Η κατοικία του Πασά επί Τουρκοκρατίας δίπλα από τη γέφυρα της πόλης έγινε κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια κατοικία του Γάλλου προξένου Τιές και λίγο μετά σπίτι του Βρετανού υποναύαρχου και υδρογράφου Αρθούρου Μένσελ. Κατεδαφίστηκε πριν το 1897 και στη θέση της χτίστηκε άλλη οικία η οποία ελάχιστα χρόνια μετά λειτούργησε ως ξενοδοχείο, υπό την επωνυμία «Εύριπος». Φωτογραφία αγνώστου (πιθανότατα του Α. Μένσελ).
Πως ήταν τα αρχοντικά, τα σπίτια και τα χάνια της πολιτείας στα 363 χρόνια της Οθωμανικής κατοχής.
To άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία του Βασίλη Παπαδόπουλου «Έγριπος. Η πόλη της Χαλκίδας κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών (15ος – 19ος αιώνας). Μαρτυρίες από περιηγητικά κείμενα» που είχε συγγραφεί για τις ανάγκες του πρώτου κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδίκευση στη νεώτερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Επόπτρια: Όλγα Κατσιαρδή – Hering.
Οι τίτλοι, οι υπότιτλοι, τα lead των άρθρων, οι λεζάντες των φωτογραφιών καθώς και οι παραθέσεις διευκρινιστικών σχολίων εντός αγκυλών είναι του επιμελητή της δημοσίευσης στο square.gr Βάγια Κατσού. Ευχαριστούμε το συγγραφέα για την άδεια πρώτης δημοσίευσης αποκλειστικά στο square.gr
Προηγούμενα άρθρα από την ίδια πτυχιακή εργασία:
Η ιστορία του Προαστίου της Χαλκίδας.
Τρείς θρησκείες σε μια πολιτεία.
Η οικονομική ζωή στην Τουρκοκρατούμενη Χαλκίδα.
Όλες οι εικόνες είναι από το βιβλίο: «Σπίτια Λαϊκής και Νεοκλασσικής Αρχιτεκτονικής στη Χαλκίδα», Σπύρος Κοκκίνης. Έκδοση Δήμου Χαλκιδέων, 1994.
Η μορφή των κατοικιών
Μαρτυρίες για τις ζώνες κατοίκησης μέσα στον αστικό ιστό της πόλης της Χαλκίδας κατά την οθωμανική περίοδο συναντάμε σε όλους σχεδόν τους περιηγητές που την επισκέφτηκαν.
Ο αστικός ιστός της πόλης της Χαλκίδας ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιαφοροποίητος, καθώς στις ίδιες περιοχές συνυπήρχαν ζώνες κατοικίας και εμπορίου ή βιοτεχνίας. Το φαινόμενο αυτό γίνεται εμφανές στο πολεοδομικό διάγραμμα του Κάστρου του 1840 (δείτε το εδώ), όπου στον κατάλογο κτισμάτων το ίδιο κτήριο διέθετε κατάστημα και κατοικία μαζί. Έτσι η λειτουργία της κατοικίας απλωνόταν ισομερώς σε όλες τις περιοχές της πόλης, εντός και εκτός των τειχών.
