χειρόγραφων σχετικών με την Βενετία στα Αυτοκρατορικά Αρχεία, με την οποία είχε καταπιαστεί μαζί με τον συνάδελφο του. Ο δε Thomas διάβασε το Ελληνικό κείμενο και μία μετάφραση μίας αξιοσημείωτης συνθήκης του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου με την Βενετία στα 1265. Μόλις τρία χρόνια αργότερα διαβάζεται μία διατριβή ενώπιον της ίδιας συνέλευσης στις 19 Οκτωβρίου 1853, καθιστώντας αρκετά εμφανές ότι είχε ανοίξει ένα νέο ορυχείο πηγών για την μεσαιωνική Ελληνική ιστορία και συγκεκριμένα (η μελέτη) του Karl Hopf «Urkundliche Mittheilungen über die Geschichte von Karystos auf Euboa, 1205 – 1470». Το (πόνημα του) «Geschichte der Insel Andros» που ακολούθησε στα 1855 και (η πραγματεία του) «Veneto – byzantinische Analekten» στα 1859, δικαιολόγησαν τις φυσικές προσδοκίες του και απόδειξαν την επάρκεια του Γερμανού εξερευνητή. Τα αρχεία «Liber Albus», «Acta Pactorum», «Libri Misti» και «Libri Commemoriales» διερευνήθηκαν και έδωσαν τους θανόντες τους, δηλαδή τους ξεχασμένους αυθέντες ειδικά των νησιών του Αιγαίου πελάγους. Ποιος γνώριζε για τους «Cornari» της Καρπάθου (Skarpanto) ή τους «Navigajosi» της Λήμνου, πριν ο Hopf ξεθάψει την ιστορία τους; Ο Hopf έδωσε συνέχεια στις επιτυχίες του και έψαξε εξονυχιστικά πολλές βιβλιοθήκες στην νότια Ευρώπη, όπως για παράδειγμα στο Παλέρμο και στη Μάλτα. Το δε ογκώδες σύγγραμμα «Registri Angiovini» στην Νάπολη, του απέφερε μία άφθονη προμήθεια καινούργιων δεδομένων. Στα 1867 εμφανίστηκε η πραγματεία του «Griechische Geschichte» που σημείωσε μεγαλύτερη πρόοδο έναντι (της εργασίας) του Buchon, από ότι είχε κάνει ο Buchon επί (σ.τ.μ.: της αντίστοιχης) του Ducange. Η χαμένη ιστορία των Ελληνικών νησιών είχε ανακτηθεί. H ύπαρξη του Τευτονικού ιπποτικού τάγματος και η ισχύς της «Εταιρείας των Ναβαρραίων» στην Αχαΐα ήταν νέα στοιχεία. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της προόδου που πέτυχε ο Hopf, απαιτείται μόνο να συγκρίνουμε τις παραγράφους που είναι αφιερωμένες στο Νεγροπόντε στο (σ.τ.μ.: έργο του Buchon) «Recherches et Materiaux» με την έκθεση «Essay on Karystos» (του Hopf), και πάλι αν συγκρίνουμε αυτό το σύγγραμμα για την Κάρυστο με τα ανταποκρινόμενα μέρη από το «Griechische Geschichte», θα δούμε πόσο πολύ ανώτερη είναι η τελευταία εργασία του Hopf από την πρωιμότερη του σε απλή γνώση των γεγονότων.
Η παρούσα διατριβή βασίζεται κυρίως στον Hopf, του οποίου η ιστορία είναι τόσο λεπτομερής και πλήρης, που μπορεί σχεδόν να χρησιμοποιηθεί σαν να ήταν μία πρωτογενής πηγή.
[7] Σ.τ.μ.: Επιλέχτηκε από τον μεταφραστή η εξελληνισμένη απόδοση όλων των Λατινικών ονομάτων των μεσαιωνικών προσωπικοτήτων, όπως αυτά αναφέρονται συνήθως στις Ελληνικές ιστορικές πηγές, για την υποβοήθηση της αναγνωστικής ευχέρειας.
[8] Σ.τ.σ.: Αυτοκράτορας της Ρωμανίας ήταν ο Λατίνος σταυροφόρος αυθέντης που πλέον εξουσίαζε τα εδάφη που πρότερα ανήκαν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζάντιο).
