Θεοδόσης Π. Τάσιος
Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας στις ευβοϊκές αποικίες της Ιταλίας: Μια συναρπαστική μελέτη του πανεπιστημιακού Θεοδόση Π. Τάσιου.
Το άρθρο αποτελεί αυτούσια μεταφορά του τρίτου κεφαλαίου, από τα πέντε συνολικά, του βιβλίου «Κύμη και Νεάπολις – Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας», του Θεοδόση Π. Τάσιου. 1η Έκδοση: Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης, σε 500 αντίτυπα (εκτός εμπορίου). Αθήνα, Φεβρουάριος 2018.
Ευχαριστούμε τον συγγραφέα, κ. Τάσιο, όπως και τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κύμης, για την ευγενική παραχώρηση άδειας ψηφιοποίησης και πρώτης δημοσίευσης των κειμένων και των φωτογραφιών του βιβλίου στο internet, αποκλειστικά στο square.gr
Σημ.: Το τονικό σύστημα που χρησιμοποιείται σ’ αυτό το βιβλίο, ακολουθεί τις απόψεις της ανακοίνωσης “Θ. Π. Τάσιος: Για ένα ορθολογικότερο τονικό σύστημα”, Πρακτικά Συνεδρίου για την Ελληνική γλώσσα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τομέας Γλωσσολογίας, Αθήνα 1999. Δηλονότι: Ό,τι τονίζεται προφορικώς, τονίζεται και γραπτώς. Τίποτ’ άλλο. Θα σταματήσει έτσι η «σχιζοτονία» να λες «κατα νούν» και να γράφεις «κατά νουν» -επειδή τάχα έτσι το απαιτεί η λέξη. Διότι στον γραπτό λόγο, δέν υπάρχουν μεμονωμένες λέξεις• προτάσεις υπάρχουν, με τις δικές τους αδήριτες φωνητικές απαιτήσεις.
Θ.Π.Τ.
Βιβλιογραφία:
1. d’ Agostino B.: «Les Etrusques en Grande Grece», στο Morel J.P. (Ed), βλ. πιο κάτω.
2. Basch L.: “Le musee imaginaire de la marine antique”, Inst. Hell, pour la Pres, de laTradition Marine, Athenes, 1987.
3. Bats M.: «Pithecousses, Cumes, Naples», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο κάτω.
4. Βιτρούβιος: «De Architecture», ελλ. έκδοση Π. Λέφας, Πλέθρον, 1997.
5. Blake Ε.: «The Mycenaeans in Italy: a minimalist position», Papers of the British School at Rome, 76 (2008).
6. Calamaro E.: «Napoli greca e romana. Le origini della citta fra mito e storia», Tasc. Econ. Newton, 1995.
7. Caputo P., Morichi R., Paone R., Rispoli P.: «Cuma e iI suo parco archeologico», Bardi Editore, Roma, 1996.
8. Coulson W.: «Thegreek dark ages. A review of the evidence etc.», Athens, 1990.
9. Giampaola D., Longobardo F.: «Napoli Greca e Romana, fra museo archeologico nazionale e centro antico», Electa, Napoli, 2000.
10. Giampaola D., Carsana V.: «Le nuove scoperte: la citta, iI porto e le macchine», στο Lo Sardo (Ed.), «Eureka», βλ. πιο κάτω.
11. Greco E.: «Ritorno a Neapolis Greca», στο E. Lo Sardo (Ed.), βλ. πιο κάτω.
12. Guzzo P.G.: «Pompei Preromaine», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο κάτω.
13. Morel J.P. (Ed.): «La Grande Grece», Numero 235 des Dossiers dArcheologie, Faton, Dijon, 1998.
14. Μπουρδάκου Ε.: «Δαίδαλος, ο πρώτος Μηχανικός», Αίολος, 2000.
15. Musee d’Histoire de Marseille: «L’ Antiquite», Marseille, 1988.
16. Sakellaraki E.: «Geometric Kyme, etc.», στο Euboica: L’Euboia e la presenza in Calcidica e in Occidente, Napoli, 1998.
17. (Lo) Sardo E. (Ed.): «Eureka», Electa Napoli, 2005.
18. Tassios T. P.: «Technology in certain religious beliefs», στο «Αντιφίλησις» (Ι.Θ. Παπαδημητρίου), Karamalengou (Ed.), F. Steiner, Stuttgart, 2009.
19. Τάσιος Θ.: «Ο Μηχανικός Λεονάρδος και οι αρχαίοι Έλληνες», Πάτρα, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, 2 Απρ. 2006.
