George Forrest. Μετ.: Γιώργος Λόης
H πολιτική ζωή της Εύβοιας στους αρχαϊκούς χρόνους.
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή (σ.τ.μ.)
Το παρακάτω αποσπασματικό άρθρο προέρχεται από την Αγγλική συλλογική έκδοση «The Expansion of the Greek World, Eighth to Sixth Centuries B. C. – The Cambridge Ancient History, second edition, volume III, part 3, (pages 250 – 253)»[1].
Αποτελεί την πρώτη ενότητα του κεφαλαίου 39d με τίτλο «Euboea and the Islands», που συντάχθηκε από τον καθηγητή αρχαίας ιστορίας William George Grieve Forrest (1925 – 1997), ο οποίος ήταν συνεργάτης των κολλεγίων New College και Wykeham, καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο εμβριθές σύγγραμμα του ο Βρετανός ακαδημαϊκός πραγματεύεται συμπυκνωμένα τις πολιτικές υποθέσεις της Εύβοιας κατά την περίοδο από το 700 έως το 500 π. Χ., δηλαδή καλύπτοντας ολόκληρο το φάσμα της επονομαζόμενης Αρχαϊκής εποχής και παραθέτοντας ορισμένες ενδιαφέρουσες απόψεις, σε αντιπαραβολή με σταχυολογημένες πληροφορίες από επιλεγμένες αρχαιοελληνικές πηγές. Λόγω της ιδιαιτερότητας του ιστορικού περιεχομένου κρίθηκε απαραίτητη η μεταφορά του στην Ελληνική γλώσσα με την ενδεικνυόμενη μέθοδο «λέξη προς λέξη» και τις ελάχιστες συντακτικές παρεμβάσεις επί του πρωτοτύπου, υποδηλούμενες ως σημειώσεις του μεταφραστή εντός παρενθέσεως (σ.τ.μ.), ενώ επιδιώχθηκε η κατάλληλη συντακτική προσαρμογή, προκειμένου το κείμενο να καταστεί προσιτό στον απλό αναγνώστη. Υπό αυτό το πνεύμα, έγιναν όπου απαιτούνταν οι παραπομπές σε διευκρινιστικές επεξηγήσεις ή σε σχετικά εδάφια από έργα αρχαίων συγγραφέων και προστέθηκαν φωτογραφίες από συναφείς αρχαιολογικές θέσεις και ευρήματα των περιοχών της Χαλκίδας, της Ερέτριας και της αρχαίας Κηρίνθου.
Γιώργος Λόης, 2019.
Κεφαλή μαρμάρινου κούρου από τη Χαλκίδα των Αρχαϊκών χρόνων (590 – 570 π.Χ.). Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας. Πηγή: έκδοση «Χαλκίς», εικόνα 39, Υπ.Πο., Αθήνα, 1995.
Το τέλος του πολέμου, η αυγή μιας νέας εποχής, με την Εύβοια στην αφάνεια.
Αν το τέλος του «Ληλάντιου πολέμου» (σ.τ.μ.: τέλη 8ου – μέσα 7ου αιώνα π.Χ.) διάχυσε το φως της ειρήνης πάνω σε μία ταραγμένη Εύβοια, εντούτοις δεν απέφερε κάτι άλλο στην ιστορία της.
Όπως πιστοποιείται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, τότε η Χαλκίδα είχε παραμείνει ακόμα πεισματικά άκαμπτη, το Λευκαντί ήταν εγκαταλειμμένο, η Νέα Ερέτρια[2] ευημερούσε και από όσο γνωρίζουμε οι άλλες πόλεις, κατά το πλείστον, τελούσαν όπως ήταν και πριν. Αλλά καμία από αυτές, ούτε καν η Ερέτρια, δεν απαριθμούνται παρά μόνο περιστασιακά και συνήθως συμπωματικά, σε οτιδήποτε αποκαλείται ως η δεσπόζουσα τάση της Ελληνικής ιστορίας, ούτε μπορούν να διατυπωθούν πολλά για τις τοπικές εσωτερικές υποθέσεις τους.