Οι μαρτυρίες για τα κελύφη κατοικιών σε όλο τον αστικό ιστό της πόλης της Χαλκίδας είναι αρκετά γενικόλογες και προέρχονται κυρίως από περιηγητές του τέλους της οθωμανικής περιόδου και των πρώτων ετών του ελληνικού κράτους. Η πρώτη λεπτομερής περιγραφή του Εβλιά Τσελεμπή κάνει λόγο για 1900 σπίτια μέσα στο Κάστρο, στενά και πετρόχτιστα, χωρίς κήπους και αμπέλια, με κεραμίδια και πόρτες με καμάρες[1]. Η περιγραφή αυτή αποσαφηνίζει την ιδιαίτερα πυκνή δόμηση που επικρατούσε μέσα στον περιορισμένο χώρο του Κάστρου, τυπικό χαρακτηριστικό στην πλειονότητα των οθωμανικών πόλεων. Η παρατήρηση, επίσης, ότι τα περισσότερα πετρόχτιστα κτίσματα μέσα στον τειχισμένο χώρο ανάγονταν στη βενετική εποχή, μαρτυρά την περιορισμένη παρέμβαση που επιχείρησαν οι Οθωμανοί στον ήδη διαμορφωμένο κτισμένο χώρο του Κάστρου. Γενική είναι η αναφορά των πηγών, ότι τα σπίτια του Κάστρου ήταν χαμηλά και σκοτεινά, με ψηλούς τοίχους και λίγα μικρά ανοίγματα· κάποια από αυτά είχαν προεξέχοντες ορόφους – τα γνωστά σαχνισιά – με προστατευτικές κατασκευές, ενώ συχνά διέθεταν αυλή με δένδρα ή πηγάδι. Εντύπωση προκαλούν στους περιηγητές οι ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις στους εσωτερικούς χώρους, τα ξύλινα ταβάνια και πατώματα, τυπικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής κατοικιών στο Βαλκανικό χώρο κατά την ύστερη οθωμανική εποχή. Οι περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα επισημαίνουν ότι πολλά ήταν ερειπωμένα και προξενούσαν μια ιδιαίτερα θλιβερή εντύπωση[2]. Η κατάσταση αυτή των κτισμάτων του Κάστρου επιβεβαιώνει τη βάσιμη υπόθεση, ότι το κέντρο βάρους του οικισμού είχε μεταφερθεί εκτός των τειχών, στο σύγχρονο Προάστιο, ήδη σε μια πρώιμη φάση της οθωμανικής περιόδου. Τον ισχυρισμό ενισχύει ο κατάλογος κτισμάτων του 1840, όπου υπάρχουν πολλές καταγραφές ερειπωμένων κτισμάτων μέσα στο Κάστρο. Το Προάστιο, μολονότι δεν υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές, πιθανότατα παρουσίαζε μια παρόμοια εικόνα κατοικιών, με τη διαφορά ότι λόγω μεγαλύτερου χώρου οι οικοδομές θα είχαν μεγαλύτερες διαστάσεις ή θα συνοδεύονταν από ευρύτερους εξωτερικούς χώρους, κάτι που δεν ίσχυε στο περιορισμένο Κάστρο. Η μαρτυρία, ότι στο Προάστιο βρίσκονταν οι εξοχικές κατοικίες των Οθωμανών, αποτελεί σαφή ένδειξη για τον παραπάνω ισχυρισμό. Επίσης, συχνά συναντάται η επισήμανση ότι έξω από τα τείχη τα κτήρια ήταν αρκετά νεότερα σε σχέση με τις παλιότερες κατοικίες του τειχισμένου οικισμού.
Σαράγι του Ρεσίτ μπέη ή Χασάν μπέη. Βρισκόταν επί των σημερινών οδών Ερωτοκρίτου και Ανδρούτσου. Τα νεότερα χρόνια ήταν κατοικία της οικογένειας Αριστοτέλη Σταμάτη και κατεδαφίστηκε γύρω στα 1920. Φωτογραφία: Χρήστος Οικονόμου, 1906
Οι Οθωμανοί, με την επικράτησή τους στην πόλη, κατέστησαν το χώρο μέσα στα τείχη ως το πολιτικό τους κέντρο και τόπο εγκατάστασης των διοικητικών αρχών της πόλης. Πολλοί περιηγητές αναφέρονται στα σεράγια, τις κατοικίες των Οθωμανών αρχόντων που διέμεναν στην πόλη, περιγράφοντάς τα ως ιδιαίτερα μεγάλα και πολυτελή κτίσματα. Τα σεράγια αυτά βρίσκονταν, σύμφωνα με τις πηγές, τόσο στο Κάστρο όσο και στο Προάστιο. Ο Εβλιά Τσελεμπή αναφέρει, ότι στο Προάστιο υπήρχαν δύο χιλιάδες παλάτια ναυάρχων και στρατηγών, πετρόχτιστα με πολλά πατώματα, με κήπους και περιβόλια. Οι περιγραφές αυτές ταιριάζουν με το χαρακτηριστικό τύπο κατοικίας του αρχοντικού, ο οποίος συναντάται στις ελληνικές περιοχές. Ο τύπος του αρχοντικού, κατοικία επιφανών αστών, αφορά διώροφα κατά βάση οικοδομήματα κτισμένα σε μεγάλα οικόπεδα, συνήθως στις απόκεντρες συνοικίες των πόλεων, με επιβλητικούς μαντρότοιχους και αυλόπορτες, με διάφορα διακοσμητικά στοιχεία και μνημειώδη κατασκευή[3].
