26/6 – 5/7/1470: Η αποκάλυψη και η τιμωρία της προδοσίας του Τομάζο Σκιάβο και των συνεργατών του.
Πρώτο μέρος: Το ιστορικό πλαίσιο της άλωσης του Νεγροπόντε από τον Μωάμεθ τον Β΄. Τα ταραγμένα χρόνια της Φραγκικής και Ενετικής κυριαρχίας στην Εύβοια, από το 1204 έως το 1458 και τις παραμονές της πολιορκίας.
Δεύτερο μέρος: Ο Μωάμεθ ο Β’ περιδιαβαίνει ειρηνικά το Νεγροπόντε επιθεωρώντας το. Οι παραμονές της πολιορκίας από το 1458 έως και το Μάιο του 1470.
Τρίτο μέρος: 3-6-1470: Η Τουρκική αρμάδα ξεκινά από την Καλλίπολη το ταξίδι της για το Νεγροπόντε. Η καταστροφική πορεία του διπλάσιου σε αριθμό στόλου -από την αντίστοιχη πολιορκία της Κωνστ/νούπολης- μέχρι να φτάσει στην Ευβοϊκή καστροπολιτεία.
Τέταρτο μέρος: (15/6/1470 – Η Τούρκικη αρμάδα έξω από τα τείχη του Ευρίπου. Οι προετοιμασίες της πρώτης μέρας. Η κατάσταση των Ενετών πίσω από τα τείχη. Πόσοι και ποιοι ήταν οι γενναίοι υπερασπιστές του Νεγροπόντε).
Πέμπτο μέρος: (16 και 17/6/1470: H δεύτερη και η τρίτη μέρα της πολιορκίας. Οι πρώτοι νεκροί στις μικρές αψιμαχίες των αντιμαχόμενων στρατοπέδων, πριν τις μεγάλες εφόδους του Σουλτάνου.).
Έκτο μέρος: (18/6/1470: Ο Μωάμεθ ο Β’ φτάνει στη Χαλκίδα. Η υπεροπλία των Τούρκων, ο αριθμός των πολιορκούμενων και τα αντίστοιχα νούμερα της Κων/νούπολης. Οι πρώτες κινήσεις του στρατού του και πως δημιούργησε την πρώτη θαλάσσια ζεύξη στο σημείο όπου σήμερα είναι η «υψηλή» γέφυρα της Χαλκίδας.).
Έβδομο μέρος: (19-6-1470: Η διάταξη του Τουρκικού Στρατού και η δύναμη πυρός του. Δείτε τους χάρτες. Που στρατοπέδευσε ο Σουλτάνος και που οι γυναίκες του. Τι κουβαλούσαν μαζί τους.).
Όγδοο μέρος: (25-6-1470: Το τελεσίγραφο του Μωάμεθ, οι προσβολές των πολιορκημένων και η πρώτη μεγάλη έφοδος των Τούρκων.).
Ιστορικές πηγές:
«Δύο Βενετσιάνικα χρονικά για την Άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470», Γ. Γκίκα, τόμος ΣΤ΄, Αθήνα, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, 1959.
«Η Άλωσης της Χαλκίδος από τον Μωάμεθ τον Β’ (το έτος 1470)», Παναγιώτου Δ. Μαστροδημήτρη, Κατά τον Βαρβερινόν Ελληνικόν Κώδικα του ΙΣΤ΄ αιώνα.
«Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο: ένας Ενετός του 15ου αιώνα στην Αυλή του μεγάλου Τούρκου», μετάφραση Δημήτρης Δεληολάνης, Εκδόσεις Στοχαστής, 1998.
«Πόλεμος και Αγιότητα: Η πτώση της Εύβοιας στους Οθωμανούς το 1470 & Αγίες στη Βενετία», διάλεξη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη του Reinhold Mueller (Πανεπιστήμιο Βενετίας), μετάφραση Μαρία Σμάλη.
«Η πολιορκία και το πάρσιμο της Χαλκίδας από τον σουλτάν Μεμέτη στα 1470», Φώτης Κόντογλου.
«Τα “Ευβοϊκά” του Εβλιά Τσελεμπή», Γ. I. Φουσαρά, ΕΕΣ.
Wikipedia
Πηγές – Χρονικά:
Giacomo Rizzardo, γραμματικός του πλοιάρχου Λορέντσο Κονταρίνι.
Καλόγερου Jocopo από την Castellana.
Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο.
Ανώνυμου περιηγητή.