Οι αριστοκρατίες υπό τις οποίες είχε διεξαχθεί ο προαναφερθέντας πόλεμος, είτε κέρδισαν, είτε έχασαν, δεν επηρεάστηκαν από τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι αριστοκρατίες κάπου αλλού, και πριν από το 600 π.Χ., ένας τύραννος, ο Τυννώνδας (ένα ενδιαφέρον Βοιωτικό όνομα) επέβαλε τον εαυτό του πάνω στους «Ευβοείς»[3] και άλλοι, όπως ο Αντιλέων (σ.τ.μ.: 7ος ή 6ος αιώνας π.Χ.) και ο Φόξος (σ.τ.μ.: 6ος αιώνας;) κυριάρχησαν στην Χαλκίδα[4]. Αλλά ενώ τον Τυννώνδα τον θυμούνται μόνο για το όνομα του, ο Αντιλέων και ο Φόξος μνημονεύονται για την αναχώρηση τους και όχι για την παρουσία τους, καθώς τον πρώτο τον διαδέχτηκε ένα ολιγαρχικό καθεστώς και τον δεύτερο ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά τι εννοούσε ο Αριστοτέλης, η πηγή μας και για τους δύο (σ.τ.μ.: τελευταίους τυράννους), ως «ολιγαρχία» ή «δημοκρατία» είναι ασαφές. Το μοναδικό σταθερό γεγονός είναι όταν οι Αθηναίοι κατήγαγαν την περιβόητη νίκη τους εναντίον των Χαλκιδέων γύρω στο 506 π. Χ., και ως απόρροια κατέλαβαν τη Χαλκίδα και εγκατέστησαν 4.000 από τους πολίτες τους στα εδάφη των Ιπποβοτών, των «Εκτροφέων Αλόγων», (σ.τ.μ.: όπως ερμηνεύεται ο υπόψη όρος), ένα όνομα το οποίο διαθέτει μία επαρκώς παραδοσιακή αριστοκρατική επίγευση, για να υποδηλώνει ότι οι τυραννίες, οι ολιγαρχίες ή οι δημοκρατίες που είχαν προηγηθεί, ήταν πολύ λίγες για να ταρακουνήσουν τους Χαλκιδέους από τους κληρονομικούς τρόπους τους[5].
Εικ. 3: Διατηρούμενο τμήμα τειχών από τον οχυρωματικό περίβολο της ακρόπολης της αρχαίας Χαλκίδας, επί του νότιου σκέλους της λοφοσειράς του Βαθροβουνίου, που δεσπόζει πάνω από την τοποθεσία των πηγών της Αρέθουσας.
Η πολιτική ζωή στην Ερέτρια.
Η Ερετριακή πολιτική θα έπρεπε να είναι, και ίσως ήταν, πιο ενδιαφέρουσα.