20. Torelli Μ.: «Grande Grece, Etrurie et Rome», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο πάνω.
21. Vagnetti L.: «Les Myceniens en Grande Grece», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο πάνω.
22. Zevi F.: «Fra mito e Storia», στο «I campi Flegrei», Napoli, 1987.
Τα τρία δημοσιευμένα τμήματα του ίδιου βιβλίου, όπως εμφανίζονται στα περιεχόμενα του, είναι τα παρακάτω:
2. Η τεχνολογία των πρώτων αποίκων του κόλπου.
3. Η τεχνολογία στην Ιταλιώτιδα Κύμην.
Διαβάστε εδώ τα πρώτα δύο κεφάλαια του βιβλίου «Κύμη και Νεάπολις – Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας».
-
Η τεχνολογία στην Ιταλιώτιδα Κύμην.
Εδώ πλέον, η κλίμακα του αποικισμού ήταν πολύ μεγαλύτερη, οι γύρω εκτεταμένες και εύφορες πεδιάδες ευνοούσαν τη γεωργική ανάπτυξη, οι δε αποικιστές διέθεταν ήδη απαρχής τους αριστοκράτες ηγήτορες. Είναι όμως σημαντικό οτι τα τεχνολογικά επιτεύγματα των Κυμαίων είναι εξ ίσου σπουδαία.
α. Στην Ναυπηγική τους δέν θα επιμείνω. Η μυκηναϊκή ναυτική παράδοση με την «πεντηκόντορο», φαίνεται οτι συνεχίζεται: Πρώτον διότι τέτοια πoλύ μακρινά ταξίδια δέν γίνονται με μικρά σκάφη. Και δεύτερον διότι καί οι Φωκαείς με πεντηκοντόρους[1] θα φθάσουν στη Μασσαλία το 600 π.Χ., και ο «Περίπλους» του Πυθέως προς τον Ατλαντικό (4ος αι. π.Χ.), πάλι με πεντηκόντορο θα γίνει (Σχ. 7). Βεβαίως, η αφαιρετική παράσταση ναυμαχίας Ελλήνων καί Φοινίκων (ή Ετρούσκων;[2]) στον κρατήρα τού Αριστονόθου (7ος αι. π.Χ.), (Σχ. 8), δεν έχει απαιτήσεις περιγραφικές, τονίζει όμως τον πολεμικό χαρακτήρα τού ελληνικού σκάφους. Τέλος, για μια πληρέστερη αναφορά στην μυκηναϊκή πεντηκόντορο παραπέμπω στον Tassios: “Mycenean Technology” (στο Paipetis, ed., “Science and Technology in Homeric Epics”, 2008, σελ. 23), ενώ o Basch, (1987, σελ. 188), αναφέρεται στο μακρύ πλοίο που παρασταίνεται πάνω σε έναν κρατήρα απ’ τις Πιθηκούσσες (Σχ. 9) -έστω και με αφαιρετικόν καλλιτεχνικό τρόπο[3].
Σχ. 8. Ελληνικό και ξένο πλοίο ναυμαχούν. (Απ’ τον κρατήρα του Αριστονόθου), [2].
Σχ. 9. Απόσπασμα γεωμετρικού κρατήρα απ’ τις Πιθηκούσσες (8ος αι. π.X.) με καλλιτεχνική απόδοση μακρού σκάφους [2].
β. Η ναυτική παράδοση των πρώτων αποίκων θα οδηγήσει τους Κυμαίους να ιδρύσουν διάφορα επίνεια στην περιοχή τούς, όπως το Μίσηνον, η Δικαιαρχία, η Παρθενόπη (Σχ. 3), το Capri (Caputo, σελ. 17) –με τους αντίστοιχους λιμένες τους βέβαια.
Κι όλ’ αυτά, πέραν του ίδιου του λιμένα της Κύμης, ο οποίος έχει των πρωτοτυπία να είναι ενας εσωτερικός λιμένας εντός ξηράς, χωρίς εξωτερικά λιμενικά έργα (βλ. Caputo, σελ. 77) -όπως ο βόρειος λιμένας της αρχαίας Κορίνθου, το Λέχαιον. Σ’ αυτόν τον λιμένα ίσως, επέστρεψε ο νικητής Αριστόδημος, στα 506 π.Χ. -καίτοι ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (7,7,9) αναφέρεται στους «λιμένες» της Κύμης (στον πληθυντικό).