Πρόλογος σε μαύρες σελίδες της ιστορίας.
Μεταξύ της 26ης Ιουνίου και 5ης Ιουλίου 1470 η αποκάλυψη μιας προδοσίας συντάραξε το ήδη σκληρά δοκιμαζόμενο από τη πολιορκία Νεγροπόντε.
Οι ημερομηνίες, οι ημέρες, καθώς και ορισμένες λεπτομέρειες των γεγονότων αλλάζουν ανά χρονικογράφο ή ιστορική πηγή. Αυτό που δεν αλλάζει είναι πως η συγκεκριμένη ιστορία αποτελεί ένα μαύρο κεφάλαιο στις ηρωικές σελίδες που έγραψαν εκείνο το καλοκαίρι οι πολιορκημένοι του Νεγροπόντε.
Πως ξεκίνησε η προδοσία.
Τις αμέσως επόμενες μέρες μετά την πρώτη μεγάλη έφοδο των Τούρκων (βλ. μέρος 8ο) στις 25/6/1470, οι πολιορκημένοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν πρωτίστως και να επισκευάσουν δευτερευόντως τις ζημιές που προκαλούσε στα τείχη και τα σπίτια τους ο ανηλεής βομβαρδισμός της καστροπολιτείας.
Το συμμάζεμα των ερειπίων από τη μάχη που είχε γίνει μπροστά από τα τείχη της Μεγάλης Πύλης του Πατριαρχείου (σημερινό ανατολικό τμήμα σχολής Πεζικού) ανατέθηκε σε δουλοπάροικους. Αυτοί, μετέφεραν τα συντρίμμια και τα έριχναν στη θάλασσα, υπό την επίβλεψη ενός καπετάνιου του πεζικού από την Δαλματία (ή πλοιάρχου από το Λιβόρνο κατ’ άλλους), του Τομάζο Σκιάβο (Tomasso Schiavo), ο οποίος ήταν υπεύθυνος αφενός να μην το σκάσουν οι δουλοπάροικοι και αφετέρου να μην χτυπηθούν από τον εχθρό.
Ο Σκιάβο βρισκόταν στη Χαλκίδα έχοντας υπό τη διοίκησή του 500 Δαλματούς στρατιώτες (400 κατά τον Αντζολέλλο), που ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία έμπειροι «σιοπετιέροι» (schiopettieri ή schioppettieri). Το ειδικό αυτό μεσαιωνικό σώμα στρατού ξηράς αποτελούνταν από τους χρήστες των σιοπέτων (schiopetto ή schioppetto), που ήταν οι προπάτορες των πυροβόλων όπλων χειρός και έριχναν μεταλλικά βόλια με τη χρήση μπαρουτιού. Στη δικαιοδοσία του Σκιάβο βρίσκονταν επίσης όλα τα «μηχανήματα» (πυροβολικό και καταπέλτες).
Την νύχτα της 26ης Ιουνίου 1470 ο Σκιάβο, φοβούμενος την πτώση του Νεγροπόντε, αποφάσισε να το προδώσει για να σώσει τον εαυτό του, την οικογένεια του (αμφισβητούμενο αυτό καθώς υπάρχει καταγραφή πως η γυναίκα του ήταν στη Βενετία) και τους συντρόφους του από το βέβαιο θάνατο. Εξάλλου είχε συγγενείς που βρίσκονταν ήδη στη μεριά των Τούρκων. Έστειλε λοιπόν μυστικό μήνυμα στους Τούρκους με έναν λοχία του, τον Λούκα ντα Κούρτσολα (ή Κουρτζόλλα) που πήρε μαζί του τον υπηρέτη του Φραντσέσκο ντα Ραγκούζι, με το οποίο έδινε συμβουλή στον Μωάμεθ Β΄ να επιτεθεί από το «αχαμνότερο» σημείο των τειχών, το πιο αδύναμο δηλαδή (γύρω από την πύλη του Πατριαρχείου, βόρεια του Βούρκου), σε συγκεκριμένη βραδινή ώρα, ημερομηνία και περιοχή, με αντάλλαγμα να του χαριστεί η ζωή και να γίνει πασάς. Για κακή τους τύχη όμως, μόλις ξημέρωσε έγινε αντιληπτή η απουσία του ντα Κούρτσολα από το στρατόπεδο (σύμφωνα με τον Jocobo η προδοσία αποκαλύφθηκε στις 5/7 όταν μίλησε για αυτήν η γυναίκα του Σκιάβο σε μια γριούλα, που με τη σειρά της τα είπε όλα στη Βενετική Διοίκηση).
