Ποιος ήταν ο άνθρωπος που παρέλαβε τα κλειδιά της Χαλκίδας «επί αργυρού δίσκου» από τον τελευταίο Οθωμανό διοικητή της, Χατζή – Ισμαήλ μπέη.
Κύριες πηγές:
«Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια», Γιάγκος Τσαούσης, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1990.
Wikipedia.
Ο Ιάκωβος ή Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός (Jacovaky Rizo) ήταν ο άνθρωπος που στις 7 Απριλίου 1833 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο) παρέλαβε τα κλειδιά της Χαλκίδας «επί αργυρού δίσκου»[1] από τον τελευταίο Οθωμανό διοικητή της, Χατζή – Ισμαήλ μπέη, προσθέτοντας την απελευθερωμένη πλέον πόλη και λίγο αργότερα ολόκληρη την Εύβοια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (βλ. αναλυτικά εδώ).
Ο Νερουλός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1778, γόνος επιφανούς φαναριώτικης οικογένειας. Έχασε τον αξιωματούχο πατέρα του στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων και την κηδεμονία και ανατροφή του ανέλαβε ο θείος του, Μητροπολίτης Εφέσου, Σαμουήλ. Έτσι, είχε τα εφόδια να λάβει την κατάλληλη παιδεία, να διαπρέψει σε επίπεδο σπουδών και να διοριστεί αμέσως μετά ως υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία. Εκεί γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, η οποία ανήκε στο οικογενειακό περιβάλλον του Υψηλάντη.
Στη μετέπειτα ζωή του αναδείχθηκε σε σπουδαίο πολιτικό της εποχής του. Το 1801 διορίστηκε επιτετραμμένος της Υψηλής Πύλης από τον τότε ηγεμόνα της Βλαχίας, Αλέξανδρο Σούτσο. Στη συνέχεια εργάστηκε στην Αυλή του Ιωάννη Καρατζά, στην Κωνσταντινούπολη ως διερμηνέας στην Αυλή του Μιχαήλ Σούτσου και το 1816 ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό με απώτερο στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Στο σπίτι του Νερουλού έγιναν οι συναντήσεις του Υψηλάντη με τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο.
Το 1820 έγινε πρωθυπουργός της Μολδαβίας. Όταν η Επανάσταση ξέσπασε στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να συμμετάσχει στον αγώνα, αφ΄ενός λόγω της στρατιωτικής απαγόρευσης των αρχών της Βασσαραβίας, όπου είχε καταφύγει μετά την εισβολή των οθωμανικών στρατευμάτων στη Μολδαβία, αφ’ ετέρου λόγω της χρόνιας ασθένειας της συζύγου του. Το 1825 πέθανε ο πρωτότοκος γιος του Αλέξανδρος από φθίση. Συντετριμμένος από το θάνατο αυτό, ταξίδεψε στη Γενεύη, το Παρίσι και το Λονδίνο, δίνοντας μια σειρά διαλέξεων στα γαλλικά (τις οποίες εξέδωσε το 1828 ο Jean Humbert) εμβαθύνοντας στη νεοελληνική φιλολογία. Στο Λονδίνο γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τον έπεισε να επιστρέψει μαζί του στην Ελλάδα από την Ελβετία που βρισκόταν, το 1827.
Στις 11 Μαΐου 1828 διορίστηκε με ψήφισμα από τον Κυβερνήτη ως έκτακτος επίτροπος Νότιων Κυκλάδων (Θήρας, Κάσου, Καρπάθου, Αστυπάλαιας). Στις 12 Ιουλίου 1829, στην Δ’ Εθνική Συνέλευση του Άργους, εκλέχτηκε γραμματέας της Συνέλευσης μαζί με το Νικ. Χρυσόγελο[2]. Στη συνέχεια προσχώρησε στους Συνταγματικούς και στράφηκε εναντίον του Καποδίστρια, αν και ήταν δημόσιος λειτουργός.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829[3] ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών και του Εμπορικού Ναυτικού, μετά την παραίτηση του Τρικούπη. Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη (1831), εξελέγη πρώτος γραμματέας της Ε’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους και το 1833 διετέλεσε «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Παιδείας Γραμματέας της Επικρατείας (διάβαζε: Υπουργός)». Με αυτή την αρμοδιότητα στις 22 Φεβρουαρίου 1833[4] εξουσιοδοτήθηκε να παραλάβει όσες περιοχές[5] παραχώρησε οριστικά στην Ελλάδα η «Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως»[6], συμπεριλαμβανομένης της Εύβοιας.