[9] Αναγνωρίζεται γενικότερα ότι η επωνυμία «Νεγροπόντε (Negroponte)» είναι παραφθορά του ονόματος «Εύριπος», που προφέρεται άξεστα και ως «Έγριπος». Αυτή (σ.τ.μ.: η μετατροπή) φαίνεται να αποδεικνύεται αρκετά από τον τύπο «Aegripons (Aigrepont)», ο οποίος βρίσκεται επίσης σε χρήση από τους Λατίνους, για παράδειγμα από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (Innocent III. Epist. xi. 256) αναφέρεται η επωνυμία «Episcopatum Aegripontis (Επισκοπή Ευρίπου)». Το αρχικό γράμμα«n» πρέπει να εξηγείται από ένα ψευδεπίγραφο διαχωρισμό της έκφρασης «εις τον Έγριπον», το οποίο μετατράπηκε ως «στο Νέγριπον (sto Negripon)». Η γέφυρα στη Χαλκίδα ήταν ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, το οποίο θα εντυπωσίαζε έναν επισκέπτη και έτσι δεν ήταν αφύσικο που το ένστικτο μίας «λαϊκής ετυμολογίας» ενδέχεται να διαμόρφωσε (τον κυριολεκτικό όρο) του «Negroponte (Μαύρη Γέφυρα)». Σε Λατινικά έργα των Ιταλών χρονικογράφων βρίσκουμε επίσης και το «Pons Niger», όπως παραδείγματος χάριν στο έργο «Historia Gul. et Alb. Cortusiorum de Novitaticus Paduae et Lombardiae, Bk. x., c. 7», όπου επεσήμανα την φράση «carcerantur in Ponte Negro», και ακριβώς παρακάτω την διατύπωση «Nigropontem intraverunt». Στο χρονικό «Conquete» του (σ.τ.μ.: του Φράγκου χρονικογράφου της Δ’ Σταυροφορίας) Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου (Geoffroi de Villehardouin), η νήσος αποκαλείται ως «Nigre» και η πόλη ως «Nigrepont». Το «Nigre» είναι περίεργο. Ο Γάλλοι ερμήνευαν προφανώς την επωνυμία «Nigrepont», καθώς αποκαλούσαν την Χαλκίδα ως «η γέφυρα του Nigre», για το οποίο δεν προτείνουν καμία ιδέα για το πως έγινε το όνομα της νήσου. [Σ.τ.μ.: Επίσης έχει εκφραστεί η εύλογη άποψη ότι ο όρος «Νεγροπόντε (Negroponte)» προέρχεται από την φράση «του Ευρίπου η γέφυρα», που αποδίδεται στα Ιταλικά ως «di Euripo il ponte (ηχητικά: Ντι Εουρίπο ιλ πόντε)», η οποία συνενώθηκε εκφυλιστικά σε μία λέξη προσδίδοντας την συγκεκριμένη Λατινίζουσα ονομασία στην πόλη της μεσαιωνικής Χαλκίδας, και στην συνέχεια σε ολόκληρη την νήσο].
[10] Σ.τ.μ: Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο οχυρό που ανεγέρθηκε από τον Ζακ ντ’ Αβένς, ήταν το μεσαιωνικό καστέλι της γέφυρας στον πορθμό του Ευρίπου, πάνω στο βάθρο προϋπάρχοντος αρχαιοελληνικού πύργου.
[10-2] Αυτή η διανομή συνάγεται από την διαίρεση της νήσου στα 1216. (Επισημαίνεται ότι από την οριστική διαμόρφωση της «Συνθήκης του Διαμελισμού» των εδαφών της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης μεταξύ των Λατίνων κατακτητών, όσον αφορά την Εύβοια, τελικά στην Βενετία κατανεμήθηκαν μόνο η Κάρυστος και οι Ωρεοί.
[11] Σ.τ.μ.: Η Ραβέννικα ήταν μία μεσαιωνική πόλη, που εκτιμάται ότι βρίσκονταν χτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού, κοντά στη Λαμία, πλην όμως η ακριβής θέση της παραμένει ακόμα αταύτιστη. Σε αυτό το μυστηριώδες μέρος έλαβαν χώρα δύο γενικές σύνοδοι των Λατίνων κατακτητών. Η πρώτη συγκαλέστηκε τον Μάϊο του 1209 για τον διακανονισμό φεουδαρχικών υποθέσεων και η δεύτερη συγκλήθηκε στις αρχές Μαΐου του επόμενου έτους, προκειμένου να ρυθμιστούν τα εκκλησιαστικά ζητήματα των Λατινικών ηγεμονιών του Ελληνικού χώρου.