Ο Βενετός Βάϊλος του Νεγροπόντε Πάολο Ερίτζο, σε προτομή του 1859 – 1861 που βρίσκεται στο μουσείο Procuratie Nuove της Βενετίας.
Οι πρώτες αντιδράσεις.
Το γεγονός αυτό δεν άργησε να φτάσει και στ’ αυτιά ορισμένων εξεχόντων κατοίκων που παίρνοντας πρωτοβουλία επισκέφτηκαν τον Βάϊλο (διοικητή) του Νεγροπόντε Πάολο Ερίτζο (Paolo Erizzo) ώστε να του εκφράσουν την ανησυχία τους.
Εκεί, έγινε ο εξής διάλογος: – «Εξοχότατε κύριε μπαΐλο, ακούσαμε πώς τη νύχτα που μας πέρασε ένας άντρας βγήκε από την πόλη. Πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε αν του είχε ανατεθεί κάποια αποστολή και ποιος τον έστειλε σε αυτή. Γιατί, αν δεν ξεκαθαριστεί αυτό το ζήτημα, πάει να πει πώς υπάρχει κίνδυνος να προδοθούμε και να δολοφονηθούμε. Και πρέπει να ξέρετε πως μπροστά στον κίνδυνο να κυριέψει ο Τούρκος τη γη μας προτιμούμε καλύτερα να σκοτωθούμε αγωνιζόμενοι παρά να μάς κομματιάσουν από προδοσία». Μόλις άκουσε τα λόγια τους ο Ερίτζο απάντησε : – «Αγαπητοί, έχετε μεγάλο δίκιο. Πηγαίνετε να εξακριβώσετε με οποιοδήποτε τρόπο ποιος έστειλε έξω από την πόλη αυτόν που λέτε και ενημερώστε με». Όπως και έγινε…
Γρήγορα έγινε γνωστό πως μέσα στη πόλη βρισκόταν ο αδελφός του Λούκα ντά Κούρτσολα, ο Φραντζέσκο ντά Κούρτσολα, ο οποίος ήταν τραυματισμένος στο μπούτι από βόλι. Ειδοποιήθηκε λοιπόν η φρουρά, τον συνέλαβαν αιφνιδιαστικά και, κουβαλώντας τον καθώς δεν μπορούσε να περπατήσει, τον παρουσίασαν στον Βάϊλο και τους ευγενείς του Νεγροπόντε. Μόλις τον είδε ο Ερίτζο τον φοβέρισε πώς θα τον βασανίσουν αν δεν μαρτυρήσει όσα γνώριζε για την υπόθεση. Και τότε, χωρίς καμιά πραγματική άσκηση βίας, ο Φραντζέσκο τους είπε: – «Εξοχότατοι κύριοι, θα σάς πω όλη την αλήθεια. Ο κύριος Τομάζο Σκιάβο έστειλε τον αδελφό μου τη νύχτα που μας πέρασε έξω από την πόλη». Όταν τον ρώτησαν «γιατί τον έστειλε;», ο Φραντζέσκο αποκρίθηκε: – «έστειλε μήνυμα στον Μέγα Τούρκο να κάνει καινούργια επίθεση το βράδυ της Πέμπτης. Ο Σκιάβο θα έβρισκε τρόπο να τον βάλει μέσα στην πόλη και έθεσε τον εαυτό του και την οικογένειά του στην υπηρεσία του. Αν θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες, πιάστε τον γραμματικό και τον σαλπιστή».
Οι προύχοντες, αφού άκουσαν ότι τους είπε ο Φραντσέσκο, τον σκότωσαν χωρίς να το δημοσιοποιήσουν και έστειλαν στρατιώτες να πιάσουν τον σαλπιστή. Μόλις αυτό έγινε, μόνο με φοβέρες και χωρίς να τον αγγίξουν, κατέδωσε και εκείνος με τη σειρά του κάποιον γραμματικό Αντρέα (ή Τζιόρτζιο ή Πέτρο) Αλμπανέζε που ήταν επτά χρόνια έμμισθος κατάσκοπος των Τούρκων, χωρίς κανείς ποτέ να τον υποψιαστεί. Όλα αυτά τα χρόνια παρευρισκόταν σε διαπραγματεύσεις ή συζητήσεις πού γινόντουσαν στη Βενετία, στη Χαλκίδα και σε διάφορα άλλα μέρη. Σύχναζε στα σπίτια όλων των ρητόρων (αξιωματούχοι, διοικητές) μαθαίνοντας έτσι πολλές και χρήσιμες πληροφορίες που έδινε αμέσως μετά στους Τούρκους.