Ο φυσικός κλονισμός από την μετακίνηση από το Λευκαντί, αν υπήρξε κάτι τέτοιο, και έχει ή όχι κατά κάποιο τρόπο μία σύνδεση με την ήττα στον Ληλάντιο πόλεμο, μαζί με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της αποικιακής εξάπλωσης και της απορρέουσας εμπορικής επιτυχίας, θα πρέπει να είχαν κάποια επίπτωση στον ιστό της Ερετριακής κοινωνίας. Άλλα πάλι και εκεί έχουμε μόνο το όνομα ενός τυράννου, του Διαγόρα, ο οποίος έριξε κάτω την ολιγαρχία των Ιππέων (των «Αλογατάρηδων») και τη δήλωση ότι αυτοί οι Ιππείς ήταν ακόμα στην πολιτική σέλλα γύρω στο 550 π.Χ.[6]. Είτε λοιπόν ο Διαγόρας ήλθε μετά το 550 π.Χ., είτε δεν είχε διάρκεια η επιτυχία του, όπως συνέβηκε με τον Αντιλέοντα και τον Φόξο. Ένας πολύ αποσπασματικός (σ.τ.μ.: Ερετριακός) ναυτιλιακός νόμος περί το 550 π.Χ., που μεταξύ άλλων επίσης μας δίνει τον τίτλο του πρωτεύοντα δημόσιου λειτουργού, του «αρχός (archos)», μαρτυρά ένα συνεχές ενδιαφέρον στη θάλασσα, καθώς η Ερέτρια συνεισέφερε με πέντε πλοία για να βοηθήσει τους Ίωνες στην εξέγερση τους (σ.τ.μ.: κατά της Περσικής κυριαρχίας) στα 499 π. Χ., μία συμβολή με την οποία (σ.τ.μ.: η Ευβοϊκή πόλη) μπορεί να κέρδισε μία προσωρινή, αν και όχι πολύ εύλογη αξίωση επί της «θαλασσοκρατίας» μεταξύ του 500 και 490 π.Χ.[7]. Η υπερπόντια διανομή της κεραμικής της μπορεί επίσης να οφείλεται τόσο στην ναυτοσύνη των ανδρών της, όσο και στο ταλέντο των αγγειοπλαστών της.
Εικ. 4: Μακέτα του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα της Ερέτριας, από το μουσείο της πόλης.
Το κατασκευαστικό πρόγραμμα της Ερέτριας.
Αλλά το πραγματικά δύσκολο γεγονός (σ.τ.μ.: αυτής της περιόδου) είναι το οικοδομικό πρόγραμμα της νέας πόλης, το οποίο αρχίζει γύρω στο 700 π.Χ..
Τότε κατασκευάστηκε ένα τείχος περιλαμβάνοντας ένα εντυπωσιακό και όντως απαράμιλλο για την χρονολόγηση του, αμυντικό σύμπλεγμα, την αποκαλούμενη «Δυτική Πύλη», που έκοβε την κύρια οδό νότια από τη Χαλκίδα. Πίσω από αυτήν εγείρονταν δημόσια κτίρια, ιερά και κοσμικά, στα οποία συγκαταλέγονταν ένας ναός του Διονύσου και ένας εξαιρετικός ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα του 6ου αιώνα, πλούσια σε γλυπτά, ενώ σε άλλα μέρη της πόλης τα κατάλοιπα από ιδιωτικές οικίες και το υλικό από τάφους δείχνουν μία συνεχή και αναπτυσσόμενη ευμάρεια, που διακόπηκε μόνο στο τέλος (σ.τ.μ.: της διαλαμβανόμενης περιόδου) από την Περσική λεηλασία του 490 π.Χ.. Ωστόσο, (σ.τ.μ.: σχετικά με τα ζητήματα) από ποιών ανθρώπων τις τσέπες προήλθαν τα χρήματα για όλα αυτά, πως αναλήφθηκαν και πως επακριβώς (σ.τ.μ.: οι Ερετριείς) είχαν εμπλακεί με αυτά, μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες.
Σχεδιάγραμμα του τομέα της «Δυτικής Πύλης» του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας Ερέτριας τον 6ο αιώνα π.Χ.. To πρωτότυπο σχέδιο προέρχεται από το Αγγλικό άρθρο του W. G. G. Forrest (figure 42, page 252).
Η εξέλιξη της Χαλκίδας
Οι ξένες σχέσεις είναι πιο ουσιώδεις με την πρώτη ματιά, άλλα όχι περισσότερο συναφείς.
