Γιώργος Λόης
Συμβολή στην ιστορική έρευνα για την παλαίφατη Ευβοϊκή μονή και στην περιγραφή του καθολικού της.
Ενδεικτική βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου:
1. «Ευβοϊκή Μοναστηρολογία», Χρυσόστομος Θέμελης Επίσκοπος Θαυμακού. Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΙΒ’, σελίδες 103, 106 – 112, Αθήναι, 1965.
2. «Το καθολικό της Μονής Ερίων κοντά στους Καθενούς», Τάσος Καλαθέρης. Έντυπο: «Εύβοια 1979», σελίδες 74 – 87, ετήσια έκδοση της Προοδευτικής Εύβοιας, Χαλκίδα.
3. «Ετυμολογία του τοπωνυμίου ΄Ερια», Γεώργιος Γρηγ. Κανατσέλλος. Σύμμικτα Ευβοϊκά, Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΚΓ’, σελίδες 386 – 387, Αθήνα, 1980.
4. «Από την Μεταβυζαντινή Ευβοϊκή Τέχνη: Αγία Τρίτη Καθενών, Ριζοκαστριώτισσα στα Φύλλα και Μονή της Υπαπαντής στα Έρια», Αντώνης Παύλου. Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, τόμος 4, σελίδες 152 – 157, Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία, Αθήνα, 1997.
5. «Εργασίες εκτός του εργαστηρίου του Βυζαντινού Μουσείου – Επιμέρους έκθεση πεπραγμένων: Ναός Υπαπαντής (μονής Ερίων) Καθενών», Μύρων Μιχαηλίδης. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 20, Β1 (Χρονικά), σελίδες 19 – 20, πίνακας 22α, Αθήνα, 1970.
6. «Βυζαντινά και Μεσαιωνικά Μνημεία της Εύβοιας – Επιμέρους έκθεση πεπραγμένων: Καθενοί, Έρια. Ναός Υπαπαντής», Παύλος Λαζαρίδης. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 20, Β1 (Χρονικά), σελίδες 262 – 263, πίνακες 227α – δ, 228α – β & 229 α – γ, Αθήνα, 1970.
7. www.kathenidirfion.blogspot.com Παναγιά στα Έρια, Θανάσης Κορώνης (23 Μάϊου 2008).
8. www.eviagreece.gr Μονή Ερίων.
Εισαγωγή.
Ένα ουσιώδες κεφάλαιο της Ευβοϊκής ιστορίας περιλαμβάνει το διάστημα της Λατινοκρατίας, καλύπτοντας ολόκληρο το εύρος της χαρακτηριζόμενης ύστερης Βυζαντινής περιόδου (1204 – 1453).
Κατά την διάρκεια αυτών των χρόνων συντελέστηκε στη νήσο μία σειρά διοικητικών μεταβολών με εμφανείς κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, που αντανακλώνται στο μεγάλο αριθμό των σωζόμενων μεσαιωνικών πύργων, κάστρων και λοιπών οχυρώσεων στην περιφέρεια της. Σε αντιπαραβολή με την δυνητικά αναμενόμενη εξέλιξη, οι Ρωμαιοκαθολικοί αυθέντες φαίνεται ότι δεν άσκησαν καταπιεστική εξουσία απέναντι στον νησιωτικό πληθυσμό, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανοχή ως προς τις Ορθόδοξες θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ευβοέων κατοίκων. Αυτή η συγκαταβατικότητα υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς από τις αρκετές επαρχιακές εκκλησίες, οι οποίες ανεγείρονται τον 13ο και 14ο αιώνα, είτε σε μοναστηριακά ιδρύματα, είτε ως ανεξάρτητα ή ενοριακά κτίσματα, πιθανώς με την χορηγία κάποιων τοπικών Ελλήνων αρχόντων, που διατήρησαν το κύρος και τις ιδιοκτησίες τους μετά την Λατινική κατάκτηση[1]. Αυτοί οι ναοί είναι μάλλον απλοί στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό τους, έχοντας μικρές διαστάσεις και λιτό ή ανύπαρκτο δομικό εξωραϊσμό, ενώ ορισμένοι διαθέτουν ωραιότατες αγιογραφίες στο εσωτερικό τους. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί το αναφερόμενο ως καθολικό της αλλοτινής Ιεράς Μονής της Θεοτόκου, η οποία υπήρχε στην τοποθεσία «Έρια» Καθενών και διαλύθηκε μετά το 1834. Αν και για τον συγκεκριμένο ναΐσκο έχουν δημοσιευτεί παλαιότερα αξιόλογες πραγματείες και αρχαιολογικές εκθέσεις, εντούτοις με το παρόν άρθρο θα επιδιώξουμε μία σφαιρικότερη προσέγγιση του θέματος, σε συνδυασμό με επαρκές πρόσφατο και αρχειακό φωτογραφικό υλικό, έτσι ώστε αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα. Υπό αυτό το πρίσμα και μέσα από την επισκόπηση των διαθέσιμων πληροφοριών, θα προσπαθήσουμε να εξυφάνουμε την ιστορική διαδρομή αυτού του παλαίφατου μοναστηριού της κεντρικής Εύβοιας, χωρίς να παραλείψουμε τις συνδεόμενες εκκλησιαστικές και λαογραφικές παραδόσεις, επανεξετάζοντας παράλληλα την αρχιτεκτονική του μνημείου σε συνάρτηση με τον θαυμάσιο τοιχογραφικό του διάκοσμο.
Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής των Καθενών, όπου με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το δρομολόγιο πρόσβασης στην τοποθεσία του μοναστηριακού ναού της Παναγιάς στα Έρια (κόκκινος κύκλος), από την διασταύρωση της επαρχιακής οδού Νέας Αρτάκης – Στενής.
Πως θα πάτε στην Παναγιά στα Έρια.
Σήμερα δεν διακρίνεται κανένα κατάλοιπο από τις οργανικές κτιριακές εγκαταστάσεις του μοναστικού συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η χωροταξική τους διαρρύθμιση.
Έχει απομείνει σε πολύ καλή κατάσταση μόνο ο σεπτός ναός του καθολικού του, γνωστός με την ονομασία «Παναγιά στα Έρια», καθώς αρχικά ήταν αφιερωμένος στην εορτή της «Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Εννεαήμερα)» και ο οποίος εμφανίζει μερικές ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες, όπως θα δούμε παρακάτω. Η πρόσβαση στην τοποθεσία πραγματοποιείται ευχερώς μέσω ενός ασφαλτοστρωμένου δρόμου, μήκους 1.900 μέτρων, που διακλαδώνεται από την επαρχιακή οδό Νέας Αρτάκης – Στενής, δυτικά από το χωριό Καθενοί και καταλήγει στον ναΐσκο, δίπλα από την κοίτη του ρέματος Κουμπές[2], εκεί όπου βρίσκονταν κάποτε η μονή Ερίων. Πρόκειται για ένα πραγματικά ειδυλλιακό μέρος, αφού οι πλατανοσκεπείς όχθες της ρεματιάς, με τις υδάτινες πηγές και τα άφθονα τρεχούμενα νερά, συνθέτουν ένα τοπίο εξαιρετικού φυσικού κάλλους. Αυτό το απαράμιλλο περιβάλλον αποπνέει μία γαλήνια μυσταγωγική αύρα, σαγηνεύοντας τον κάθε επισκέπτη από τον ευσεβή προσκυνητή στην μοναστηριακή εκκλησία έως τον απλό περιηγητή, ο οποίος μπορεί να απολαύσει μία σύντομη φυσιολατρική πεζοπορία ακολουθώντας το παρόχθιο μονοπάτι προς τον παρακείμενο μικρό καταρράκτη, διανύοντας μία απόσταση 300 μέτρων στα νοτιοδυτικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους ανεξάντλητους υδάτινους πόρους της τοποθεσίας των Ερίων τροφοδοτούνταν το Οθωμανικό υδραγωγείο της Χαλκίδας[3], που κατασκευάστηκε περί το 1623 – 1624, ενώ ακόμα και στην σύγχρονη εποχή στην υδροδότηση της πόλης συνεισφέρουν πέντε γεωτρήσεις διανοιγμένες το έτος 1998 στην ίδια περιοχή του ρέματος Κουμπές, με το αντλούμενο νερό να διοχετεύεται σε ένα χαλύβδινο αγωγό και κατόπιν να οδηγείται στις προβλεπόμενες δεξαμενές[4].
Από την τοποθεσία της πρώην μονής Ερίων διέρχεται το ρέμα Κουμπές, που οι κατάφυτες όχθες του σκεπάζονται από πλατάνια και άλλη υδρόβια βλάστηση, δημιουργώντας ένα σκηνικό απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς.
H επεξήγηση του τοπωνυμίου
Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω στην αναδίφηση του παρελθόντος της Ευβοϊκής μονής, θα εστιάσουμε στο επιμέρους ζήτημα της επωνυμίας «Έρια», η οποία έχει προβληματίσει έντονα τους μελετητές προκαλώντας πλείστες διχογνωμίες ως προς την ετυμολογία της.
Ο Χρυσόστομος Θέμελης, επίσκοπος Θαυμακού και μετέπειτα μητροπολίτης Μεσσηνίας, στην μελέτη του «Ευβοϊκή Μοναστηρολογία» επισημαίνει πως το επίμαχο όνομα παρουσιάζεται ως άκλιτο στα δημόσια αρχειακά έγγραφα ή στην γενική πτώση του πληθυντικού αριθμού, δηλαδή των «Ερίων», αλλά και σπανιότερα σε γένος θηλυκό, όπως της «Έριας». Ο ίδιος προάγει σαν επικρατέστερη εκδοχή την προέλευση του από τους όρους «αρεός» ή «αρία», που είναι κοινότυπα προσωνύμια ενός είδους αειθαλούς και πλατύφυλλης δρυός, το οποίο ενδεχομένως κάποτε να ήταν ενδημικό στην περιοχή. Κατά τον συσχετισμό του λόγιου ιεράρχη, αυτές οι λέξεις αλλοιώθηκαν γλωσσικά καταλήγοντας στον τύπο «έρια». Ως ενισχυτικό παράγοντα αυτής της θεώρησης, παραθέτει ότι σε πολλά μέρη της Εύβοιας απαντώνται συχνά ως τοπωνύμια, ποικίλες παραλλαγές των προαναφερθέντων προσωνυμιών της δρυός[5], δηλώνοντας δάση και γενικότερα αγροτικές περιοχές, προερχόμενες προφανώς από την ύπαρξη του ανάλογου είδους βλάστησης. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει ότι δεν προλαμβάνουν μόνο τοποθεσίες την ονομασία τους από δέντρα ή φυτά, αλλά και χωριά, συνοικισμοί και μοναστήρια, φέρνοντας ως παράδειγμα τις Ευβοϊκές μονές του Τιμίου Προδρόμου Καρυών στα δυτικά της Αχλαδερής, του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών στα ανατολικά του Αυλωναρίου και του Αγίου Γεωργίου Κούτσουρου κοντά στο Κατωχώρι της Οκτωνιάς.
Ωστόσο, ο Χρυσόστομος Θέμελης δεν αποκλείει την πιθανότητα το προσωνύμιο «Έρια» να έχει ζωική καταγωγή και να σχετίζεται με τα έρια (μαλλιά) των αιγοπροβάτων, μία εξήγηση που φαντάζει πιο εύσχημη εξαιτίας της γλωσσολογικής ταύτισης. Σύμφωνα μάλιστα με μία λαογραφική διήγηση των Καθενών, όταν οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι ή κατ’ άλλους οι μοναχοί κούρευαν τα αμνοερίφια των κοπαδιών τους, κατόπιν ξέπλεναν τα κομμένα μαλλιά (έρια) στα νερά του ρέματος Κουμπέ δίπλα από το μοναστήρι, με συνέπεια να δοθεί στη τοποθεσία το συναφές προσωνύμιο. Άλλωστε ακόμα και η Τούρκικη λέξη «κουμπές» συνδέεται άμεσα με το καθολικό της μονής Ερίων, καθώς σημαίνει «θόλος, ημισφαιρική στέγη», παραπέμποντας πασιφανώς στον χαρακτηριστικό τρούλο του ναού. Επίσης, ο Θέμελης εκφράζει ότι η ονομασία μπορεί να ανάγεται στη μυθολογική Ερίβοια (ή Περίβοια), κατά μία μεγάλη παραμόρφωση της λέξεως. Όμως αυτή η άποψη θα πρέπει να καταλογιστεί ως μάλλον αυθαίρετη και ανυπόστατη, λαμβάνοντας υπόψη πως η συγκεκριμένη γυναικεία προσωπικότητα δεν είχε κανένα απολύτως δεσμό με την Εύβοια, όντας η δεύτερη σύζυγος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και μητέρα του Αίαντα, ενός από τους διασημότερους ήρωες του Τρωικού πολέμου.
Άποψη του ναού της Παναγιάς τα Έρια από τα ανατολικά. Ξεχωρίζει ο ευμεγέθης τρούλος του, στον οποίο οφείλεται και η Τούρκικη ονομασία του παρακείμενου ρέματος «Κουμπές», που μεταφράζεται ως «θόλος, ημισφαιρική στέγη».
Τοπωνυμικές διαφωνίες
Οι παραπάνω τρεις ετυμολογικές ερμηνείες του αείμνηστου μητροπολίτη θέτονται υπό ευθεία αμφισβήτηση σε ένα σχετικό άρθρο του Κανατσέλλου Γεώργιου στο Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών (τόμος ΚΓ’).