Η γρήγορη ροή των εξελίξεων τους οδήγησε στο σπίτι του Αλμπανέζε όπου και τον συνέλαβαν. Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας τους βρήκαν κρυμμένα τρία βέλη με ισάριθμα μηνύματα πάνω τους δεμένα (υπάρχει επίσης η εκδοχή πως μια κοπέλα είδε τον Σκιάβο να πετάει τα βέλη και έτσι αποκαλύφθηκε η προδοσία). Τα δύο μηνύματα ήταν γραμμένα στην Τούρκικη γλώσσα. Αυτά, έλεγαν: «Κάνε εκείνο πού έχεις να κάνεις και πού υποσχέθηκες στον Κύριο. Γιατί αυτός ήρθε εδώ με τις υποσχέσεις σου και δεν μπορεί να περιμένει περισσότερο. Εκείνο που έχεις να κάνεις κάνε το, όπως έχεις υποσχεθεί». Τα δύο αυτά μηνύματα τα είχαν ρίξει οι Τούρκοι, με αποδέκτες τον Αλμπανέζε αλλά και τον Τομάζο Σκιάβο (οι οποίοι πιθανώς συνεργάζονταν), όπως πολύ γρήγορα έμαθαν, αποκαλύπτοντας την προδοσία σε όλη τη διάσταση της. Το τρίτο μήνυμα στο βέλος, που ήταν γραμμένο στην Ελληνική γλώσσα, έγραφε: «Εγώ είμαι σκλάβος σου και βρίσκομαι στη διάθεσή σου». Το είχε γράψει ο Αλμπανέζε για να το πετάξει στους Τούρκους, ως απάντηση στα δύο προηγούμενα. Αλλά δεν πρόλαβε…
Από τα άνωθεν εξιστορούμενα εξάγουμε το συμπέρασμα πως η προδοσία αφενός δεν είχε μόνον έναν πρωταγωνιστή, τον Σκιάβο, αλλά και δεύτερο, τον Αλμπανέζε και αφετέρου, το πιθανότερο είναι να μην ήταν μια «αυθόρμητη» κίνηση της στιγμής, πυροδοτούμενη από το φόβο (όπως αρχικά είδαμε), αλλά μια καλά προσχεδιασμένη προδοσία που πήρε μέρες –ή και μήνες- να οργανωθεί.
Η σύλληψη του Σκιάβο και το τέλος των προδοτών.
Επανερχόμενοι στην ιστορία μας, όλες αυτές οι κινήσεις των Βενετών δεν άργησαν να φτάσουν και στ’ αυτιά του Τομάζο Σκιάβο.
Μόλις πληροφορήθηκε τις συλλήψεις των συντρόφων του καβάλησε τ’ άλογό του και με συνοδεία 100 (ή 40 κατά τον Αντζολέλλο), περίπου, ανδρών κατευθύνθηκε προς την πλατεία (εικάζουμε μπροστά από το ναό της Παναγίας, σημερινή Αγία Παρασκευή). Στο δρόμο έλεγε με θράσος «θέλω να δω ποιός είναι αυτός πού έπιασε τούς άντρες μου κι’ αν τον ανακαλύψω, εγώ ο ίδιος θα τού κόψω τη μύτη!».
Η Διοίκηση όμως είχε ήδη λάβει τα μέτρα της. Είχε ανθρώπους έτοιμους να σκοτώσουν τον Σκιάβο και ενημερώσει για την προδοσία που σχεδίαζε ο προδότης Δαλματός αξιωματούχος, τους Βενετούς ευγενείς, τους εξέχοντες κατοίκους της πόλης, τους Ηρακλειώτες μπαλεστριέρους (στρατιώτες με βαλλίστρες) και όλον τον κόσμο που εκείνη την ώρα βρισκόταν στη πλατεία. Έτσι, έβαλαν μπροστά το σχέδιο για να συλληφθεί ο προδότης και οι συνεργάτες του χωρίς μάχη. Όταν ο Σκιάβο μπήκε φουριόζος στην πλατεία μαζί με τη συνοδεία του, είδε τον Βάϊλο Πάολο Ερίτζο να κάνει χαλαρός βόλτα μαζί με άλλους ευγενείς, σα να μην τρέχει τίποτα. Η παρέα του περιλάμβανε τον παλιό και το νέο καπετάνιο, τον Άλβίζε Ντόλφιν (θησαυροφύλακας της Χαλκίδας από το 1453 ως το 1470), τον Νέρι Ζόρζι (επίσης, Ρινιέρι ή Τζιόρτζι) και τον αδελφό του, τον Ζουάνε ντά Μόλιν, τον Ιερεμία Γκραντελλόν και το Πόλο ντί Μπέρτι, καθώς κι’ άλλους ευγενείς, με διαταγές να σκοτώσουν τον προδότη.