Στη συνέχεια διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών (1841-43) και το 1837, με την ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας, διατέλεσε πρώτος Πρόεδρός της. Επίσης, ως μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η λογοτεχνική του δράση.
Εκτός από σπουδαίος πολιτικός, ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ήταν και αναγνωρισμένος λόγιος της εποχής του, έξοχος λυρικός και τραγικός ποιητής.
Ο Μιχαήλ Σούτσος μάλιστα τον είχε χαρακτηρίσει «Πατέρα της Ελληνικής ποιήσεως». Στο συγγραφικό έργο του Νερουλού ανήκουν οι τραγωδίες «Ασπασία» (1813) και «Πολυξένη» (1814), οι κωμωδίες «Ερωτηματική οικογένεια» και «Εφημεριδόφοβος» (1837), το σατιρικό έπος «Κούρκας αρπαγή» και δύο ακόμη έπη, που έμειναν ανέκδοτα και χάθηκαν σε πυρκαγιά το 1817, «Η διάβασις των Άλπεων» και «Η κατάκτησις της Αιγύπτου υπό του Ναπολέοντος». Δημοσίευσε επίσης λυρικά ποιήματα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της Βιέννης και της Ελλάδας. Το σημαντικότερο έργο του Νερουλού, η τρίπρακτη κωμωδία «Κορακιστικά» ή «διόρθωσις της ρωμέικης γλώσσας», που εκδόθηκε το 1813 αποτελεί καυστική σάτιρα της γλωσσικής θεωρίας του Κοραή αλλά και της κυριαρχίας των τοπικών διαλέκτων στον ελλαδικό χώρο, που εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας του συγγραφέα για υπεράσπιση της πνευματικής κυριαρχίας των Φαναριωτών στον υπόδουλο ελληνισμό και αποτέλεσε το πρώτο στρατευμένο έργο του νεοελληνικού θεάτρου[7].
Το 1848 διορίστηκε πρέσβης της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε το 1849 (ή 1850).
Παραπομπές
[1] «Ιστορία της νήσου Εύβοιας», Κ. Α. Γουναρόπουλος. Έκδοση Προοδευτικής Εύβοιας, Χαλκίδα 1979.
[2] Πρόεδρος της Δ’ Εθνική Συνέλευση του Άργους διετέλεσε ο Γεώργιος Σισίνης.
[3] Με το διάταγμα 14428.
[4] Με το 10 / 22 Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικό Διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα, που τυπώθηκε στον αριθμό 2 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 22 Φεβρουαρίου / 6 Μαρτίου 1833. Σύμφωνα με την Ελένη Γούτου – Φωτοπούλου («Σύσταση και εξέλιξη του Δήμου Χαλκιδέων», Έκδοση Δήμου Χαλκιδέων, 1986), ο διορισμός του Νερουλού έγινε στις 3 Φεβρουαρίου 1833, χωρίς περαιτέρω παραπομπές.
[5] Στην εφημερίδα της Κυβέρνησης (2/22.2.1833), διαβάζουμε, τη βασιλική δηλοποίηση προς τους κατοίκους εκείνων των επαρχιών, περί της οριστικής πλέον προσάρτησης και κατοχής, μαζί με τους χαιρετισμούς του βασιλιά Όθωνα.
[6] 9 / 21 Ιουλίου 1832.
[7] Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιακωβάκη Ρίζου – Νερουλού βλ. Λάσκαρης Νικόλαος, «Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΙΗ΄, Αθήνα, Πυρσός, 1932. Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.