Ο συντάκτης τις θεωρεί ως αβάσιμες και εκφράζει με σκεπτικισμό τις αντιρρήσεις του, χωρίς όμως να αντιπαραθέτει αρκούντως πειστικά επιχειρήματα, παρά μόνο για την περίπτωση της προέλευσης της επωνυμίας από την δρυ την αρία, καθώς ισχυρίζεται ότι δεν φύονταν στην περιοχή της μονής, ενώ τονίζει πως το κυρίως επιτόπιο δέντρο σε πυκνότατη και σχεδόν αποκλειστική βλάστηση ήταν το πεύκο. Κατά την γνώμη του ιδίου, είναι πιο αποδεκτό το τοπωνύμιο «Έρια (Έρεια)» να εκπορεύεται από την παραφθορά του όρου «Ιερεύς (Ιέρεια)», εξυπονοώντας μία γυναίκα που εγκαταβίωνε στο μοναστήρι της Θεοτόκου, είτε ως μοναχή, είτε ως θρησκευόμενη λαϊκή, έχοντας αφοσιωθεί ευλαβικά στην φροντίδα, τον ευπρεπισμό και την καθαριότητα των εγκαταστάσεων. Διατείνεται δε ότι η ελαφρά ακουστική αλλοίωση της λέξεως πιθανότατα προέκυψε μέσα από φράσεις όπως «πηγαίνω / θα πάω / ήμουν στην (ι)έρεια» ή «στην μονή / εκκλησία της (ι)έρειας» και πως φωνητικά προφέρεται ως «Έρ(γ)εια». Εντούτοις αυτή η άποψη εκτιμάται ως λίαν επισφαλής, διότι στην Ορθόδοξη και στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το εκκλησιαστικό αξίωμα του ιερέα απονέμεται αποκλειστικά σε άνδρες, κληρικούς ή ιερομόναχους. Μάλιστα ο υπόψη όρος δεν χρησιμοποιείται ούτε στην καθομιλουμένη για να χαρακτηρίσει μία Χριστιανή γυναικεία οσιακή μορφή, καθόσον ο θηλυκός τύπος του έχει μία απροκάλυπτη παγανιστική χροιά. Επιπλέον από μία τοιχογραφική επιγραφή του καθολικού του πρώτου μισού του 17ου αιώνα, τεκμαίρεται ότι η μονή Ερίων ήταν ανδρώα, μάλλον καθ’ όλη την διάρκεια της μακραίωνης πορείας της.
Ο Καθενιώτης Θανάσης Κορώνης αναφέρει μία ακόμα εναλλακτική εκδοχή, που έχει τις ρίζες της στη μυθολογική εποχή. Σύμφωνα με αυτήν το τοπωνύμιο «Έρια» πηγάζει από την μετάλλαξη του ονόματος του βασιλιά Υριέα (ή Υεριέα), πατέρα των Βοιωτών ηρώων Λύκου και Νυκτέα. Ο μυθικός ηγεμόνας φέρεται αόριστα να σχετίζεται με την Εύβοια και να ήταν ο θεμελιωτής της πόλης Υρίης ή Υερίης της αρχαίας Μεσσαπίας, η οποία εικάζεται ότι βρίσκονταν στην θέση «Αλαφόκαμπος», πλησίον του μοναστηριού. Σε αυτό το μέρος ανακαλύφθηκαν ορισμένες επιτύμβιες στήλες της Κλασσικής και Ελληνιστικής περιόδου, υποδηλώνοντας την παρουσία ενός αρχέγονου οικισμού, ενώ και η μικρή εκκλησία της Παναγιάς στα Έρια φημολογείται ότι είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια αρχαιοελληνικού ναού. Ωστόσο η ύπαρξη μίας πολίχνης στη νήσο με τη συγκεκριμένη ονομασία δεν διασταυρώνεται μέσα από τις ιστορικές πηγές και συνεπώς αυτή η εξήγηση κρίνεται ως εξεζητημένη. Αντίθετα μαρτυρείται ρητώς η Βοιωτική πόλη Υρία ή Υρίη, κείμενη κοντά στην Αυλίδα, την οποία ίδρυσε ο προαναφερόμενος άνακτας Υριέας[6]. Επίσης κατά τον Θανάση Κορώνη, παλαιότερα κυκλοφορούσε η φήμη ανάμεσα στους ντόπιους ότι όταν ευημερούσε η μονή Ερίων, το κτιριακό συγκρότημα της λειτουργούσε και σαν ιερατική σχολή ή στο καθολικό της τελούνταν συχνά χειροτονίες ιερέων και από αυτές τις δραστηριότητες επονομάστηκε ως «Ιέρια – Έρια», μία αστήριχτη ερμηνεία που ασφαλώς ανήκει στην σφαίρα της εικοτολογίας.
Η βόρεια πλευρά του καθολικού της μονής Ερίων, που το προσωνύμιο της εικάζεται πως προέρχεται από τα δενδρολογικά είδη της δρυός «αρέος» και «αριά», ή από τα έρια των αιγοπροβάτων ή από τον όρο «Ιερεύς (Ιέρεια)» ή ότι ανάγεται στις μυθικές μορφές της Ερίβοιας και του Υριέα.
To ιστορικό της Μονής.
Όσον αφορά το ιστορικό της μονής Ερίων, οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι λιγοστές και στην πλειονότητα τους αντλούνται μέσα από διαδικαστικά δημόσια έγγραφα του 19ου αιώνα.
Σύμφωνα με την τοπική θρησκευτική παράδοση, η ίδρυση της αποδίδεται σε κάποια θεοσεβούμενη αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία ανέγειρε εκκλησίες σε διάφορα μέρη σε μία υποτιθέμενη περιοδεία της στον Ελληνικό χώρο. Με το θεωρητικό ζήτημα μίας πιθανής ταυτοποίησης της συγκεκριμένης Βυζαντινής αρχόντισσας, ασχολήθηκε διεξοδικά ο γράφων σε ένα προηγούμενο άρθρο, σχετικά με τη μονή της Παναγίας Χιλιαδούς στη Λάμαρη, καθώς το ίδιο πρόσωπο φέρεται πως ήταν η κτητόρισσα και του δικού της καθολικού[7]. Διερευνώντας λοιπόν τα δεδομένα μέσα από ένα αντικειμενικό πρίσμα και σε αντιπαραβολή με τις χρονικές περιστάσεις, κατέστη εφικτό να προσδιοριστούν εντελώς φιλολογικά, δύο γυναικείες φυσιογνωμίες της βασιλικής αυλής της Κωνσταντινούπολης των μέσων Βυζαντινών χρόνων. Πρόκειται για την Θεοδώρα των Μακεδόνων, την τριτότοκο κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028), η οποία μετά από διάφορες συγκυρίες διατέλεσε μόνη αυτοκράτειρα για ενάμιση χρόνο στα 1055 – 1056 και την μεταγενέστερη πριγκίπισσα Θεοδώρα Αγγελίνα, αδερφή του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α’ Αγγέλου (1185 – 1195). Μολονότι αυτές οι δύο Βυζαντινές αριστοκράτισσες ταιριάζουν με τις προτεινόμενες χρονολογίες οικοδόμησης του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς στον 11ο ή 12ο αιώνα, εντούτοις δεν ανταποκρίνονται στην χρονολόγηση της κατασκευής του καθολικού της μονής Ερίων, που εκτιμάται ότι ανάγεται στον 13ο αιώνα.
Όμως η διαφαινόμενη αναντιστοιχία μοιάζει να εξομαλύνεται κάπως από μία άλλη ανεξακρίβωτη προφορική αφήγηση, περί της υπάρξεως ενός άλλου προγενέστερου μεγαλύτερου ναού, αφιερωμένου στον Άγιο Αθανάσιο, που καταστράφηκε ολοσχερώς κάτω από άγνωστες συνθήκες και σε ακαθόριστο χρόνο. Ο τελευταίος εικάζεται πως ήταν το αρχικό καθολικό της μονής Ερίων και βρίσκονταν λίγο βορειότερα από τον υφιστάμενο ναΐσκο, ο οποίος κατά τους υποστηρικτές αυτής της υπόθεσης, δεν δικαιολογείται ως κεντρική εκκλησία ενός εκτενούς και ακμάζοντος μοναστηριακού συγκροτήματος, λόγω του μικρού μεγέθους του. Αν λοιπόν επιβεβαιωθεί κάποτε αυτή η εξιστόρηση μέσα από μία μελλοντική αρχαιολογική έρευνα και με σαφή χρονολογική τεκμηρίωση, τότε ίσως να μπορέσουμε να αποδώσουμε έστω και αδιόρατα, τη θεμελίωση του μοναστηριού στα Έρια σε μία από τις δύο διαλαμβανόμενες Βυζαντινές αρχόντισσες, την Θεοδώρα των Μακεδόνων ή την Θεοδώρα Αγγελίνα[8].
Η αγιογραφία των Αγίων Ισαποστόλων αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και βασιλομήτορος Ελένης, που βρίσκεται στον νότιο τοίχο του καθολικού της μονής Ερίων, η οποία σύμφωνα με την τοπική θρησκευτική παράδοση ιδρύθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκράτειρα Θεοδώρα.
Γιατί δόθηκε το προσωνύμιο «Παναγιά Μονομερίτισσα» στη Μονή.
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η πρώτη οικοδομική φάση του καθολικού της Παναγιάς στα Έρια, άρα ουσιαστικά και η πιθανή ίδρυση της μονής, δύναται να αναχθεί με σχετική ασφάλεια λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, καθώς το αρχαιότερο στρώμα αγιογραφιών χρονολογείται τεχνοτροπικά έπειτα από τις αρχές της Παλαιολόγειας περιόδου.
Ο ναός τιμόταν στην εορτή της «Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στις 23 Αυγούστου, ενώ η μοναστική αδελφότητα θα πρέπει να ήταν ολιγομελής, αν κρίνουμε από το μικρό μέγεθος του. Στις δε εργασίες αποκατάστασης του κατά τα έτη 1969 – 1970, διαπιστώθηκε ότι διέθετε ένα παρεκκλήσιο προσκολλημένο στη νότια πλευρά του, με το οποίο επικοινωνούσε μέσω μίας εσωτερικής θύρας στη μεσοτοιχία. Ωστόσο, η αρχική του μορφή μεταβλήθηκε άρδην, αφού σταδιακά υπέστη αρκετές τροποποιήσεις από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Η πλέον σημαντική μετατροπή πραγματοποιήθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, ενδεχομένως έπειτα από ένα ακαθόριστο καταστροφικό γεγονός, που προκάλεσε σοβαρές φθορές στο οικοδόμημα. Τότε μάλλον ερειπώθηκε το νότιο παρεκκλήσιο, το οποίο αχρηστεύτηκε και χτίστηκε η εσωτερική πόρτα σύνδεσης με τον κυρίως ναό, ο οποίος με αυτό τον τρόπο διασκευάστηκε σε μονόχωρο. Επιπλέον αναδομήθηκε ο ευμεγέθης τρούλος του και προσέλαβε ένα περισσότερο κυλινδρικό σχήμα, φαντάζοντας κάπως αταίριαστος με την ορθογώνια φέρουσα δομή του καθολικού.
Αυτή η αρχιτεκτονική ασυμβατότητα ίσως να μην οφείλεται απλά σε μία κακοτεχνία ή σε σχεδιαστική προχειρότητα, αλλά να προδίδει μία βεβιασμένη επίσπευση της ανακατασκευής του μοναστηριακού ναού στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σε μία τέτοια περίπτωση παραπέμπει μία ακόμα λαογραφική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Οθωμανός διοικητής της περιοχής έθεσε χρονικό περιθώριο μόλις μίας ημέρας για να ανοικοδομηθεί η εκκλησία, πιστεύοντας ότι θα ήταν ένα ανέφικτο εγχείρημα. Παρά τον ασφυκτικό περιορισμό, έως το σούρουπο το έργο είχε ολοκληρωθεί βιαστικά, έστω και χωρίς καλαισθησία, προκαλώντας τον φθόνο στους αλλόθρησκους κατακτητές. Μάλιστα το ίδιο βράδυ μία ομάδα Τούρκων κατέφτασε στην μονή Ερίων και ένας εξ’ αυτών ανέβηκε στον νεόδμητο τρούλο, επιδιώκοντας να τον κατεδαφίσει. Όμως πριν προλάβει να τον αγγίξει, κατέπεσε από την κορυφή του σαν να τον έσπρωξε από εκεί κάποιο αόρατο χέρι και σκοτώθηκε από την σφοδρή πρόσκρουση στο έδαφος. Οι υπόλοιποι Τούρκοι τράπηκαν έντρομοι σε φυγή, αφού θεώρησαν ως θαύμα τον απρόσμενο θάνατο του συντρόφου τους. Σε ανάμνηση της ανακαίνισης του καθολικού σε μία μόνο ημέρα, δόθηκε σε αυτό το προσωνύμιο «Παναγιά Μονομερίτισσα».
Ο ναός της Παναγιάς στα Έρια πριν το 1970. Πιθανότατα ο τρούλος του ανακατασκευάστηκε σε μία δεύτερη οικοδομική φάση στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, προσλαμβάνοντας ένα ογκωδέστερο κυλινδρικό σχήμα. Πηγή φωτογραφίας: ιστολόγιο Arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η μαρτυρία ενός βάναυσου συμβάντος.