Η Χαλκίδα συνεχίζει τον αποικισμό της στον βορρά, με αυτές τις περιπέτειες να τελειώνουν με την κοινή ίδρυση μαζί με την Άνδρο, της Σάνης και κατόπιν προέκυψε μία διένεξη για περαιτέρω επέκταση στην Άκανθο περί το 655 π.Χ.[8]. Η διαμάχη διευθετήθηκε υπέρ της Άνδρου όταν από τους διαιτητές, η Σάμος και οι Ερυθρές (σ.τ.μ. της Ιωνίας) ψήφισαν υπέρ αυτής, ενώ η Πάρος για την Χαλκίδα, κάτι το οποίο δεν δείχνει τίποτα επιπλέον από ότι εκείνοι οι συνεταιρισμοί της περιόδου του Ληλάντιου πολέμου δεν είχαν κρατήσει περισσότερο από πενήντα χρόνια[9]. Περίπου τον ίδιο καιρό, ταλαιπωρούσε ακόμα την ίδια την Εύβοια το Ληλάντιο πεδίο, αυτό που τώρα ήταν ιδιωτική περιουσία της Χαλκίδας ή τουλάχιστον ένα πεδίο όπου οι «φημισμένοι πολέμαρχοι της Εύβοιας» μπορούσαν να εξασκήσουν τις ιδιαίτερες ικανότητες τους ο ένας ενάντια στον άλλο, (σ.τ.μ.: όπως συμπεραίνεται από τις αρχαίες πηγές). Είναι άγνωστο κατά πόσο οι πολέμαρχοι στην πραγματικότητα ήρθαν για να χτυπηθούν σε αυτή την περίσταση, (σ.τ.μ.: λαμβάνοντας υπόψη ότι) ο ποιητής Αρχίλοχος (π. 680 – 630 π.Χ.) γράφει σε μελλοντικό χρόνο[10], όμως μάλλον αργότερα, στο πρώτο μέρος του 6ου αιώνα π. Χ., ένας άλλος ποιητής ο Θέογνις (π. 570 – 485 π. Χ.), κατονομάζει το πεδίο και χρησιμοποιεί τον ενεστώτα: «Το πλούσιο σε οίνο πεδίο του Λήλαντα έχει κουρευτεί γυμνό. Αλλά ποιος το κούρεψε και γιατί; Η Κήρινθος (μία μικρή πόλη στην βορειοανατολική ακτή της Εύβοιας) απωλέσθηκε, οι αγαθοί άνθρωποι βρίσκονται στην εξορία, οι κακοί διατρέχουν την πόλη. Έτσι μπορεί ο Ζευς να εξολόθρευσε όλο το γένος των Κυψελίδων»[11]. Οι λέξεις είναι ξεκάθαρες αλλά ο χρόνος όχι. Έχουμε λοιπόν μία σταθερή γεωγραφία, δηλαδή την Κήρινθο, και μέσω του πεδίου την Χαλκίδα, έχουμε την ταξική σύγκρουση, οι «αγαθοί» και οι «κακοί» και μία διεθνή σύνδεση, τους Κυψελίδες της Κορίνθου. Αλλά ακόμα και αν αποδεχτούμε μία ελκυστική εισήγηση ότι οι Κυψελίδες μπορεί να είχαν εδραιώσει τους εαυτούς τους στην Κήρινθο, κατά την πορεία τους προς τον βορρά για να ιδρύσουν την Ποτίδαια (σ.τ.μ.: της Χαλκιδικής), γύρω στο 600 π.Χ., όπως και μία όμορφη μετατροπή σε ένα κείμενο του Πλούταρχου, (σ.τ.μ.: βάζοντας το όνομα) της «Κηρίνθου» αντί για της «Κορίνθου», εμπεριέχοντας έτσι αυτούς τους ίδιους Κυψελίδες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τους Σπαρτιάτες στα 556 π.Χ. ή περίπου εκεί[12], οι ρόλοι της Χαλκίδας και της τάξης παραμένουν σκοτεινοί, όσο σκοτεινοί είναι και οι λόγοι, οι οποίοι αργότερα ακόμα οδήγησαν τους Χαλκιδέους να συνταχθούν με τους Θηβαίους στην ατυχή παρεμβολή τους με την Αθήνα στα 506 π. Χ.[13].