[12] Σ.τ.μ.: Η Κάδμεια αποτελούσε την αρχαία ακρόπολη της Θήβας, που ήταν οχυρωμένη την μεσαιωνική περίοδο και η Βοδονίτσα είναι το σημερινό χωριό Μενδενίτσα Φθιώτιδας, περίπου 9 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Θερμοπυλών. Όσον αφορά το φέουδο της τελευταίας, από τις απαρχές της Λατινοκρατίας συνιστούσε μαρκωνία (μαρκιζάτο ή μαρκιονία) με πρώτο αυθέντη τον Ιταλό μαρκήσιο Γκουίντο Παλαβιτσίνι (Guido Pallavicini, 1204 – π. 1237) από την Πάρμα και όχι τον μεταγενέστερο απόγονο του Αλμπέρτο (1309 – 1311), όπως αναφέρει ο J. B. Bury, μάλλον εκ παραδρομής. Στη δε ακρόπολη της Κάδμειας είχαν οχυρωθεί οι τελευταίοι Λομβαρδοί στασιαστές, με πρωτοστάτη τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι, όπου και τους πολιόρκησε ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος.
[13] Σ.τ.μ.: Ο υπόψη συγγραφέας του 13ου αιώνα έγραψε μία βιογραφία του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου περί το 1210, με τίτλο «Histoire de l’ empereur Henri de Constantinople».
[14] Σ.τ.μ.: Κατά μία συζητήσιμη εκδοχή αυτή η εκκλησία φέρεται να ταυτίζεται με την βασιλική της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας, η οποία θεωρείται από ορισμένους ερευνητές ότι ήταν αφιερωμένη στην «Παναγία την Περίβλεπτο», τουλάχιστον έως τα πρώτα χρόνια της Λατινοκρατίας.
[15] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο εδάφιο στα Ιταλικά έχει ως εξής: «Fu da quella data in Feudo a Don Roman dalle Carceri e fratelli e nipoti. I quali a propie spese l’ andarono ad acquistare e la possederono co’loro eredi sino a questo tempo (1255)».
[16] Ο Πάπας σε μία επιστολή του «Ep. xi, 117» απευθύνεται στους «ευγενείς άνδρες κυρίαρχους του Νεγροπόντε (Nobilibus viris dominis Nigripontis)» προστάζοντας τούς να πληρώσουν τον οφειλόμενο φόρο της δεκάτης στη Θηβαϊκή Εκκλησία.
[17] Οι κτήσεις των Ναϊτών ιπποτών στην Εύβοια ορίζονται σε μία Παπική επιστολή (Ep. xiii, 146), η οποία απευθύνεται προς εκείνους ως εξής: «ο οίκος του Νεγροπόντε με ότι εκείνοι κατέχουν στο Νεγροπόντε και ο οίκος στο Λαγκεράν (Lageran) και η αγροικία στο Οιζπάρις (Oizparis) με όλα τα υπάρχοντα τους και ότι άλλα διαθέτουν στη νήσο του Νεγροπόντε». Αυτές οι χορηγήσεις έγιναν από τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι, τον Ζακ ντ’ Αβένς και τον Γιλβέρτο ντα Βερόνα. (Σ.τ.μ.: Δεν έχει διευκρινιστεί αν οι Ναΐτες ιππότες προέβησαν σε μία στελέχωση των υπόψη παραχωρηθέντων εγκαταστάσεων στην Εύβοια και για πόσο χρονικό διάστημα ή απλώς ανήκαν τυπικά στην ιδιοκτησία τους, καθώς δεν φαίνεται να ανέπτυξαν κάποια εμφανή δραστηριότητα στη νήσο. Όσον αφορά τα Λατινίζοντα τοπωνύμια Λαγκεράν και Οιζπάρις, η θέση τους παραμένει εντελώς αταύτιστη).
[18] Σ.τ.μ.: Η συγκεκριμένη παράγραφος στα Λατινικά έχει ως εξής: «Suam ad nos dilecti filii, fratres militiae Templi, querimoniam transmisere quod nobilis vir Ravanus, dominus insulae Nigropontis, quasdam possessiones a Jacobo, quondam domino de Avennis, pietatis intuitu concessas eisdem in animae suae dispendium detinere presumit».
[19] Η επιστολή του Ιννοκέντιου προς τον Βεράρδο, με την οποία άρει την απαγόρευση, χρονολογείται στις 27 Μαΐου 1212. Η άφεση δόθηκε με την προϋπόθεση ότι δεν είχε γίνει καμία συμφωνία μεταξύ του Ραβανό και της αριστοκράτισσας, κατά την διάρκεια που ο σύζυγος της βρίσκονταν εν ζωή, και ότι αυτή δεν είχε συντελέσει στη μηχανογράφηση του θανάτου του συζύγου της. Αυτή η προϋπόθεση κάνει τη σχέση να φαίνεται κάπως ύποπτη.