Κατά την δεύτερη οικοδομική φάση του ναού της Θεοτόκου στα Έρια, επιζωγραφήθηκαν οι παλαιότερες τοιχογραφίες με τις εργασίες να περατώνονται στα 1637, κατά την αναγραφόμενη χρονολογία στην σωζόμενη επιγραφή ιστόρησης.
Η επαναδιακόσμηση του εσωτερικού φανερώνει ότι η μοναστική αδελφότητα διέθετε ικανοποιητικά εισοδήματα, για να ανταπεξέλθει στα έξοδα μίας δαπανηρής αγιογράφησης, και πως η μονή Ερίων είχε καταφέρει να ορθοποδήσει από το εικαζόμενο καταστροφικό πλήγμα στις αρχές του 17ου αιώνα, διάγοντας ξανά μία περίοδο ακμής. Όμως το διάστημα ευημερίας ενδεχομένως να διακόπηκε απότομα από μία άγρια επιδρομή των αλλοφύλων τυράννων σε κάποιο χρονικό σημείο του επόμενου αιώνα, όπως εξυπονοούνταν από μία φράση χαραγμένη βιαστικά σε μία από τις τοιχογραφίες του καθολικού, την οποία αναφέρει πως είδε ο Τάσος Καλαθέρης στην σχετική μελέτη του στα 1979. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ευβοέα πολιτικό μηχανικό και συγγραφέα αναγράφονταν το εξής: «Θα μπουν οι Τούρκοι στο μοναστήρι……. σήμερα…… Μαρτίου 17…….», σαν να κάποιος απελπισμένος άνθρωπος, προφανώς μοναχός, να αγωνιούσε για την επερχόμενη συμφορά και να ήθελε να μείνει ανεξίτηλη η μνήμη αυτού του βάναυσου συμβάντος.
Η κόγχη του Ιερού Βήματος με την πολυκαιρισμένη αγιογραφία της «Θεοτόκου Πλατυτέρας» σε στάση δέησης, η οποία ανήκει στο δεύτερο ζωγραφικό στρώμα του καθολικού φιλοτεχνημένο στα 1637.
Το τέλος της Μονής.
Έκτοτε η μονή Ερίων φαίνεται ότι δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως, αν και ήταν αρκετά ευκατάστατη, εξακολουθώντας να κατέχει μία υπολογίσιμη κτηματική περιουσία σε εδαφικές εκτάσεις με ελαιόδεντρα και διαθέτοντας ένα ιδιόκτητο ελαιοτριβείο στις κτιριακές εγκαταστάσεις της, όπως συνάγεται από την αρχειακή αλληλογραφία και τις πατροπαράδοτες διηγήσεις.
Στα χρόνια της επανάστασης του 1821, ο αριθμός των εγκαταβιούντων μοναχών ήταν ελάχιστος, με μοιραία αποτελέσματα για την οργανική υπόσταση του καθιδρύματος, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό. Το υποστελεχωμένο Ευβοϊκό μοναστήρι στα Έρια τέθηκε σε τροχιά παύσης της λειτουργίας του από το έτος 1834, όταν άρχισε να εφαρμόζεται το Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1833, «περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών», που εκδόθηκε από την Βαυαρική επιτροπή αντιβασιλείας, στο όνομα του ανήλικού μονάρχη Όθωνα. Στις διατάξεις του υπόψη θεσπίσματος, μεταξύ άλλων συναφών θεμάτων, προβλέπονταν και η διάλυση των Ιερών Μονών, στις οποίες διέμεναν λιγότεροι από έξι μοναχοί ή μοναχές, που μεταθέτονταν σε διατηρούμενα μοναστήρια, ενώ τα έσοδα των κτημάτων των καταλυόμενων μονών περιέρχονταν «εις τον λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπούμενην βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας»[9].
Πάντως στην περίπτωση της διάλυσης της μονής Ερίων, η διαδικασία ήταν μάλλον χρονοβόρα, λόγω γραφειοκρατικών κωλυμάτων, όπως συμπεραίνεται μέσα από την εξέταση του διαθέσιμου αρχειακού υλικού. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και ειδικότερα στο επιμέρους «Αρχείο Μοναστηριακών (1833 – 1886)», στην ενότητα που αφορά τα μοναστήρια της Εύβοιας, τηρείται ο φάκελος υπ’ αριθμ’ 530, με τίτλο «Εννεαήμερα της Θεοτόκου ή Έρια», ο οποίος περιλαμβάνει έξι σχετικά έγγραφα των ετών 1834, 1840 και 1843. Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντικά τεκμήρια, διότι παραθέτουν τα μοναδικά αξιόπιστα δεδομένα για το μοναστήρι των Καθενών, σκιαγραφώντας το επίμετρο της κατάργησης του, έπειτα από μία αδιάλειπτη ιστορική διαδρομή περίπου πέντε αιώνων. Μέσα από αυτήν τη διοικητική αλληλογραφία λαμβάνουμε πληροφορίες για την τύχη των κειμηλίων του και για την εκμίσθωση των κτημάτων του, συμπεραίνοντας ότι η ακίνητη περιουσία του θα πρέπει να ήταν αρκετά αποδοτική και προσοδοφόρα, για να καταστεί ελκυστική σε ιδιώτες ενοικιαστές.
Φωτογραφία του δεύτερου νομάρχη Ευβοίας Γεώργιου Ψύλλα, ο οποίος με υπηρεσιακό έγγραφο προς τον αρμόδιο κρατικό φορέα στις 30 Οκτωβρίου 1834, γνωστοποιούσε την παραλαβή της «ιεράς αποσκευής» της υπό διάλυση μονής Ερίων. Πηγή: «Τα απομνημονεύματα του βίου μου», Γεώργιος Ψύλλας, Ακαδημία Αθηνών, 1974.
Τι απέγιναν τα αντικείμενα της Μονής.
Τα δύο πρώτα έγγραφα αποτελούν μία έκθεση μετά συνημμένου καταλόγου εκκλησιαστικών σκευών και λειτουργικών βιβλίων, υπ’ αρίθμ’ 3939/30 Οκτωβρίου 1834, της Νομαρχίας Ευβοίας προς «την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας», που αφορά την διανομή της κινητής περιουσίας της μονής Ερίων, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις διαλυόμενες μονές της εκδοθείσας εγκυκλίου υπ’ αρίθμ’ 3138/1833 της τελευταίας υπηρεσίας.
Με αυτήν ο Γεώργιος Ψύλλας, ο τότε δεύτερος νομάρχης της νήσου μετά την απελευθέρωση της από τους Τούρκους[10], γνωστοποιούσε ότι είχε παραληφθεί η «ιερά αποσκευή» και τα κλειδιά του εν λόγω μοναστηριού και διευθύνθηκαν στο Επισκοπείο Ευβοίας, ενώ παρέμειναν στο καθολικό του δύο καντήλες και ένας πολυέλαιος από λευκοσίδηρο. Από τα αποσταλέντα αντικείμενα, ένας ασημένιος τίμιος σταυρός και δύο αργυρά κιβώτια (πιθανότατα λειψανοθήκες), προορίζονταν για παράδοση στην επαρχιακή μονή Αγίου Γεωργίου στα Ήλια Αιδηψού, με την εντολή να καταγραφούν στον κώδικα αυτής. Τα δε υπόλοιπα που απαρτίζονταν από δύο αργυρά στέφανα, μία αργυρή κανδήλα, ένα δισκοπότηρο από κασσίτερο, ένα Ευαγγέλιο, μία Οκτώηχο με αργυρή επένδυση, δύο Μηνιαία και ένα Ψαλτήριο με αργυρή επένδυση αλλά σε κακή κατάσταση, έπρεπε να διατεθούν με μέριμνα του Επισκοπείου σε ενοριακές εκκλησίες κατόπιν εγγράφου αιτήσεως αυτών και σύμφωνα με τις καθοριζόμενες τιμές στον επισυναπτόμενο κατάλογο. Επίσης στην ίδια έκθεση, ο Γεώργιος Ψύλλας αναφέρει ότι οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού Πάλιουρα ζητούσαν να πάρουν τις ιερές εικόνες του καθολικού της μονής Ερίων και ταυτόχρονα παρακαλούσε την Βασιλική Γραμματεία για την παροχή εξηγήσεων αν πρέπει να γίνονται αποδεκτές τέτοιες αξιώσεις, οι οποίες δεν συμβιβάζονταν με τα προβλεπόμενα για την συντήρηση των ναών των διαλυόμενων μοναστηριών, χωρίς όμως να γνωρίζουμε την έκβαση αυτής της υπόθεσης.
Άποψη της αψίδας του Ιερού Βήματος του ναού της Παναγιάς στα Έρια. Σύμφωνα με την αναφορά του Γεώργιου Ψύλλα, οι κάτοικοι του χωριού Πάλιουρα ζητούσαν να πάρουν τις φορητές ιερές εικόνες του καθολικού της μονής, λόγω της επικείμενης διάλυσης της στα 1834.
Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια της Μονής.
Παρά την αναγκαστική διακίνηση προς τρίτους της «ιερής αποσκευής», το κλείσιμο του μοναστηριού πρέπει να ήταν στην αρχή μάλλον τυπικό.
Όπως τονίζει ο Τάσος Καλαθέρης, κατά την επίσημη απογραφή του έτους 1837 καταγράφεται η «εν λειτουργία μονή Έρα» να ανήκει στον Δήμο Ληλαντίων[11]. Ίσως λοιπόν οι μοναχοί της ολιγομελούς αδελφότητας να ήταν απρόθυμοι να αναχωρήσουν από το μέρος εγκαταβίωσης τους και να παρέμειναν προσωρινά στα κελιά γύρω από το καθολικό, συνεχίζοντας τις καθημερινές ασχολίες τους, ενδεχομένως υπό την συγκαλυμμένη ανοχή της εκκλησιαστικής αρχής της Εύβοιας.
Εντός της ακόλουθης τριετίας οι κτιριακές εγκαταστάσεις του μοναστικού συγκροτήματος στα Έρια εμφανίζονται πλέον εγκαταλειμμένες και οι τυχόν εναπομείναντες μοναχοί πρέπει να είχαν μετατεθεί, όπως μαρτυρείται από τα τρία επόμενα έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Την 26 Απριλίου 1840, ο Π. Ευαγόρας, κάτοικος Χαλκίδας, απέστειλε μία επιστολή προς την Βασιλική Διοίκηση Ευβοίας, με την οποία αιτείται να νοικιάσει το διαλελυμένο μοναστήρι και τα κτήματα του για 25 χρόνια, προσφέροντας αντίτιμο 250 δραχμές ετησίως, ενώ υπόσχονταν να επισκευάσει και τους υφιστάμενους ετοιμόρροπους και σαθρούς οικίσκους με δικά του έξοδα, και να τους διαφυλάξει σε καλή κατάσταση μέχρι την λήξη του μισθώματος. Ο διοικητής της νήσου και παλαιός αγωνιστής Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, διαβίβασε το αίτημα του υπόψη ιδιώτη με το έγγραφο υπ’ αρίθμ’ 2053/16 Μαΐου 1840, προς την «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας» με θετική εισήγηση. Η δε απάντηση της αρμόδιας υπηρεσίας την 28 Μαΐου 1840 ήταν αρνητική ως προς την αδειοδότηση της πολυετούς ενοικιάσεως οποιονδήποτε μοναστηριακών κτημάτων, καθώς εκκρεμούσε ακόμα η διεκπεραίωση γραφειοκρατικών ζητημάτων. Μάλιστα προσκαλούσε τον διοικητή Ευβοίας να φροντίσει να μην αναβληθεί περαιτέρω, η τακτική διαγραφή και εκτίμηση της κτηματικής περιουσίας των «κατά την Χαλκίδα διαλελυμένων μοναστηρίων» και να υποβάλει όσο το δυνατόν ταχύτερα τους σχετικούς πίνακες, έτσι ώστε νια διαταχθούν τα δέοντα τόσο για το θέμα της μονής Ερίων, όσο και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Πάντως οι απαραίτητες διεργασίες δεν πρέπει να είχαν ολοκληρωθεί έως το τέλος του ιδίου έτους, αφού στο Βασιλικό Διάταγμα της 27 Νοεμβρίου/9 Δεκεμβρίου 1840 (ΦΕΚ 5/1841) το μοναστήρι παρουσιάζεται και πάλι διατηρούμενο και φέρεται να ανήκει στον Δήμο Ληλαντίων[12].
Κάτοψη του καθολικού της μονής Ερίων. (1): Αψίδα Ιερού Βήματος, (2): Κυρίως ναός, (3): Θύρα εισόδου, (4): Εξωτερικό κτιστό έδρανο, (5): Φραγμένη θύρα επικοινωνίας με το πλευρικό παρεκκλήσιο, (6): Σωζόμενη ανατολική κόγχη πλευρικού παρεκκλησίου.
Οι μικροδιαφορές με τους αγρότες.
Από το τελευταίο σωζόμενο επίσημο έγγραφο εξυπονοείται ότι η μονή Ερίων είχε διαλυθεί οριστικά στο διάστημα των επόμενων τριών χρόνων, καθόσον διαπιστώνεται πως ο υπεύθυνος κρατικός φορέας εκμίσθωνε την ακίνητη περιουσία της σε ενδιαφερόμενους αγρότες.