Κατάλοιπα τειχών στην τοποθεσία της αρχαίας Κηρίνθου, η οποία κατά μία αμφιλεγόμενη εκδοχή φέρεται ότι στους Αρχαϊκούς χρόνους είχε κάποια αδιόρατη σχέση με τους Κυψελίδες της Κορίνθου. Πηγή: arxeiomnimon.gak.gr / αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η εξωτερική πολιτική της Ερέτριας.
Αυτό το τελευταίο γεγονός εξυπηρετεί στο να μας υπενθυμίσει πόσο σημαντική ήταν πάντα η Εύβοια (σ.τ.μ.: την εξεταζόμενη περίοδο), ως ένας σύνδεσμος μεταξύ της Κεντρικής Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Αττικής, και του εξωτερικού κόσμου, της Θράκης, της Χαλκιδικής και της Μαύρης Θάλασσας.
Ως εκ τούτου, και πόσο στενά είχε αναμειχθεί η νήσος στις υποθέσεις της Κεντρικής Ελλάδας, και ειδικότερα η Ερέτρια στα οικονομικά και επομένως πολιτικά ζητήματα της Τανάγρας, του Ωρωπού και της βορειοανατολικής Αττικής. Ο Παυσανίας αναφέρει έναν πρώιμο πόλεμο μεταξύ της Τανάγρας και της Ερέτριας[14]. Η μπερδεμένη ιστορία της προέλευσης των Γεφυραίων, αυτών των Αθηναίων τυραννοκτόνων (σ.τ.μ.: του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα), εμπλέκει την Τανάγρα και την Ερέτρια, όπως επίσης και τις Αφίδνες, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν[15]. Αργότερα αφθονούν τα (σ.τ.μ.: ανάλογα) παραδείγματα. Έτσι, όταν ένας μνηστήρας (σ.τ.μ.: για το χέρι της κόρης του) από την Ερέτρια, παρουσιάζεται στην αυλή του Κλεισθένη, (σ.τ.μ.: του τύραννου) της Σικυώνας περί το 570 π. Χ., ο ίδιος θα ήταν σίγουρα ένας σύνδεσμος των Αθηναίων με τον Κλεισθένη, και δεν τον έφερε εκεί ένα άμεσο ενδιαφέρον του Κλεισθένη για την Ερέτρια. Λίγο μετέπειτα διαμορφώνεται μία διασύνδεση με την Αθήνα. Θεωρώντας συνετό να διαφύγει από την Αθήνα στα 556 π. Χ., ο Πεισίστρατος, (σ.τ.μ.: ο περίφημος τύραννος των Αθηνών), βρήκε άσυλο στην Θράκη, όπου τα Ερετριακά συμφέροντα ήταν ισχυρά. Κατόπιν επέστρεψε στην Ερέτρια και από εκεί, δέκα χρόνια αργότερα, οργάνωσε την εκστρατεία, με την οποία κέρδισε πίσω την τυραννία του (σ.τ.μ..: για τρίτη φορά περί το 545 π. Χ.). Τέτοια πράγματα δεν θα συνέβαιναν χωρίς την επίσημη ευλογία της Ερέτριας και έτσι, μπορούμε να πούμε, γύρω στα μέσα του αιώνα (σ.τ.μ.: 6ος αιώνας π.Χ.) η Ερετριακή πολιτική αντανακλά οικονομικούς δεσμούς με την ανατολική Αττική, από όπου φυσικά προέρχονταν ο Πεισίστρατος. Πραγματικά δεν είναι απίθανο, οι αναπαραστάσεις της Αθηνάς και του Θησέα στα γλυπτά του ναού του (σ.τ.μ.: Δαφνηφόρου) Απόλλωνα, αργότερα σε τούτο τον αιώνα, να οφείλονται κάπως σε αυτόν τον σύνδεσμο με την Αττική, όπως ίσως και τα άφθονα ευρήματα από έξοχα μελανόμορφα Αττικά αγγεία στην Ερέτρια.
Τα σωζόμενα γλυπτά του κορμού της θεάς Αθηνάς και της παράσταση της αρπαγής της Αμαζόνας Αντιόπης από τον Θησέα, προερχόμενα από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα της αρχαίας Ερέτριας. Εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας.