Από τις κατοικίες των επώνυμων Οθωμανών μνημονεύεται αρχικά το παλάτι του καπουδάν πασά, χωρίς να προσδιορίζεται αν αφορά τον αρχηγό του οθωμανικού στόλου ή απλό ναύαρχο. Οι μαρτυρίες από πηγές του ύστερου 17ου αιώνα τοποθετούν την κατοικία του εκτός των τειχών, στα βορειοανατολικά του τειχισμένου οικισμού. Σε πηγές της ίδιας περιόδου μαρτυρείται επίσης το παλάτι του Αχμέτ πασά, αδελφού του καπουδάν πασά, ο οποίος διέμενε στην παλιά οικία του Βενετού προβλεπτή, στην ανατολική πλευρά της γέφυρας κοντά στην ακτή[4].
Οικία Μένσελ – Τιές. Αγνώστου ζωγράφου, σχεδίασμα με μολύβι.
Σε πηγές των πρώτων χρόνων μετά την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος αναφέρεται η ύπαρξη μιας οικίας στην είσοδο της πόλης, ακριβώς μετά τη γέφυρα, η οποία βρισκόταν στην ιδιοκτησία του Γάλλου προξένου Τιές. Η μαρτυρία του Buchon, ότι το κτίσμα αυτό αποτελούσε μέρος της οικοδομής όπου κατοικούσε ο πασάς της πόλης,[5] πιθανότατα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το προηγούμενο κτίσμα ή μέρος αυτού που μνημονεύεται και στις παλιότερες πηγές. Η οικία Thiesse-Mansell, όπως ήταν αργότερα γνωστή, καταγράφεται στον κατάλογο κτισμάτων που συνόδευε το πολεοδομικό διάγραμμα του 1840· σώζεται επίσης φωτογραφία της λίγα χρόνια πριν την κατεδάφισή της: πρόκειται για ένα διώροφο κτήριο με στέγη από κεραμίδια, προεξέχοντα όροφο με αρκετά ανοίγματα και τοξωτό υπέρθυρο στην είσοδο[6]. Το κτίσμα, το οποίο διέθετε και αυλή, αποτελεί τυπικό δείγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής της οθωμανικής περιόδου, με μορφή που προσεγγίζει περισσότερο τον τύπο του «νοικοκυρόσπιτου».
Μια ακόμα πληροφορία για κατοικία Οθωμανού αξιωματούχου στην πόλη διασώζουν οι πηγές· σύμφωνα με μαρτυρίες, ο τελευταίος Τούρκος διοικητής της πόλης Ομέρ Πασάς διέμενε στη συνοικία Τσικούρ Τσεσμέ, γύρω από το σημερινό ναό του Αγίου Δημητρίου, και μάλιστα σε κτίσμα της οδού Τζαβέλλα, όπου κατοικούσε αργότερα ο στρατηγός του Αγώνα Νικόλας Κριεζώτης. Στον περίβολο του κτηρίου σώζονται σήμερα δύο θολωτά κτίσματα που χρησίμευαν ως λουτρά[7].