Πρόκειται για μία αναφορά του τότε διοικητή Ευβοίας Αλεξόπουλου, υπ’ αριθμ’ 4731/66/11 Ιανουαρίου 1843, προς την «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας», με την οποία γνωστοποιείται μία καταγγελία του ενοικιαστή των μοναστηριακών κτημάτων για καταπάτηση των συμφερόντων του. Ο ιδιώτης διαμαρτύρονταν πως οι κάτοικοι του χωριού Απόκρημνος του Δήμου Χαλκιδέων, οικειοποιήθηκαν αυθαίρετα 24 ελαιόδεντρα της μονής Ερίων, κείμενα στην θέση «Άπαλα ή Άπαλι»[13] και είχαν περισυλλέξει την επικαρπία τους, με την δικαιολογία ότι δεν ανήκαν ποτέ στο εκκλησιαστικό καθίδρυμα, αλλά τα είχαν αγοράσει από τον Οθωμανό πρώην ιδιοκτήτη τους Χασάμπεη Αχμέτ Πασαζαδέ, διαθέτοντας και το νόμιμο τακτικό πωλητήριο. Από την πλευρά του, ο διοικητής της Εύβοιας ερεύνησε το κτηματολόγιο των «Μοναστηριακών» και εξακρίβωσε ότι σημειώνονταν 8 ελαιόδεντρα της μονής στην υποδειχθείσα τοποθεσία «Άπαλι» εντός του χωραφιού του Παναγή Μαστάρη. Κατόπιν προσκάλεσε κατ’ επανάληψη τον δήμαρχο Χαλκιδέων, έτσι ώστε να ειδοποιήσει τους κατοίκους του Απόκρημνου ότι κακώς προσεταιρίζονται «Μοναστηριακά» ελαιόδεντρα, παραπέμποντας το ζήτημα στην υπεύθυνη Βασιλική Γραμματεία για περαιτέρω διερεύνηση και διευθέτηση.
Άποψη του ναού της Παναγιάς στα Έρια με το αυθαίρετο πρόσκτισμα στην νότια πλευρά του, το οποίο κατεδαφίστηκε κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου στα 1969 – 1970. Πηγή φωτογραφίας: Αρχαιολογικό Δελτίον, τ. 20, Β1, πίνακας 227α.
Η περιουσία της Μονής περνάει στα χέρια των γύρω κατοίκων.
Σύντομα η κτηματική περιουσία της αλλοτινής μονής Ερίων πέρασε στην κυριότητα των κατοίκων των πλησιέστερων χωριών, είτε μέσω αυθαίρετης ιδιοποίησης, είτε βάσει κρατικών ρυθμίσεων.
Το δε καθολικό υπήχθη στην δικαιοδοσία της ενορίας των Καθενών, ενώ παραδόξως καθιερώθηκε να τιμάται επ’ ονόματι της «Υπαπαντής του Κυρίου»[14] κάθε 2 Φεβρουαρίου, μολονότι από της θεμελιώσεως του ήταν αφιερωμένο στην εορτή της «Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», χωρίς όμως να απωλέσει το θεομητορικό περίβλημα του, αφού εξακολούθησε να αποκαλείται κοινώς ως «Παναγιά στα Έρια ή Μονομερίτισσα», δημιουργώντας έτσι μία επωνυμική αντίφαση. Σταδιακά τα εγκαταλειμμένα κελιά και λοιπά βοηθητικά μοναστικά κτίσματα ερημώθηκαν ολοσχερώς και εξαφανίστηκε κάθε ίχνος τους. Μάλλον λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, κατασκευάστηκε ένας στεγασμένος χώρος, ουσιαστικά ένα παράπηγμα, προσκολλημένο στη νότια πλευρά του μικρού ναού, στο μέρος του παλαιότερου παρεκκλησίου, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι στοιχειώδεις ανάγκες των προσκυνητών και των πανηγυριωτών, αλλοιώνοντας τη ναοδομία του κτίσματος. Από το παλαιό ελαιοτριβείο της μονής είχαν απομείνει μόνο οι δύο μυλόπετρες, τις οποίες φημολογείται ότι θέλησε να αποκτήσει ο Σπυρίδων Κριεζώτης (1873 – 1948), ο εγγονός του σπουδαίου Ευβοέα οπλαρχηγού Νικόλαου Κριεζώτη, για να εξοπλίσει τη δική του ελαιουργική εγκατάσταση στο οικογενειακό του κτήμα στον οικισμό της Τριάδας Ψαχνών. Σύμφωνα με την αφήγηση του Θανάση Κορώνη, παρά τις καταβληθείσες προσπάθειες και τους αρκετούς εργάτες, ο πλούσιος τοπικός γαιοκτήμονας και πολιτευτής κατάφερε να μεταφέρει μόνο τη μία, ενώ η δεύτερη έμεινε πάνω στον δρόμο, επειδή ξεψύχησαν τα άλογα που τις τραβούσαν. Όμως δεν έγινε κανένα άλλο εγχείρημα ανάσυρσης της πεσμένης μυλόπετρας, καθώς ο θάνατος των υποζυγίων αποδόθηκε σε θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας, γιατί δεν επιθυμούσε να πάρουν τις μυλόπετρες από το μοναστήρι της.
Ο Σπυρίδωνας Κριεζώτης με στολή αξιωματικού σε φωτογραφία στα τέλη του 19ου αιώνα, ο οποίος θέλησε να πάρει τις δύο μυλόπετρες από το ελαιοτριβείο της μονής Ερίων για να εξοπλίσει το δικό του στο οικογενειακό του κτήμα στην Τριάδα Ψαχνών. Πηγή φωτογραφίας: ιστολόγιο triadaevias.gr. Ψηφιακή αποκατάσταση: Βάγιας Κατσός (2019).
Η κατάσταση του ναού τα νεώτερα χρόνια.
Δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου ο ναός της Παναγιάς στα Έρια παραμελήθηκε εντελώς.
Η αψίδα του Ιερού Βήματος καλύφθηκε με προσχώσεις, που οφείλονταν σε κατολισθήσεις του μη συνεκτικού εδάφους της κείμενης πλαγιάς από τις έντονες βροχοπτώσεις τους χειμερινούς μήνες. Εξαιτίας της μηδαμινής προληπτικής προστασίας του, το κτίριο άρχισε να παρουσιάζει ρωγμές κυρίως στον τρούλο, με συνέπεια τα όμβρια ύδατα να εισέρχονται στο εσωτερικό, προκαλώντας επιζήμιες διαβρώσεις στις θαυμάσιες αγιογραφίες, οι οποίες ήταν ήδη πολύ δυσδιάκριτες, καθώς οι χρωματισμοί τους είχαν μαυρίσει λόγω του καπνού από τα κεριά και το λιβάνι, όταν λειτουργούσε η μονή, και επιδεινώνονταν από την παρατεταμένη υγρασία. Η αλγεινή κατάσταση του καθολικού πριν τα μέσα του 20ου αιώνα, αντικατοπτρίζεται σε ένα σύντομο αλλά αρκετά γλαφυρό άρθρο ενός περιηγητή στην εφημερίδα «Έθνος» στα 1937. Ο ανώνυμος κειμενογράφος παραθέτει πως εντός της μικρής εκκλησίας υπήρχαν «ελάχιστες εικόνες, μαυρισμένες, σκερβωμένες, παλαιές, και μια εικών της Παναγίας παμπάλαια, η οποία κρέμεται από ένα σκουριασμένο σύρμα εις το τέμπλον. Σιδερένια μακρά μανουάλια του παληού καιρού που στεκονται εκεί γυμνά, σαν να ζητούν κερία, για να δοξάσουν, φωτίζοντας, τις άγιες εικόνες»[15]. Βέβαια δεν έλειψαν και οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες με παράδειγμα τον Γεώργιο Κανατσέλλο, που στα 1964 υπέβαλε μία αίτηση προς τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβερνήσεως, με την οποία παρακαλούσε να ληφθεί μέριμνα από την αρμόδια υπηρεσία για την συντήρηση του καταπονημένου μνημείου[16].
Η όψη του ναού της Παναγιάς στα Έρια, ο οποίος επανήλθε μερικώς στην αρχική του μορφή κατά τις εργασίες αποκατάστασης στα 1969 – 1970.
Η αποκατάσταση του μνημείου.
Οι σποραδικές εκκλήσεις για την αναγκαιότητα επισκευών στο καθολικό της πρώην μονής Ερίων βρήκαν ανταπόκριση την περίοδο 1969 – 1970, όταν πραγματοποιήθηκαν οι ενδεικνυόμενες εργασίες αποκατάστασης από την αρχαιολογική υπηρεσία, με γνώμονα την εκκλησιαστική σημασία του και τον αυξημένο βαθμό επικινδυνότητας για ενδεχόμενη κατάρρευση του οικοδομήματος από τις παρουσιαζόμενες δομικές φθορές.
Μία από τις πρώτες ενέργειες για την επαναφορά του στην αρχική αρχιτεκτονική του μορφή ήταν η κατεδάφιση του αυτοσχέδιου στεγασμένου χώρου, που είχε προσκολληθεί στην νότια πλευρά του. Τότε φανερώθηκε η ανατολική κόγχη της Αγίας Τράπεζας του προγενέστερου παρεκκλησίου του κυρίως μοναστηριακού ναού της Παναγίας και η τειχισμένη τοξωτή θύρα επικοινωνίας στην μεσοτοιχία τους. Εξωτερικά της ανατολικής πλευράς εκτελέστηκε εκτεταμένη αποχωμάτωση σε ύψος 4 μέτρων, προκειμένου να απαλλαχτεί από τις προσχώσεις η αψίδα του Ιερού Βήματος, από την οποία καθαιρέθηκε η πρόσθετη τοιχοποιία της, ενώ κατασκευάστηκαν αναλημματικός τοίχος και αποστραγγιστικό αυλάκι. Στο ίδιο μέρος, αλλά και προς τα βόρεια, διευθετήθηκαν κατάλληλα οι επιφάνειες για την προφύλαξη του κτιρίου από τα όμβρια ύδατα και στεγανοποιήθηκε η υποθεμελίωση. Επίσης έγινε ανακεράμωση της στέγης με την επανάστρωση των ανασυρμένων κεραμιδιών και την αντικατάσταση των φθαρμένων με παρόμοια παλαιά. Σημαντική υπήρξε η αποκάλυψη τεσσάρων μαρμάρινων ημικιονίσκων περιμετρικά του τρούλου, κατά την επιδιόρθωση των επιχρισμάτων του, καθώς θεωρήθηκαν ως σαφείς ενδείξεις ότι το αυθεντικό σχήμα του ήταν διαφορετικό.
Η αγιογραφική παράσταση της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» της Παλαιολόγειας περιόδου στην βόρεια πλευρά του καθολικού, όπως αποκαλύφθηκε κατά την διάρκεια των εργασιών συντήρησης στα 1969 – 1970. Από πάνω διακρίνεται το μεταγενέστερο ζωγραφικό στρώμα του 17ου αιώνα. Πηγή φωτογραφίας: Αρχαιολογικό Δελτίον, τ. 20, Β1, πίνακας 22α.
Οι αγιογραφίες.
Ο δε καθαρισμός και η στερέωση των τοιχογραφιών επεφύλασσε μία απρόσμενη έκπληξη για τους αρχαιολόγους, καθόσον εξακριβώθηκε η ύπαρξη δύο στρωμάτων ζωγραφικού διακόσμου, με την θεματολογία των οποίων θα ασχοληθούμε κάπως πιο επισταμένα παρακάτω.
Το αρχαιότερο εξ’ αυτών διατηρούνταν σε πολλά σημεία και εκτιμήθηκε ότι ανήκει στην περίοδο των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων (δεύτερο μισό 13ου – μέσα 14ου αιώνα), ενώ το μεταγενέστερο χρονολογήθηκε συμφώνως με την σωζόμενη επιγραφή ιστόρησης στο έτος 1637. Μάλιστα διενεργήθηκε μερική αποτοίχιση του νεότερου στρώματος αγιογραφιών και τα αποσπασθέντα τμήματα μεταφέρθηκαν προς αποθήκευση στο τζαμί του Εμίρ Ζαδέ στην Χαλκίδα, που τότε προορίζονταν να ανακαινιστεί για να λειτουργήσει ως μουσειακός εκθεσιακός χώρος μεσαιωνικής τέχνης[17].
Ο «Ιερός Ναός της Παναγίας Μονομερίτισσας, Υπαπαντής, εις Έρια» κηρύχθηκε ως αρχαιολογικό μνημείο με βάση την Υπουργική Απόφαση υπ’ αρίθμ’ 6505/294 π. ε./2-2-1972 και παρακολουθείται από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας[18]. Εκκλησιαστικά συνέχισε να υπάγεται στην ενορία των Καθενών, η οποία φροντίζει για τον ευπρεπισμό του. Στο καθολικό της αλλοτινής μονής Ερίων τελείται περιστασιακά πανηγυρική Θεία Λειτουργία, κατά την εορτή της «Υπαπαντής του Κυρίου» στις 2 Φεβρουαρίου, με προσέλευση πλήθους πιστών, υπ’ ευθύνη του τοπικού εκκλησιαστικού συμβουλίου και την αιγίδα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλκίδας. Σήμερα το μνημείο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι πάντοτε ανοιχτό και επισκέψιμο. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι αγιογραφίες στο εσωτερικό, που έχουν και πάλι σκοτεινιάσει και διακρίνονται με αρκετή δυσκολία, έπειτα από την παρέλευση πέντε δεκαετιών από τις εργασίες επανόρθωσης τους στα 1969 – 1970. Κατά την άποψη του γράφοντος χρειάζονται εκ νέου μεθοδική συντήρηση και καθαρισμό, έτσι ώστε να αναδειχθούν όπως τους αρμόζει και να τονιστεί η καλλιτεχνική τους αξία.