[20] Μνημονεύονται σε επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ ως «Episcopatum … Abelonensem, Zorconesem, Caristiensem (Ep. xi, 256)».
[21] Σ.τ.μ.: Στο πρωτότυπο κείμενο του J. B. Bury αναφέρεται πως ο τελευταίος ήταν ο Γοδεφρείδος Β’ (Geffrey II). Όμως μάλλον πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, καθώς η Κόρινθος και το Άργος κατακτήθηκαν από τον συνονόματο πρόγονο του Γοδεφρείδο Α’ Βιλεαρδουίνο στα 1210 και στα 1212 αντίστοιχα, στις απαρχές της Λατινοκρατίας.
[22] Το ποσό αναλογούσε σε 700 υπέρπυρα σε έκαστο τρίαρχο, καθώς ο αρχικός φόρος υποτελείας είχε διακανονιστεί συνολικά στα 2.100 χρυσά υπέρπυρα.
[23] Η συνθήκη ανανεώθηκε ξανά στις 6 Μαΐου 1258, με τον νέο βάϊλο Αντρέα Μπαρόζι (Andrea Barozzi), με τις εξής δύο τροποποιήσεις: ο πόλεμος θα περιορίζονταν στη Ρωμανία και την εξουσία για να συναφθεί ειρήνη θα την έφερε αποκλειστικά ο Δόγης. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν ο Μπουτουρέλλο (Buturello) Δαλλεκαρτσέρι, ένας αδερφός του Γραπέλλα, και ο Μάρζιο Ζουγκλάνο (Marzio Zuglano), ο ποντεστά (Podesta, σ.τ.μ.: αρμοστής) της Βενετσιάνικης παροικίας στο Νεγροπόντε.
[24] Ο Μικέλε Μοροσίνι ήταν ο πληρεξούσιος του Γουλλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, και αυτή η αρμοδιότητα πρέπει να συνδεθεί με το γεγονός ότι η Καριντάνα τον είχε πριμοδοτήσει με το ένα έκτο της νήσου, δηλαδή με ολόκληρη την περιουσία της, όπως υποδηλώνεται από τον Hopf. Όμως ο Μοροσίνι δεν κατείχε τον τίτλο του έξαρχου.
[25] Σ.τ.μ: Το όρος «Καρύδι» ταυτίζεται με το σημερινό όρος «Πατέρας», βορείως των Μεγάρων Αττικής, το οποίο σημειώνεται με την πρώτη ονομασία από τον χαρτογράφο Ch. Lapie στον χάρτη «Grece moderne» του 1827 ως «M. Keredi (Όρος Καρύδι)». Η δε ακριβής τοποθεσία στην οποία δόθηκε η συγκεκριμένη μάχη παραμένει άγνωστη.
[26] Στην πράξη έγιναν εξαιρέσεις. Ο Hopf μνημονεύει τις περιπτώσεις του Ντ. Μόρο (D. Moro) και Ενρίκο Τρεβιζάνι (Enrico Trevisani), οι οποίοι παρέλαβαν πριμοδοτήσεις σε φέουδα από τον βάϊλο στα 1256 για 20 έτη και τους επιτράπηκε να τα διατηρήσουν, με την συναίνεση του Βιλλεαρδουίνου.
[27] Σ.τ.μ.: Ο συγκεκριμένος όρος μάλλον δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθόσον το καστέλι στον πορθμό του Ευρίπου εξακολούθησε να υφίσταται, φθάνοντας με μετατροπές μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
[28] Ο μισθός του βάϊλου ήταν 450 χρυσά υπέρπυρα, ενώ αυτός του καστελάνου 250. Στα 1249 διορίστηκαν δύο σύμβουλοί για να βοηθούν το βάϊλο (σ.τ.μ.: του Νεγροπόντε), και το επόμενο έτος τους ανατέθηκε ως αποστολή το καθήκον της συλλογής των εσόδων. Σύμφωνα με τον Ναβαγκέρο, συνοπτικά το γραφείο του βάϊλου διαχειρίζονταν τους Βενετσιάνους που βρίσκονταν στο Νεγροπόντε.
[29] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για αταύτιστο μεσαιωνικό οικισμό. Πιθανότατα αντιστοιχεί στην Ελληνική ονομασία «Δρέπανο».
[30] Σ.τ.μ.: Το Γαλλικό κείμενο του διαλαμβανόμενου εγγράφου παρατίθεται στην πρωτότυπη μελέτη του J. B. Bury, αλλά δεν περιέχει περαιτέρω αξιόλογες πληροφορίες για τον Όθωνα ντε Σικόν.