Τέλος, χαρακτηριστικό παράδειγμα κατοικίας της οθωμανικής περιόδου που διασώζεται μέχρι τις μέρες μας είναι η Οικία Καράκωστα, το γνωστό Αρχοντικό της οδού Παίδων[8].
Χάνι ιδιοκτησίας Σταμούλη που τα νεότερα χρόνια υπήρχε στην οδό Κριεζώτου 71. Κατεδαφίστηκε μετά το 1976. Φωτογραφία Δ. Δεμερτζής.
Τα χάνια και τα πανδοχεία της πόλης
Ελάχιστες είναι οι αναφορές των πηγών για καταλύματα προσωρινού χαρακτήρα, για χάνια ή πανδοχεία μέσα στον αστικό ιστό.
Ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία του Εβλιά, ο οποίος παρατηρεί ότι στη βοιωτική πλευρά, ακριβώς απέναντι από τη γέφυρα, υπήρχε ένα μεγάλο χάνι με τριάντα τζάκια – πιθανώς δωμάτια· το χάνι αυτό χρησίμευε για τη διανυκτέρευση των επισκεπτών, οι οποίοι έπρεπε να περιμένουν ως το πρωί το άνοιγμα της γέφυρας και της πύλης του Κάστρου προκειμένου να περάσουν στην πόλη[9] Επίσης ο Γεώργιος Φιλάρετος, κατά την επίσκεψή του στην πόλη στα 1863-65, κάνει λόγο για ένα ευμέγεθες κτίσμα, αρκετά ερειπωμένο, το οποίο χρησίμευε ως κατοικία Οθωμανού αξιωματούχου· ο επιμελητής του χειρογράφου του Φιλάρετου ταυτίζει το κτίσμα αυτό με το μεγάλο Χάνι, το οποίο σημειωνόταν στο διάγραμμα του 1840 με τον αριθμό 1144 και με ιδιοκτήτη τον Μεχμέτβεη, στη γωνία Ανδρούτσου και Ερωτοκρίτου[10]. Στοιχεία για το ίδιο πιθανότατα κτίσμα αναφέρονται και σε δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας «Εύβοια» (20-11-1877), όπου γίνεται λόγος για το ερειπωμένο σεράι του Ρεσίτ μπέη, πλούσιου Τούρκου κτηματία· το κτίσμα αυτό βρισκόταν κοντά στις φυλακές στη νότια πλευρά του Κάστρου και σωζόταν σε κακή κατάσταση. Η φωτογραφία που παραθέτει ο Κοκκίνης – πιθανότατα του κτηρίου αυτού – απεικονίζει ένα αρκετά μεγάλο κτίσμα, με την χαρακτηριστική προεξέχουσα κατασκευή πολλών κτισμάτων της εποχής[11].
Χάνι ιδιοκτησίας Σταμούλη που τα νεότερα χρόνια υπήρχε στην οδό Κριεζώτου 71. Κατεδαφίστηκε μετά το 1976. Φωτογραφία Δ. Δεμερτζής.
Παραπομπές
[1] Φουσάρας, ΑΕΜ 6, σ. 161.