Επίλογος
Άλλα δεν μπορούν να συλλεχθούν πάρα πολλά στοιχεία για την μακρά περίοδο.
Ένας Αθηναίος ευπατρίδης, ο Χαιρίον, ο οποίος πέθανε στην Ερέτρια γύρω στο 525 π. Χ., ίσως ο ίδιος να είχε βρεθεί εκεί κατά την φυγή του Πεισίστρατου (σ.τ.μ.: δηλαδή όταν προετοίμαζε την προαναφερθείσα εκστρατεία του), μολονότι η παραδοχή ότι ήταν αυτός είναι πολύ εύκολο να γίνει[16]. Πιο σταθερά, στα 499 π. Χ., όταν η Ερέτρια επέλεξε να πολεμήσει τους Πέρσες στην Ιωνία, επίσης επέλεξε να πολεμήσει τους Πεισιστρατίδες, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στους Πέρσες. Τα οικονομικά συμφέροντα επιβιώνουν με προσωπικότητες, και η παρουσία ανδρών όπως ο αντι-Πέρσης Καλλίμαχος στις Αφίδνες ή οι οικογενειακοί δεσμοί του αντι-Πέρση Μιλτιάδη στην περιοχή της Βραυρώνας, μπορεί να φαίνονταν πιο σαγηνευτικές (σ.τ.μ.: επιλογές για την Ευβοϊκή πόλη), από ότι η απουσία των παλαιών φίλων της με τους Πέρσες. Αλλά αυτό είναι ένα λεπτό στρώμα πάγου.
Η Εύβοια ήταν σαν ένα θηκάρι που κείτονταν κατά μήκος της λαγόνος της Κεντρικής Ελλάδας. Στο σκοτάδι είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε την ύπαρξη αυτού του θηκαριού εκτός αν κροταλίσει. Η δε Εύβοια δεν κροτάλιζε πολύ συχνά μετά το 700 π. Χ., (σ.τ.μ.: όσον αφορά τις πολιτικές υποθέσεις).
Φώτο 8: Ασημένιο τετράδραχμο Ερέτριας του 511 – 490 π.Χ.. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται ένα βόδι και στον οπισθότυπο μία σουπιά. Εκτίθεται στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών. Πηγή: έκδοση «Χαλκίς», εικόνα 41, ΥΠΠΟ, Αθήνα, 1995.
Παραπομπές
[1] Edited by John Boardman F.B.A., Lincoln Professor of Classical Archaeology and Art in the University of Oxford, N. G. L. Hammond F.B.A., Professor Emeritus of Greek, University of Bristol, Cambridge University Press, 1982.
[2] Σ.τ.μ.: Ο Βρετανός ιστορικός W. G. G. Forrest, με κάθε επιφύλαξη, μάλλον ασπάζεται την εκδοχή πως όταν εγκαταλείφθηκε ο οικισμός στο Λευκαντί, οι κάτοικοι του μετακινήθηκαν νοτιότερα και ίδρυσαν την πόλη της Ερέτριας.
[3] Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Σόλων – Ποπλικόλας», εδάφιο 14.4, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο «[…] μάλιστα δε οι συνήθεις εκάκιζον ει δια τούνομα δυσωπείται την μοναρχίαν, ώσπερ ουκ αρετή του λαβόντος ευθύς αν βασιλείαν γενομένην, και γεγενημένην πρότερον μεν Ευβοεύσι Τυννώνδαν»).
[4] Αριστοτέλης, «Πολιτικά», βιβλίο Ε΄, κεφάλαιο 1304 α, εδάφια 29 – 30, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο: «[…] και εν Χαλκίδι Φόξον τον τύραννον μετὰ των γνωρίμων ο δήμος ανελὼν ευθύς είχετο της πολιτείας») και 1316α, εδάφιο 30 (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο «[…] εις τυραννίδα τυραννίς, ώσπερ η Σικυώνος εκ της Μύρωνος εις την Κλεισθένους, και εις ολιγαρχίαν, ώσπερ η εν Χαλκίδι η Αντιλέοντος»).