Τομή κατά μήκος του καθολικού της μονής Ερίων, το οποίο αρχιτεκτονικά εντάσσεται στην κατηγορία του σταυροειδή ναού μετά τρούλου του συνεπτυγμένου τύπου.
Τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα του ναού.
Η χωροταξική διαρρύθμιση του κτιριακού συμπλέγματος της αλλοτινής μονής Ερίων δεν δύναται να καθοριστεί, καθόσον δεν έχουν διασωθεί κάποια ουσιώδη κατάλοιπα από τις παλαιές λειτουργικές εγκαταστάσεις των ύστερων Βυζαντινών χρόνων.
Πάντως δεν πρέπει να διέθετε εκτενή οικοδομικό περίβολο, ο οποίος να σχηματίζονταν από τις πτέρυγες των κελιών, της τράπεζας και των λοιπών χρηστικών και αποθηκευτικών χώρων. Πιθανότατα τα μοναστηριακά εξαρτήματα ήταν περιορισμένα και απαρτίζονταν από μερικά ανεξάρτητα κτίσματα για την εγκαταβίωση των μοναχών, όπως αφήνεται να εννοηθεί από την αρχειακή αλληλογραφία του 1840, όπου γίνεται λόγος για τους τότε «ετοιμόρροπους και σαθρούς οικίσκους» και όχι για ένα ενιαίο συγκρότημα, έστω και ερειπωμένο. Υπό αυτή την αντίληψη και λόγω του μικρού καθολικού, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το εκκλησιαστικό καθίδρυμα στα Έρια είχε περισσότερο τον φυσιογνωμία ενός σεπτού μονυδρίου, παρά ενός περιτειχισμένου μοναστηριού. Στους νεότερους χρόνους, ανεγέρθηκε στην δυτική πλευρά της θέσης, ένα μακρόστενο υπόστεγο με δωμάτιο στο ένα άκρο του, για την εξυπηρέτηση των αναγκών των πιστών κατά τον ετήσιο εορτασμό της θρησκευτικής πανήγυρης της «Υπαπαντής του Κυρίου».
Το καθολικό της μονής Ερίων στην παρούσα μορφή του παρουσιάζει ορισμένες δομικές ιδιαιτερότητες, που αποδίδονται τόσο στον αρχικό σχεδιασμό του, όσο και σε μεταγενέστερες τροποποιητικές επεμβάσεις. Σύμφωνα με την κατασκευαστική του αξιολόγηση, εντάσσεται στην κατηγορία του σταυροειδή ναού μετά τρούλου του συνεπτυγμένου τύπου. Πρόκειται για ένα μονόχωρο κτίσμα μικρού μεγέθους, με μέγιστες οριζόντιες διαστάσεις μόλις 6,50 Χ 4,80 μέτρα[19]. Επίσης ύψος του φτάνει περίπου στα 5 μέτρα μέχρι την κορυφή του τρούλου του, που έχει εσωτερική διάμετρο γύρω στα 2,20 μέτρα. Η δε σταυροειδής κάτοψη του διαγράφεται αρκετά εγκάρσια στον κατά μήκος άξονα, καθώς από την ένωση των βάσεων των κεραιών δημιουργείται ένα πλάγιο παραλληλόγραμμο. Αυτό είναι ένα γνώρισμα που κατά μία επιτηδευμένη άποψη δικαιολογείται από το προσωνύμιο του καθολικού ως «Παναγιά Μονομερίτισσα», παραπέμποντας στην λαογραφική δοξασία περί της εσπευσμένης ανέγερσης του μέσα σε μία μόνο ημέρα. Ωστόσο, η διαφαινόμενη ανισότητα μάλλον οφείλεται στις αναφυόμενες ναοδομικές τάσεις, στην περίοδο της εκτιμώμενης πρώτης οικοδομικής φάσης στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση μας προσανατολίζει ο διαπρεπής Βυζαντινολόγος Γεώργιος Σωτηρίου, ο οποίος αποφαίνεται ότι στην Παλαιολόγεια εποχή ο τύπος του σταυροειδή ναού αποβάλλει την κλασική μορφή του, αποβαίνοντας λίαν επιμήκης με δυσανάλογους τις διαστάσεις (πολύ υψηλές ή πολύ χαμηλές), τους τρούλους μικρούς ή υψηλούς, την τεχνική της τοιχοδομίας αμελή και τον διάκοσμο αλλού πτωχό και αλλού υπερβολικό[20].
Άποψη του καθολικού της μονής Ερίων από τα νοτιοδυτικά. Διακρίνεται η σωζόμενη ανατολική κόγχη της Αγίας Τράπεζας του παράπλευρου παρεκκλησίου και η τοιχισμένη τοξωτή θύρα επικοινωνίας με τον κυρίως ναό στο τοίχωμα της νότιας κεραίας.
Ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό του ναού.
Με το παλινδρομικό πνεύμα του παραπάνω ρεύματος ναοδομίας των ύστερων Βυζαντινών χρόνων, συνάδει και ο ογκώδης τρούλος του καθολικού της μονής Ερίων, που εδράζεται μέσω των σφαιρικών τριγώνων, απευθείας στους πλευρικούς τοίχους.
Το υφιστάμενο σχήμα του είναι κυλινδρικό, έχοντας επιχρισμένη την εξωτερική επιφάνεια του τυμπάνου, όμως η αυθεντική εμφάνιση του πρέπει να ήταν διαφορετική. Όπως προαναφέρθηκε κατά τις εργασίες αποκατάστασης στα 1969 – 1970, αποκαλύφθηκαν τέσσερις μαρμάρινοι ημικιονίσκοι, οι οποίοι ενσωματώθηκαν περιμετρικά στην τοιχοποιία του θόλου πιθανότατα στην δεύτερη οικοδομική φάση τον 17ο αιώνα. Η παρουσία τους σε συσχετισμό με την εμφανή ανομοιομορφία στην συμμετρία των γεωμετρικών γραμμών της αρχιτεκτονικής του ναΐσκου, οδήγησε τους αρχαιολόγους στην βάσιμη εκτίμηση ότι υπήρχε ένας προγενέστερος τρούλος, ενδεχομένως κάπως πιο κομψός και έχοντας πολυγωνικό περίγραμμα, όντας εναρμονισμένος με τα συνήθη εκκλησιαστικά πρότυπα της διαλαμβανόμενης περιόδου[21], που μεταποιήθηκε αδέξια σε κυλινδρικό από ανειδίκευτους εργάτες κατά την ανακατασκευή του.
Το καθολικό στην αρχική του μορφή ήταν μεγαλύτερο, αφού στην νότια πλευρά του βρίσκονταν προσκολλημένο ένα παρεκκλήσιο, στο οποίο η είσοδος πραγματοποιούνταν από μία τοξωτή θύρα στο ενδιάμεσο τοίχωμα και συγκεκριμένα στο μέσο της νότιας κεραίας του ναοδομικού σταυρού. Οι διαστάσεις του δεν έχουν προσδιοριστεί, καθόσον δεν εντοπίστηκε η έκταση της θεμελίωσης του, αλλά πιθανότατα ήταν μικρότερου μεγέθους από τον μοναστηριακό ναό της Παναγίας, όπως προκύπτει από τη σύγκριση του εύρους των κογχών των Αγίων Τραπεζών τους τους. Μάλιστα, υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το προσαρτημένο ναΰδριο ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο, σε ανάμνηση του εικαζόμενου παλαιότερου καθολικού της μονής Ερίων, βασιζόμενοι στην τοπική θρησκευτική παράδοση. Ο δε Τάσος Καλαθέρης διατείνεται πως αυτή η παράπλευρη τοποθέτηση των δύο εκκλησιών, αποτελεί ως αρχιτεκτονικό σύνολο ένα τυπικό δείγμα δίκλιτου από παράθεση ναού, μία σπάνια αν όχι μοναδική περίπτωση στον Ευβοϊκό χώρο. Όμως ουσιαστικά πρόκειται για δύο ξεχωριστά λειτουργικά δομικά μέρη, καθώς η κείμενη μεσοτοιχία είναι συμπαγής και δεν οριοθετεί τα δύο κλίτη ενός ενιαίου δισυπόστατου κτίσματος, με την έννοια μίας ανοιχτής διαμήκους αψίδας ή μίας πεσσοστοιχίας, αλλά διαχωρίζει ξεκάθαρα δύο αυτοτελείς ενωμένους χώρους που συνδέονται μέσω μίας εσωτερικής διόδου. Από το παρεκκλήσιο διασώζεται ένα τμήμα της ανατολικής πλευράς του με την κόγχη της Αγίας Τράπεζας και την εσοχή της Ιεράς Προθέσεως, ενώ στον νότιο τοίχο του μοναστηριακού ναού διακρίνεται η τοξωτή θύρα επικοινωνίας μεταξύ τους, η οποία κατά την αποκατάσταση του μνημείου αποφασίστηκε να παραμείνει τοιχισμένη για λόγους ασφαλείας.
Τομή κατά πλάτος του ναού της Παναγιάς στα Έρια, όπου αποτυπώνεται και η ανατολική κόγχη του ερειπωμένου παράπλευρου παρεκκλησίου.
Τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα του ναού.
Η είσοδος στο καθολικό της μονής Ερίων διενεργείται από μία χαμηλή θύρα στην δυτική όψη, ύψους 1,80 μέτρων και πλάτους 80 εκατοστών, με λίθινες παραστάδες και λαξευτό ημικυκλικό υπέρθυρο, η οποία μάλλον διευθετήθηκε κατά την δεύτερη οικοδομική φάση τον 17ο αιώνα.
Προγενέστερα το άνοιγμα της ήταν κάπως ευρύτερο έχοντας τοξωτή διαμόρφωση, όπως διαπιστώνεται από το ίχνος το επιπρόσθετου γεμίσματος, που περιβάλλει το υφιστάμενο πώρινο θύρωμα και φανερώνει ασυνέχεια στην λιθοδομή. Από εκκλησιαστικής άποψης χωρίζεται σε δύο μέρη από το νεωτεριστικό τέμπλο, δηλαδή στον κυρίως ναό με τον υπερκείμενο τρούλο και στο Ιερό Βήμα, του οποίου η κτιστή Αγία Τράπεζα είναι προσκολλημένη επί του εσωτερικού τοιχώματος της σχηματιζόμενης αψίδας, ενώ ακριβώς παραπλεύρως διαρρυθμίζεται αντίστοιχα και η εσοχή της Ιεράς Προθέσεως. Ο δε φωτισμός στο εσωτερικό του καθολικού είναι ελάχιστος και επιτυγχάνεται από τέσσερα μακρόστενα και ασύμμετρα μονόλοβα παράθυρα, τοποθετημένα ανισομερώς περιμετρικά του τρούλου. Ωστόσο η δεδομένη σκοτεινότητα δεν είναι καθόλου ενοχλητική, αλλά σε συνδυασμό με τις υποβλητικές αγιογραφίες δημιουργεί στον επισκέπτη – προσκυνητή ένα γαλήνιο αίσθημα κατάνυξης. Εξωτερικά και εκατέρωθεν της θύρας εισόδου έχουν κτιστεί δύο χαμηλά έδρανα, πλάτους 50 εκατοστών περίπου και ύψους 35 εκατοστών, καταλαμβάνοντας όλο το πλάτος της πρόσοψης, και πρέπει να προστέθηκαν κατά την δεύτερη οικοδομική φάση του ναού τον 17ο αιώνα. Η παρουσία παρόμοιων πεζουλιών είναι συνηθισμένη σε επαρχιακούς ναούς και καθολικά μοναστηριών των ύστερων βυζαντινών χρόνων και κυρίως της περιόδου της Τουρκοκρατίας[22], στα οποία συναθροίζονταν και συζητούσαν οι προσκυνητές μετά την Θεία Λειτουργία.
Η χαμηλή θύρα εισόδου του ναού της Παναγιάς στα Έρια με τα εκατέρωθεν κτιστά έδρανα. Διακρίνεται το περίγραμμα της παλαιότερης ευρύτερης τοξωτής θύρας.
Μία δομική καλαίσθητη παρέμβαση.
Η τοιχοποιία του ναού της Παναγιάς στα Έρια είναι ακανόνιστη, κατασκευασμένη από ακατέργαστες ή ημιεπεξεργασμένες πέτρες, συνδεμένες με παχύ στρώμα κονιάματος, χωρίς την χρήση τετραγωνισμένων γωνιόλιθων.
Στην δε αργολιθοδομή έχουν τοποθετηθεί θραύσματα κεράμων και πλίνθων σε μεγάλη πυκνότητα. Η στέγη του τρούλου, της αψίδας του Ιερού Βήματος, των σφαιρικών τριγώνων και των δίρριχτων τμημάτων των κεραιών καλύπτεται από κοινά κεραμίδια. Εκτός από τους κομψούς ημικιονίσκους του αρχικού τρούλου, δεν έχει εντοπιστεί κανένα άλλο μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος ή ανάγλυφο, που να δηλώνει μία προαίρεση για επιμελή εμφανισιακό εξωραϊσμό του μνημείου. Η μοναδική καλαίσθητη παρέμβαση παρατηρείται στο τοίχωμα της βόρειας κεραίας, όπου διαμορφώνεται ένα τρίλοβο πλαίσιο να βαίνει πάνω σε οδοντωτή ταινία, δημιουργημένο με την εναλλασσόμενη ένθεση ομοιόμορφων πλινθίων, φαντάζοντας με τυφλό κούφωμα. Παλαιότερα όλες οι εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του καθολικού ήταν σοβατισμένες και ασπρισμένες, ενώ μετά τις εργασίες αποκατάστασης στα 1969 – 1970, παρέμεινε επιχρισμένο μόνο το κυλινδρικό τύμπανο του τρούλου, χωρίς όμως να αποκρυβούν οι παλαιότεροι μαρμάρινοι ημικιονίσκοι.