Η σπουδαιότερη όμως πρωτοτυπία των κυμαίων λιμενικών έργων είναι νομίζω οι προβλήτες του λιμένα της Δικαιαρχίας -όπου «εμπόριον γεγένηται μέγιστον» μας λέει ο Στράβων (5.4.6). Και προκειμένου «ασφαλώς ενορμίζεσεθαι τάς μεγίστας ολκάδας», «χειροποιήτους [εποίησαν] όρμους, προβάλλοντες χώματα εις την θάλασσαν» («Χώμα» είναι ο λιμενικός προβλήτας, ο «μόλος»). Η πρωτοτυπία έγκειται στο υλικό με το οποίο κατασκεύασαν αυτούς τους προβλήτες: Για πρώτη φορά στην ιστορία της δομητικής Τεχνολογίας, χρησιμοποιήθηκε μαζικώς πουζολανικό αμμοκονίαμα χυτευόμενο εντός του ύδατος, όπου και στερεοποιείται. Πράγματι, το έδαφος της Δικαιαρχίας (το μετέπειτα Pozzuoli, κατά τους Ρωμαίους -εξ ού και «ποζολάνα») είναι μια, άς την πούμε, «θηραϊκή γή». Μια κονία δηλαδή, η οποία «κόλλησιν ισχυράν και πηξιν λαμβάνει» όταν αναμιχθεί με άσβεστον. Η άσβεστος δεσμεύεται απ’ το οξείδιο του πυριτίου της πουζολάνης, και παράγεται ενα στερεότατο άλας. Γι’ αυτό και οι Κυμαίοι «τη χάλικι καταμίξαντες την αμμοκονίαν» (η χάλιξ = η άσβεστος, calx στα λατινικά) «προβάλλουσι χώματα εις την θάλατταν, και κολπούσι τάς ανεπεπταμένας ηιόνας» (Στράβων, ό.π.) -έφτιαξαν δηλαδή τεχνητούς όρμους, αντί για τις εκτεθειμένες ακτές[4].
Σχ. 10. Ο υπόγειος δρόμος κάτω απ’ την Ακρόπολη της Κύμης («Άντρον της Σίβυλλας»), [7].
Σχ. 11. Διαδοχικές φάσεις εργασιών πάνω στον υπόγειο «δρόμο» (Άντρο της Σίβυλλας), [7].
Από τότε και μέχρι σήμερα, τα λιμενικά έργα όλης της ανθρωπότητας θα γίνονται με πουζολάνες -αποκλειστικώς μέν μέχρι πριν 150 χρόνια, ή με πουζολανικά τσιμέντα έκτοτε.
γ. Άλλος ένας τεχνολογικός τομέας στον οποίον φαίνεται οτι οι ιταλιώτιδες Κυμαίοι ήσαν πολύ δυνατοί, είναι η κατασκευή Υπογείων Έργων. Θ’ αρχίσω με το λεγόμενο άντρον της Σίβυλλας (Σχ. 10). Πέραν των μεταγενέστερων ποιητικών περιγραφών, το «άντρον» είναι απλώς ένας υπόγειος «δρόμος» μήκους 130 μέτρων, τραπεζοειδούς διατομής, σκαμμένος μέσα σε έναν βραχώδη τόφφον[5] κάτω απ’ το «Ευβοϊκόν όρος» λέει ο Βιργίλιος (Αινειάς, VI,42). H πρώτη γραπτή αναφορά βρίσκεται στον Έλληνα ποιητή Λυκόφρονα (περ. 300 π.Χ.). Ο τρόπος κατασκευής του, (κατά Caputo et al[6]), παραπέμπει στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., ενώ οι συντάκτες της Carta Archeologica d’ Italia (Provincia di Salerno, 2005) τον ανάγουν στο διάστημα 6ου με 5ου αι. π.X. Επομένως πρόκειται ούτως ή άλλως για μια ελληνική κατασκευή, ανεξαρτήτως των μεταγενέστερων ρωμαϊκών προσθηκών (Σχ. 11). Κατά τον Enirco Calamaro (“Napoli Creca e Romano”, tasc. Econ. Newton, Roma 1995, σελ. 24), «πρόκειται για ενα στρατιωτικό έργο για την άμυνα της πόλεως, κάτω απ’ την Ακρόπολη, το οποίο θυμίζει ειδικές κατασκευές των Μυκηνών καί της Αρχαίας Ελλάδας». Σημειωτέον ότι η σήραγγα κείται κάτω απ’ τον αυχένα που ενώνει την Ακρόπολη με τον προς νότον λόφο.
Σχ. 12. «Το σπήλαιον του Κοκκυίου», ο μεταγενέστερος υπόγειος ρωμαϊκός δρόμος μεγάλου μήκους στην Καμπανία, [7].