[5] Ηρόδοτος, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε΄ (Τερψιχόρη), κεφάλαια 74 – 77. (Σ.τ.μ.: Το έτος 506 π. Χ. οι Σπαρτιάτες, σε συνεργασία με τους Θηβαίους και τους Χαλκιδέους, προσπάθησαν να ανατρέψουν τη νεοσύστατη Αθηναϊκή δημοκρατία, εισβάλλοντας ταυτόχρονα στην Αττική, χωρίς όμως να πετύχουν το σκοπό τους. Οι πρώτοι αποσύρθηκαν μετά την κατάληψη της Ελευσίνας, ενώ τις αρχικές νίκες των Θηβαίων και Χαλκιδέων ακολούθησαν οι διαδοχικές συντριπτικές ήττες τους από τους Αθηναίους).
[6] Αριστοτέλης, «Πολιτικά», βιβλίο Ε΄, κεφάλαιο 1306α, εδάφιο 35, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο «[…] και την εν Ερετρίᾳ δ᾽ ολιγαρχίαν την των ιππέων Διαγόρας κατέλυσεν αδικηθεὶς περὶ γάμον») και του ιδίου συγγραφέα, «Αθηναίων Πολιτεία», κεφάλαιο XV, εδάφιο 2, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο: «[…] έτι δε των ιππέων των εχόντων εν Ερετρίᾳ την πολιτείαν».
[7] Επιγραφή υπ’ αριθμ.: IC XII. 9.1273, (σ.τ.μ.: βρέθηκε το 1912 σε κτίριο της αρχαίας Ερέτριας) και Ηρόδοτος, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε΄ (Τερψιχόρη), κεφάλαιο 99.
[8] Σ.τ.μ.: Οι αρχαίες πόλεις Σάνη και Άκανθος βρίσκονταν στην Χαλκιδική και συγκεκριμένα η πρώτη επί της βορειοδυτικής ακτής της χερσονήσου της Κασσάνδρας και η δεύτερη στην θέση της σημερινής Ιερισσού.
[9] Πλούταρχος, «Αίτια Ελληνικά», ερώτηση 30, (σ.τ.μ.: «Τις η περὶ Θρᾴκην Αραού ακτή;»). Σ.τ.μ.: Επισημαίνεται ότι κατά την διάρκεια του προγενέστερου Ληλάντιου πολέμου, η Σάμος ήταν σύμμαχος της Χαλκίδας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση της Ακάνθου ψήφισε κατά της. Αντίθετα η συγκαιρινή υποστηρίκτρια αυτής Πάρος, είχε ταχθεί τότε με την αντίπαλο της Ερέτρια. Έτσι λοιπόν, ορθώς ο W. G. G. Forrest αναφέρει ότι οι συμμαχίες του υπόψη πολέμου είχαν διαλυθεί έως τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ..
[10] Αρχίλοχος, «Ελεγεία», απόσπασμα 3 D. 3 W, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο «Ου τοι πολλ᾽ επὶ τόξα τανύσσεται ουδὲ θαμειαὶ σφενδόναι, εύτ’ αν δη μώλον Άρης συνάγῃ Εν πεδίῳ• ξιφέων δε πολύστονον έσσεται έργον ταύτης γαρ κείνοι δαίμονές εἰσι μάχης δεσπόται Ευβοίης δουρικλυτοί»).