Μόλις ο Σκιάβο πλησίασε την αριστοκρατική παρέα ο Βάϊλος, με δήθεν ξαφνιασμένο ύφος, του είπε: – «Τι έχετε ν’ αναφέρετε κύριε Τομάζο κι’ ερχόσαστε με τόση συνοδεία εδώ αφήνοντας αφύλαχτες τις θέσεις σας, πράγμα για το οποίο θα πρέπει να ντρεπόσαστε, τη στιγμή μάλιστα που ξέρετε πώς ο εχθρός μάς έχει περικυκλώσει;». Ό Σκιάβο ξαφνιάστηκε από την αδιάφορη στάση των ευγενών και, θεωρώντας λανθασμένα πως η σκευωρία του δεν έχει αποκαλυφθεί, διέταξε τους άντρες του να αποχωρήσουν, κατέβηκε από τ’ άλογό του κι’ είπε: «Διατάξτε Κύριε!» Τότε ο Ερίτζο του είπε: – «Εμείς είχαμε στείλει να σάς ειδοποιήσουν να έρθετε εδώ για να κάνουμε ένα καλό σχέδιο ώστε να επισκευάσουμε εκείνο το τείχος του Βούρκου». Κι’ ο Σκιάβο απάντησε: – «Πάμε αμέσως όπου διατάξετε».
Μόλις ξεκίνησαν να περπατάνε μαζί κατευθύνθηκαν προς ένα υπόστεγο, που θα τους προστάτευε από τον καυτό ήλιο. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν οι δύο τους συζητώντας προπορευόμενοι των υπολοίπων, ο Βάϊλος τους έκανε νόημα να μη κάνουν απότομες κινήσεις ώστε να μη δώσουν αφορμές για πανικό και να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, που δεν άργησε. Καθώς ο Σκιάβο περνούσε μπροστά από τη σκάλα του παλατιού του Βάϊλου, ο Αλβίζε Ντόλφιν του έριξε πισώπλατα μια μαχαιριά στο λαιμό. Αμέσως μετά έπεσαν πάνω του όλοι οι υπόλοιποι ευγενείς και, κατά τον Rizzardo, «διαπέρασαν το κορμί του 50 σπαθιά». Ήταν τόσα τα χτυπήματα που πριν ξεψυχήσει πρόλαβε και είπε: «Ωχ, Θεέ μου, όχι περισσότερα!».
Όταν πλέον είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, πήραν το σώμα του και το κρέμασαν ανάποδα, από το ένα πόδι, ψηλά στις κολώνες (ή το μπαλκόνι κατ’ άλλους) τού παλατιού του Βάϊλου, στην πλατεία. Λίγο αργότερα δίπλα του με τον ίδιο τρόπο κρέμασαν τον κατάσκοπο Αλμπανέζε, τον σαλπιστή και τον υπηρέτη του. Ο Jocomo στο χρονικό του δίνει διαφορετική συνέχεια μετά τη θανάτωση τους, υποστηρίζοντας πως, αμέσως μετά, θέλοντας να τους κάνουν παράδειγμα για άλλους επίδοξους προδότες, τους τεμάχισαν και πέταξαν τα κομμάτια τους στους Τούρκους.
Την ίδια μέρα θανατώθηκαν από το στρατιωτικό σώμα του Σκιάβο άλλοι 50 άντρες. Οι υπόλοιποι μαχητές του Νεγροπόντε λυπήθηκαν πολύ μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα σε όλη τους την έκταση, αφενός για την προδοσία και αφετέρου για την απώλεια αντρών που μέχρι πρόσφατα τους θεωρούσαν φίλους, αξιόμαχους και πολύτιμους συμπολεμιστές, ιδιαίτερα τις κρίσιμες εκείνες ημέρες.
Με διαφορετικό τρόπο εξιστορεί την προδοσία ο Αντζολέλλο στο δικό του χρονικό. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.
Διαβάστε εδώ το δέκατο μέρος του αφιερώματος στην άλωση της Χαλκίδας.