Ας παρατηρηθεί εδώ ότι η τοπική παράδοση των υπόγειων έργων στην περιοχή, συνεχίσθηκε κατά την ρωμαϊκή περίοδο[7].
Το δε όνομα του εντόπιου Μηχανικού -ο οποίος αργότερα, τον καιρό του Αγρίππα, κατασκεύασε τους υπόγειους δρόμους μέχρι την Κύμη, και απ’ την Δικαιαρχία προς την Νεάπολιν, (Σχ. 12)-, ακούγεται σαν ελληνικό: «Κοκκήιος», κατά τον Στράβωνα (απ’ το «κόκκυξ»).
δ. Η μυκηναϊκή παράδοση των εγγειοβελτιωτικών έργων, θα βρεί στην ιταλιώτιδα Κύμην τη συνέχειά της. Τα ελώδη εδάφη της πεδιάδας αποστραγγίσθηκαν και δόθηκαν στην καλλιέργεια –αυξάνοντας τη δημοτικότητα του τυράννου Αριστοδήμου το 505 π.Χ., (όπως μας λέει ο Caputo, σελ. 31). Πρόκειται για την προς βορράν της αρχαίας πόλεως πεδιάδα Licola, όπου έχει εντοπισθεί και μια διώρυγα στους πρόποδες του Monte Ruscello, (Bats[8], σελ. 30).
ε. Στον δομικό τομέα, οι άποικοι φέρνουν στην Ιταλία για πρώτη φορά την οικοδομική πρόοδο των Ελλήνων. Αρκεί να θαυμάσει κανείς το αυστηρότατα ισόδομο (43 cm) σύστημα του υπόγειου «θησαυρού»[9] (9,0 χ 6,0 μ, βάθος 4,5 μ, Σχ. 13) που ανήκει πιθανώς στο συγκρότημα του ναού του Απόλλωνος: Τα λιθοσώματα εδράζονται τέλεια, χωρίς κονίαμα και χωρίς συνδέσμους, και επιτρέπουν τη χρονολόγηση ταυ έργου στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Ανάλογη τελειότητα βλέπομε στα τείχη, συνολικού πάχους 7,00 m. (Σχ. 14): Εξαιρετική δόμηση των δύο διαμήκων τοίχων, ισχυρή αντιστήριξη με τους εγκάρσιους τοίχους («διατόνους»). Έχει εδώ αφαιρεθεί το γέμισμα απο γαίες και μπάζα· το σύνολον κάμει το γνωστό ελληνικό «έμπλεκτον»[10] σύστημα μεγάλης κλίμακας -στην περίπτωσή- μας χρονολογούμενο στον 6° αι. π.Χ. (Bats, ό.π., σελ. 30).
Μια ρωμαλαία Οικοδομική Τεχνολογία δηλαδή.
Σχ. 13.Ο τέλεια ισοδομημένος υπόγειος θησαυρός, στην Ακρόπολη της Κύμης, [7].
Σχ. 14. Το εσωτερικό της δομής των τειχών της Κύμης, [3].
στ. Όταν συνδυάσομε τα δεδομένα της τεχνολογικής ανάπτυξης των Πιθηκουσσών και της Κύμης (προτού να προσθέσομε και όσες πρωτότυπες τεχνικές θα συναντήσομε σε λίγο στην Νέαν Πόλιν), καταλαβαίνομε οτι οι Χαλκιδείς και οι Κυμαίοι του 8ου αι. π.X.: εμβολίασαν την κάτω Ιταλίαν με έναν πολλαπλό Πολιτισμό -σημαντικότατο μέρος τού οποίου ήταν η Τεχνολογία. Η αναγνώριση του ιστορικού αυτού γεγονότος, ανακλάται ίσως και στο ποιητικό έργο του Βιργιλίου (Αινειάς, 6,14-34), όπου φέρνει τον ιπτάμενο Δαίδαλον, μετά την φυγή του απ’ την Κρήτη, να προσγειώνεται πρώτα στην Κύμη[11] –πριν να πάει στη Σικελία και στη Σαρδηνία (Σχ. 15). Έρχεται στην Κύμη η προσωποποίηση της ανθρώπινης Τεχνολογίας, ο πρώτος Μηχανικός[12] και δρα με τρείς τεχνολογίες. Πρώτον οικοδομεί ναόν (Σχ. 16), δεύτερον διακοσμεί τις θύρες τού ναού με εγχάρακτη περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην ίδρυση του ιερού, και τρίτον αφιερώνει στον θεό τις φτερούγες (το κύριο τεχνούργημά του) που τον έφεραν έως εδώ.