[11] Θέογνις, «Ελεγειών Α΄», στίχοι 891 – 894, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο «Οι μοι αναλκίης• απὸ μεν Κήρινθος όλωλεν, Ληλάντου δ’ αγαθὸν κείρεται οινόπεδον• οι δ’ αγαθοὶ φεύγουσι, πόλιν δε κακοὶ διέπουσιν. ως δη Κυψελιδών Ζεὺς ολέσειε γένος). Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, η εν λόγω καταστροφή της Κηρίνθου έλαβε χώρα κατά την διάρκεια του πολέμου για το Ληλάντιο πεδίο και όχι σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο W. G. G. Forrest. Η δε δυναστεία των Κυψελίδων της Κορίνθου ιδρύθηκε περί τα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ. από τον Κύψελο (π. 695 – 627 π.Χ.), τον οποίο διαδέχτηκε ο γιός του, ο πολυπράγμων και ευρυμαθής Περίανδρος (π. 668 – 584 π.Χ.).
[12] Η πρόταση για την Κήρινθο και την Κόρινθο γίνεται από τον Άγγλο ιστορικό και ακαδημαϊκό Henry Theodore Wade-Gery στο σύγγραμμα του «Essays in Greek History, 162, 75-6, Oxford, 1958. [Σ.τ.μ.: Το λογοπαίγνιο του W. G. G. Forrest αφορά την σχετική εξιστόρηση του Πλούταρχου στο σύγγραμμα του «Περί της Ηροδότου κακοήθειας», εδάφια 859c – 859d, (αρχαίο κείμενο: «Καίτοι πόλιν εν τοις τότε χρόνοις ούτε φιλότιμον ούτως ούτε μισοτύραννον ίσμεν ως την Λακεδαιμονίων γενομένην• ποίου γαρ ένεκα θώρακος ή τίνος κρατήρος ετέρου Κυψελίδας μεν εξέβαλον εκ Κορίνθου»)].
[13] Βλέπε παραπάνω σημείωση 4.
[14] Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησης», βιβλίο IX («Βοιωτικά»), κεφάλαιο 22, εδάφιο 2, (σ.τ.μ.: αρχαίο κείμενο «…..τον δε Ερμήν λέγουσι τον Πρόμαχον Ερετριέων ναυσίν εξ Ευβοίας ες την Ταναγραίαν σχόντων τους τε εφήβους εξαγαγείν επὶ την μάχην και αυτὸν ότε έφηβον στλεγγίδι αμυνόμενον μάλιστα εργάσασθαι των Ευβοέων τροπήν. κείται δε εν του Προμάχου τω ιερώ της [τε] ανδράχνου το υπόλοιπον: τραφήναι δε υπὸ τω δένδρω τον Ερμῆν τούτω νομίζουσιν. ου πόρρω δε θέατρον τε και προς αυτώ στοὰ πεποίηται. ευ δε μοι Ταναγραίοι νομίσαι τα ες τους θεοὺς μάλιστα δοκούσιν Ελλήνων: χωρὶς μεν γαρ αι οικίαι σφίσι, χωρὶς δε τα ιερὰ υπὲρ αυτὰς εν καθαρώ τε ἐστι και εκτὸς ανθρώπων»).
[15] Σ.τ.μ.: Οι Γεφυραίοι ήταν αρχαία φυλή, που φέρονται να κατέφθασαν από τη Φοινίκη και εγκαταστάθηκαν στην Βοιωτία με τον μυθικό ήρωα Κάδμο, λαμβάνοντας ως μερίδιο την Τανάγρα, όπως παραθέτει ο Ηρόδοτος, αν και οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι προέρχονταν από την Ερέτρια. Μετέπειτα εκδιώχθηκαν από τους Βοιωτούς και κατέφυγαν στην Αττική [Ηρόδοτος, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε’ (Τερψιχόρη), κεφάλαια 57 – 58]. Στο γένος των Γεφυραίων ανήκαν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, οι οποίοι σκότωσαν τον Πεισιστρατίδη τύραννο των Αθηνών Ίππαρχο το καλοκαίρι του 514 π.Χ..
[16] Επιγραφή υπ’ αριθμ.: IC XII. 9.296, (σ.τ.μ.: βρέθηκε στο δυτικό νεκροταφείο της αρχαίας Ερέτριας. Στην επιτύμβια στήλη αναγράφονταν «Χαιρίον Αθεναίος Ευπατρίδον, ενθάδε κείται»).