[2] Περιγραφές για τα σπίτια συναντούμε κυρίως σε περιηγητικά κείμενα από τις αρχές του 19ου αιώνα και εξής. Βλ. ενδεικτικά: Pomardi, σ. 60, Hobhouse, σ. 448, Raikes, στο Walpole 1818, σ. 299, Sibthorp, στο Walpole 1820, σ. 38, Ανώνυμος Γερμανός, στο Koder AEM 17, σ. 115, Bronzetti, σ. 89, Predl, σ. 151, Brandis, σ. 121-2: «Τα περισσότερα από τα υπάρχοντα μεγάλα σπίτια είναι επίσης τούρκικα και οι προεξέχοντες επάνω όροφοί τους με προεξέχουσα στέγη και πολλά προστατευτικά είναι εξωτερικά διαμορφωμένα όχι χωρίς γούστο. Ακόμη και στο εσωτερικό στα μεγάλα χαμηλά δωμάτια βρίσκονται ίχνη της παλιάς πολυτέλειας, πολύ λιγότερο βέβαια απ’ ότι στα καλά διατηρημένα τούρκικα κτήρια στη Λαμία και τη Ναύπακτο. Νεόδμητα κτήρια βλέπει κανείς λίγα, μολονότι η πόλη αριθμεί περίπου 7-8000 κατοίκους, έναν σημαντικό πληθυσμό για τα ελληνικά δεδομένα», Stephani, σ. 16, 20: «Το εσωτερικό του τείχους είναι πυκνά χτισμένο με σπίτια και στενούς δρόμους, που δεν είναι λιθόστρωτοι. Τα σπίτια φαίνονται τούρκικου στυλ, χτισμένα από Τούρκους και λίγα χρόνια πριν περιήλθαν στα χέρια Ελλήνων. Τα περισσότερα σπίτια αποτελούνται από δύο πτέρυγες, η μια για τις γυναίκες, η άλλη για τον κύριο με φίλους και υπηρέτες. Το εσωτερικό τους δείχνει ακόμα τις τούρκικές ζωγραφιές και ξυλόγλυπτα, και ωραία διακοσμημένα προσευχητάρια. Συνδεδεμένη με το σπίτι είναι σχεδόν πάντα μια αυλή περιτειχισμένη με ψηλό τοίχο, στη μέση της οποίας βρίσκονται ένα πηγάδι και ένα πλατάνι. Επίσης κήποι με πορτοκαλιές, ροδιές κ.α., πιο συχνά όμως συναντά κανείς κήπους στο τμήμα της πόλης εκτός των τειχών. Τα σπίτια όπου κατοικούν Εβραίοι διαφέρουν από τα τούρκικα στο ότι τους λείπει η μεγάλη αυλή και το πάνω μέρος του σπιτιού είναι χτισμένο πιο ελαφρά. Το τμήμα της πόλης που βρίσκεται έξω από τα τείχη παρουσιάζει περίπου τον ίδιο χαρακτήρα. Εκεί υπάρχουν πολλά νέα σπίτια».
[3] Περιγραφή των τριών ειδών κελυφών κατοικίας στον ελληνικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο, του λαϊκού σπιτιού, του νοικοκυρόσπιτου και του αρχοντικού, παραθέτει ο Δημητριάδης (Γιάννενα, ό.π., σ. 145).
[4] Βλ. παραπάνω σ. 51 και υποσημ. 107 και 108.
[5] Buchon, στο Κοκκίνης, Ευβοϊκός Λόγος 19-20, σ. 6. Σύμφωνα με τη Γούτου-Φωτοπούλου (ό.π., σ. 28), το σπίτι του Πασά αγοράστηκε από τον Γάλλο πρόξενο Τιές στα 1841, αμέσως μετά την αποχώρηση των Οθωμανών από την πόλη.
[6] Η φωτογραφία υπάρχει στο άρθρο του Σπύρου Κοκκίνη, «Ιστορικά μνημεία και λαϊκή αρχιτεκτονική» ΑΕΜ 15 (1969), εικ. 52.
[7] Το κτίσμα αυτό, γνωστό ως «Κριεζώτειο», ριζικά ανακαινισμένο, στεγάζει σήμερα το παράρτημα Ευβοίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Βλ. Ιωαννίδης, ό.π., σ. 34.
[8] Για το σπίτι της οδού Παίδων βλ. Καλαθέρης, Τάσος, «Αρχοντικό στη Χαλκίδα», ΑΕΜ 16(1970) 149-182. Μανούσου-Ντέλλα, Κατερίνα – Μαυρομμάτης, Βασίλης, «Το αρχοντικό της οδού Παίδων στη Χαλκίδα», στο Επώνυμα αρχοντικά των χρόνων της Τουρκοκρατίας, σ. 95-105.
[9] Φουσάρας, ΑΕΜ 6, σ. 159.
[10] Σκούρας, ΑΕΜ 25, σ. 32.
[11] Κοκκίνης, ΑΕΜ 15 (1969), εικ. 34.