Το τοίχωμα της βόρειας κεραίας του καθολικού, όπου παρατηρείται ένα διακοσμητικό τρίλοβο πλαίσιο πάνω σε οδοντωτή ταινία, δημιουργημένο με την εναλλασσόμενη ένθεση ομοιόμορφων πλινθίων.
H χρονολόγηση των τοιχογραφιών.
Στο εσωτερικό του το καθολικό της μονής Ερίων είναι κατάγραφο, φέροντας έναν λίαν αξιόλογο ζωγραφικό διάκοσμο, που η θεματολογία του ακολουθεί τους βασικούς κανόνες ενός τυπικού εικονογραφικού προγράμματος.
Όπως προαναφέρθηκε έχουν εντοπιστεί δύο στρώματα τοιχογραφιών, των οποίων οι χρονολογήσεις συνιστούν τα πιστοποιημένα ορόσημα για τον προσδιορισμό των κύριων οικοδομικών φάσεων του μνημείου. Σύμφωνα με την εκτίμηση του αρχαιολόγου Παύλο Λαζαρίδη, το παλαιότερο εξ’ αυτών μπορεί να αναχθεί στην πρώιμη Παλαιολόγεια περίοδο, κρίνοντας από τα χαρακτηριστικά ορισμένων διασωθεισών μορφών, καθόσον η αποτύπωση τους συνάδει με το διαδεδομένο τεχνοτροπικό ύφος μεταξύ των μέσων του 13ου – 14ου αιώνων, που διέπεται από μία στροφή προς τον εκφραστικό ρεαλισμό. Το μεταγενέστερο και προφανώς εκτενέστερο στρώμα αγιογραφιών φιλοτεχνήθηκε στα 1637, με βάση την υπάρχουσα επιγραφή ιστόρησης, από έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο καλλιτέχνη, ο οποίος δεν φαίνεται να παρεκκλίνει από την εικαστική ροπή του προηγηθέντος υστεροβυζαντινού ζωγράφου, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί όλες τις ελεύθερες επιφάνειες, όσο το δυνατόν προσφορότερα.
Η σκηνή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στο κάτω τμήμα της βόρειας κεραίας του ναού, που ανήκει στο αρχαιότερο στρώμα αγιογραφιών της Παλαιολόγειας περιόδου.
Ποιοι εικονίζονται στις αγιογραφίες.
Οι αγιογραφίες που αναπτύσσονται στους τοίχους του καθολικού είναι αρκετά δυσδιάκριτες, λόγω της διαβρώσεως από την υγρασία και της αμέλειας για μία επανάληψη της συντήρησης τους από τα έτη 1969 – 1970.
Επιπρόσθετα έχουν αποξεθεί αρκετά εκ των εικονιζόμενων προσώπων, πιθανώς από τα βέβηλα χέρια φανατικών και μισαλλόδοξων Οθωμανών, μία συνηθισμένη ιερόσυλη πράξη τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Ωστόσο τα περισσότερα θρησκευτικά θέματα καθίστανται κατανοητά, παρέχοντας την δυνατότητα μίας ενδεικτικής περιγραφής τους. Ολόκληρη η έκταση του κάτω διαζώματος στον κυρίως ναό, εκτός των τυμπάνων των πλευρικών κεραιών, καλύπτεται με μία σειρά από μορφές Αγίων και Οσίων, προεκτεινόμενη και στο διαμέρισμα του Ιερού Βήματος, που βαστούν λειτουργικά αντικείμενα ή ειλητάρια με παραινέσεις προς τους μοναχούς και τους πιστούς. Εξ’ αυτών αναγνωρίζονται καθαρά ο Άγιος Ευθύμιος, ο Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης, ο Άγιος Ερμόλαος, ο Άγιος Ρωμανός και ο Άγιος Νικόλαος, ανήκοντας στο νεότερο τοιχογραφικό στρώμα του 17ου αιώνα, ενώ η παράσταση των Ισαποστόλων Αγίων Κωνσταντίνος και Ελένη με τον Τίμιο Σταυρό ανάμεσα τους, εντός ιδιαίτερου πλαισίου στον νότιο τοίχο, είναι έργο της Παλαιολόγειας φάσης. Στην δε βόρεια πλευρά ξεχωρίζει η απεικόνιση του αρχαγγέλου Γαβριήλ, ο οποίος εμφανίζεται σε κίνηση με ανεμίζουσα ενδυμασία, κρατώντας το ξίφος έξω από την θήκη του.
Στο τύμπανο της βόρειας κεραίας κυριαρχεί η σκηνή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κάτω τμήματος και δίπλα της εξιστορείται η «Φιλοξενία του Αβραάμ». Στο δε πάνω τμήμα παρουσιάζονται οι φθαρμένες προτομές Άγιων εντός στηθαρίων (μεταλλίων). Σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένες αγιογραφίες του διαλαμβανόμενου τυμπάνου ανάγονται στο αρχαιότερο στρώμα ζωγραφικού διακόσμου του καθολικού.
Αγιογραφία του Οσίου Δανιήλ του Στυλίτη (17ος αιώνας) του κάτω διαζώματος στον κυρίως ναό, το οποίο καλύπτεται από μία σειρά μορφών Αγίων και Οσίων.
Οι υπόλοιπες αγιογραφίες.
Όλες οι άλλες παραστάσεις του καθολικού της μονής Ερίων έχουν φιλοτεχνηθεί από το χέρι του ζωγράφου του 17ου, εκτός από μία στο διαμέρισμα του Ιερού Βήματος, την οποία και θα επισημάνουμε παρακάτω.
Συνεχίζοντας λοιπόν την περιγραφή τους, στο άνω διάζωμα της νότιας πλευράς διασώζεται αποσπασματικά η σκήνη της «Γεννήσεως του Χριστού», όπου οι μάγοι είναι έφιπποι και καθοδηγούνται από το άστρο, ενώ ο Ιωσήφ δέχεται την επίσκεψη ενός αγγέλου με παρουσιαστικό βοσκού ή καλύτερα αγρότη δουλοπάροικου (κολίγα), μία αλληγορική θεώρηση που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στον Ελληνικό χώρο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, υποδηλώνοντας συγκαλυμμένα το καθεστώς της δουλείας και τους μύχιους πόθους για την ανάκαμψη του έθνους.
Στο πάνω τμήμα του τυμπάνου της νότιας κεραίας διακρίνεται η σκηνή της «Αναστάσεως του Κυρίου», η επονομαζόμενη «εις Άδου κάθοδος», που διατηρείται πλέον σε κακή κατάσταση. Εδώ ο αναστηθείς Χριστός ευρισκόμενος ακόμα στον Άδη, απεικονίζεται όρθιος περιβεβλημένος από μία φωτεινή ωοειδή αύρα να πατάει σε δύο πεσμένες χιαστί ταφόπλακες και να σηκώνει τραβώντας από το χέρι τους βιβλικούς γενάρχες των ανθρώπων, τον Αδάμ και την Εύα, λυτρώνοντας τους από το προπατορικό αμάρτημα. Ο Ιησούς περιστοιχίζεται από δύο ομάδες ατόμων, εκ των οποίων αυτή στα αριστερά του απαρτίζεται από βασιλείς και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και εκείνη στα δεξιά του αντιπροσωπεύει όλους τους κοσμικούς δικαίους και σοφούς, που έζησαν και έδρασαν μέχρι τον ερχομό του Θεανθρώπου στην γη. Κάτω από υπόψη Χριστολογική σκηνή σήμερα διαγράφεται το τόξο της φραγμένης εσωτερικής θύρας επικοινωνίας του καθολικού με το πλευρικό παρεκκλήσιο, ενώ από τα διατηρούμενα υπολείμματα τοιχογραφιών πάνω στην κτισμένη επιφάνεια του παλαιού ανοίγματος, συμπεραίνεται ότι είχε καταργηθεί ήδη στα 1637, όταν δημιουργήθηκε το δεύτερο ζωγραφικό στρώμα, υποδηλώνοντας πως το προσκολλημένο ναΰδριο ήταν ερειπωμένο πρωτύτερα από αυτή την χρονολογία.
Αξιοπρόσεκτη είναι και η σκηνή του «Αναπεσόντος» που διακρίνεται αμυδρά στον δυτικό τοίχο και πάνω από την θύρα εισόδου, με τον νεανία Ιησού να βρίσκεται ξαπλωμένος σε ένα σεντόνι και να στηρίζει το κεφάλι του στο δεξί χέρι.
Η Χριστολογική σκηνή της «Αναστάσεως του Κυρίου» (17ος αιώνας) στο πάνω τμήμα του τυμπάνου της νότιας κεραίας του καθολικού, που σήμερα διατηρείται σε κακή κατάσταση. Πηγή φωτογραφίας: ιστολόγιο Αrxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Οι λεπτομέρειες των αγιογραφιών
Ο τρούλλος διακοσμείται με την επιβλητική μορφή του «Χριστού Παντοκράτορα», ο οποίος παριστάνεται να ευλογεί με το δεξί του χέρι και στο αριστερό να κρατάει ένα κλειστό ευαγγέλιο.
Στα κάτωθεν δύο περιζώματα του θόλου απεικονίζονται διαδοχικά σειρές ολόσωμων αγγέλων και προφητών. Επίσης, στα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα στήριξης του τρούλου αποτυπώνονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές, ως συμβολικοί στυλοβάτες του οικοδομήματος της Εκκλησίας, καθόσον τα θεόπνευστα συγγράμματα τους συνέβαλαν ουσιαστικά στην εδραίωση του Χριστιανισμού. Σύμφωνα λοιπόν με τα Ορθόδοξα αγιογραφικά ειωθότα, ιστορούνται ο ιατρός Άγιος Λουκάς (ΝΔ), ο ιεραπόστολος Άγιος Μάρκος (ΒΔ), ο πρώην τελώνης Άγιος Ματθαίος (ΝΑ) και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (ΒΑ) να υπαγορεύει το ευαγγελικό κείμενο στον μαθητή του Πρόχορο.
Στο τεταρτοσφαίριο της τυφλής κόγχης του Ιερού Βήματος, διακρίνεται με δυσκολία η μαυρισμένη παράσταση της Παναγίας στον θεματικό τύπο της «Πλατυτέρας» σε στάση δέησης, μεσιτεύουσα υπέρ των πιστών, πλαισιωμένη από αγγελικές μορφές, ενώ στο ύψος του στήθους της είναι φιλοτεχνημένος εντός μεταλλίου ο Ιησούς σε παιδική ηλικία, ευλογώντας και με τα δύο χέρια του. Στην υπόλοιπη επιφάνεια της αψίδας οι τοιχογραφίες έχουν υποστεί εκτενείς φθορές από την υγρασία, αλλά φαίνεται ότι αφορούσαν τον ιερατικό κύκλο της Ορθόδοξης εκκλησίας, αφού από τα διατηρούμενα σπαράγματα στο βόρειο άκρο αυτής καθίσταται αντιληπτή η παράσταση των «συλλειτουργούντων ιεραρχών» με επικεφαλής Χριστό. Επίσης, στην σχηματιζόμενη καμάρα μεταξύ των ανατολικών σφαιρικών τριγώνων είναι εικονογραφημένη ολόσωμη η μορφή της Παναγίας, προερχόμενη από την σκηνή του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» και φαίνεται η κεφαλή ενός αρχαγγέλου, προφανώς του Γαβριήλ, ανήκοντας στο παλαιότερο ζωγραφικό στρώμα του καθολικού των Παλαιολόγειων χρόνων.
Η παράσταση του «Χριστού Παντοκράτορα» (17ος αιώνας) στον τρούλο του ναού, ο οποίος ευλογεί με το δεξί του χέρι, κρατώντας ένα κλειστό ευαγγέλιο με το αριστερό. Πηγή φωτογραφίας: ιστολόγιο Arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Οι πληροφορίες των τοιχογραφιών.
Αν και για τον αγιογράφο της ύστερης Βυζαντινής περιόδου δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, εντούτοις ο μεταγενέστερος συνάδελφος του φρόντισε να παραμείνει διαχρονική η «σφραγίδα» του.
Μόλις λοιπόν ολοκλήρωσε το έργο της επιζωγράφησης του καθολικού, κάλυψε το τελευταίο κενό τμήμα στο βόρειο άκρο της κόγχης του Ιερού Βήματος με την επιγραφή εξιστόρησης, από την οποία εξάγονται κάποια δόκιμα συμπεράσματα. Σε αυτήν αναγράφονται κατά λέξη και τυπολογία τα εξής: «+ΑΝΗS(Τ)ΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝCΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗC ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕCΠΙΝΗΣ ΗΜΩΝ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑC ΔΙΑ CΗΝΔΡΟΜΗΣ ΔΕ ΚΟΠΟΥ ΤΑΙ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ ΔΙΟΝΙCOIO(Y) ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ……….ΝΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΙΕΡΕΟC +καμου χιρός ζαχαρίου το επίκλου δράκουλυς – Sαματίου Παύλου Sαματικίς γεωργίου δεσποινούς Μάρος ΕΝ ΕΤΙ ΖΡΜΕ»[23].