Σχ. 15. Το μυθικό εναέριο ταξίδι του Δαίδαλου, απ’ την Κρήτη στην Κύμη πρώτα (κατα J. Berard), [14].
Φαίνεται λοιπόν, ως υπόθεση εργασίας τουλάχιστον, ότι οι Ρωμαίοι ηθέλησαν μ’ αυτόν τον τρόπο να εκφράσουν την ισχυρή μεταφύτευση τεχνολογίας που πραγματοποίησαν οι Κυμαίοι στην Κάτω Ιταλίαν. Αυτό υποστηρίζει κι ο Fausto Zevi (ό.π.) λέγοντας «Ο Δαίδαλος σημαίνει κάτι παραπάνω απ’ την απλή άφιξη των αποίκων: Ο Δαίδαλος κατέχει τη γνώση των Τεχνών και της Τεχνολογίας, τη δημιουργική παντογνωσία της ύλης. Επομένως, με τον Δαίδαλο, με τις ευβοϊκές αποικίες, καταφθάνουν στην Ιταλία και αι Τέχναι».
Τέλος τρίτου κεφάλαιου.
Επόμενο κεφάλαιο (τελευταίο): Η τεχνολογία στην «Νέαν Πόλιν».
Σχ. 16. Ο φημισμένος ναός του Απόλλωνος στην Ακρόπολη της Κύμης, [7].
Παραπομπές
[1] Musee d’ Histoire de Marseille». «L’ Antiquite», Marseille, 1988 (σελ 19 και 55).
[2] Ετρούσκων κατα τον Μ. Torelli (ό.π. σελ. 115).
[3] Κι επιτέλους, άς θυμηθούμε πώς ο Ομηρικός Ύμνος προς τον Δηλιον Απόλλωνα, αποκαλεί την Εύβοια: «ναυσικλειτή»!
[4] Πολύ αργότερα, ο Βιτρούβιος (1ος αι. π.Χ.) θα περιγράψει ποσοτικότερα αυτήν την πουζολανική αμμοκονίαν για έγχυτο υποβρύχιο λιθόδεμα: «Λαμβάνεται η κονία που υπάρχει στην περιοχή ανάμεσα στην Κύμη και το ακρωτήριο της Αθηνάς, και αναμιγνύεται για την Παρασκευή κονιάματος, σε αναλογία 2 μέρη προς 1 μέρος (ασβέστου)», (5.12.2).
[5] Κατά τον Στράβωνα (5,4,5,), ο παλαιότερος ιστορικός Έφορος (4ος αι π.X.) περιέγραψε πώς οι αυτόχθονες Κιμμέριοι ζούσαν σε υπόγειες κατοικίες που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με σήραγγες –η φύση του εδάφους προσφέρεται για υπόγεια έργα εκεί.
[6] Caputo et al “Cuma”, (Guida), Bardi Editore, Roma 1996, (σελ. 53).
[7] Στράβων, C245.12.
[8] Bats Μ.: “Pithecousses, Cumes, Naples”, στο “La Grande Grece”, των “Dossiers d’ Archeologie”, αρ. 235, 1998.
[9] To περίεργο αυτό υπόγειο κτίσμα, το λένε εσφαλμένως “Cisterma greca” (ενώ δέν έχει ίχνος στεγανωτικής επίστρωσης πουθενά -κι ούτε θα δικαιολογούσε τέτοιαν άριστη δόμηση). Ο Caputo (ό.π. σελ. 98) θεωρεί πιθανότερη τη λειτουργία απόθεσης ανάθήματων –σε μια περιοχή με εντονη τη μαντική δραστηριότητα.
[10] Ο Βιτρούβιος περιγράφει την τεχνική αυτή, στην μικρή κλίμακα, εντός του πάχους τριστρωτου τοίχου, χρησιμοποιώντας μες στο κείμενό του τον όρο «ένπλεκτον», ελληνικά.
[11] Ίσως δεν είναι άσχετο με τούτο το ταξίδι, το γεγονός ότι η αρχαιότερη απεικόνηση του Δαιδάλου ως τέκτονος εικάζεται σε ένα ετρουσκικό χρυσόβουλο του 5ου π.Χ. αι. (Μπουρδάκου, 2000, σελ. 56).
[12] Ο Δαίδαλος, πραγματι, είναι τεχνολογικός μύθος «εξανθρωπισμένος -δεν είναι πιά Κύκλοψ, Ήφαιστος, Αθηνά ή Προμηθεύς (πρβλ TassioS T.: “Technology in certain religious beliefs”, στο Αντιφίλησις Karamalengou (Ελ.), F. Steiner, Stuttgart, 2009.