Μια σημαντική πληροφορία που αντλούμε από το κείμενο είναι ότι το δεύτερο στρώμα του ζωγραφικού διακόσμου φιλοτεχνήθηκε την χρονολογία «ΖΡΜΕ», δηλαδή το έτος 7145 από κτίσεως κόσμου, η οποία ανάγεται από τους θεολόγους στο 5508/5509 π. Χ., με βάση την κατά γράμμα ερμηνεία των γενεαλογιών του βιβλίου της «Γενέσεως» της Παλαιάς Διαθήκης. Από την αφαίρεση των δύο συμβατικών αριθμητικών υπολογισμών, προκύπτει το έτος 1637/1636 μ. Χ. του χρησιμοποιούμενου πλέον χρονολογικού συστήματος, συνιστώντας ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον ναό της Παναγιάς στα Έρια, καθώς σηματοδοτεί το πέρας μίας σοβαρής ανακαίνισης του. Επιπλέον καταγράφονται δύο ιερομόναχοι και ένας ιερέας, υποδηλώνοντας απερίφραστα ότι η μονή ήταν ανδρώα, ενώ στο τέλος μνημονεύονται και τρία δυσνόητα ονόματα λαϊκών ανθρώπων, δύο ανδρών και μίας γυναίκας, προερχόμενων ενδεχομένως από την ίδια εύπορη τοπική οικογένεια, η οποία πιθανότατα θα είχε συνεισφέρει χρηματικά στην δαπάνη των εργασιών ιστόρησης.
Η επιγραφή ιστόρησης του καθολικού της μονής Ερίων επί του βορείου άκρου της κόγχης του Ιερού Βήματος, την οποία υπογράφει ο αγιογράφος Ζαχαρίας Δράκουλης το έτος «ΖΡΜΕ», που αντιστοιχεί στην χρονολογία 1637 μ.Χ..
Ένας άγνωστος Ευβοιώτης αγιογράφος.
Όμως το πρόσωπο που θα εστιάσουμε λίγο περισσότερο είναι ο αγιογράφος του καθολικού Ζαχαρίας Δρακούλης (Δράκουλυς), καθώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ελάχιστους επώνυμους εκκλησιαστικούς ζωγράφους, κατά τον φιλόλογο Αντώνη Παύλου[24], οι οποίοι είτε κατάγονταν από την Εύβοια, είτε δραστηριοποιήθηκαν στην νήσο από τον 14ο έως τον 17ο αιώνα.
Όπως διαφαίνεται από το αριστοκρατικό και εκλεπτυσμένο ύφος των υπέροχων τοιχογραφιών, σίγουρα επρόκειτο για έναν πολύ χαρισματικό και καταρτισμένο καλλιτέχνη. Η εργασία του χαρακτηρίζεται από την αβρότητα και λεπτότητα των γραμμών, το εξιδανικευμένο κάλλος και την εκφραστικότητα στην απόδοση των μορφών και την διακριτική έμφαση στην ηρεμία των κινήσεων, φανερώνοντας ότι είχε διδαχθεί και ακολουθούσε πρακτικά την εικονογραφική τεχνοτροπία των Παλαιολόγειων χρόνων και ειδικότερα του αγιογραφικού ρεύματος της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η έφεση προς την ρεαλιστική λεπτομέρεια και η προσήλωση στην παράδοση, έρχεται σε αντίθεση με την διαμορφούμενη εμπειρική τάση στην Εύβοια, αλλά και στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο κατά την Τουρκοκρατία, καθώς στις τοιχογραφίες πολλών μεταβυζαντινών ναών παρουσιάζεται με διακυμάνσεις μία λαϊκίζουσα επίδραση και μία αισθητική απόκλιση από τα καθιερωμένα πρότυπα.
Πάντως παρά την παρά την Οθωμανική κατοχή, παρατηρείται μία μάλλον θαλερή ενάσκηση της αγιογραφίας στην νήσο στο διάστημα μεταξύ των μέσων του 16ου και του 17ου αιώνων, όπως διαπιστώνεται τόσο από τον Τάσο Καλαθέρη, όσο και από τον Αντώνη Παύλου. Ενδεικτικά εντός αυτού του χρονικού πλαισίου, ιστορούνται τα καθολικά των μονών Γαλατάκη Λίμνης (1556) και Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας (1565), οι ναοί της Αγίας Παρασκευής Λούτσας και Παλαιοπαναγιάς Στενής (β’ μισό 16ου αιώνα), της εκκλησίας Παναγιά Ριζοκαστριώτισσα στα Φύλλα (α’ μισό 17ου αιώνα) και ο νάρθηκας του καθολικού της μονής του Αγίου Γεωργίου ΑΡΜΑ, που οι τοιχογραφίες του δημιουργήθηκαν το έτος 1637, όταν περατώθηκε και η εικονογράφηση του ναού της Παναγιάς στα Έρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ζαχαρίας Δρακούλης φιλοτέχνησε στα 1640 και τον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην θέση «Παλαιοχώρα», στα νοτιοδυτικά του οικισμού Κάτω Ταρσός Κορινθίας, σύμφωνα με την σωζόμενη διμερή κτητορική επιγραφή, από την οποία αντλούμε την πληροφορία ότι ο ίδιος κατάγονταν «εκ Θίρας»[25].
Απεικόνιση του Ευαγγελιστή Μάρκου (17ος αιώνας) στο βορειοδυτικό σφαιρικό τρίγωνο του ναού της Παναγίας στα Έρια, που ο ζωγραφικός του διάκοσμος διαθέτει ένα εκλεπτυσμένο ύφος, φανερώνοντας ότι φιλοτεχνήθηκε από έναν χαρισματικό αγιογράφο.
H σύγχρονη επίπλωση.
Η λιτή επίπλωση και εξοπλισμός (μανουάλι, αναλόγιο, καντήλια κ.λπ.) του ναού της Παναγιάς στα Έρια είναι σύγχρονος, αφού τα σπουδαιότερα κειμήλια και τα λειτουργικά αντικείμενα της αλλοτινής μονής της «Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου» διανεμήθηκαν σε άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα στα 1834.
Ακόμα και οι παλαιές φορητές εικόνες φαίνεται ότι τελικά αποσπάστηκαν, ίσως από κατοίκους των γειτονικών χωριών για να κοσμήσουν τις ενοριακές εκκλησίες τους. Το δε σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι κατασκευή της νεώτερης εποχής, τυποποιημένης παραγωγής, όπως και οι δεσποτικές εικόνες του, εκτός από την τωρινή εφέστια παράσταση της «Υπαπαντής του Κυρίου», η οποία είναι έργο περασμένων χρόνων, αλλά μάλλον μεταφέρθηκε στο πρώην μοναστηριακό καθολικό μετά την αλλαγή της θρησκευτικής αφιερώσεως και εορταστικής πανηγύρεως του. Εντούτοις στα 1937 πρέπει να διατηρούνταν ακόμα το αυθεντικό εικονοστάσι, καθώς μνημονεύεται από τον ανώνυμο περιηγητή στην εφημερίδα «Έθνος», χωρίς όμως να περιγράφεται. Κατά την μαρτυρία του, σε αυτό υπήρχε μία παμπάλαια εικόνα της Παναγίας, κρεμασμένη από ένα σκουριασμένο σύρμα και ενδεχομένως να ταυτίζεται με εκείνη που αναφέρει ο Χρυσόστομος Θέμελης στην μελέτη του στα 1965, ότι θεωρούνταν ως θαυματουργή από τον τοπικό πληθυσμό[26]. Δυστυχώς σήμερα αγνοείται η τύχη του προγενέστερου τέμπλου και του υπόψη Θεομητορικού εικονίσματος, καθόσον δεν παρέχονται κάποια στοιχεία από τις διαθέσιμες γραπτές πηγές.
Άποψη του σημερινού νεωτεριστικού τέμπλου του καθολικού, που αντικατέστησε το προγενέστερο εικονοστάσι με την παλαίφατη εικόνα της Παναγίας, στην οποία οι κάτοικοι απέδιδαν θαυματουργή ιδιότητα.
Οι λαογραφικές διηγήσεις.
Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τρεις λαογραφικές διηγήσεις, σχετιζόμενες με την νεότερη πανήγυρη του μοναστηριακού ναού, οι οποίες αποθησαυρίζονται από τον Θανάση Κορώνη και θα τις παραθέσουμε ως επιμύθιο του παρόντος άρθρου, συμμεριζόμενοι μόνο την φιλολογική χροιά τους.
Έτσι λοιπόν, λέγονταν ότι κάθε χρόνο την παραμονή της εορτής της «Υπαπαντής του Κυρίου» πραγματοποιούνταν αγρυπνία στην εκκλησία της Παναγίας της Μονομερίτισσας και μετέβαιναν πολλές γυναίκες με τα πόδια στα Έρια για να την παρακολουθήσουν. Γύρω στα μεσάνυχτα και μεσούσης της θρησκευτικής ακολουθίας, έβγαινε μέσα από το Ιερό Βήμα ένας φλετράς, δηλαδή ένα πουλί[27], που αφού φτερούγιζε περιμετρικά στο εσωτερικό του ναού, κατόπιν πήγαινε και στέκονταν στην εικόνα της Παναγίας στο εικονοστάσι. Από εκεί έφευγε την επόμενη ημέρα μετά προς το πέρας της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας και εισέρχονταν πάλι στο Ιερό Βήμα. Ορισμένοι δε ισχυρίζονται ότι ο φλετράς παρουσιάζεται ακόμα και στις μέρες μας.
Κατά μία άλλη αφήγηση, ανήμερα της «Υπαπαντής» έρχονταν ένα ελάφι στην τοποθεσία της αλλοτινής μονής και παραδίδονταν οικειοθελώς ως προσφορά στην Παναγία για την πανήγυρη της εκκλησίας, αντανακλώντας συμβολικά την εορταστική ανάμνηση της τελετουργικής προσκομιδής του βρέφους Ιησού από τους γονείς του στον Ναό των Ιεροσολύμων, σαράντα ημέρες μετά την γέννηση του. Οι συμμετέχοντες προέβαιναν στην θυσία του ζώου, αφού πρώτα το άφηναν να πιεί νερό από το ρέμα. Ωστόσο, μία χρονιά δεν του επέτρεψαν να ξεδιψάσει και βιάστηκαν να το σφάξουν. Έκτοτε δεν ξαναήρθε άλλο ελάφι.
Τέλος αναφέρονταν ότι όταν η εορταστική Θεία Λειτουργία έφτανε περίπου στην μέση, δάκρυζε η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου και πιστεύονταν πως έκλαιγε η Παναγία επειδή οι άνθρωποι είχαν πάρει τον στραβό δρόμο.
Το καθολικό της μονής Ερίων, κτίσμα των ύστερων Βυζαντινών χρόνων και κατάγραφο από αγιογραφίες, έχει αναμφίβολα περίοπτη θέση ανάμεσα στα σπουδαία μνημεία της Ευβοϊκής πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς.
Κατακλείδα.
Το πάνσεπτο καθολικό της παλαίφατης Ιεράς Μονής της «Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στους Καθενούς Ευβοίας, που αφιερώθηκε τον 19ο αιώνα στην εορτή της «Υπαπαντής του Κυρίου», αποτελεί πλέον ένα πανευβοϊκό ιερό προσκύνημα και ένα δημοφιλή τόπο προορισμού για φυσιολάτρες, ευρισκόμενο σε ένα παρόχθιο περιβάλλον εξαιρετικής ομορφιάς.
Πρόκειται πραγματικά για ένα κομψοτέχνημα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των ύστερων Βυζαντινών χρόνων, διαθέτοντας ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία του προσδίδουν ένα απαράμιλλο χαρακτήρα σπανιότητας, όπως ο ανακατασκευασμένος κυλινδρικός τρούλος και τα κατάλοιπα του πλευρικού παρεκκλησίου. Ο εκλεπτυσμένος ζωγραφικός του διάκοσμος καταδεικνύει με το πιο εμφατικό τρόπο την ύπαρξη εμπνευσμένων καλλιτεχνών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με διακριτό παράδειγμα τον Ζαχαρία Δρακούλη, ο οποίος ήταν αυστηρά προσηλωμένος στην εξευγενισμένη αγιογραφική τάση της Παλαιολόγειας περιόδου. Ωστόσο, υπογραμμίζεται για άλλη μία φορά, ότι κρίνεται ως απολύτως αναγκαία η εκ νέου συντήρηση αυτών των υπέροχων τοιχογραφιών, μετά την παρέλευση πενήντα ετών από τον τελευταίο καθαρισμό τους, έτσι ώστε να αναδειχθούν δεόντως και να καταστεί δυνατή η λεπτομερής καταγραφή του εικονογραφικού προγράμματος τους. Κλείνοντας την έρευνα μας, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, παρά το ταπεινό μέγεθος του, ο μοναστηριακός ναός της Παναγιάς – Υπαπαντής – Μονομερίτισσας στα Έρια Καθενών, κατατάσσεται αναμφισβήτητα ανάμεσα στα σπουδαία μνημεία της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς της Εύβοιας.
Παραπομπές
[1] Η άποψη περί της ενεργού παρουσίας ελάσσονων Ελλήνων αρχόντων στην Εύβοια, τουλάχιστον κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Λατινοκρατίας, διατυπώθηκε από τον έγκριτο Ισραηλινό ιστορικό David Jacoby στην εμπεριστατωμένη μελέτη του με τίτλο «The demographic evolution of Euboea under Latin rule, 1205-1470», που περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο «The Greek Islands and the Sea; Proceedings of the First International Colloquium held at the…, University of London, 2001, Porphyrogenitus, Camberley/Surrey, 2004). Η μετάφραση του εν λόγω συγγράμματος στα Ελληνικά παρατίθεται στον σύνδεσμο www.square.gr/«Χωρικοί και άρχοντες στην Λατινοκρατούμενη Εύβοια».
[2] Το υπόψη ρέμα καταδεικνύεται με την ονομασία «Κουμπές» στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Ο πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας Τάσος Καλαθέρης το αναφέρει ως «ρέμα του Πάλιουρα», ενώ συγχέεται λανθασμένα με τον ποταμό Μεσσάπιο, στον οποίο μετασχηματίζεται στην πορεία αφού ενωθεί με άλλα ρέματα και χειμάρρους της περιοχής.
[3] Από το διαλαμβανόμενο υδραγωγείο της Χαλκίδας διασώζονται δύο υπέργεια τμήματα, τα οποία είναι μία σειρά λιθόκτιστων αψίδων στην θέση «Καμάρες» στις ανατολικές παρυφές της πόλης και κάποια παρόμοια κατάλοιπα στην περιοχή «Δύο Δέντρα» Δοκού, παραπλεύρως του δρόμου αμέσως μετά το κατάστημα της ΔΕΗ. Μάλιστα σε διάφορες πηγές μνημονεύεται εσφαλμένα ως Βενετσιάνικο τεχνικό έργο. Βλέπε σχετικά στον σύνδεσμο www.square.gr/«Το Οθωμανικό υδραγωγείο της Χαλκίδας».
[4] «Ύδρευση και διαχείριση νερού στη Χαλκίδα μέσω συστήματος SCADA», Τρύφωνας Κομνηνός, πτυχιακή εργασία, σελίδα 39, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Ελλάδας, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων, Τμήμα Μηχανολογίας Υδάτινων Πόρων, Μεσολόγγι, 2018.
[5] «Συλλογή τοπωνυμίων της νήσου Εύβοιας», Δημήτρης Δεμερτζής, ΑΕΜ, τόμος ΙΑ’, σελίδες 174 – 251, Αθήναι, 1964. Ενδεικτικά υποδεικνύονται τα τοπωνύμια οι αργείοι, ο αρεός, το αργιό, η αρίτσα, η αριά, ο αργιός, η άργια, η αργιά, η αρέα, οι αρέοι, και ιδιαίτερα ο αρέος, που συναντάται στον γειτονικό οικισμό του Πάλιουρα.
[6] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχος 496 και Στράβωνος, «Γεωγραφικά», βιβλίο ΙΧ, κεφάλαιο 2, εδάφιο 12. Σύμφωνα με μία παραλλαγή του μύθου, ο Υριέας που βασίλευσε στην Βοιωτική πόλη Υρία ήταν διαφορετικό πρόσωπο και υπήρξε θετός πατέρας του Ωρίωνα, τον οποίο είχε λάβει ως δώρο από τους θεούς Δία και Ποσειδώνα.
[7] Βλέπε σχετικά στον σύνδεσμο www.square.gr/«Η ιστορία του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς».
[8] Κατά μία άλλη μάλλον αβάσιμη εκδοχή, η ίδρυση της μονής Ερίων ανάγεται στην 9ο αιώνα και ως κτητόρισσα της φέρεται η Αγία Θεοδώρα (815 – π. 867), σύζυγος του εικονομάχου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Θεόφιλου (813 – 842), η οποία μετά τον θάνατο του αναστήλωσε την λατρεία προς τις εικόνες.
[9] Η τότε νεοσύστατη Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε υποδείξει τη διάλυση των μονών, που είχαν εγγεγραμμένους έως τρεις μοναχούς στα μοναχολόγια τους, αλλά η εισήγηση της δεν εισακούστηκε. («Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος», Γεράσιμος Κονιδάρης, τόμος Β’, σελίδες 239 – 241, εν Αθήναις, 1970).
[10] Πρώτος νομάρχης της Εύβοιας διατέλεσε ο πολιτικός Γεώργιος Αινιάν (Οικονόμου ή Αναγνώστου ή Αναγνωστόπουλος) από τις 11 / 23 Απριλίου του 1833 έως τις 9 / 21 Μαΐου 1834, όταν τον διαδέχτηκε ο λόγιος και εκδότης Γεώργιος Ψύλλας έως τις 20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1835, οπότε και παύθηκε με παρέμβαση του Βαυαρού αντιβασιλέα Joseph Ludwig Graf von Armansperg, και επαναδιορίστηκε στην θέση ο Αινιάν. Ο δε Γεώργιος Ψύλλας είχε διατελέσει ως πρώτος διοικητής Ευβοίας το χρονικό διάστημα από έως 16 / 28 Μαρτίου έως 3 / 15 Απριλίου 1833.
[11] «Γενικός Απογραφικός Πίνακας Δήμων και Κοινοτήτων του Κράτους», Παράρτημα του ΦΕΚ 2/1837 (σελίδες 46 – 51).
[12] «Σύστασις και Εξέλιξις του Νομού Ευβοίας και των Δήμων και Κοινοτήτων αυτού», Ναπολέων Εμμ. Ξανθούλης, ΑΕΜ, τόμος ΙΖ’, σελίδες 423 και 431, Αθήναι, 1971.
[13] Το χωριό του Απόκρημνου βρίσκονταν σε ορεινό κάθισμα επί των νοτίων καταπτώσεων της κορυφής Ταναΐδα του όρους Δίρφυς και πλέον δεν υφίσταται. Μετά το 1890 οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν το μέρος και μετακινήθηκαν χαμηλότερα γύρω από τα ερείπια του μοναστηριακού καθολικού του Αγίου Νικολάου και του διπλανού Βυζαντινού ναού των «Εισοδίων της Θεοτόκου», μετοικώντας στον οικισμό Άταλι, όπως καταγράφεται για πρώτη φορά σε επίσημα έγγραφα στα 1911, του οποίου η ονομασία επανέρχεται στον Βυζαντινό της τύπο ως Άτταλη στα 1940, ανήκοντας σήμερα στον Δήμο Διρφύων – Μεσσαπίων. Ενδεχομένως το τοπωνύμιο της αναφερόμενης θέσης «Άπαλα ή Άπαλι» στο υπόψη έγγραφο του 1843, όπου υπήρχαν τα διαφιλονικούμενα ελαιόδεντρα της μονής Ερίων, να αποτελεί ηχητική παραφθορά του τοπωνυμίου «Άταλι» ή «Άτταλη».
[14] Κατά μία πληροφορία αρχικά η διαλυμένη μονή Ερίων αποτέλεσε εξάρτημα της Ιεράς Μονής Μακρυμάλλης Ψαχνών, που είναι αφιερωμένη επίσης στην εορτή της «Απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου» και για να μην συμπίπτει η πανήγυρη αυτής στις 23 Αυγούστου με τον εορτασμό του ναού της Παναγιάς στα Έρια, αποφασίστηκε ο τελευταίος να τιμάται επ’ ονόματι της «Υπαπαντής του Κυρίου» στις 2 Φεβρουαρίου, πλην όμως αυτή η εξήγηση της αφιερωματικής μεταβολής δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί από τον γράφοντα.
[15] Εφημερίδα «Έθνος», φύλλο της Τρίτης 6 Ιουλίου 1937.
[16] Η αίτηση έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου: 8410/17-6-1964.
[17] Τα αποτοιχισμένα τμήματα αγιογραφιών του 17ου αιώνα από τον ναό της Παναγιάς στα Έρια, πιθανότατα εξακολουθούν να τηρούνται αποθηκευμένα με μέριμνα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας και ίσως αν αναζητηθούν να μπορούσαν να εκτεθούν εμβόλιμα σε κάποιο μουσειακό χώρο της Χαλκίδας.
[18] Η υπόψη Υπουργική Απόφαση δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 126/Β/11-2-1972 με τίτλο: «Περί κηρύξεως μνημείων νήσων Ευβοίας, Σκύρου, Σερίφου και Σάμου». (http://listedmonuments.culture.gr/search_declarations.php/Διαρκής κατάλογος των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος).
[19] Όπως επιμετρήθηκαν από τον πολιτικό μηχανικό Τάσο Καλαθέρη, ο οποίος προέβη στις πρωτογενείς αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις του μνημείου (κάτοψη, όψη, τομές Α – Α και Β – Β), που αποτέλεσαν την βάση για την εκπόνηση των ψηφιακών σχεδιαγραμμάτων του παρόντος άρθρου.
[20] «Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, Γεώργιος Σωτηρίου, τόμος Α’, «Χριστιανικά Κοιμητήρια, Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική», σελίδα 420, Αθήναι, 1942 (Φωτομηχανική επανέκδοση Χριστινάκη, 1978).
[21] Ως δειγματοληπτικά παραδείγματα αναφέρονται οι πολυγωνικοί τρούλοι του καθολικού της μονής Αγίου Γεωργίου ΑΡΜΑ στα Φύλλα Ευβοίας και του ναού της Αγίας Τριάδας στο Βασιλικό (Αρχαία Σικυώνα) Κορινθίας, συνεκτιμώντας ότι η πρώτη οικοδομική φάση και των δύο εκκλησιαστικών κτισμάτων ανάγεται επίσης στον 13ο αιώνα.
[22] Ενδεικτικά στην Εύβοια παρόμοια έδρανα απαντώνται στην πρόσοψη των καθολικών της μονής Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας και της πρώην μονής Παναγίας Χιλιαδούς, στην νότια πλευρά του ναού Αγίου Γεωργίου Γυμνού και στην βόρεια πλευρά της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας στον οικισμό της Αγίας Θέκλας Κύμης.
[23] Το όνομα του δεύτερου ιερομόναχου είναι μερικώς αποξεσμένο. Ο Αυστριακός Βυζαντινολόγος Johannes Koder υποθέτει ότι η πλήρης αναγραφή του ήταν «ΣΩΦΡΟ(ΝΙΟΥ)». («Negroponte. Untersuchungen zur Topographie und Siedlungsgeschichte der Insel Euboia……», σελίδα 165, πίνακας 72, Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien, 1973).
[24] Εκτός από τον Ζαχαρία Δράκουλη, είναι εξακριβωμένα τα ονομαστικά στοιχεία άλλων τριών αγιογράφων, που εργάστηκαν σε ναούς της Εύβοιας και της Σκύρου, καθώς και δύο Ευβοέων συναδέλφων τους, οι οποίοι άσκησαν την τέχνη τους μακριά από την νήσο, κατά την αναφερόμενη περίοδο. Ο πρώτος χρονολογικά ιστόρησε στα 1310 τον ναό της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» στο Πυργί Αυλωναρίου, υπογράφοντας με τα ανεξακρίβωτα αρχικά «Ξ.Ι.Β.». Ο επόμενος και διασημότερος είναι ο μοναχός Αντώνιος Χαλκιδεύς ή Αντόνιο Νεγροπόντε (fra Antonio Negroponte), ο ζωγράφος της περίφημης εικόνας της «Ένθρονης Παναγίας» του 15ου αιώνα, η οποία βρίσκεται στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου (San Francesco della Vigna) στην Βενετία. Ο ίδιος κατονομάζεται σε διάφορα έγγραφα από το 1485 έως το 1497 στον Βενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης) και κατά πάσα πιθανότητα ανήκε στο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα, έχοντας γεννηθεί στην μεσαιωνική Χαλκίδα (Νεγροπόντε), όντας απόγονος κάποιου Λατίνου εποίκου, ίσως Βενετού. Ακολουθεί ο Σταμάτιος Αντάκος από την Λίμνη Ευβοίας, που διακόσμησε ένα Ψαλτήριο στα 1521, φυλασσόμενο σήμερα στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Τελευταίοι εμφανίζονται οι ιερομόναχοι Δαμασκηνός και Δημήτριος από τα Ιωάννινα, οι οποίοι στα 1691 φιλοτέχνησαν το καθολικό της μονής του Αγίου Δημητρίου στον Φερεκάμπο της Σκύρου.
[25] http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=8730 (Χαρακτηρισμός Ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών στη θέση «Παλαιοχώρα» Κ. Ταρσού, Ν. Κορινθίας).
[26] Ο Χρυσόστομος Θέμελης κάνει λόγο και για μία πηγή αγιάσματος, η οποία ανάβλυζε από το υπέδαφος του ιερού ναού της μονής Ερίων, αλλά σήμερα πρέπει να έχει πάψει υφίσταται, καθώς δεν διακρίνεται κάποια παρακείμενη κρήνη, εκτός από μία μεταγενέστερη βρύση περί τα 40 μέτρα νοτιότερα, στην αρχή του παρόχθιου φυσιολατρικού μονοπατιού, κατασκευασμένη το έτος 1975.
[27] «Φλετουράω» και «φλετράω», και «φλετουργώ» ή «φλετουργάω» σημαίνει πετάω ή μάλλον αρχίζω να πετάω ή δοκιμάζω να πετάξω, φτερουγίζω, κουνάω τα φτερά, φτερακίζω. Λέγεται για τα πουλιά ή μεταφορικά για την καρδιά. Και φλέτουρας η πεταλούδα. Πρόκειται για μία λέξη που χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο λογοτέχνης Γιάννης Σκαρίμπας και εκτιμάται ότι πιθανότατα έχει Αρβανίτικη προέλευση. («Λέξεις που χάνονται. 366 λέξεις η ερμηνεία και η ιστορία τους», Νίκος Σαραντάκος, σελίδα 253, δεύτερη έκδοση: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α. Ε., 2013).